18 Απριλίου, 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΠΑΤΜΟΥ ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ ΜΕΡΟΣ 6ο

Μέσα σ’ αυτό το δυσοίωνο πνευματικό κλίμα, δεν έλειψαν τα πνευματικά αναστήματα, που περιέσωσαν την ησυχαστική και φιλοκαλική παράδοση, με κορυφαίο εκπρόσωπό τους τον Άγιο Νεκτάριο322( «… Από πλευράς όμως ποιότητος και συνεπείας στην παράδοση, παρά την γενικότερη χαλάρωση, κατ’ ουδένα τρόπο μπορεί να γίνει λόγος για νέκρωση ή αφασία καθολική και μάλιστα στον Άθωνα. Η Χάρη του Θεού διετήρησε τα ζώπυρα της ησυχαστικής παραδόσεως σε ευλογημένους θύλακές της, πού εξεκόλαψαν την αναγέννηση των ημερών μας, προάγγελοι της οποίας για τον ελλαδικό χώρο υπήρξαν ό όσιος πατήρ ημών Νεκτάριος και ή Μονή του…», Μεταλληνού, «Ό μοναχισμός», σ.214, ), ο οποίος διαφυλάσσει, συνεχίζει και μεταλαμπαδεύει την πατερική παράδοση της μοναχικής ασκήσεως, με την επιμονή του στην προτεραιότητα της άσκησης και της λατρείας323. Με την ίδρυση της Μονής της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα και την προσωπική επιρροή που άσκησε στον νεαρό μοναχό Αμφιλόχιο, «… του έδωσε το θάρρος ότι πρέπει να αναβιώση ο μοναχισμός, όχι γιατί εγήρασε, αλλά γιατί, λόγω κακής διαφωτίσεως, οι μοναχοί αρχίζουν να εκλείπουν…» 324 , δίνοντας έμφαση στη συνέχεια και στο σεβασμό στα ήδη παραδεδομένα. Αρχίζει έτσι να διαμορφώνεται και να ωριμάζει στη σκέψη του αγίου Αμφιλοχίου το όραμά του για τον μοναχισμό και η αναγκαιότητα της προσωπικής του δράσης προς αυτή την κατεύθυνση. Τα Δωδεκάνησα είναι υπό Ιταλική κατοχή και οι κάτοικοί τους, σχεδόν εγκαταλελειμμένοι πνευματικά, ζουν και πεθαίνουν χωρίς μετοχή στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, χωρίς εξομολόγηση και θεία κοινωνία, υπό την ισχνή και αναιμική πνευματική καθοδήγηση των κληρικών της εποχής325, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος αισθάνεται «… ότι θα θεωρηθή πολύ υπεύθυνος ενώπιον του Θεού εάν δεν προσπαθή να οδηγή και άλλες ψυχές στα χλοερά λειβάδια του πνεύματος…» 326 . Για το σκοπό αυτό προγραμματίζει να εγκαταστήσει μικρές αδελφότητες327(«…να στηθούν παντού μικρά μοναστήρια με δώδεκα πρόσωπα, πλέον ο ηγούμενος…», Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.31-32 ) στα Δωδεκάνησα και κάθε έξοδός του από τη Μονή του Θεολόγου αποτελεί γι’ αυτόν ευκαιρία μετάδοσης και αναβαπτισμού των νησιωτών στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη328 . Όπως ο ίδιος δηλώνει σε επιστολή του προς το πνευματικό του τέκνο π. Παύλο Νικηταρά, το όραμά του για τον μοναχισμό εδράζεται στη διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Αθανασίου329,ενώ ταυτόχρονα «… δεν ξεχώριζε μοναχισμό και ιεραποστολή…» 330 , ισορροπία εξαιρετικά λεπτή και δύσκολη στη διατήρησή της, που συνιστά την πραγμάτωση του μοναχοϊεραποστολικού οράματός του331(Ο μακαριστός γέροντας Γρηγόριος, ηγούμενος της Μονής Δοχειαρίου, υποστηρίζει στο βιβλίο του για τον άγιο Αμφιλόχιο: «Ο πόθος για τη σωτηρία του κόσμου, την ιεραποστολή όπως λέμε σήμερα, δεν ήταν επήρεια από κάποιο πρόσωπο, όπως έχει γραφή, ούτε από την ιεραποστολική αδελφότητα της Ζωής˙ ήταν δική του εμπειρία, δική του εσωτερική κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να χαρακτηρίζουμε κοινωνικό εργάτη αυτόν, που στην εποχή του ήταν πάντων των μοναζόντων η σεμνότης και το εγκαλλώπισμα…», Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.33. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η άποψη του π. Αντίπα Νικηταρά, όταν, σε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του την 20η Ιουλίου 2020, μας επεσήμανε ότι η μόνη επιρροή που πιθανόν άσκησε η αδελφότητα στον π. Αμφιλόχιο, περιορίζεται στη μέθοδο και την οργάνωση της ιεραποστολής, άποψη που βρίσκει σύμφωνους όλους σχεδόν τους βιογράφους του Αγίου, οι οποίοι άλλωστε ήταν σε θέση να γνωρίζουν άμεσα τόσο τα γεγονότα όσο και την άποψη του ίδιου γι’ αυτά. Βλ.: Αντ. Νικηταρά, «Ο πνευματικός σύνδεσμος», Πειραϊκή Εκκλησία, σ.35: «… Την αυτήν περίοδο γνωρίζει εις τας Αθήνας και τον αοίδιμον πατέραν Ευσέβιον Ματθόπουλον, τον ιδρυτή της νεοπαγούς τότε Αδελφότητος “Ζωή” από τον οποίον εμπνέεται και αναλαμβάνει τρόπους Ιεραποστολής. Τοιουτοτρόπως διαμορφώνει ο μακαριστός πατήρ μίαν μοναχοϊεραποστολικήν ιδεολογίαν η οποία και θα χαρακτηρίσει κατόπιν το έργο του…». ) . Ο ησυχαστικός τρόπος ζωής και η αδιάλειπτη άσκηση της νοεράς προσευχής αποτελούν τις βάσεις του μοναχισμού που παρέλαβε, αλλά και που οραματίζεται να εφαρμόσει˙ «… Κατά την επιθυμία του Οσίου Γέροντος Αμφιλοχίου, παράλληλα με την κοινοβιακή και ιεραποστολική ζωή έπρεπε να βιώνουν και την ησυχαστική για να έχουν ευκαιρία να εξασκούν περισσότερο την νοερά προσευχή. Όπως έλεγε, η προσευχή είναι “η βενζίνη” των ψυχών μας. Επίσης “οι προσευχόμενοι Μοναχοί προσφέρουν μεγαλύτερες υπηρεσίες στην εκκλησία μας από τους εν κοινωνική εργασία ευρισκομένους”. Αυτή ήταν και η άποψη της εκκλησίας μας των πρώτων αιώνων…» 332 . Ταυτόχρονα, είναι πια απόλυτα πεπεισμένος, μετά από την διαβίωσή του στα κοινόβια του Αγίου Όρους και της Αίγινας, ότι το κοινοβιακό σύστημα είναι το πλέον ασφαλές για την πνευματική περιφρούρηση και καρποφορία των μοναχών. Καθώς έχει ιδία πείρα των δυσκολιών του ιδιόρρυθμου συστήματος, πιστεύει ότι αυτό αποτελεί συνέπεια της θεσμικής αλλοίωσης και παρακμής του ορθόδοξου μοναχισμού 333 και στα 1935, όταν αναλαμβάνει την ηγουμενία της Μεγάλης Μονής του Θεολόγου, απευθύνεται εγγράφως στο ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής «… αιτούμενος την επαναφορά του κοινοβιακού θεσμού…» 334 . Στην επιστολή αυτή, την οποία διασώζει στο έργο της, η σημερινή ηγουμένη της «Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Μητρός Ηγαπημένου» Χριστονύμφη μοναχή335, ο άγιος διατυπώνει την άποψη ότι η πνευματική και υλική πτωχεία στην οποία είχε περιέλθει η Μεγάλη Μονή ήταν αποτέλεσμα της μακρόχρονης εφαρμογής του ιδιόρρυθμου συστήματος και της συνακόλουθης παραβίασης των θεσμών και των εντολών του κτήτορά της, οσίου Χριστοδούλου, γεγονός που είχε επισύρει και την μήνιν του. Προκειμένου να στηρίξει την άποψή του, παραθέτει αποσπάσματα έργων του Μ. Βασιλείου, του αββά Δωροθέου, του ιερού Χρυσοστόμου και του αγίου Εφραίμ. «… Ο στόχος του είναι διπλός, όπως θα είναι και σε όλη του τη ζωή. Δεν βλέπει τον Μοναχισμό αποκομμένο από τον κόσμο, ούτε όμως θέλει ένα μοναχισμό εκκοσμικευμένο, όπως είναι ο ιδιόρρυθμος μοναχισμός. Επιζητά ένα Μοναχισμό γνήσια Ορθόδοξο, ένα Μοναχισμό που ζει συνειδητά την ορθόδοξη πνευματικότητα, τη νήψη, τη νοερά προσευχή, την παράδοση του κοινοβιακού πνεύματος, και μέσα από αυτά γίνεται φως, φως του κόσμου…» 336 . Έκτοτε, όλα τα μοναστήρια που ιδρύει ή ανασυγκροτεί, τα οργανώνει με βάση το κοινοβιακό σύστημα337(«… Ο μοναχισμός κατ’ εξοχήν είναι κοινοβιακός και σε αυτό ενεπνεύσθη από τον Άγιο Νεκτάριο και για αυτό και ίδρυσε μετά από αιώνες το Κοινόβιο της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού. Εύστοχα τονίζει η Οσιωτάτη Καθηγουμένη Χριστονύμφη ότι ο Άγιος Γέροντας Αμφιλόχιος εμπνευσμένος απ’ τον πνευματικό του πατέρα και οδηγό Άγιο Νεκτάριο διηκόνησε ουσιαστικά τον Μοναχισμό σε ένα ιστορικό μεταίχμιο της αγιαστικής του διαδρομής καθώς συνετέλεσε σημαντικά στην αναβίωση του γνήσιου κοινοβιακού Ορθοδόξου Μοναχισμού συνεχίζοντας την προσπάθεια του Αγίου Νεκταρίου για την καλλιέργεια του μοναχικού ιδεώδους κατά τους θείους και ιερούς κανόνας της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας…», Αντ. Νικηταρά, «Ο πνευματικός σύνδεσμος», Πειραϊκή Εκκλησία, σ.37. ), ενώ τα περισσότερα απ’ αυτά αναπτύσσουν και δράση ιεραποστολική. Η αδελφότητα της «Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Μητρός Ηγαπημένου», της οποίας η ίδρυση προηγείται χρονολογικά των υπολοίπων, δραστηριοποιείται ιεραποστολικά πριν ακόμα συγκροτηθεί σε οργανωμένη μοναστική κοινότητα. Με δεδομένη την καταγεγραμμένη μαρτυρία του στο προσωπικό του ημερολόγιο338, η συνεργάτης του, δασκάλα τότε ακόμη, Καλλιόπη Γούναρη και κατόπιν ηγουμένη στη Μονή του «Ευαγγελισμού», υπό την δική του προτροπή και καθοδήγηση, ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις των καιρών και έχοντας ως στόχο την αναζωπύρωση και διαφύλαξη τόσο της Ορθόδοξης πίστης όσο και της ελληνικής αυτοσυνειδησίας των κατοίκων της Δωδεκανήσου, ήταν η πρώτη που οργάνωσε κατηχητικά νεανίδων και κύκλους κυριών μελέτης Αγίας Γραφής στον ελλαδικό χώρο, πολύ πριν ακόμα εμφανιστεί η αντίστοιχη δράση της αδελφότητας «Ζωή»339στην ηπειρωτική χώρα και κατά κύριο λόγο στα μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής. Η ιεραποστολική δραστηριοποίησή τους αυτής της μορφής, επεκτείνεται σχεδόν σε όλη την Δωδεκάνησο και περιλαμβάνει τα νησιά της Κω, της Καλύμνου, της Ρόδου, της Νισύρου, της Λέρου340, ενώ στην Πάτμο τα καλοκαίρια, το Κάθισμα του «Χριστού της Αργυρής», όπου φιλοξενούνται κατηχήτριες και κατηχούμενες από τα γύρω νησιά, προσελκύει και κορίτσια της τοπικής κοινωνίας και μετατρέπεται στο πρώτο «κρυφό σχολειό» 341 του νησιού. Είναι τα χρόνια που ο Ιταλός κατακτητής δείχνει τη σκληρότερη πλευρά του και απαγορεύει τη διδασκαλία των ελληνικών στα σχολεία της Δωδεκανήσου, γεγονός που ωθεί τον άγιο «… εναντίον του οργανωμένου Καθολικισμού εις Δωδεκάνησον…»342 και αναλαμβάνει και εθνική δράση 343 , η οποία δεν διέφυγε της προσοχής των Ιταλικών αρχών κατοχής, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην εξορία344. Κι αυτή όμως την περίσταση την αξιοποιεί ιεραποστολικά και φτάνει από την Αθήνα μέχρι την Ήπειρο, την Μακεδονία και την Κρήτη και προσπαθεί όχι μόνο να αφυπνίσει συνειδήσεις, αλλά να δραστηριοποιήσει κι άλλους πιστούς προς αυτή την κατεύθυνση345 . Ωστόσο, τα όνειρά του για την ιεραποστολική δράση των αδελφών, επεκτείνονται μέχρι και στα Μικρασιατικά παράλια346(«... Για την μικρασιατική καταστροφή έλεγε: - Οσάκις την σκέπτωμαι, ιλιγγιά ο νους μου. Πώς ξερριζώθηκαν από τον τόπο αυτόν αιώνες ελληνισμού και πολιτισμού; Πώς είναι δυνατόν στην ακρόπολη του χριστιανισμού, την Μικρά Ασία, που είναι κατάσπαρτη από κόκκαλα Μαρτύρων και Αγίων, να μην υπάρχουν χριστιανοί, να μην ακούγεται καμπάνα, να μη τελήται θεία Λειτουργία;…», Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, 51. ) . Για τον σκοπό αυτό παροτρύνει και ενθαρρύνει την Καλλιόπη Γούναρη στην εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας, προκειμένου η ιεραποστολική τους δράση να επεκταθεί στο μέλλον και στα μέρη εκείνα347 . Σ’ αυτό το πλαίσιο σκέψης και δράσης, αναβίωσε η «Ιερά Μονή Ευαγγελισμού» στην Ικαρία και ιδρύθηκαν οι μονές «Αναλήψεως του Κυρίου» στην Κάλυμνο, «Αγίου Μηνά» στην Αίγινα και «Παναγίας Ελεούσας» στο Ρότσο της Καλύμνου. Η τελευταία, μετά την κοίμηση του κτήτορα και ιδρυτή της και υπό την πνευματική καθοδήγηση του πνευματικού του τέκνου, πατρός Αμφιλοχίου Τσούκου, απετέλεσε κέντρο της ιεραποστολικής δράσης και φυτώριο ιεραποστόλων348, ενσαρκώνοντας με τον πιο εύγλωττο τρόπο το όραμά του για μοναστήρια με μοναχοϊεραποστολικό προσανατολισμό και προοπτική349( «… Η όλη λειτουργία της Μονής εβασίσθη επί των Μοναχοϊεραποστολικών ιδεωδών του φλογερού ασκητού και ιεραποστόλου Αμφιλοχίου Μακρή. Κατά την έντονη επιθυμία του επλαισιώθη η Μονή από το πρώτο ασκητήριο του «Θαβωρείου», όπου εβδομαδιαίως απεσύροντο δύο Αδελφές για την εξάσκηση της νοεράς προσευχής. Αργότερα κατά το 1976 προσετέθη το δεύτερο Ασκητήριο της Αγίας Μακρίνας…», Μαγκλή, Κασσιώτου, Το Γεροντικό της Καλύμνου, σ.64. ).Η ευωχία της προσφοράς στο όνομα του Χριστού έγινε καθημερινό βίωμα των μοναζουσών της εν λόγω Μονής και η ιεραποστολική φλόγα τους μεταλαμπαδεύτηκε στις μακρινές χώρες της Αφρικανικής ηπείρου. Οι μοναχές διασώζουν ζωηρές περιγραφές αυτής της έκφρασης της έμπρακτης αγάπης τους στις σελίδες του βιβλίου τους που είναι αφιερωμένο στον μοναχισμό της Καλύμνου350
    Όταν πια η «Ιερά Μονή Ευαγγελισμός Μητρός Ηγαπημένου» της Πάτμου συνιστά οργανωμένη μοναστική κοινότητα, δίνεται η ευκαιρία και η δυνατότητα και στον ίδιο τον ιδρυτή της να δράσει ιεραποστολικά, με τρόπο ευρηματικό και μέθοδο πρωτότυπη! Χωρίς ο ίδιος να ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό, χωρίς να μεταβεί σε χώρες της Αφρικής, της Ασίας, της Άπω Ανατολής ή ακόμα και της κοντινής Ευρώπης, ήρθε σε επαφή με σημαίνοντα πρόσωπα απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, τα οποία μεταστράφηκαν στην Ορθοδοξία ή αφυπνίστηκαν πνευματικά, εμβάθυναν στην πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τη μεταφύτεψαν, με την σειρά τους, στον τόπο τους351. Ο Μητροπολίτης Διοκλείας και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Κάλλιστος Ware, που επισκέφθηκε την Πάτμο το 1961, ως νεαρός διάκονος που συγκαταριθμείται στην μοναστική αδελφότητα της Ιεράς Μονής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου από το 1966 352, ο γαλλικής καταγωγής Ιάκωβος Τουράγι, που με την προτροπή του αγίου μετέφρασε στα γαλλικά τα Μηναία της Ορθοδόξου Εκκλησίας353, ο Αφρικανός πρωτοπρεσβύτερος Οβαδίας Μπασακιτάλο, παππούς του σημερινού Μητροπολίτη Ουγκάντας κ. Ιωνά 354 , αποτελούν μερικά μόνο επιλεγμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα προσκυνητών της Πάτμου, στους οποίους ο κτήτορας του «Ευαγγελισμού» πρόσφερε μαζί με την αβραμιαία αρχοντική φιλοξενία του και την θέρμη και τον ενθουσιασμό της πίστης του, καθιστώντας τους ιεραποστόλους έως περάτων της γης. Η τακτική του αυτή, της ιεραποστολής διά μέσου της φιλοξενίας, υιοθετήθηκε ως τρόπος άσκησης της ιεραποστολής και από τα μοναστήρια που ίδρυσε. Στο Γεροντικό της Καλύμνου σημειώνεται χαρακτηριστικά:«...Η Ιερά Μονή...δίδει επίσης μεγάλη σημασία εις το θεσμόν της φιλοξενίας. Ακολουθεί τα ίχνη του Ιδρυτού της Οσίου Αμφιλοχίου Μακρή, ο οποίος συχνά επαναλάμβανε “Ξένους ξένιζε, ίνα μη Θεού ξένος γένη”. Έχει φιλοξενήσει όχι μόνον Ελληνίδες αλλά και πρόσωπα από άλλα κράτη (Αφρική, Κορέα, Αυστραλία, Σουηδία) με σκοπό να μεταλαμπαδεύσουν την Ορθοδοξία στις χώρες τους...» 355 . Καθώς όμως ο φωτισμένος μοναχός ήταν σε θέση να έχει μια καθαρή ματιά για τα γεγονότα του καιρού του και του τόπου του, είχε διαισθανθεί την επικείμενη ανάπτυξη του τουρισμού στα νησιά, γι’ αυτό προσπάθησε όχι μόνο να στερεώσει την πίστη των κατοίκων τους και να τα καταστήσει φάρους ορθοδοξίας και ιεραποστολής, ιδρύοντας μονές ή αναδιοργανώνοντας τις ήδη υπάρχουσες, σ’ αυτές τις ακριτικές περιοχές 356 , αλλά οραματιζόταν την λειτουργία και την προσφορά αυτών των μοναστηριών ως ιατρεία ψυχών.

-57-

17 Απριλίου, 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΠΑΤΜΟΥ ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ ΜΕΡΟΣ 5ο

 
Η παρότρυνση για μελέτη της Αγίας Γραφής, των βίων των αγίων και των πατερικών έργων, αποτελούσε τη βάση της διδασκαλίας του και το κύριο μέλημά του286 (Π. Νικηταρά, Ο Γέροντας, σ.51-52: «… Δεν παρέλειπε όμως να μας προτρέπει ως πραγματικός Γέροντας στην ανάγνωση πατερικών κειμένων… το Γεροντικό και η Φιλοκαλία των πατέρων ήσαν τα μοναδικά μας αναγνώσματα, το ένα περιείχε τις πράξεις των πατέρων και ασκητών μας και το δεύτερο τη θεωρία της μοναχικής πολιτείας…»), προκειμένου να εμπνεύσει και να οδηγήσει τους αποδέκτες του λόγου του σ’ αυτή την κατεύθυνση287(Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.103: «…Ήθελε ο μοναχός συνεχώς να διαβάζη. Συνηθισμένη του ερώτηση ήταν: - Τι μελετάς στο κελλί σου; - και προσέθετε – Χωρίς μελέτη, παιδί μου, δεν μπορείς να γνωρίσης το θέλημα του Θεού και την διδασκαλία των αγίων Πατέρων…»).. Πίστευε ότι οι χριστιανοί πρέπει να βαδίζουν στα ίχνη των Αγίων και να ενστερνισθούν τη διδασκαλία των Πατέρων, για να αντλούν από την ασκητική παράδοση νάματα ζωής288, έχοντας κατανοήσει πλήρως ότι «…είναι προφανής η σημασία της μελέτης των έργων των διά την βοήθειαν την οποίαν ταύτα προσφέρουν εις την ακριβή και ορθήν ερμηνείαν των Γραφών, εις την ανάλυσιν της δογματικής διδασκαλίας, εις την κατανόησιν της χριστιανικής λατρείας˙ και ακόμη περισσότερον διά την μαρτυρίαν πίστεως και ζωής την οποίαν προβάλλουν…»289. Συχνά χρησιμοποιούσε αγιογραφικά ή πατερικά αποσπάσματα, κυρίως στους εξομολογούμενους και στις παραινέσεις του προς αυτούς 290 , ακριβώς γιατί κύριο μέλημά του ήταν η μετάγγιση της πατερικής σκέψης και παράδοσης291, ενώ μένοντας πιστός μαθητής του μαθητή της αγάπης, απέφευγε κάθε είδους κινδυνολογίες, εκφοβισμούς ή απειλές292( Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.144 και 119 όπου σημειώνεται: «… Είχε ως αρχή να μη στηλιτεύη το κακό, αλλά να παρουσιάζη με τα πιο ζωηρά χρώματα την υπεροχή του καλού. Κάποτε, τον συνάντησε ο μακαριστός Αυγουστίνος (μετέπειτα επίσκοπος Φλωρίνης)… και του είπε: - Αμφιλόχιε, όχι μόνον ωφελιμιστικά και ευσέβειες, αλλά και δρεπάνι στο κακό. – Ξεσκεπάζοντας το κακό –του απήντησε– ίσως πολλούς θα βλάψουμε και θα σκανδαλίσουμε, ενώ ανοίγοντας την θύρα του καλού, πολλούς θα ωφελήσουμε…».) . Στο σύνολό της η διδαχή του, έτσι όπως διασώζεται στην αλληλογραφία του και σε όσα, γραπτά ή προφορικά, διαφύλαξαν οι μαθητές του, είναι εμποτισμένη από τα διδάγματα και τη θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας και την πνευματική επίδραση των Κολλυβάδων 293 . Καλύπτει πλήθος θεμάτων, αλλά ωστόσο, η διδασκαλία του δεν υπήρξε συστηματική και πλήρως ανεπτυγμένη294 , με την έννοια ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για συγγραφικό έργο295(Ο αρχιμανδρίτης π. Ηλίας Καλατζής, σε προσωπική επικοινωνία που είχαμε μαζί του την 1η Αυγούστου 2019, στην Ι. Μ. «Ευαγγελισμού» στην Πάτμο, επιβεβαίωσε την ύπαρξη ενός Οδοιπορικού, το οποίο αναφέρει και ο Μητροπολίτης Τριάντης, ό.π., σ.369. Στο Οδοιπορικό αυτό ο άγιος καταγράφει το ταξίδι του στους Αγίους Τόπους και περιγράφει πρόσωπα, γεγονότα και πνευματικές εμπειρίες τις οποίες είχε. Μεταξύ των όσων μας είπε ο π. Ηλίας, έκανε λόγο για την αναφορά του αγίου στο εν λόγω Οδοιπορικό, σχετικά με την σκληρότητα των ανθρώπων που συνάντησε αλλά και την πνευματική εμπειρία που είχε, όταν κατά την βάπτισή του στον Ιορδάνη ποταμό χωρίστηκαν τα ύδατα! Από το ταξίδι του εκείνο έφερε ως ενθύμιο φύλλα ευκαλύπτου, τα οποία χρησιμοποιούσε ως σελιδοδείκτες και σώζονται μέχρι σήμερα, μεταξύ των σελίδων κάποιων βιβλίων του, στο κελί του!  ) του αγίου Αμφιλοχίου296. Ακόμα και οι επιστολές του, οι οποίες διασώζονται στην «Ιερά  Μονή Ευαγγελισμού» Πάτμου ή στο προσωπικό αρχείο των παραληπτών, δεν έχουν εκδοθεί, ούτε μελετηθεί, μέχρι τώρα, στην πληρότητά τους297. Ο Άγιος μιλούσε ευκαιριακά 298 στα πνευματικά του παιδιά, τους υποτακτικούς, τις μοναχές, τα παιδιά της Πατμιάδας ή τους σπουδαστές της Χάλκης, με σκοπό πάντα την πνευματική οικοδομή τους. Αν και συνήθιζε να μιλάει σε συνάξεις της αδελφότητας του Ευαγγελισμού, δεν έχουν διασωθεί καταγεγραμμένες ομιλίες του299. Διασώθηκε πλήθος επιστολών του, στις οποίες απευθύνεται σε πνευματικά του παιδιά, παρέχοντας την πνευματική του καθοδήγηση300 και ό,τι φύλαξε ως πνευματικό θησαυρό στην καρδιά του κάθε ακροατής ή παραλήπτης των λόγων του301 . Τα θέματα με τα οποία καταπιανόταν, είτε γραπτά είτε προφορικά, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, ανάλογα με την αφορμή που δινόταν, τις ανάγκες του κάθε αποδέκτη και τις ιδιαίτερες συνθήκες του βίου του302 και κοσμούνται με την διάκριση. Ποτέ δεν μιλούσε για τα υψηλά και δύσκολα της πνευματικής ζωής σε ανθρώπους που γνώριζε ότι δεν κατέχουν τα βασικά της πίστεως303 και υποστήριζε ότι «… πολλοί δρόμοι οδηγούν στην βασιλεία των ουρανών και πολλοί εδοξάσθηκαν από τον Κύριο με την διακονία και την αφοσίωση στην ζωή του κοινοβίου… Αν κάνουμε την σωτηρία μονόδρομο, φοβούμαι πως κανένας δεν θα σωθή…» 304. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις και σ’ αυτό το πλαίσιο σκέψης, είτε με το λόγο είτε με τη σιωπή του305( Χαρακτηριστικά είναι όσα ανασύρει ο π. Γρηγόριος από τις νεανικές του αναμνήσεις κοντά στον άγιο: «… Ήταν, ακόμη, εργάτης της σιωπής. Στα μαθητικά μου χρόνια πολλές φορές καθίσαμε ολόκληρο απόγευμα χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντες, κι αφού έφτανε η ώρα να φύγω, μου έλεγε με θαυμασμό: -Είδες τι ωραία που ήτανε! Κι εγώ, έφηβος φλύαρος, σκεπτόμουνα: “Μα πού είναι η ομορφιά, αφού τίποτε δεν είπαμε;”…», Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.106.), αλλά κυρίως με το παράδειγμα της ζωής του306,δίδασκε για την υπακοή, την υπομονή πάντα συνδεδεμένη με την ελπίδα, το πνεύμα θυσίας, την ταπείνωση, την άσκηση και την νηστεία, την αγάπη, την μυστηριακή ζωή, την προσευχή307 . Εκτιμούσε ιδιαίτερα και ένιωθε ως ευλογία του Θεού το γεγονός ότι «… ήρθε στον κόσμο στα τέλη των αιώνων και όχι στους πρώτους του χριστιανισμού. “- Η λατρεία έχει ολοκληρωθή, τα δόγματα έχουν κωδικοποιηθή. Οι Πατέρες έχουν αναπτύξει την αποστολική και ευαγγελική διδασκαλία στο έπακρο. Οι καλώς αθλήσαντες είναι μυριάδες, οι Όσιοι εκατομμύρια, οι Ιεράρχες αμέτρητοι. Όλοι οι καρποί του Αγίου Πνεύματος δικοί μας. Απέραντο είναι το βασιλικό περιβόλι. Απλανή έχομεν την τρίβον. Τραγούδι το δόγμα και το ήθος. Μπροστά μας είναι ο δρόμος της ζωής και του θανάτου˙ η επιλογή δική μας”…» 308, καθιστώντας έτσι σαφές ότι η διδασκαλία των Αγίων και των Συνόδων δεν είναι «μουσειακό είδος, αλλά… μια δυναμική φανέρωση της ίδιας της αλήθειας, στην οποία καλούνται να μετάσχουν οι πιστοί όλων των εποχών…» 309 . Και ο ίδιος είχε κάνει την επιλογή του˙ «… δεν μελετούσε για να διδάξη, αλλά για να πραγματώση την διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Αυτό γινόταν πιο κατανοητό, όταν έβλεπες πόσο συνεσταλμένα μιλούσε, όταν μας άφηνε παρακαταθήκες…» 310 , αλλά και από το πλούσιο σε πνευματικούς καρπούς ποιμαντικό και κοινωνικό έργο που άφησε311, γεγονός που μαρτυρά ότι ζούσε την παράδοση της Εκκλησίας ως μία συνεχή και προσωπική ερμηνεία της αλήθειας του Ευαγγελίου, στη γλώσσα312και τα ιστορικά δεδομένα της εποχής του, με κύρια χαρακτηριστικά της την προσαρμογή της στις επιταγές του καιρού του, τον εμπλουτισμό και την δημιουργικότητα313 . 

Το μοναχοϊεραποστολικό όραμα του και οι Ιερές Μονές314 

Οι αρχές του 20ου αι. είναι η εποχή που ο μοναχισμός παρακμάζει315. Το πνεύμα του Διαφωτισμού, που έχει εισβάλει στην ελληνική πραγματικότητα ήδη από τα  τέλη του 18ου αι., σε συνδυασμό με την εκκοσμίκευση και την στροφή στα δυτικά πρότυπα, εκφράζεται ως «… υποτίμηση της παραδόσεως του Γένους για χάρη του εκσυγχρονισμού και της προόδου…» 316. Στην ορθόδοξη κοινωνία «… το πνεύμα του ευσεβισμού, ως πεφωτισμένης θρησκευτικότητος, επιβάλλει το δικό του ανθρωπολογικό πρότυπο, ανταποκρινόμενο στις κοινωνικές συμβατικότητες της θρησκεύουσας αστικής κοινωνίας…» 317 και η «δυτικοποίηση της Εκκλησίας» επεκτείνεται και στον θεσμό του Μοναχισμού, με κύρια έκφραση την διάλυση των Ιερών Μονών318(«… Ο Μοναχισμός, στα όρια της Εθναρχίας και του Ελληνικού Κράτους κατά την εποχή του αγίου Νεκταρίου, ποσοτικά μεν παρουσιάζει εν πολλοίς συρρίκνωση σε σχέση με το παρελθόν, διότι όχι μόνον εξέλειψαν οι λόγοι της αθρόας καταφυγής στα μοναστήρια, άλλα και το νέο ευρωπαϊκό πνεύμα ενίσχυε την αποστροφή προς τον μοναχικό βίο. Εξ άλλου, ή Ελληνική Πολιτεία αποδυνάμωσε στα όριά της και τα εναπομείναντα μοναστήρια, μετά τη διάλυση των περισσοτέρων από αυτά (1833), ώστε να δικαιολογείται απόλυτα, όσον αφορά στην ελλαδική πραγματικότητα, ο λόγος για “κρίση” και “κατάπτωση”, κατάσταση πού θα παραταθεί και μετά τα μέσα του 20ού αιώνος…», Μεταλληνού, «Ό μοναχισμός») .Ο Μοναχισμός θεωρείται θεσμός ξεπερασμένος και εν πολλοίς αποτυχημένος, αφού ακόμη και στο Άγιον Όρος καταφεύγουν άνθρωποι περιθωριακοί και κοινωνικά αποτυχημένοι, συχνά εγκληματίες και ως επί το πλείστον «αγράμματοι και άξεστοι» 319. Στον αντίποδα αυτού του φαινομένου κάνουν την εμφάνισή τους οι ιεραποστολικές αδελφότητες, που διαγράφουν την δική τους πορεία στον ελλαδικό χώρο, αριθμώντας έκτοτε αρκετές δεκαετίες ζωής και δράσης στην ελληνική κοινωνία320 («… Οι ιεραποστολικές συσσωματώσεις από τον Μακράκηκ.έ. ωφέλησαν άλλους στόχους και τις εθνικές επιδιώξεις˙ δεν συνέβαλαν όμως στη συνέχεια του πνεύματος του μοναχισμού και της ασκήσεως. Αντίθετα, ενίσχυσαν τη γενικότερη μείωση του ενδιαφέροντος για εγκαταβίωση σε μονές και την στροφή στον κόσμο…», Μεταλληνού, «Ό μοναχισμός», σ.205, ). «… Η φρενίτιδα που ενσπείρει το αίτημα της “κοινωνικής προόδου” όλο τον 19ον αιώνα, μειώνει το ενδιαφέρον για άσκηση και πνευματική ζωή. Η σχέση με την Εκκλησία περιορίζεται στα “θρησκευτικά καθήκοντα”. Ο Μοναχισμός, και υπό την επιρροή παθολογικών φαινομένων, έντεχνα προβαλλομένων από τούς αρχιτέκτονες του εθνικού βίου, συσχετίζεται με παρωχημένα ιστορικά φαινόμενα εκφυλισμού και καταπτώσεως, παρακωλυτικά στην πρόοδο της κοινωνίας. Το πνεύμα δε της ενδοκοσμικότητος εισέρχεται και στο ίδιο το μοναστικό περιβάλλον, με την αναζήτηση της μοναστικής καταξιώσεως, όχι   στα παραδεδομένα, αλλά σε μιαν “ενεργότερη συμμέτοχη” στα πράγματα της κοινωνίας και του κόσμου… »321(. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτές τις τάσεις υποβοηθούσε και η ακαδημαϊκή Θεολογία, καθώς κατανοούσε και προσέγγιζε τη Θεολογία «… ώς αυτόνομη επιστήμη, έξω από την εκκλησιαστική εμπειρία και τις παραδοσιακές “θεολογικές σχολές” της Ορθοδοξίας, τα Μοναστήρια...», ό.π., σ.205. Περισσότερα για την ιστορία και τον ρόλο των θεολογικών σχολών στην ελληνική κοινωνία, βλ.: Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση, σ.303-347.  ) .

-52-