26 Φεβρουαρίου, 2018

Γενιές «χαμένες» και «κερδισμένες»: Το rock n’ roll της γενιάς του ’80 και το προσκήνιο της Ιστορίας



Kίμωνος, του Αθηναίου (σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στο http://www.istorikathemata.com/)

http://www.istorikathemata.com/2018/02/rock-n-roll-80.html?

Διάβαζα προχθές μερικές σελίδες από ένα πολύ ωραίο βιβλίο του Πέτρου Μακρή-Στάικου: «Κίτσος Μαλτέζος: ο αγαπημένος των Θεών». Το είχα διαβάσει πριν χρόνια και μου είχε αρέσει πολύ. Συχνά πυκνά, ξανακοιτάζω μερικά κομμάτια του, ιδίως αυτά που ιχνογραφούν με λεπτομέρεια την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα της πρωτεύουσας στην περίοδο του Μεσοπολέμου, του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου και στην περίοδο της Κατοχής. Αυτή τη φορά, το βλέμμα μου και το μυαλό μου έμεινε με επιμονή στο εξής κείμενο, μία λιτή, καταπληκτική αναφορά στη γενιά του ’40, της οποίας ο ήρωας του βιβλίου, Κίτσος Μαλτέζος, υπήρξε ξεχωριστή φιγούρα.

«‘Οσοι γεννήθηκαν λίγο πριν, κυρίως όμως λίγο μετά το 1920, ονομάστηκαν αργότερα «Η γενιά του ‘40». Στη διάρκεια του 20ού αιώνα αποτέλεσαν την τελευταία – σημαδεμένη από τον αριθμό μιας από τις δεκαετίες του – «επώνυμη» γενιά, και τούτο γιατί η ενηλικίωσή τους συνέπεσε με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και όσα επακολούθησαν.

Σε σχέση με τις προηγούμενες, η γενιά του ’40 έμοιαζε προνομιούχα: Έζησε κάπου δεκαοκτώ χρόνια ειρήνης (1922-1940), σε μία Ελλάδα με παγιωμένα σύνορα, αναπτυσσόμενη οικονομία και πρωτόγνωρο εκσυγχρονισμό σε πολλούς τομείς κοινωνικής δραστηριότητας. Τα παιδιά εκείνα γνώρισαν την ραγδαία πρόοδο της επιστήμης, της τεχνολογίας και της βιομηχανίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν τα πρώτα που άκουσαν ραδιόφωνο, αντίκρισαν αεροπλάνα και υδροπλάνα να πετούν πάνω από την Ακρόπολη, μίλησαν στο τηλέφωνο, είδαν ομιλούντα κινηματογράφο. Διχασμένα ανάμεσα στον απόηχο του 19ου αιώνα που έσβηνε οριστικά και στον ορυμαγδό του 20ού που ειχε ανατείλει για τα καλά, ένιωσαν «το τέλος της βεβαιότητας» για θεσμούς, πρότυπα και αξίες, ώσπου να βρεθούν μπροστά στις νέες, θρησκευτικές, «βεβαιότητες» των ολοκληρωτισμών: του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση και των φασισμών στην Ευρώπη. Αποτέλεσμα, η έντονη ψυχική αγωνία της γενιάς εκείνης, το νέο mal di siècle, κατά την έκφραση του Γιώργου Θεοτοκά. (Εισαγωγή, σελ. 15 & 16).

... Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο έζησε τα παιδικά της χρόνια και την εφηβεία της η γενιά του ’40. Παρ’ όλο που το μεγαλύτερο μέρος της δεν πολέμησε το 1940-1941, η γενιά αυτή αποδεκατίστηκε στην Κατοχή και στους εμφυλίους πολέμους. Ενώ διέθετε πατριωτισμό και εντιμότητα όσο καμιά προηγούμενη και, ίσως, όσο καμιά επόμενη γενιά, ενώ στους κόλπους της υπήρχαν πολλά άξια και προικισμένα άτομα που θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει την εικόνα αυτού του τόπου, εντούτοις δεν κυβέρνησε ποτέ την Ελλάδα, δεν επέβαλε το δικό της πολιτικό όραμα και, από την άποψη αυτή, θεωρείται «χαμένη γενιά». (Εισαγωγή, σελ. 28).»

Προσπαθήσαμε λοιπόν, παλέψαμε, μορφωθήκαμε, αγωνιστήκαμε, είχαμε κάποια ποιότητα σαν γενιά καθώς και σπουδαία μυαλά σε κάθε τομέα. Τι πήγε στραβά;

Νομίζω, πως δεν είχαμε «ψυχή». Σταθήκαμε αμήχανοι απέναντι σε αυτή την κολοσσιαία διάλυση της κοινωνίας που βλέπαμε να εκτυλίσσεται και έμοιαζε με ένα τεράστιο «γλέντι» που δεν θα σταματούσε ποτέ. Χωρίς συλλογική συνείδηση ξεχωριστής γενιάς, μείναμε να παρακολουθούμε όσα διαδραματίζονταν, χωρίς να ψελλίσουμε μία κριτική φράση, ένα πολιτικό αίτημα. Αντίθετα, τσαλαβουτήξαμε μετά χαράς στα Χρηματιστήρια, τα «διακοποδάνεια» και όλες αυτές τις αεριτζίδικες ιδέες και δραστηριότητες που μας έφερε ο περίφημος «εκσυγχρονισμός», μαζί με τα τόσα άλλα καλά που κόμισε και τα οποία άλλωστε απολαμβάνουμε σήμερα. Και απλά, περιμέναμε τη σειρά μας στη νομή της εξουσίας. Στην Πολιτική, στη Δουλειά, στην Κοινωνία. Έτσι νομίζαμε. Και όταν ήλθε η κρίση που έφερε στην επιφάνεια όλες τις στρεβλώσεις και τα προβλήματα μίας ανάπηρης κοινωνίας, χωρίς ηθική ραχοκοκκαλιά, τα πάντα σαρώθηκαν. Και μαζί κι εμείς.

Και τωρα; Τι;
Δεν ξέρω.

«Είμαστε ακόμα ζωντανοί, στη σκηνή, σαν ροκ συγκρότημα», που τραγουδάει η Πρωτοψάλτη, η δική μας Άλκηστις, που την παραμερίσαμε εύκολα για τους παρακμιακούς διασκεδαστές που θα μας εξασφαλιζαν ένα «πρώτο τραπέζι πίστα».

Κι αν είμαστε ηττημένη γενιά, κι αν διαλυθήκαμε συλλογικά (αν υπήρξε ποτέ συλλογική αίσθηση γενιάς, πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω), ο καθένας μας προσπαθεί να σταθεί όρθιος και να υπερασπιστεί την προσωπική, επαγγελματική και οικογενειακή του αξιοπρέπεια. «Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμη» αδέλφια. Ναι. Και μην ξεχνάτε πως η ταινία του αγαπημένου Νίκου Νικολαϊδη είναι μέρος μίας τριλογίας που περιλαμβάνει τη «Γλυκειά Συμμορία» και το «Ο Χαμένος τα παίρνει όλα»!

Την πιο ζεστή μου καλησπέρα, κάπου από τη Μέση Ανατολή.

Ένας «’80»-άρης, Φεβρουάριος 2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου