Ὁ ἅγιος μάρτυς Βασιλίσκος ἔζησε καὶ μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285-305). Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Χουμιαλὰ τῆς Ἀμασείας. Ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἔχει συγγενή, θεῖο του, τὸν ἅγιο ἔνδοξο μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τὸν Τήρωνα.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς στρατιωτικῆς του θητείας συνελήφθη μαζὶ μὲ ἄλλους δύο χριστιανοὺς συστρατιῶτες του, τὸν Εὐτρόπιο καὶ τὸν Κλεόνικο, ἐπειδὴ εἶχαν ἀρνηθεῖ καὶ οἱ τρεῖς νὰ θυσιάσουν στὸ βωμὸ τῶν εἰδώλων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὑποβλήθηκαν καὶ οἱ τρεῖς σὲ ὀδυνηρὰ μαρτύρια ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Καππαδοκίας Ἀσκληπιάδη.
Ὁ Κλεόνικος καὶ ὁ Εὐτρόπιος σύντομα παρέδωσαν τὸ πνεῦμα τους στὸν Κύριο (ἑορτάζουν στὶς 3 Μαρτίου). Ὁ Βασιλίσκος μετὰ τὴν ἐκδημία τῶν δύο συναθλητῶν του ὁδηγήθηκε στὴ φυλακὴ τῆς Ἀμασείας.
Οἱ μέρες περνοῦσαν... Οἱ εἰδωλολάτρες πίστευαν ὅτι θὰ κάμψουν τὸ φρόνημα τοῦ γενναίου αὐτοῦ στρατιώτη. Ὅμως ματαιοπονοῦσαν. Γιατὶ ὁ Βασιλίσκος ἦταν στενὰ συνδεδεμένος μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Εἶχε μάλιστα δεῖ ἐκεῖ μέσα στὴ φυλακὴ ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου, ποὺ τὸν παρηγοροῦσε καὶ τὸν διαβεβαίωνε ὅτι τὸ ὄνομά του ἦταν γραμμένο «ἐν οὐρανοῖς». Τὸν παρότρυνε ἀκόμα νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς γονεῖς του γιὰ νὰ τοὺς ἀποχαιρετήσει. Καὶ πράγματι ὁ Βασιλίσκος μὲ τὸν εὐγενικό του χαρακτήρα ἀπέσπασε τὴν ἄδεια καὶ μὲ συνοδεία φυλάκων ἔφθασε στὸ χωριό του.
Ζήτησε τὶς εὐχὲς τῶν γονέων του γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ δρόμου τοῦ μαρτυρίου του. Ἐνίσχυσε καὶ παρηγόρησε συγγενεῖς καὶ φίλους ἀφήνοντάς τους τελευταία του εὐχὴ καὶ ἐπιθυμία: «νὰ παραμείνουν πιστοὶ στὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ».
Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀμάσεια ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Κυρίου βρέθηκε μπροστὰ σὲ πανηγυρισμούς. Ὁ λαὸς πανηγύριζε τὴν ἀλλαγὴ τοῦ διοικητῆ. Ὁ νέος διοικητὴς Ἀγρίππας – ἕνας σκληρόκαρδος ἄνδρας – ὀργάνωνε συμπόσιο χαρᾶς γιὰ τοὺς ἐπισήμους. Καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα τὸν ἐνημέρωσαν γιὰ τὴν ἀσέβεια πρὸς τοὺς θεοὺς τοῦ χριστιανοῦ στρατιώτη Βασιλίσκου. Ἀμέσως τὸν συνέλαβε καὶ διέταξε νὰ τοῦ φορέσουν σιδερένια ὑποδήματα μὲ ἐσωτερικὰ ἀνεστραμμένα καρφιὰ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου μὲ συνοδεία 13 στρατιωτῶν γιὰ νὰ τὸν δικάσει.
Ἡ πορεία ἡ μαρτυρικὴ ξεκίνησε. Τὰ πέλματα τοῦ γενναίου Βασιλίσκου εἶχαν γίνει μιὰ ἀνοιχτὴ πληγή. Τὸ αἷμα ἔβαφε τοὺς δρόμους, καὶ συχνὰ δεχόταν ἐξουθενώσεις καὶ ραβδισμοὺς ἀπὸ τοὺς ἀπάνθρωπους συνοδούς του. Στὸ χωριὸ τῶν Δακῶν (Δακοζάρα) ἡ πομπὴ σταμάτησε. Οἱ στρατιῶτες ἀφοῦ ἔδεσαν τὸν Μάρτυρα στὸν κορμὸ ἑνὸς ξεροῦ πλατάνου, ἔφυγαν γιὰ νὰ γευματίσουν στὸ σπίτι μιᾶς εὐγενοῦς κυρίας, τῆς Τραϊανῆς. Ἐπιστρέφοντας ὅμως ἀντίκρισαν παράδοξο θέαμα. Ὁ ξερὸς πλάτανος εἶχε βγάλει πλούσια θαλερὴ φυλλωσιά, καὶ δίπλα του ἀνέβλυζε γάργαρο καθαρὸ νερό. Ὅλοι συγκλονίστηκαν. «Μέγα θαῦμα!», φώναξαν. Κόσμος πολὺς ἔτρεξε νὰ δεῖ! Ὁ Ἅγιος ἐπίσης μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς του ἐλευθέρωσε δαιμονιζομένους ἀπὸ πονηρὰ πνεύματα καὶ θεράπευσε πολλοὺς ἀρρώστους. Πλῆθος πολὺ ἀπὸ τὴν πόλη ἐκείνη πίστεψε στὸν Κύριο καθὼς καὶ ὅλοι οἱ συνοδοί του στρατιῶτες.
Τὸ ὑπόλοιπο ταξίδι ἦταν πορεία εἰρηνικῆς ἱεραποστολῆς. Ὁ ὑποψήφιος μάρτυρας σκόρπιζε καλοσύνες, ἔκανε θαύματα, κήρυττε τὸν Χριστό. Καὶ οἱ στρατιῶτες ἀπολάμβαναν μαζί του τὶς πλούσιες εὐλογίες τοῦ παντοδύναμου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κάποτε ἔφθασαν στὰ Κόμανα. Μὲ ἐντολὴ τοῦ Ἀγρίππα ὁ Βασιλίσκος ὁδηγήθηκε στὸν εἰδωλολατρικὸ ναό. Καὶ ἐκεῖ τὸν πίεσαν μὲ χλευασμούς, εἰρωνεῖες καὶ κτυπήματα νὰ θυσιάσει στὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα.
Ὁ Βασιλίσκος ἀτρόμητος ἀπάντησε:
–Ἡ θυσία ποὺ πάντοτε προσέφερα στὸ Θεό μου ἦταν «θυσία αἰνέσεως», ὕμνου χειλέων καὶ ζωῆς θεαρέστου.
–Καὶ πῶς λέγεται ὁ Θεός σου; τὸν ρώτησαν.
–Ὁ Θεός μου λέγεται πατέρας, σωτήρ, πολυέλεος, παντοδύναμος καὶ οἰκτίρμων.
–Θυσίασε τότε στὸ ὄνομα τοῦ δικοῦ σου Θεοῦ καὶ ὄχι τῶν δικῶν μας!
Τότε ὁ μάρτυρας ἀντὶ ἄλλης θυσίας ὕψωσε ἱκετευτικὰ τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε μὲ θέρμη.
Ξαφνικὰ μιὰ ἀπροσδόκητη φωτιὰ τύλιξε τὸ ναὸ στὶς φλόγες, ἐνῶ τὸ ἄγαλμα τοῦ ψεύτικου θεοῦ κατέπεσε μὲ πάταγο καὶ θρυμματίστηκε. Ἔγινε ὅλο σκόνη. Ἔντρομος ὁ Ἀγρίππας, ντροπιασμένος καὶ ἡττημένος, διέταξε ἀμέσως τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Βασιλίσκου μὲ ξίφος. Εὐλαβεῖς χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς περισυνέλεξαν τὰ ἱερά του λείψανα. Ἀργότερα ὁ εὐσεβὴς ἄρχοντας τῶν Κομάνων Μαρῖνος τὰ τοποθέτησε ὡς πολύτιμο θησαυρὸ σὲ περίλαμπρο Ναό, ποὺ ἔκτισε στὸ ὄνομα τοῦ μάρτυρος.
Στὸν ἱστορικὸ αὐτὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλίσκου στὶς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 407 – πορευόμενος ἐξόριστος γιὰ τὴν Κουκουσό – ἐξουθενημένος καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ τοὺς πυρετούς, στάθμευσε ὁ μαρτυρικὸς Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος! Τὴ νύχτα ἐκείνη εἶδε σὲ ὅραμα τὸν μάρτυρα Βασιλίσκο ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Ἔχε θάρρος, ἀδελφὲ Ἰωάννη! Αὔριο θὰ εἴμαστε μαζί». Καὶ τήν ἑπομένη, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀφοῦ φόρεσε ὁ μέγας καὶ γενναῖος Ἀρχιεπίσκοπος λευκὰ ἄμφια καὶ κοινώνησε, «πέταξε» στὰ οὐράνια γιὰ νὰ συναντήσει καὶ τὸν ἅγιο Βασιλίσκο στὸν κόσμο τῆς οὐράνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἂς παρακαλοῦμε θερμὰ τοὺς ἁγίους νὰ πρεσβεύουν γιὰ μᾶς. Ἀλλὰ καὶ μεῖς ἂς βαδίζουμε τὸ δικό τους δρόμο, τὸ δρόμο τῆς θυσίας καὶ τῆς αὐταπαρνήσεως, δρόμο τηρήσεως τοῦ Εὐαγγελίου, μέχρι τελευταίας μας ἀναπνοῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου