20 Μαΐου, 2018

Οἱ Ἅγιοι Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη



Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος γεννήθηκε τὸ 274 μ.Χ. Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνστάντιος ὁ Α´ ὁ Χλωρὸς καὶ μητέρα του ἡ Ἑλένη, ἀπὸ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀπὸ 18 χρονῶν ἔγινε στρατιωτικὸς καί, χάρη στὴν ἀνδρεία του, τιμήθηκε μὲ τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα τοῦ στρατοῦ. Ἦταν αὐτός, ποὺ μὲ τὸ χριστιανικὸ σταυροειδὲς λάβαρο μὲ τὸ ἑλληνόγραμμα «ἐν τούτῳ νίκα», κατατρόπωσε τὰ στρατεύματα τοῦ Μαξεντίου καὶ ἔπειτα τοῦ Λικινίου. Ἐπίσης, ἦταν ὁ πρῶτος αὐτοκράτωρ ποὺ εὐνόησε τὴν Ἐκκλησία, μετὰ ἀπὸ τρεῖς αἰῶνες ἀνελέητου διωγμοῦ. Μετέφερε τὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους του στὸ ἀρχαῖο βυζάντιο, καὶ ἐκεῖ ἔκτισε τὴν βασίλισσα τῶν πόλεων, τὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ τέλος, ὁ Κωνσταντῖνος ἀξιώθηκε καὶ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, καὶ ἀμέσως μετὰ εἶπε: «Νῦν ἀληθεῖ λόγω μακάριον οἴδ΄ ἑμαυτόν, νῦν τῆς ἀθανάτου ζωῆς πεφάναι ἄξιον, νῦν τοῦ θείου μετειληφέναι φωτὸς πεπίστευκα». Τώρα, δηλαδή, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας, ξέρω ὅτι εἶμαι μακάριος, τώρα ἔχω γίνει ἄξιος τῆς ἀθανάτου ζωῆς, τώρα ἔχω πιστέψει πὼς ἔλαβα τὸ θεῖο φῶς. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος πέθανε σὲ ἡλικία 63 ἐτῶν (21 Μαΐου 337). Ἡ δὲ μητέρα του Ἑλένη, ποὺ συνεορτάζεται μὲ τὸ γιό της, ἦταν αὐτὴ ποὺ βρῆκε τὸν Τίμιο Σταυρὸ στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἔδωσε στὸ Μ. Κωνσταντῖνο τὴν πρέπουσα διαπαιδαγώγηση. Ἄλλωστε, καὶ ὁ ἴδιος τὴν τίμησε, ὅταν στὴ μεγάλη πλατεῖα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔκτισε δυὸ στῆλες, μία δική του καὶ μία τῆς Ἑλένης, ποὺ ἔφερε τὴν ἐπιγραφή: «Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός, Ἀμήν».



Ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Παχώμιος
Στὶς 21 Μα­ΐ­ου ἡ ἁ­γί­α μας ᾿Εκ­κλη­σί­α τι­μᾶ τὴν μνή­μη τῶν ἁ­γί­ων θε­ο­στέ­πτων καὶ ἰ­σα­πο­στό­λων βα­σι­λέ­ων Κων­σταν­τί­νου καὶ ῾Ε­λέ­νης. Τὴν ἰ­δί­α ἡ­μέ­ρα προ­βάλ­λει ἐμ­πρός μας καὶ τὴν ἱ­ε­ρὴ μορ­φὴ τοῦ νέ­ου ἁ­γί­ου ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος Πα­χω­μί­ου.

Ὁ ἅ­γιος γεν­νή­θη­κε ἀ­πὸ γο­νεῖς εὐ­σε­βεῖς στὰ μέ­σα τοῦ 17ου αἰ­ῶ­νος. ῾Η κα­τα­γω­γή του εἶ­ναι ἀ­πὸ τὴν Μι­κρὰ Ρω­σί­α. Ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α δο­κι­μά­ζε­ται. Συλ­λαμ­βά­νε­ται αἰχ­μά­λω­τος ἀ­πὸ τοὺς Τα­τά­ρους καὶ αὐ­τοὶ στὴ συ­νέ­χεια τὸν πω­λοῦν σὲ Τοῦρ­κο βυρ­σο­δέ­ψη ποὺ κα­τοι­κεῖ στὸ Οὐ­σά­κι τῆς Φι­λα­δελ­φε­ί­ας. ᾿Ε­δῶ δί­πλα του θὰ πα­ρα­με­ί­νει ὁ Πα­χώ­μιος σκλά­βος του. Χω­ρὶς δι­α­μαρ­τυ­ρί­α, μὲ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἐ­πι­μέ­λεια μα­θα­ί­νει ἀ­πὸ αὐ­τὸν τὴν τέ­χνη τοῦ βυρ­σο­δέ­ψου. Ἀν­τι­δρᾶ ὅ­μως μὲ ἀ­γα­νά­κτη­ση καὶ ἀρ­νεῖ­ται τὸ κή­ρυγ­μα τῆς θρη­σκε­ί­ας τοῦ Μω­ά­μεθ, ποὺ ὁ ἀ­φέ­ντης του μὲ ἐ­πι­μο­νὴ τοῦ στα­λά­ζει στὴν ψυ­χή! Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ δέ­χε­ται συ­χνὰ ἀπ᾿ αὐ­τὸν ρα­βδι­σμο­ύς, ὕ­βρεις, ἀ­πει­λές, ἀ­κό­μη καὶ στέ­ρη­ση τῆς ἀ­ναγ­κα­ί­ας του τρο­φῆς.
Εἴ­κο­σι ἑ­πτὰ ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια ὑ­πο­μέ­νει… ὅ­λο μὲ χα­ρά! Γιὰ τὸν Χρι­στό! Καὶ ὑ­πη­ρε­τεῖ τὸν ἀ­φέ­ντη του μὲ κά­θε προ­θυ­μί­α καὶ ἐμ­πι­στο­σύ­νη, ἕ­ως ὅ­του ἐμ­φα­νί­ζε­ται καὶ δε­ύ­τε­ρος πει­ρα­σμός. 
Ὁ κύ­ρι­ός του τὸν πα­ρα­κι­νεῖ νὰ τοῦ δώ­σει γιὰ σύ­ζυ­γο τὴν κό­ρη του μα­ζὶ μὲ με­γά­λη κλη­ρο­νο­μιά, ἐφ᾿ ὅ­σον ὅ­μως ἀρ­νη­θεῖ τὸν Χρι­στό! Ὁ πι­στὸς ὅ­μως νέ­ος — ὁ Πα­χώ­μιος — «ὁ τῆς σω­φρο­σύ­νης ἐ­ρα­στὴς ἀ­κρό­τα­τος» ἀ­πορ­ρί­πτει τὴν πρό­τα­ση. ῞Ε­νας λό­γος τοῦ ἀ­πο­στό­λου Πα­ύ­λου τὸν συ­νέ­χει βα­θιά· «Τίς ἡ­μᾶς χω­ρί­σει ἀ­πὸ τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ;…» (Ρωμ. η´ 35).

Ὁ ἀ­φέ­ντης τε­λι­κὰ ὑ­πο­χω­ρεῖ. Σε­βά­σθη­κε τὴν γνώ­μη τοῦ δο­ύ­λου του. Ἔ­φθα­σε μά­λι­στα στὸ ση­μεῖ­ο νὰ τὸν ἐ­λευ­θε­ρώ­σει καὶ νὰ τοῦ δώ­σει τὴν ἄ­δεια νὰ «ὑ­πά­γῃ ὅ­που θέ­λει».

Συ­νέ­βη ὅ­μως ἐ­κεῖ­νες τὶς ἡ­μέ­ρες ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ ἀ­να­χω­ρή­σει ἀ­πὸ τὸ Οὐ­σά­κι ὁ Πα­χώ­μιος ξαφ­νι­κὰ νὰ ἀ­σθε­νή­σει. Καὶ νὰ δε­χθεῖ στὸ σπί­τι του ἀ­πρό­σμε­να ἐ­πί­σκε­ψι ἀ­πὸ Ἀ­γα­ρη­νο­ύς. Αὐ­τοὶ ἔ­πλα­σαν ψευ­δῆ συ­κο­φαν­τί­α λέ­γον­τας· «ὅ­τι εἶ­πε νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὸν Χρι­στὸν καὶ νὰ γί­νει Τοῦρ­κος». Καὶ ὅ­ταν ἔ­γι­νε κα­λὰ τοῦ ἐ­φό­ρε­σαν τὰ μου­σουλ­μα­νι­κὰ πρά­σι­να ροῦ­χα. «Ἀ­πο­στρε­φό­με­νος τοῦ­το ὁ­ποὺ τοῦ ἔ­κα­ναν» φε­ύ­γει καὶ ἔρ­χε­ται στὴ Σμύρ­νη μὲ τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ πραγ­μα­τευ­τοῦ. 
᾿Ε­κεῖ βρῆ­κε τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ πε­τά­ξει τὰ βέ­βη­λα ροῦ­χα καὶ νὰ ἀ­να­χω­ρή­σει γιὰ τὸ Ἅ­γιον ῎Ο­ρος. Ἔ­χει πλέ­ον πα­ρα­δώ­σει τὴν ζωή του στὸ σχέ­διο τῆς Προ­νο­ί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ Πα­τέ­ρα του. Καὶ ὁ φι­λό­στορ­γος Θε­ὸς δὲν θὰ ἐγ­κα­τα­λε­ί­ψει τὸ κου­ρα­σμέ­νο παι­δί του.

Στὰ μέ­ρη τῆς Μο­νῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Πα­ύ­λου ὁ Πα­χώ­μιος ἀ­να­κα­λύ­πτει γέ­ρον­τα δι­α­κρι­τι­κὸ καὶ ἐ­νά­ρε­το, τὸν Ἰ­ω­σήφ. Σ᾿ αὐ­τὸν πα­ρα­δί­δει τὴν κυ­βέρ­νη­ση τῆς ζω­ῆς του. 
᾿Ε­ξο­μο­λο­γεῖ­ται μὲ εἰ­λι­κρί­νεια, εἰ­ρη­νε­ύ­ει βα­θιά, θέ­τει τὸν ἑ­αυ­τό του σὲ ἀ­δι­ά­κρι­τη ὑ­πα­κοή, γί­νε­ται Μο­να­χός. Δώδεκα ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια μα­θη­τε­ύ­ει στὰ πό­δια τοῦ Ἰ­ω­σήφ. Καὶ ἄλ­λα ἕ­ξι στὴ συ­νέ­χεια χρό­νια «εἰς τὸ καυ­σο­κα­λύ­βιον τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­κα­κί­ου τοῦ κα­λυ­βί­του».
 Ὁ βι­ο­γρά­φος του ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ἔ­γρα­ψε· «῾Ως φι­λό­πο­νος μέ­λισ­σα συ­νέ­λε­γε κά­θε ἄν­θος ἀ­ρε­τῆς… ὥ­στε ἔ­γι­νεν εἰς ὅ­λους τοὺς ἐ­κεῖ πα­τέ­ρας τύ­πος καὶ πα­ρά­δειγ­μα τῆς μο­να­δι­κῆς πο­λι­τε­ί­ας… καὶ μά­λι­στα ἦ­ταν τό­σον γλυ­κὺς καὶ χα­ρι­τω­μέ­νος, ὥ­στε ἠ­γα­πᾶ­το ἀ­πὸ ὅ­λους».

῞Ο­μως ὁ βα­θὺς πό­θος τῆς καρ­δί­ας τοῦ Πα­χω­μί­ου ἦ­ταν νὰ μαρ­τυ­ρή­σει γιὰ τὸν Χρι­στό. Για­τὶ εἶ­χε καὶ κά­ποι­ο φό­βο στὴ συ­νε­ί­δη­σί του· «μή­πως εἰς τὸν και­ρὸν τῆς ἀ­σθε­νε­ί­ας του, ἔ­τυ­χεν ἀ­πὸ ἀ­προ­σε­ξί­αν (ἀ­συ­να­ί­σθη­τα) νὰ ἐ­βγῆ­κεν ἀ­πὸ τὸ στό­μα του λό­γος ἀρ­νή­σε­ως» καὶ ἑ­πο­μέ­νως δι­κα­ί­ως τοῦ ἐ­φό­ρε­σαν ἐ­κεῖ­να τὰ ροῦ­χα; 
Ἔ­τσι μὲ τὶς εὐ­χὲς τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­κα­κί­ου καὶ «τῶν ἐ­να­ρε­τω­τέ­ρων πα­τέ­ρων τοῦ ὄ­ρους» ἀ­νε­χώ­ρη­σε ὁ Πα­χώ­μιος μα­ζὶ μὲ τὸν γέ­ρον­τά του Ἰ­ω­σὴφ γιὰ τὸ Οὐ­σά­κι. ᾿Ε­κεῖ στὸ πα­ζά­ρι τὸν ἀ­νε­γνώ­ρι­σαν οἱ Ἀ­γα­ρη­νοί. Τὸν ἅρ­πα­ξαν καὶ τὸν ὡ­δή­γη­σαν στὸν Κρι­τή. Καὶ κα­τέ­θε­σαν εἰς βά­ρος του ψευ­δῆ μαρ­τυ­ρί­α ὅ­τι σὲ και­ρὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας ἀρ­νή­θη­κε τὸν Χρι­στό. Ὁ Μάρτυς ὅ­μως τοῦ Χρι­στοῦ Πα­χώ­μιος μὲ χα­ρο­ύ­με­νο πρό­σω­πο ὡ­μο­λό­γη­σε πὼς «δὲν ἀρ­νή­θη­κε πο­τὲ τὸν Κύριον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν οὔ­τε μὲ τὸν λό­γον, οὔ­τε μὲ τὴν δι­ά­νοι­άν του». Καὶ εἶ­ναι ἕ­τοι­μος νὰ ὑ­πο­με­ί­νει μύ­ρια βά­σα­να.

Ἀ­κο­λο­ύ­θη­σαν ὕ­βρεις, φο­βέ­ρες, ἀ­πει­λές. Τὸν ἐ­πί­ε­σαν νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὸν Χρι­στό! νὰ βγά­λει ἀ­μέ­σως τὰ χρι­στι­α­νι­κὰ ροῦ­χα καὶ νὰ φο­ρέ­σει τῶν Ἀ­γα­ρη­νῶν τὴ φο­ρε­σιά. Δι­α­φο­ρε­τι­κὰ θὰ ἐ­δο­κί­μα­ζε θά­να­το!… Καὶ ὁ ῞Ο­σιος προ­ση­ύ­χε­το· «Μὴ γέ­νοι­το, Χρι­στὲ Βα­σι­λεῦ… νὰ ἀρ­νη­θῶ τὸ πα­νά­γιον ὄ­νο­μά σου· ἀλλ᾿ ἕ­τοι­μος εἶ­μαι διὰ τὴν ἀ­γά­πην σου καὶ εἰς πῦρ καὶ εἰς θά­να­τον…» νὰ πο­ρευ­θῶ. Τὸν ἔ­κλει­σαν ἔ­πει­τα «εἰς τὴν πλέ­ον σκο­τει­νὴν φυ­λα­κήν». Τὸν ἄ­φη­σαν ἄ­σι­το, χω­ρὶς ἀν­θρώ­πι­νη πα­ρη­γο­ρί­α. Καὶ ὁ ῞Ο­σιος πα­ρέ­μει­νε ἐ­κεῖ ἄ­γρυ­πνος καὶ προ­σευ­χό­με­νος καὶ ἐ­τρέ­φε­το «ἀ­πὸ τὴν θε­ί­αν ἐλ­πί­δα».

Με­τὰ ἀ­πὸ τρεῖς ἡ­μέ­ρες ἐ­ξε­δό­θη ἡ ἀ­πό­φα­σις τοῦ θα­νά­του… Καὶ ὁ ῞Ο­σιος ὡ­μο­λό­γη­σε καὶ πά­λι· «᾿Ε­γώ, ὦ κρι­τά, οὐ­δέ­πο­τε ἀρ­νοῦ­μαι τὸν Χρι­στόν μου, κἂν εἰς μυ­ρί­ους θα­νά­τους μὲ πα­ρα­δώ­σεις…». Τότε οἱ Ἀ­γα­ρη­νοί, ἀ­φοῦ ἔ­δε­σαν τὸν Μάρτυρα, τὸν ἔ­συ­ραν στὸν τό­πο τῆς κα­τα­δί­κης ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πό­λι, ἐ­κεῖ ὅ­που ἔ­σφα­ζαν τὰ πρό­βα­τα. Ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν μά­λι­στα κον­τά του καὶ ἄλ­λοι Χρι­στια­νοί, μα­ζὶ καὶ Τοῦρ­κοι ποὺ τὸν ἐ­νέ­παι­ζαν καὶ τὸν ἔ­πτυ­αν καὶ ἄλ­λοι τὸν πα­ρα­κι­νοῦ­σαν νὰ ἀλ­λα­ξο­πι­στή­σει…

Ὁ ῞Ο­σιος ὅ­μως ἔ­τρε­χε στα­θε­ρὰ «τὴν πο­θου­μέ­νην ὁ­δὸν τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου». Καὶ ὅ­ταν ἔ­φθα­σαν, ἐ­γο­νά­τι­σε καὶ ἔ­κλι­νε τὴν κε­φα­λή του. Καὶ μά­λι­στα ἐ­νε­θάρ­ρυ­νε τὸν δή­μιό του, ποὺ ἐ­δί­στα­ζε νὰ τὸν σφα­γι­ά­σει, λέ­γον­τάς του· «τε­λε­ί­ω­σον ἐ­κεῖ­νο ὁ­ποὺ ἐ­προ­στά­χθης». Καὶ ὁ Μάρτυς ἐ­σφα­γι­ά­σθη! ῾Η ἁ­γί­α του κε­φα­λὴ ἐ­κύ­λη­σε στὸ χῶ­μα. Καὶ ἡ ψυ­χή του ἐ­πέ­τα­ξε στε­φα­νω­μέ­νη στὸν οὐ­ρα­νό. ῏Η­ταν ἡ­μέ­ρα Πέμπτη τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως, 21 Μα­ΐ­ου τοῦ ἔ­τους 1730.

Στὸν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου ἔ­φθα­σε σὲ λί­γο καὶ ὁ γέ­ρον­τας τοῦ Ἁ­γί­ου, ὁ Ἰ­ω­σήφ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ χα­ρὰ εὐ­χα­ρί­στη­σε τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­φοῦ ἀ­σπά­σθη­κε μὲ δά­κρυ­α τὸ σῶ­μα τοῦ Μάρτυρος, τοῦ εἶ­πε· «Ἔ­χεις ἐ­κεῖ­νο ὁ­ποὺ πά­λαι ἐ­πό­θεις, Πα­χώ­μιέ μου, καὶ πρέ­σβευ­ε ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ πρὸς τὸν Κύριον, καὶ ὑ­πὲρ πά­ντων τῶν ἐ­πι­κα­λου­μέ­νων σε».

Τὸ τί­μιο Λε­ί­ψα­νό του μὲ ἱ­ε­ρὴ συγ­κί­νη­ση τὸ ἐ­νε­τα­φί­α­σαν οἱ Χρι­στια­νοὶ ἔ­πει­τα ἀ­πὸ τρεῖς ἡ­μέ­ρες. Σήμερα φυ­λάσ­σε­ται στὴν ἱ­ε­ρὰ μο­νὴ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου Θε­ο­λό­γου στὴν Πάτμο. Καὶ τε­μά­χιο αὐ­τοῦ πα­ρα­χω­ρή­θη­κε μὲ ἔγ­κρι­ση τῆς Με­γά­λης τοῦ Χρι­στοῦ ᾿Εκ­κλη­σί­ας στὴν ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ Ἁ­γί­ου Πα­ύ­λου τοῦ Ἁ­γί­ου ῎Ο­ρους.

Πε­ρι­πε­τει­ώ­δης ὑ­πῆρ­ξε ἡ ζω­ὴ τοῦ Ὁ­σί­ου μας. Πα­ρέ­μει­νε ὅ­μως πά­ντα ὑ­πο­μο­νη­τι­κὸς στοὺς πει­ρα­σμο­ύς, στα­θε­ρὸς στὶς ἀρ­χές του, λε­πτὸς στὴ συ­νε­ί­δη­ση, συ­νε­πὴς στοὺς μο­να­χι­κοὺς καὶ ἀ­σκη­τι­κοὺς ἀ­γῶ­νες του. ῏Η­ταν ἕ­νας γνή­σιος δοῦ­λος Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. ῾Η πο­ρε­ί­α του στὴ γῆ εἶ­ναι ἡ πο­ρε­ί­α ἑ­νὸς ἀ­λη­θι­νοῦ Ἁ­γί­ου, προ­τύ­που μας, ποὺ γνω­ρί­ζει νὰ ἀ­κο­λου­θεῖ τὸν Νυμ­φί­ο του, «ὅ­που ἂν ὑ­πά­γῃ» (Ἀ­ποκ. ιδ´ 4). Ἄς ἀ­φή­σου­με καὶ μεῖς, ἀ­γα­πη­τοί, τὸν Χρι­στὸ νὰ ὁ­δη­γεῖ καὶ τὴν δι­κή μας πο­ρε­ί­α, μέ­νον­τας πι­στοὶ κον­τά Του ἕ­ως θα­νά­του!

«Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου