28 Φεβρουαρίου, 2019

ΤΟ ΣΤΑΔΙΟΝ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ ΗΝΕΩΚΤΑΙ

-ΑΣ  ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ  ΟΤΙ  Η  ΖΩΗ ΜΑΣ  ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΗ  ΚΑΙ ΦΕΥΓΕΙ  ΓΡΗΓΟΡΑ!
-ΣΗΜΕΡΑ Η  ΑΙΣΧΡΟΛΟΓΙΑ  ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΦΑΓΙ  ΠΟΛΛΩΝ  ΝΕΩΝ  ΜΑΣ !








ΑΝ ΗΞΕΡΕΣ .....!


Εκλαψε ὁ Χριστός! 
Γιὰ ἀκόμα μιὰ φορὰ ἔκλαψε. Καὶ δὲν ἦταν τώρα ἁπλῶς κάποια δάκρυα ποὺ ράντισαν τὸ τίμιο πρόσωπό του, ὅπως πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες στὸ φίλο του Λάζαρο. Ἐδῶ ἦταν κλαυθμὸς ἀ- συγκράτητος. 
Ἐκεῖ ἐπιβλήθηκε μὲ δύναμη βουλήσεως στὸ συναίσθημά του καὶ τελικὰ ἁπλῶς «ἐδάκρυσεν» (Ἰω. ια΄ 35). Ἐδῶ «ἔκλαυσεν» (Λουκ. ιθ΄ 41). Τὸν κατέλαβαν λυγμοί, ἄφησε ἐλεύθερο τὸ θυμικό του νὰ ἐκδηλωθεῖ, ἔχυσε ἄφθονα δάκρυα... «Ἔκλαυσεν» ὁ Ἰησοῦς «ἰδὼν τὴν πόλιν», τὴν πατρίδα του, τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἦταν τότε ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν καθισμένος ἐπάνω σὲ πουλάρι, καὶ ὅλος ὁ κόσμος Τὸν ἀνευφημοῦσαν βασιλιὰ καὶ Μεσσία καὶ ἔστρωναν τὰ ροῦχα τους νὰ περάσει ἀπὸ ἐπάνω. 
Τότε, καὶ ἀφοῦ εἶχε σχεδὸν κατέλθει τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὸ ὄρος πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, προσέπεσε στοὺς ὀφθαλμούς του ἡ ὄψη τῆς πόλεως. Θέαμα ἐπιβλητικό, μεγαλοπρεπές, μὲ τὸν Ναὸ νὰ ἀπαστράπτει ἀπὸ τὴ λευκότητα τῶν λίθων καὶ μαρμάρων του, μοναδικὸ μνημεῖο λατρείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο. Ἡ Ἱερουσαλήμ, ἡ πρωτεύουσα τοῦ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἐκλεκτοῦ ἔθνους, ποὺ εἶχε ἀξιωθεῖ τῆς «περιποιήσεως» ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, τῆς πατρικῆς εὐνοίας του!

 Καὶ ὅμως – τί τραγικό! – ἡ Ἱερουσαλήμ, «ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν!» (Ματθ. κγ΄ 37). Αὐτὴ ποὺ εἶχε δεχθεῖ ὅλη τὴ στοργικὴ ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα τοῦ Ὑψίστου, ὅλη τὴν «πρόσκλισιν», τὸ σκύψιμό του ἐπάνω της, τὴν ἰδιαίτερη μεταχείριση ἐκ μέρους του, τήν εὐμενὴ πρὸς αὐτὴν διάθεσή του, ναὶ αὐτή· αὐτὴ Τὸν ὕβρισε τὸν Τροφέα καὶ Κηδεμόνα της. Ξυπάστηκε ἀπὸ τὶς ἄφθονες εὐλογίες ποὺ τὴ συνάντησαν, «ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη» καὶ τέλος «ἀπελάκτισε», κλώτσησε, βλασφήμησε, ἀποστάτησε (Δευτ. λβ΄ 15). 

 Αὐτὴ τὴν πόλη ἀντίκρισε ὁ Χριστός, καὶ ἐνῶ οἱ ἐπευφημίες τοῦ πλήθους ἀκόμα ἠχοῦσαν γύρω του, αὐτὸς «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ’ αὐτῇ».

 Τόσο καιρὸ τοὺς καλοῦσε κοντά του. Τοὺς ἀπηύθυνε πρόσκληση, προσκλήσεις ἐπανειλημμένες, τοὺς παρακαλοῦσε. Μὲ λόγια, μὲ πράξεις, μὲ θαύματα, μὲ φόβητρα, μὲ ἀπειλές, μὲ δάκρυα, μὲ ἱκεσίες, κάθε μέρα, ὅλη τὴν ἡμέρα... «Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα» (Ρωμ. ι΄ 21· Ἡσ. ξε΄ [65] 2). 
Σὰν τὸν στοργικὸ πατέρα, σὰν τὴν τρυφερὴ μάνα, ὅλη τὴν ἡμέρα ἅπλωνα τὰ χέρια μου, καλοῦσα, ἱκέτευα, ζητοῦσα νὰ ἀναδεχθῶ, νὰ περιπτυχθῶ, νὰ ἐγκολπωθῶ, καὶ τὸ μόνο ποὺ εἰσέπραττα ἦταν ἡ ἀντίρρηση, ἡ ἀπόρριψη. 

Πῶς νὰ μὴν κλάψει ὁ Χριστός; Ἂν ἤξερες, Ἱερουσαλήμ! «Εἰ ἔγνως... καί γε ἐν τῇ ἡμέρᾳ σου ταύτῃ, τὰ πρὸς εἰρήνην σου!» (Λουκ. ιθ΄ 42). Ἔστω καὶ τώρα, τὴν τελευταία αὐτὴ ἡμέρα, τὴν ἔσχατη προθεσμία ποὺ σοῦ δίνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἂν ἤξερες ἐκεῖνα ποὺ θὰ σὲ ὁδηγοῦσαν στὴν εἰρήνη σου, στὴν εὐημερία σου! Ἂν μποροῦσες νὰ τὰ καταλάβεις! Ἂν ἐπιτέλους τώρα ἄνοιγαν τὰ μάτια σου νὰ δεῖς τὸ συμφέρον σου!... 

 Σταματᾶ ἐδῶ ὁ Θεάνθρωπος. Τὸ «ἂν» ποὺ εἶπε, τὸ ἀφήνει μετέωρο, χωρὶς ἀπόδοση τοῦ λόγου. Τί θὰ γινόταν, ἂν ἡ Ἱερουσαλὴμ καταλάβαινε τὸ συμφέρον της, συναισθανόταν τὴν ἀποστασία της καὶ ἐπέστρεφε, ἔστω κι αὐτὴ τὴν τελευταία στιγμή, στὸν Θεό; Δὲν συνέχισε ὁ Κύριος. Τόσες φορὲς τὰ εἶχε πεῖ. Τώρα δὲν συνέχισε. Μόνον ἔκλαψε. Κι ἔπειτα συμπλήρωσε καὶ κάτι ἄλλο: «Νῦν δὲ ἐκρύβη ἀπὸ ὀφθαλμῶν σου» (στίχ. 42). Τώρα πάει, τελείωσε. Τώρα ἔπεσε σκοτάδι στὰ μάτια σου, τυφλώθηκες, πωρώθηκες, δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ δεῖς τὸ συμφέρον σου.
 Δὲν μπορεῖς νὰ βρεῖς τὸ δρόμο ποὺ θὰ σὲ βγάλει ἀπὸ τὸν ὁριστικὸ χαμό σου. Ἱερουσαλήμ, ἂν ἤξερες! 
 ❁ ❁ ❁
 Ἑλλάδα, ἂν ἤξερες!... 
 –Μή, Κύριε. «Μὴ ἀπορρίψῃς ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ προσώπου σου. Ταχὺ προκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν σφόδρα. Βοήθησον ἡμῖν, ὁ Θεός, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν. Κύριε, ρῦσαι ἡμᾶς καὶ ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου. Μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς, ἀλλὰ ποίησον μεθ’ ἡμῶν κατὰ τὴν ἐπιείκειάν σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου. Ἐπίστρεψον ἡμᾶς, ὁ Θεὸς τῶν σωτηρίων ἡμῶν» (Ψαλμ. ν΄ [50] 13, οη΄ [78] 8-9, Δαν. γ΄ [Προσ. 18], Ψαλμ. πδ΄ [84] 5). 

 Προτοῦ εἶναι πιὰ ἀργά. Προτοῦ «κρυβῇ ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν» μας ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς σὲ Σένα. Προτοῦ αὐτὴ ἡ πατρίδα, ἡ ἀγαπημένη, ἡ χιλιοευλογημένη ἀπὸ Σένα, χάσει ὁριστικὰ τὸ φῶς της. Ἐσένα, τὸν Κύριο καὶ Θεό της...
Ο ΣΩΤΗΡ 2038

27 Φεβρουαρίου, 2019

Ο άγιος μάρτυς Μένιγνος, ο κναφεύς, προστάτης των χημικών


Η μνήμη του τιμάται στις 22 Νοεμβρίου. 

 Ο άγιος μάρτυς Μένιγνος ανήκει στο πολυάριθμο νέφος των μαρτύρων του 3ου αιώνος. Τότε που βασίλευε ο σκληρός και θηριώδης αυτοκράτορας Δέκιος (251 μ.Χ). 
Η καταγωγή του μάρτυρα είναι ο Ελλήσποντος και συγκεκριμένα η πόλη της Παρίου, που έκτισαν οι κάτοικοι της νήσου Πάρου μεταξύ Κυζίκου και Λαμψάκου. 
Το επάγγελμά του είναι ταπεινό. 
Είναι ένας επιμελής κναφέας. Λευκαίνει δηλαδή και καθαρίζει ή βάφει υφάσματα. 
Πιο πολύ όμως φροντίζει να διατηρεί το χιτώνα της ψυχής του καθαρό από σπίλους αμαρτίας. Με έκπληξη και αυτός παρακολουθεί τα όσα συμβαίνουν στους πιστούς χριστιανούς. 
Τις συλλήψεις, τους δαρμούς, τις φυλακίσεις του σε σκοτεινούς τόπους και τις σκληρές τιμωρίες. Τους έδεναν τα πόδια στο βασανιστικό όργανο του ξύλου… 

 Βρισκόμενος κάποια μέρα στην αγορά, εκεί όπου τα νέα διαδίδονταν αστραπιαία, άκουσε είδηση θαυμαστή: ότι ο «Θεός με θαυματουργική επέμβαση αγγέλου απελευθέρωσε τους φυλακισμένους ομολογητές της πίστεως». 
Στο άκουσμα αυτής της είδησης δυνατή φλόγα άναψε μονομιάς την ψυχή του. 
Η φλόγα του πόθου του μαρτυρίου. Ποθεί με ιερή λαχτάρα να βαφεί η ψυχή του με το αίμα του μαρτυρίου και να στολιστεί με λαμπρά διαδήματα για τη σωτηρία της ψυχής του, για τη δόξα της εκκλησίας του Χριστού. 

Και ο κύριος ο καρδιογνώστης δεν άργησε να απαντήσει στον ιερό του πόθο. Είχε κατεβεί στο ποτάμι ο Μένιγνος και έπλενε τα ρούχα, όταν άκουσε μια γλυκιά ουράνια φωνή: «Μένιγνε, έλα σε μένα και θα σου δώσω πολλή χάρη». 
 Το ουρανόσταλτο άγγελμα επαναλήφθηκε και δεύτερη φορά: «Μένιγνε, έλα προς εμένα, για να απολαύσεις τα αγαθά που έχουν ετοιμαστεί για όσους αγαπούν το όνομά μου». 
 Έλα προς εμένα!… Τι φωνή ήταν αυτή! Μαγνήτης ήταν. Πρόσκληση ήταν για μαρτύριο, για δόξα, για μακαριότητα. 

 Τακτοποίησε λοιπόν αμέσως τις υποθέσεις ξένων ρούχων. Και άφοβα έφθασε μπροστά στο δικαστή για να δώσει τη μαρτυρία του… Την ώρα όμως εκείνη ο δικαστής έτυχε να απαγγέλει «τα γράμματα του Βασιλέως». 
Επρόκειτο για διάταγμα του αυτοκράτορα για νέο διωγμό. Και τότε μια αγανάκτηση ώθησε το Μένιγνο προς το δικαστήριο. Δεν άντεξε στο άκουσμα των παρανοϊκών και αδίκων διωγμών κατά των αθώων χριστιανών… Άρπαξε το βασιλικό έγγραφο. Το έσκισε και το καταπάτησε λέγοντας: «Εν ονόματι του Ιησού Χριστού του Θεού μου, καταπατώ τα παράνομα του βασιλέως Δεκίου προστάγματα». 

 Η ώρα της δόξας είχε φτάσει για το μάρτυρα. Τον έριξαν βίαια κάτω. Τον πάτησαν με μίσος. Τον κρέμασαν έπειτα στο ξύλο. Ξέσκισαν ανελέητα τις σάρκες του. Του έκοψαν ακόμη και τα δάχτυλα που τόλμησαν να βεβηλώσουν το ειδωλολατρικό επίσημό τους έγγραφο. 
Και ο μάρτυρας καρτερούσε προσευχόμενος. 
Η σύζυγός του έστεκε στο πλευρό του και έκλαιγε… Ο θάνατος αυτός «τους χάριζε την αληθινή, την πνευματική, την αιώνια ένωση», διότι «μόνο όσοι μένουν με το Θεό ενωμένοι – και υπακούουν στο θέλημά του – δεν είναι δυνατόν να χωρισθούν ποτέ». 

 Το μαρτύριο του αγίου Μενίγνου έφτασε στο τέλος του. Σε λίγο δόθηκε η εντολή: «Να αποκεφαλισθεί με ξίφος»… Ένας ακόμη μάρτυρας προστίθετο στη χορεία των αγίων. Ένας αιματοβαμμένος κρίκος μεγάλωνε τη χρυσή αλυσίδα των αγίων μαρτύρων της πρώτης Εκκλησίας. 
Την ώρα που η ψυχή του παραδίδονταν στον Πλάστη και Θεό μας, ένα ολόλευκο περιστέρι (κατ’ άλλους «τρυγών») πέταξε το στόμα του μάρτυρος. Σημείο της καθαρής και αγνής ζωής του. Και αναφώνησαν όλοι: «Αλήθεια! Πόσο μεγάλος είναι ο Θεός του Μενίγνου!». 
 Ο διοικητής δεν επέτρεψε να ταφεί το σώμα του μάρτυρος. Τα αδέλφια όμως του αγίου ήρθαν νύκτα, το έκλεψαν και το έθαψαν κρυφά. 
Μέσα στη σπουδή τους όμως δεν είδαν πως έλειπε η τιμία κεφαλή του. Επέστρεψαν λοιπόν και βρήκαν και πήραν τον πολύτιμο θησαυρό τους εκεί όπου έβλεπαν σημείο με ουράνιο φως. Και ολοκλήρωσαν έτσι την ταφή με τιμές. 
 Δεν υπάρχει υψηλότερος πόθος από τον πόθο του μαρτυρίου. Και αυτός πυρπολεί μόνο τις ψυχές εκείνες που αγαπούν πολύ τον Κύριο Ιησού Χριστό. 
Τέτοια ψυχή είχε ο άγιος Μένιγνος. 
Σήμερα μας δίδαξε με το μάθημα του μαρτυρίου του. Μη μείνουμε όμως στο θαυμασμό και την έκπληξη. Ας καθρεπτίσουμε τη ζωή μας στη ζωή του… Και ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας: 
 — Τι πόθοι κυριαρχούν άραγε στην ψυχή μας; Μήπως τα γήινα και τα πρόσκαιρα μας έχουν αποσπάσει; Μήπως ο Χριστός και η δίψα για τη μαρτυρία του έρχονται δεύτερα ή τρίτα ή… και τελευταία; 

Ας παρακαλούμε τον άγιο μάρτυρα να μεσιτεύει στο Θεό, ώστε ο πρώτος πόθος της ψυχής μας να είναι ο Χριστός και τα του Χριστού. 
Να θέλουμε να είμαστε οι μάρτυρές του και οι ομολογητές του. Σήμερα αναίμακτα. Και αν το θελήσει Εκείνος -με τη δύναμή του- να μην αρνηθούμε και πρόσκλησή του στο μαρτύριο του αίματος. Οι δύσκολες εποχές δεν αργούν να έρθουν. 
 «Κάραν, κνανεύ Μένιγνε, τμηθείς εκ ξίφους, Κνάπτεις σεαυτόν, καν ρύπους είχες, πλύνη»

 Την κεφαλή σου, Μένιγνε – εσένα που ήσουνα βαφέας ενδυμάτων – σου την έκοψαν με ξίφος. Και αν είχες κάποιους ρύπους, με το αίμα σου που εκεί έρευσε πλύθηκαν. Και προσέφερες έτσι στο Θεό τον εαυτό σου ολοκάθαρο.
https://xfd.gr/keimena/

26 Φεβρουαρίου, 2019

Κάνε κάτι τώρα! (αληθινή ιστορία)


Σαν να ’ταν χθες, και ας έχουν περάσει από τότε 10 χρόνια. 
Όλα τα θυμάται τόσο ζωντανά ο Αρσένιος. Πήγαινε τότε στην Γ΄ Λυκείου. Ετοιμαζόταν για τις Πανελλήνιες. Με πόθο και πάθος μεγάλο για τη Σχολή των Χημικών Μηχανικών. 
Σαν να ’ταν χθες. Μόνος στο δωμάτιό του. Με τα βιβλία ανοιχτά στο τραπέζι να προσπαθεί να διαβάσει, ενώ μέσα στην ψυχή του βουβός ο πόνος. Ένα «γιατί;», ένα παράπονο στον Θεό για τον στεναγμό της μάνας του που τον άκουγε από τον τοίχο του διπλανού δωματίου. 
Ήταν στεναγμοί από βαρύ πόνο. Του καρκίνου τον πόνο, που τρώει τα σωθικά του ανθρώπου. Και τον λιώνει αργά-αργά. 
Και άκουγε τους αναστεναγμούς της μάνας που τέλειωνε από μέρα σε μέρα την επίγεια ζωή της στα 43 της χρόνια, της αγαπημένης μανούλας του, της Ελπινίκης. Και ήταν γι’ αυτόν ο μόνος άνθρωπος πάνω στη γη που μπορούσε όλα να της τα λέει σε κάθε στιγμή και σταθμό της ζωής του. Και τώρα ποιόν ο Αρσένιος θα χει για να μιλάει;… Κανέναν! 
 Η μάνα έφυγε, πέταξε στον Ουρανό. 
Την έκλαψε στην κηδεία της αμέτρητο πλήθος κόσμου. Γιατί δεν ήταν μόνο η μάνα των 8 παιδιών της, αλλά και η μάνα εκατοντάδων ανθρώπων που είχε κατηχήσει και παρηγορήσει με λόγο και έργα στα Ιδρύματα της Εκκλησίας. 
 Η μάνα δεν πρόλαβε να δει τη χαρά της επιτυχίας του 5ου παιδιού της, του Αρσένιου. Την είδε όμως από τον Ουρανό. Αλλά δεν αρκούσε αυτό στον Αρσένιο. Ήθελε να τη βλέπει, να δέχεται το χάδι της και να της εμπιστεύεται τα μυστικά της καρδιάς του. Και τώρα; Τι να την κάνει την ωραία επιτυχία του στη Σχολή της επιλογής του ο Αρσένιος; Τώρα θα γράφει μελαγχολικούς στίχους με αλληγορία θαυμαστή, που μόνο ο ίδιος θα μπορεί να ερμηνεύει. Και θα τους παίζει στην αγαπημένη του κιθάρα και θα αυτοπαρηγοριέται. 
Βέβαια στον Θεό στηριζόταν και Τον αγαπούσε από μικρός ο Αρσένιος. Αλλά τώρα αυτή η αγάπη κλονιζόταν. Έμπαινε σε διαδικασία σιωπηλής αντίδρασης. Δεχόταν λίγους φίλους, μετρημένους στα δάκτυλα. Μόνο μ’ αυτούς έβγαινε και χαλάρωνε με ατέλειωτες ήρεμες φιλοσοφικές συζητήσεις σε απόμερα ήσυχα κεντράκια. Όμως αυτή η ζωή, όσο και να ξεκούραζε τον νεαρό φοιτητή, του άφηνε ένα κενό. Αλλά και η Σχολή του των Χημικών Μηχανικών, η τόσο στην αρχή γι’ αυτόν συναρπαστική, ξαφνικά έπαυσε να έχει ενδιαφέρον. Χρόνο με τον χρόνο γινόταν κουραστική. Αραίωνε τις παρακολουθήσεις. Αδιαφορούσε για τα εργαστήρια. Μόνο στην περίοδο της εξεταστικής έκανε δυνατές προσπάθειες, με ελάχιστα όμως έως και μηδενικά αποτελέσματα. Και τότε ήταν που τον έπνιγε μια σκέψη: πως ο ίδιος είχε προδώσει τα όνειρά του. Έβλεπε τ’ ἀδέλφια του να τελειώνουν τις Σχολές τους, και αυτός έμενε πίσω. Παγωμένος, ανόρεχτος, αδιάφορος για τη Σχολή του. «Εγώ δεν θα την τελειώσω ποτέ», έλεγε. Και όταν οι φίλοι του τον ρωτούσαν: «Πώς τα πας με τη Σχολή σου;», εκείνος ντρεπόταν και άλλαζε κουβέντα… 
 Είχαν περάσει 10 χρόνια από την είσοδό του στο Πανεπιστήμιο. Οι περισσότεροι συμφοιτητές του ήταν τώρα φτασμένοι επιστήμονες. Και αυτός, ο Αρσένιος, έμεινε πίσω τελευταίος. Χωρίς μητέρα, χωρίς πτυχίο, χωρίς πίστη δυνατή που να καλύπτει το κενό και να τον γεμίζει με ελπίδα νίκης. 
 Κι όμως… σήμερα ο Αρσένιος σαν να ξύπνησε από ένα λήθαργο. Μια δύναμη ανεξήγητη τον έσπρωχνε να κάνει κάτι μεγάλο. Να πάει στον Άγιο Ανδρέα, τον Προστάτη και Πολιούχο της πόλεώς του, και εκεί μπροστά στην αγία Κάρα του να κλάψει και να παρακαλέσει. 
Είχε ακόμα 28 μαθήματα και 14 εργαστήρια για να πάρει το πτυχίο. Έφερε τα βήματά του στον μεγαλοπρεπή Ναό. Δεν τον ενδιέφερε και τόσο ο κόσμος των προσκυνητών. Άναψε το κερί του και βάδισε γοργά στο δεξιό κλίτος. Κοντοστάθηκε όρθιος στο τέλος του διαδρόμου, αμίλητος, ανέκφραστος μπροστά στο ιερό κουβούκλιο της αγίας Κάρας του αγαπημένου του αγίου Ανδρέα. Δεν είχε κουράγιο για προσευχή. Πλησίασε. Έκανε τον σταυρό του και μια βιαστική μετάνοια. Και την ώρα που ασπαζόταν την αγία Κάρα, έσταξαν δυό δάκρυά του και πρόφερε με μυστική κραυγή στον Άγιο τρεις μόνο λέξεις: «Κάνε κάτι τώρα». Αυτό μόνο μπόρεσε να πει. Τίποτ’ άλλο. Και μετά; Ω! Θαύμα εκπληκτικό έγινε μετά. Το πέπλο το σκοτεινό που τον κάλυπτε, η ομίχλη της απόγνωσης που τον έπνιγε έφυγαν. Όλα έφυγαν. Εξαφανίσθηκαν. Το πνεύμα του ζωογονήθηκε. Ήρθε η όρεξη για μελέτη. Και ο Αρσένιος πίστεψε στο θαύμα. Έφυγε ανάλαφρος. Πήγε αμέσως μετά στο Σπουδαστήριο. Δεν πρόλαβε να καθίσει και τον πλησίασε μια παλιά γνωστή του από τη Σχολή, μεγαλύτερη στα χρόνια. 
 –Πως τα πας, Αρσένιε; 
 –Χρωστάω πολλά: 28 μαθήματα και 14 εργαστήρια. 
 –Κι εγώ στην ηλικία σου χρωστούσα πολύ περισσότερα. Αυτές τις μέρες πήρα το πτυχίο.
 Τι ήταν και τούτο το αναπάντεχο; Θεία ενίσχυση από ανθρώπινη παρέμβαση. Τυχαίο θα το πείτε; Αλλά όχι, για τον Αρσένιο δεν ήταν τυχαίο. Ήταν συμπλήρωμα δύναμης στο θαύμα του Αγίου. Και μετά η σπουδή, η όρεξη, μια βιάση άγια. Και μια νίκη μεγάλη. Σ’ ένα χρόνο ακριβώς από τότε που προσευχήθηκε στον άγιο απόστολο Ανδρέα, ο Αρσένιος κρατούσε το πτυχίο στα χέρια. Τότε ήταν που, μετά από χρόνια, έτρεξε στον Πνευματικό του, τον Πνευματικό των παιδικών του χρόνων, για να του τα εμπιστευθεί όλα μαζί. Πρώτα τα αμαρτήματά του όλα, ένα-ένα… και μετά τη μεγάλη του ευγνωμοσύνη στον άγιο Ανδρέα, τον Πολιούχο των Πατρών, που του χάρισε το πτυχίο. Και ο Πνευματικός του συμπλήρωνε: 
 –Και μαζί με τον άγιο Ανδρέα οι προσευχές της αγίας μανούλας σου, Αρσένιε. Αλλά και η δική σου ελεύθερη ανταπόκριση και επιμέλεια. Πάνω βέβαια απ’ όλα η ανύστακτη αγάπη του Θεού Πατέρα μας σου έκανε το τρανό θαύμα! 
 Ο νεαρός πτυχιούχος έφευγε συγκλονισμένος και ευτυχισμένος όσο ποτέ άλλοτε. Σε μια εβδομάδα θα πήγαινε στον Στρατό… 

 από το (νέο) βιβλίο του Αρχιμ. Χριστοδούλου Ν. Κογιώνη «Υπάρχεις;» αληθινά & θαυμαστά
https://xfd.gr/keimenakane-kati-tora-alithini-istoria/

24 Φεβρουαρίου, 2019

Μιὰ θαυμάσια προσευχὴ


Πρόκειται γιὰ μιὰ Εὐχὴ τῆς θείας Λειτουργίας, τὴν ὁποία ἀπευθύνει ὁ Λειτουργὸς πρὸς τὸν Θεὸ μετὰ τὴ θεία Κοινωνία καὶ ἀφοῦ οἱ ἱεροψάλτες ψάλουν τὸ «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν...». Εἶναι μιὰ ἐξαιρετικὴ προσευχή, ποὺ συνδυάζει ἄριστα τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Κύριο καὶ τὴν αἴτηση πρὸς Ἐκεῖνον.

 Προσευχὴ μικρὴ σὲ ἔκταση ἀλλὰ πολὺ μεγάλη σὲ νοήματα. Ἰδοὺ ἡ προσευχὴ αὐτή: «Εὐχαριστοῦμέν σοι, Δέσποτα φιλάνθρωπε, εὐεργέτα τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὅτι καὶ τῇ παρούσῃ ἡμέρᾳ κατηξίωσας ἡμᾶς τῶν ἐπουρανίων σου καὶ ἀθανάτων Μυστηρίων. Ὀρθοτόμησον ἡμῶν τὴν ὁδόν, στήριξον ἡμᾶς ἐν τῷ φόβῳ σου τοὺς πάντας· φρούρησον ἡμῶν τὴν ζωήν, ἀσφάλισαι ἡμῶν τὰ διαβήματα, εὐχαῖς καὶ ἱκεσίαις τῆς ἐνδόξου Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ πάντων τῶν ἁγίων σου». 

 Αὐτὴ εἶναι ἡ λειτουργικὴ προσευχὴ μετὰ τὴ θεία Κοινωνία. Στὴν ἀρχὴ εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο, τὸν φιλάνθρωπο Δεσπότη καὶ Θεό μας, τὸν εὐεργέτη τῶν ψυχῶν μας γιὰ τὴ συμμετοχή μας στὸ μέγα Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας.
 Ἐπειδὴ εἶναι σὲ πληθυντικὸ ἀριθμὸ τὸ ρῆμα «εὐχαριστοῦμεν», φροντίζουν πολλοὶ ἱερεῖς νὰ λένε ὅσο μποροῦν πιὸ καθαρὰ καὶ δυνατὰ τὶς λέξεις τῆς προσευχῆς αὐτῆς, γιὰ νὰ τὶς νιώθει καὶ νὰ τὶς ζεῖ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα. Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὸ ὅτι μᾶς ἀξίωσε νὰ κοινωνήσουμε, νὰ πάρουμε μέσα μας τὸ πανάγιο Σῶμα καὶ τὸ τίμιο Αἷμα του. Ὑπάρχει ἄραγε μεγαλύτερη δωρεὰ καὶ εὐεργεσία καὶ χάρις ἀπὸ αὐτήν; Καὶ δὲν πρέπει νὰ σκιρτᾶ ἡ καρδιά μας ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Εὐεργέτη μας καὶ νὰ θέλει νὰ τοῦ ἐκφράσει τὸ ὁλόθερμο εὐχαριστῶ της ἀμέσως; Ἀλλὰ καὶ ὅσοι γιὰ τὸν ἄλφα ἢ βήτα λόγο δὲν κοινωνήσαμε ἐκείνη τὴ συγκεκριμένη ἡμέρα ποὺ τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, πάλι Τὸν εὐχαριστοῦμε. Γιατί; Διότι ἀξιωθήκαμε νὰ λάβουμε μέρος στὴν τέλεση τοῦ μεγάλου Μυστηρίου καὶ νιώσαμε νὰ ἀγγίζει τὴν καρδιά μας ἡ αὔρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ κατῆλθε στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ μετέβαλε τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. 

 Καὶ μετὰ τὴν εὐχαριστία ἀρχίζουν τὰ αἰτήματα, διότι καταλαβαίνουμε ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ εὐαρεστήσουμε ἐνώπιόν του καὶ νὰ βαδίζουμε σταθερὰ πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ πρῶτο αἴτημα;
 «Ὀρθοτόμησον ἡμῶν τὴν ὁδόν». Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Παν. Τρεμπέλας στὸ ἐξαίρετο βιβλίο του «Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Λατρείαν μας» γράφει: «Ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτίας δὲν εἶναι δρόμος εὐθὺς καὶ ὁμαλός. Εἶναι ὁδὸς σκολιὰ καὶ τραχεῖα. Τὸ αἴτημα λοιπὸν ‘‘ὀρθοτόμησον ἡμῶν τὴν ὁδὸν’’ σημαίνει κατάστησον εὐθεῖαν τὴν συμπεριφοράν μας καὶ τὸν ὅλον τρόπον τῆς ζωῆς μας. Ἐλευθέρωσέ μας, Κύριε, ἀπὸ πᾶσαν στρεβλότητα καὶ πονηρίαν. Εὐδόκησον νὰ συμπεριφερώμεθα πάντοτε καὶ πρὸς πάντας μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνειαν καὶ ἀπομάκρυνέ μας ἀπὸ τὴν διεστραμμένην ὁδὸν τῆς ἁμαρτίας».

 Μὲ τὸ δεύτερο αἴτημα παρακαλοῦμε θερμὰ τὸν Κύριο νὰ μᾶς στηρίζει στὸν ἅγιο φόβο του: «Στήριξον ἡμᾶς ἐν τῷ φόβῳ σου τοὺς πάντας», δέεται ἐκ μέρους ὅλου τοῦ ἐκκλησιάσματος ὁ 
Λειτουργός. Στήριξε ὅλους μας στὴ συναίσθηση τοῦ ἱεροῦ φόβου σου, ὥστε ὅ,τι σκεφτόμαστε, ὅ,τι ποθοῦμε, ὅ,τι λέμε, ὅ,τι κάμνουμε καί ἐνεργοῦμε, τὰ πάντα νὰ ρυθμίζονται ἀπὸ τὸν ἅγιο φόβο σου. Σὰν ἄλλο φρένο ὁ φόβος σου νὰ μᾶς συγκρατεῖ ἀπὸ τὸ κακό. «Στήριξέ μας εἰς τὸν ἅγιον φόβον ποὺ προκαλεῖ ἡ συναί- σθησις τῆς παρουσίας σου» (Παν. Τρεμπέλας). Καὶ ὅπως ἀποφεύγουμε νὰ παρεκτρεπόμαστε μπροστὰ σὲ σεβαστὰ πρόσωπα, ἀλλὰ προσέχουμε τὴ συμπεριφορά μας, ἔτσι ὁ ἅγιος φόβος ποὺ προκαλεῖ ἡ συναίσθηση τῆς ἁπανταχοῦ παρουσίας σου ἂς μᾶς συγκρατεῖ ἀπὸ κάθε κακό. 

 Καὶ προσθέτει ὁ Λειτουργός: «Φρούρησον ἡμῶν τὴν ζωήν». Μᾶς ἀπειλοῦν πολλοὶ κίνδυνοι, Κύριε, μέρα καὶ νύχτα. Κίνδυνοι ὁρατοὶ καὶ ἀόρατοι, ὑλικοὶ καὶ πνευματικοὶ, ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ δαίμονες. Στὴν ἐποχή μας οἱ κίνδυνοι αὐτοὶ ἔχουν πολλαπλασιαστεῖ καὶ ἀπειλεῖται διαρκῶς ἡ ὕπαρξή μας. Δὲν ξέρουμε ἀπὸ ποιοὺς καὶ πῶς νὰ φυλαχθοῦμε. Κινδυνεύει ἡ ζωή μας, 
κινδυνεύει ἡ ψυχή μας, κινδυνεύει ἡ οἰκογένειά μας, κινδυνεύει ἡ πατρίδα μας. Μόνο Ἐσύ, φιλάνθρωπε, πανάγαθε καὶ παντοδύναμε, Κύριε καὶ Θεέ μας, μπορεῖς νὰ μᾶς φρουρήσεις. Ἐσὺ μπορεῖς νὰ στείλεις τοὺς ἀγγέλους σου, ὅπως τὸ ἔκαμες πολλὲς φορὲς στὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία καὶ φρούρησες καὶ ἔσωσες τοὺς πιστούς, ποὺ κατέφευγαν μὲ πίστη στὴ βοήθεια καὶ προστασία σου. 

 Καὶ τὸ τελευταῖο αἴτημα: «Ἀσφάλισαι ἡμῶν τὰ διαβήματα». Δανειζόμαστε πάλι ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Παν. Τρεμπέλα, ὁ ὁποῖος γι’ αὐτὸ τὸ αἴτημα γράφει τὰ ἑξῆς: «Περιπατοῦμεν εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς. Δὲν εἴμεθα ὅμως ἀσφαλεῖς καὶ ἀμετακίνητοι εἰς αὐτήν. Τρικλίζομεν καὶ μόλις στεκόμεθα εἰς τὰ πόδια μας. Σύ (Κύριε) θὰ μᾶς στηρίξῃς. Σὺ θὰ μᾶς στερεώσῃς, ὥστε νὰ παύσωμεν ἀπὸ τοῦ νὰ ταλαντευώμεθα... Σὺ θὰ μᾶς κάμῃς σταθερούς, ὥστε τίποτε νὰ μὴ δύναται νὰ μᾶς ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς...».  

Καὶ κλείνει ἡ ὡραία καὶ συγκινητικὴ αὐτὴ λειτουργικὴ προσευχὴ μὲ ἐπίκληση τῆς βοηθείας τῆς ἐνδόξου Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων. Σὰν νὰ λέει δηλαδὴ ὁ συντάκτης τῆς προσευχῆς, ποὺ εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος συνέθεσε καὶ τὴν ὅλη θεία Λειτουργία: Σοῦ τὰ ζητοῦμε ὅλα αὐτά, Κύριε, παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τοὺς μεσολαβητὲς ποὺ ἔχουμε ὑπὲρ ἡμῶν ἐνώπιόν Σου. Ξέρουμε πόσο μᾶς ἀγαποῦν καὶ πόσο ποθοῦν νὰ βρεθοῦμε κι ἐμεῖς κοντά τους καὶ πόσο δέονται γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἄκουσε, Σὲ παρακαλοῦμε, τὴν Παναγία Μητέρα σου, ποὺ δέεται γιὰ μᾶς καὶ βοήθησέ μας. Δέξου καὶ τὶς ὑπὲρ ἡμῶν ἱκεσίες τῶν Ἁγίων σου, ποὺ ἔχυσαν καὶ τὸ αἷμα τους γιὰ τὸ ἅγιο ὄνομά Σου καὶ ἐλέησέ μας. Σὺ εἶσαι ὁ Ἐλεήμων, εἶσαι ὁ Πανάγαθος καὶ ὁ 
Παντοκράτωρ, καὶ Σὲ ὑμνοῦν τὰ σύμπαντα στοὺς αἰῶνες.Ο ΣΩΤΗΡ 2038

23 Φεβρουαρίου, 2019

Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς


Ἕνα ἀπέραντο πνευματικό λιβάδι εἶναι τό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ μυρίπνοα ἄνθη καί εὐωδία οὐράνια. Τέτοια εὐωδία ἀποπνέει καί τό συναξάρι τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, «τοῦ ὁμολογητοῦ καί φιλοσόφου»[1], τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη τιμᾶται στίς 14 Ἰουνίου.
    Ὁ ὅσιος Ἰουστίνος Πόποβιτς (1894-1979), πνευματικός πατέρας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, θεωρεῖται ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους θεολόγους τῆς ἐποχῆς μας. 
 Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός ὅτι γεννήθηκε τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἔλαβε τό ὄνομα Μπλάγκογιε, δηλαδή Εὐάγγελος, ἀλλά καί ἡ ἀναχώρησή του ἔγινε πάλι τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. 
Κυρίως ὅμως, ὅλη ἡ ἐπίγεια ζωή του ὑπῆρξε εὔλαλο εὐαγγέλιο. 
Φιλομαθέστατος καί φιλοσοφικότατος νοῦς, σπουδάζει θεολογία, καί μετά τή λήξη τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περατώνει τίς σπουδές του στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, ὅπου λαμβάνει τόν τίτλο τοῦ διδάκτορος τῆς Πατρολογίας.
 Διδάσκει σέ ἱερατικές σχολές, καί τό 1935 ἐκλέγεται καθηγητής τῆς Δογματικῆς στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βελιγραδίου, ὅπου καί παρέμεινε μέχρι τή γερμανική κατοχή τοῦ 1941.
 Διώκεται ἀπό τό ὁλοκληρωτικό καθεστώς τοῦ Τίτο, καί ζεῖ ὑπό ἐπιτήρηση σ’ ἕνα μικρό γυναικεῖο μοναστήρι στό Τσέλιε, κοντά στήν πόλη Βάλιεβο τῆς Σερβίας, μέχρι τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, τό 1979. 
 Κάθε μέρα τελοῦσε τή θεία Λειτουργία καί στήριζε τίς μοναχές, τούς πιστούς καί πολλούς νέους φοιτητές πού ἔφθαναν ἐκεῖ γιά νά ἀκούσουν τίς διδαχές του, ἐνῶ παράλληλα συνέγραφε. 
Ἀπό τότε μέχρι σήμερα «ἀποτελεῖ τήν κεκρυμμένην συνείδησιν τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς μαρτυρικῆς Ὀρθοδοξίας ἐν γένει»[2]. 
Συνέγραψε πλῆθος ἔργων, ἑρμηνευτικῶν, δογματικῶν, ἀσκητικῶν. 
«Συνένωσε στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, σ᾽ ἕνα βαθμό ὁποῖος εἶναι σπάνιος στήν ἐποχή μας, τήν καθολικότητα τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καί πράξεως, καί τήν ἀνανέωση τῆς πατερικῆς παραδόσεως καί θεολογίας. 
Λόγῳ τῶν πνευματικῶν καί θεολογικῶν διαστάσεων τῶν ἔργων του, θεωρήθηκε ὁμόφωνα, ἀκόμη καί κατά τήν διάρκεια τῆς ἐπί γῆς ζωῆς του, ὡς ὁ νέος πατήρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»[3].
 Μικρά μαργαριτάρια ἀπό τό περίφημο ἔργο του «Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος»[4] θά μᾶς ἔφερναν ταπεινούς ἀκροατές παρά τούς πόδας του, κάπου ἐκεῖ σέ μιά γωνιά στό μοναστήρι του, στό Τσέλιε.
 «Ἄνευ τοῦ γλυκυτάτου Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι φοβερά καί χωρίς νόημα καί αὐτή ἡ βραχυχρόνιος ἐπίγειος ζωή, πολύ δέ περισσότερον ἡ ἀπέραντος καί ἀτελεύτητος ἀθανασία. 
Ὅπου εὑρίσκεται ὁ θάνατος, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει πραγματική χαρά. Μέ ἄλλους λόγους: ὅπου δέν εἶναι παρών ὁ Χριστός, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει ἀληθινή χαρά. 
Οἱ ἄνθρωποι, μέσα εἰς τό παραλήρημα τῆς ἁμαρτίας, μέσα εἰς τήν μέθην των ἀπό τῆς ἁμαρτίας τήν ἡδονήν, διακηρύσσουν ὡς χαράν τῆς ζωῆς πολυαρίθμους ἀνοησίας καί μικρότητας. 
Καί εἶναι πράγματι ἀνοησία καί μικρότης κάθε τι πού ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπον ἀπό τόν Χριστόν, κάθε τι πού δέν τοῦ ἐξασφαλίζει τήν ἁγιότητα καί τήν ἀθανασίαν τοῦ Χριστοῦ»[5]. «Εἰς τήν πραγματικότητα τό ταλαίπωρον ἀνθρώπινον γένος ἔχει ἕνα μόνον γνήσιον φίλον: Τόν Σωτῆρα Χριστόν, διότι Αὐτός τό ἐλύτρωσε ἀπό τόν μεγαλύτερον ἐχθρόν του, τόν θάνατον. Διά τῆς ἐνδόξου ἀναστάσεώς Του ὁ Κύριος εἰσήγαγε τό ἀνθρώπινον γένος εἰς τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ τῆς ἀθανασίας, ὁ ὁποῖος ἐκβάλλει εἰς τήν αἰώνιον ζωήν. 
Καί ἀπό τότε καί αἱ σκέψεις καί αἱ αἰσθήσεις καί τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Χριστοῦ, γίνονται ὅλα μικρά ρυάκια ἀθανασίας, τά ὁποία, καθώς περνοῦν μέσα ἀπό τούς βράχους τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου, κελαρύζουν καί τρέχουν μέ χαράν πρός τό χωρίς ὄχθες πέλαγος τῆς θαυμαστῆς αἰωνιότητος καί θεανθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ»[6]. 
«Τό ἀνθρώπινον σῶμα!…. Ὤ, τί θαυματουργικόν ἐργαστήριον, τό ὁποῖο μεταβάλλει τό νερό εἰς αἷμα, τόν ἀέρα εἰς κόκκαλα, τό ψωμί εἰς κρέας, τά φυτά εἰς μέταλλα, τά μέταλλα εἰς ὑγρά! Πρωτάκουστον ἐργαστήριον θαυμάτων. Ἀλλά φυσικῶν θαυμάτων, θά εἴπητε σεῖς. 
Τί, ὅμως, εἰς τήν φύσιν δέν εἶναι θαῦμα; 
Κάποιος ἀόρατος μηχανικός, κάποιος θαυματουργός τεχνίτης κυβερνᾶ αὐτό τό παράδοξον ἐργαστήριον, πού ἡμεῖς ὀνομάζομεν σῶμα. 
Αὐτός εὑρίσκεται εἰς τό σῶμα, ἀλλά ἡμεῖς δέν τόν βλέπομεν. Τά ἔργα του τά βλέπομεν, τόν ἴδιον ὅμως ὄχι. Ὡσάν νά ἔχη τήν πρόθεσιν νά κρύπτεται ὅλον καί περισσότερον ὄπισθεν τῶν ἔργων του!….»[7]. 
«Ἡ σκέψις!… Ποῖον ἀκατανόητον μυστήριον κρύπτεται εἰς τήν φύσιν τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως! 
Ἕνα μόνον γνωρίζομεν: τόσον ἀκατανόητος εἶναι ἡ σκέψις, ὥστε καταλαμβάνει ἴλιγγος τόν ἄνθρωπον εὐθύς ὡς ἀρχίση νά σκέπτεται περί αὐτῆς. 
Εἰς τήν ἀνίχνευσιν τῆς καταγωγῆς καί τῆς φύσεως τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως ὁ ἄνθρωπος κινδυνεύει νά τρελλαθῆ, ἐάν δέν καταφύγη εἰς τόν Θεόν Λόγον, τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, εἰς τόν Ὁποῖον καί μόνον τό μυστήριον τῆς σκέψεως εὑρίσκει τήν γλυκύτητά του….. Ἡ ἀνθρωπίνη σκέψις μωραίνεται διά τῆς ἁμαρτίας, ὅπως καί ἡ αἴσθησις. Ὁ μοναδικός ἰατρός καί τό μοναδικόν φάρμακον ἀπό αὐτήν τήν τρέλλαν εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, διότι Αὐτός εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός Λόγος»[8]. 
«Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου!… Ὤ τοῦ μυστηρίου τῶν μυστηρίων! Ὤ τοῦ θαύματος τῶν θαυμάτων! Συνετρίβησαν αἱ καρδίαι ὅλων τῶν προσκυνητῶν τῆς αἰωνιότητος γύρω ἀπό τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μέ τήν ψυχήν καί δέν γνωρίζουν τί εἶναι ἡ ψυχή! Δέν ἀποτελεῖ αὐτό βάσανον διά τό πνεῦμα; Βάσανον, μέχρις ὅτου ὁ Θεός Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος καί ταυτοχρόνως ἔγινε ψυχή… Ἀπό Αὐτόν προέρχεται ἡ γένεσίς της, τό εἶναι της, τό πρωτότυπόν της, καί εἰς Αὐτόν εὑρίσκεται ὁ λόγος της, τό νόημά της, ἡ μακαριότης καί ἡ αἰωνιότης, ὁ παράδεισός της. Διά τοῦτο ἡ ψυχή εἰς τά ἐσώτατα ἄδυτά της εἶναι χριστονοσταλγική, θεονοσταλγική»[9]. 
Φιλοθέη Χ. Τ. από το περιοδικό Η Δράση μας, τεύχ. Ιουνίου-Ιουλίου 2018 
 [1] https://www.pemptousia.gr /2015/03/ osios-ioustinospopovits-o-omologitis, ἐπισκόπου πρ. Ζαχουμίου καί Ἐρζεγοβίνης Ἀθανασίου Γιέφτιτς. 
 [2] Ἰω. Καρμίρης, πρόλογος στό βιβλίο: Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 19687. 
 [3] Ἐπισκ. Ἀθανάσιος Γιέφτιτς, Πεμπτουσία, 25/3/2015. 
 [4] Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 19687. 
 [5] Ὅπου παρ. σ. 16. 
 [6] Ὅπου παρ. σ. 17.
 [7] Ὅπου παρ. σ. 36. 
 [8] Ὅπου παρ. σ. 34-35. 
 [9] Ὅπου παρ. σ. 35.
https://xfd.gr/keimena

22 Φεβρουαρίου, 2019

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: ΑΝ ΕΠΕΣΕΣ, ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ, ΑΠΟ ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΟΥ ΘΕΪΚΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ!




Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:

Αν έπεσες, αδελφέ μου, από το ύψος του θεϊκού νόμου, μην απελπίζεσαι. Αγωνίσου να επιστρέψεις και ο Θεός θα σε στολίσει και θα σε στερεώσει με τις αρετές του.



Από το βιβλίο «ΝΕΑ ΚΛΙΜΑΞ»: Ερμηνεία του τετάρτου Αναβαθμού του Α΄ ήχου:

Απόδοση στην Νεοελληνική Σάββας Ηλιάδηςδάσκαλος- Κιλκίς


Ἀντίφωνον Β΄



«Εἰς τὰ ὄρη τῶν σῶν, ύψώσας με νόμων, ἀρεταῖς ἐκλάμπρυνον, ὁ Θεός, ἵνα ὑμνῶ σε».

Ο μεν Θεοπάτωρ Δαβίδ έτσι άρχισε τον β΄ Ψαλμό των Αναβαθμών: «Ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς τὰ ὄρη, ὅθεν ἥξει ἡ βοήθειά μου» (Ψαλμ. 120,1), εννοώντας όρη τους ουρανούς, επειδή είναι ψηλοί και στέκονται πάνω απ` αυτόν τον κόσμο, όπως λένε ο Χρυσόστομος και ο Ευθύμιος. Διότι οι Ιουδαίοι, που ήταν αιχμάλωτοι στην Βαβυλώνα, από τους ουρανούς έλπιζαν να έλθει η βοήθεια του Κυρίου και να τους οδηγήσει στην πατρίδα τους, την Ιερουσαλήμ. Ο δε Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο μελουργός των Αναβαθμών αυτών, ως όρη εννοεί τους νόμους και τα προστάγματα του Θεού, επειδή, όπως τα ψηλά βουνά στέκονται  ψηλότερα από τη χαμηλή γη και από όλα τα γήινα, έτσι και οι νόμοι και οι προσταγές του Θεού είναι ψηλότερα από κάθε γήινο νόημα και μας ανεβάζουν στα ύψη της πρακτικής και της θεωρητικής αρετής, με την προϋπόθεση ότι όλοι μας και ολοκληρωτικά είμαστε προσηλωμένοι σ` αυτές  και τις εργαζόμαστε με προθυμία(1).



     Και με άλλα λόγια , θα μπορούσαμε να πούμε πως οι νόμοι και οι εντολές του Θεού μοιάζουν με έναν μεγάλο φάρο, ο οποίος ανάβει πάνω σε ψηλό μέρος, για να οδηγεί στο λιμάνι αυτούς που ταξιδεύουν στη θάλασσα. Γι `αυτό είπε ο Προφητάναξ Δαβίδ: «Φωτοβόλος λύχνος στην πορεία της ζωής μου είναι ο Νόμος σου. Φως πλούσιο στους δρόμους μου». (Ψαλμ. 118,105) και πάλι: «οι εντολές του Κυρίου σκορπίζουν μέχρι των πλέον μακρινών περάτων άπλετο το φως και φωτίζουν τους οφθαλμούς των ανθρώπων» (Ψαλμ. 18,9). Και ο Ησαΐας έλεγε: «διότι γνωρίζω, ότι φως είναι τα προστάγματά σου για τους ανθρώπους της γης» (Ησ. 26,9). Ποιος δε υψώνεται στα όρη των νόμων και των εντολών του Θεού; Όποιος, όχι μόνο τους μελετά θεωρητικά, εξετάζοντάς τους και περιεργαζόμενος τους θαυμαστούς λόγους και τις αιτίες κάθε εντολής, αλλά τις κάνει πράξεις και έργα στη ζωή του, όσο είναι δυνατό, άλλοτε μεν φωνάζοντας με τον Δαβίδ: « Στη μελέτη των εντολών σου θα επιδοθώ με χαρά και θα καταβάλλω κάθε προσπάθεια να κατανοήσω τους δρόμους σου» (Ψαλμ. 118,15), άλλοτε δε: «Με ιερό πόθο σήκωσα τα χέρια μου προς τις εντολές σου, τις οποίες αγάπησα πάρα πολύ» (Ψαλμ.118, 48). Ποιος υψώνεται στα όρη των εντολών του Θεού; Όποιος απορροφηθεί κατά τον νου και την καρδιά από την αγάπη και την θεωρία αυτών, όπως λέει ο ερμηνευτής των Αναβαθμών Κάλλιστος. Διότι, κατά φυσική συνέπεια, όποιο πράγμα σκέφτεται ο άνθρωπος, συχνά και με πόθο καρδιακό, προς εκείνο έχει στραμμένο και τον εαυτό του` έπειτα, σιγά σιγά, αφού του γίνει συνήθεια εκείνο το πράγμα, μεταβάλλεται σε μέρος της φύσης του η κλίση αυτή και η αγάπη, και γίνεται πραγματικά ίδιος με εκείνο το πράγμα που αγαπά.

     Τι γίνεται δε μετά απ` αυτήν την ύψωση; Άκουσε. Όπως ακριβώς εκείνος που θα ανεβεί επάνω σε ένα ψηλό βουνό, φωτίζεται πρώτος απ` όλους τους άλλους από τις ακτίνες του ηλίου, διότι ο ήλιος προβάλλει πρώτα το φως του στα ψηλά βουνά, έτσι και όποιος ανέβει στα ψηλά βουνά των εντολών, αυτός φωτίζεται πρώτος από το φως και τις ακτίνες του Υπερουσίου Ηλίου Χριστού, ο οποίος μας έδωσε και τις εντολές. Γι` αυτό και ο μελωδός επιστρέφοντας εδώ, λέει, ότι συ Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, «αφού με υψώσεις» (2), δηλαδή, αφού με ανεβάσεις με τη χάρη σου και τη βοήθειά σου επάνω στα όρη των εντολών σου, εκλάμπρυνέ με, δηλαδή, φώτισέ με πολύ (διότι εδώ η πρόθεση -εκ- σημαίνει υπερβολή) με τις αρετές σου, που είναι πηγές φωτός και θεότητας, οι οποίες είναι σαν ακτίνες που προέρχονται από σένα το λαμπρό Ήλιο της δικαιοσύνης, όπως είπε ο Μαλαχίας: «       Για σας, οι οποίοι ευλαβείσθε το όνομά μου, θα ανατείλει ο ήλιος της δικαιοσύνης». (Μαλ. 4,2). Ονομάζει δε δικαιοσύνη ο Προφήτης κάθε αρετή. Γι` αυτό είπε ο θεοφόρος Μάξιμος: «Κάθε αρετή δεν έχει αρχή και δεν υπάρχει από αυτήν τίποτε παλιότερο στο χρόνο, καθώς έχει τον μοναδικό Θεό γεννήτορα, ο οποίος είναι άναρχος και ατελεύτητος». (κεφ. μη΄ της α΄εκατοντάδος των θεολογ.). Και πάλι: «Όλα τα ενάρετα και αυτή η ίδια η αρετή, είναι προφανώς έργα του Θεού(αυτόθι κεφ. ν΄) και ο θεολόγος Γρηγόριος είπε στο εγκώμιο για τον Αθανάσιο: «Αν επαινέσω την αρετή, θα επαινέσω τον Θεό, αφού από  αυτόν δίδεται η αρετή στους ανθρώπους και το να ανεβαίνουμε προς αυτόν ή να απομακρυνόμαστε απ` αυτόν  με τη βοήθεια της οικείας γινομένης σε εμάς ελλάμψεως». Είπε δε και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Όλα τα πράγματα έλαβαν από τον Δημιουργό τάξη και αρχή, μερικά δε και τέλος, το τέλος όμως της αρετής είναι χωρίς τέλος (τέλος ατελεύτητο)» (λόγ. κστ΄). Και ο Χρυσόστομος λέει ότι η αρετή είναι ανώτερη και από αυτά τα θαύματα: «Αν βέβαια όλοι μας ζούσαμε όπως έπρεπε, θα μας θαύμαζαν τα παιδιά των ειδωλολατρών περισσότερο από εκείνους που θαυματουργούν. Διότι, τα μεν θαύματα πολλές φορές είναι και δημιουργήματα της φαντασίας και κάποιας άλλης πονηρής υποψίας, αν και τα δικά μας θαύματα δεν είναι τέτοιου είδους, ενώ ο καθαρός βίος δεν είναι δυνατόν να δεχτεί καμιά παρόμοια επίδραση, αλλά η απόκτηση της αρετής, κλείνει τα στόματα όλων. Ας φροντίσουμε λοιπόν γι` αυτήν` διότι είναι πολύ μεγάλος ο πλούτος της και το θαύμα πολύ μεγάλο. Αυτή παρέχει την πραγματική ελευθερία και όταν οι άνθρωποι είναι δούλοι, τους κάνει να φαίνονται σπουδαιότεροι από  τους ελεύθερους, πράγμα που είναι πολύ ανώτερο από του να τους δώσει την ελευθερία. Δεν κάνει τον φτωχό πλούσιο, αλλά, ενώ εξακολουθεί να είναι φτωχός, τον κάνει να φαίνεται πιο πλούσιος από τον πλούσιο. Αν όμως θέλεις να κάνεις και θαύματα, απαλλάξου από τις αμαρτίες σου και τότε θα πετύχεις τα πάντα. Καθόσον, αγαπητέ μου, η αμαρτία είναι πολύ μεγάλος δαίμονας και, αν κατορθώσεις να την εκριζώσεις, πέτυχες τότε πολύ πιο μεγάλο κατόρθωμα από αυτούς που εκδιώκουν αμέτρητο πλήθος δαιμόνων». Άκου και τον Παύλο, που γράφει για την αρετή και την κατατάσσει πριν από τα θαύματα: «Δείξτε ζήλο, λέει, για τα ανώτερα χαρίσματα και θα σας δείξω μια ακόμη πιο σπουδαία οδό». (ομιλ. εις το κατά Ματθ. λόγ. λγ΄).

     Αυτός λοιπόν που υψώνεται νοερά στα όρη των νόμων και των εντολών του Θεού, αυτός φωτίζεται από εκεί με τις θείες φωτοχυσίες, κατά τον ερμηνευτή Κάλλιστο και έτσι, αρχίζοντας πρώτα από το φόβο του Θεού, ο οποίος είναι αρχή σοφίας κατά τον Δαβίδ και αρχή αρετής κατά τον άγιο Ισαάκ (λόγ.α΄), σπουδάζει να φυλάξει όλες τις εντολές και αγωνίζεται να αποκτήσει όλη την χρυσή σειρά των αρετών, δηλαδή, την κάθαρση του σώματος και της ψυχής, την απάθεια, την ταπείνωση, την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Και έτσι, επιμένοντας σχολαστικά σ` αυτά, ανεβαίνει στο Θεό, με τον τρόπο που ανεβαίνουν οι αγαθές ψυχές και αφού βρεθεί κοντά σ` αυτό το θείο φως, φωτίζεται και καταλάμπει απ` αυτό.  Βλέπει τον Θεό, όσο είναι δυνατόν να τον δει και τον βλέπει και ο Θεός.  Γίνεται λοιπόν μέτοχος του άκρως ποθουμένου, ικανοποιεί τον πόθο και τον θείο έρωτά του και γίνεται ένας άγγελος. Συνυπάρχει ο νους με τον Νου, ο κτιστός με τον Άκτιστο και ο πεπερασμένος με τον Άπειρο. Και κατ` αυτόν τον τρόπο διατηρεί ατελείωτο και αεικίνητο στην καρδιά του τον πόθο και τον έρωτα αυτόν προς τον Θεό. Γι` αυτό είπε ο θεολόγος Γρηγόριος: «όπου υπάρχει φόβος Θεού, εκεί υπάρχει και τήρηση των εντολών. Όπου υπάρχει τήρηση των εντολών, εκεί υπάρχει κάθαρση της σάρκας από το νέφος, το οποίο σκεπάζει την ψυχή και δεν την αφήνει να δει καθαρά την θεία ακτίνα. Όπου  υπάρχει κάθαρση, εκεί υπάρχει έλλαμψη. Είναι  η έλλαμψη ολοκλήρωση του πόθου της μετοχής στα ποθούμενα μέγιστα, δηλαδή, των τριών υποστάσεων (της Αγίας Τριάδος) ή του μεγίστου, δηλαδή, της μιας φύσεως των τριών ή υπέρ το μέγα, δηλαδή, επειδή η θεότητα είναι πάνω από κάθε μέγεθος και ποσότητα». (λόγος εις τα Φώτα).

     Παρακαλεί δε ο μελωδός τον Θεό να τον στολίσει με τις αρετές. Διότι οι αρετές είναι από τη φύση τους λαμπρές και φωτεινές και στη συνέχεια λαμπρύνουν και φωτίζουν τους ενάρετους. Αυτό δε συμβαίνει, διότι από τη μια, όπως είπαμε, οι αρετές είναι ακτίνες και αποτέλεσμα του πρώτου φωτός και του υπερουσίου Ηλίου, από την άλλη δε και διότι, αν οι αμαρτίες είναι ζοφώδεις και σκοτεινές, ως γεννήματα του σκοτεινού διαβόλου, είναι επόμενο ότι οι αρετές, ως αντίθετες των αμαρτιών, να είναι φωτεινές και λαμπρές. Αυτά τα δυο , τα μαρτυρεί ο Χρυσόστομος, λέγοντας, για μεν την αμαρτία τα παρακάτω: «Ας καθαρίσουμε την ψυχή από τα πάθη. Διότι, η αμαρτία είναι σκοτάδι και μάλιστα σκοτάδι βαθύ και αποδεικνύεται αυτό από το ό,τι, χωρίς να το καταλάβουμε και ασυνειδήτως, την διαπράττουμε. «Διότι, κάθε ένας που αμετανόητα πράττει έργα κακά και διεστραμμένα, αντιπαθεί και αποστρέφεται το φως και δεν έρχεται στο φως».(Ιωάν. 3,20) Και «Διότι όσα από τους ασεβείς και αμαρτωλούς γίνονται κρυφά και στο σκότος, είναι αισχρό και να τα αναφέρει κανένας». (Εφ. 5,12) Και όπως μέσα στο σκοτάδι δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τον φίλο ή τον εχθρό του, αλλά αγνοεί όλες τις φυσικές ιδιότητες των πραγμάτων, έτσι και στην αμαρτία». (ομιλ. ε΄εις τον Ιωάννην). Για δε την αρετή, ερμηνεύοντας το «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν» (Ματθ. 5,16), «δηλαδή, ας είναι πολλή η αρετή, πλούσια ας είναι η φωτιά και το ανέκφραστο φως. Διότι, όταν είναι τόση πολλή η αρετή, είναι αδύνατο να διαφύγει της προσοχής, ακόμη και αν αυτός που την κατέχει την αποκρύπτει με μύριους τρόπους». (ομιλ. ιε΄εις τον Ματθαίον).

     Σε μερικά δε αντίγραφα των Αναβαθμών βρίσκεται γραμμένο: «εις τα όρη των σων νόμων» και γράφεται «ελλάμπρυνον», όχι «εκλάμπρυνον». Αλλά αυτά κι έτσι να γράφονται, δεν είναι ασύμφωνα με το νόημα του μελωδού. Διότι, ο Χριστός είναι αληθινός ποιμένας και πρόβατό του είναι ο χριστιανός, αυτός που πρόθυμα μαθήτευσε κοντά του. Γι` αυτό λέγεται νομή Χριστού η γνήσια των εντολών και των αρετών τροφή της ψυχής, σύμφωνα με το «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι τῷ ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Δευτ. 8,3). «Ελλάμπρυνον» δε, θέλει να πει, λάμπρυνέ με μέσα στην ψυχή και στην καρδιά, καθώς η πρόθεση –εν-  φανερώνει το μέσα. Βέβαια, δεν γίνεται από τον Θεό η έλλαμψη εξωτερική, αλλά στο εσωτερικό της καρδιάς. Όταν δε πλημμυρίσει η καρδιά, τότε υπερχειλίζει και έξω στο πρόσωπο, όπως έγινε με τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Εξ αυτού είπε ο ερμηνευτής των Αναβαθμών Κάλλιστος: «έλλαμψη , θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ο μυστικός και με ταχύτητα αστραπής πνευματικός φωτισμός του νου, και η οποία γίνεται με τη βοήθεια της απόκτησης των αρετών». Λέει δε και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Όταν λοιπόν ολόκληρος ο άνθρωπος συγχωνευτεί κατά κάποιον τρόπο με την αγάπη του Θεού, τότε και εξωτερικά στο σώμα του, σαν σε καθρέπτη δείχνει την εσωτερική λαμπρότητα της ψυχής του. Κατ` αυτόν τον τρόπο δοξάστηκε και εκείνος ο θεόπτης Μωυσής». (λόγος λ΄). Αλλά πάλι ο ίδιος, ο Ιωάννης της Κλίμακος,  λέει τα εξής: «Η άβυσσος του πένθους αντικρίζει την (εκ μέρους του Θεού) παράκληση. Και η καθαρότητα της καρδιάς δέχεται τη θεία έλλαμψη. Έλλαμψη σημαίνει, απερίγραπτη ενέργεια, η οποία κατανοείται χωρίς να κατανοείται και βλέπεται χωρίς να βλέπεται» (λόγος ζ΄περί πένθους). Και πάλι: «Η αγάπη χορηγεί τη χάρη της προφητείας, η αγάπη παρέχει τη δύναμη της θαυματουργίας, η αγάπη είναι η άβυσσος της θείας ελλάμψεως, η αγάπη είναι η πηγή της θεϊκής φωτιάς – όσο περισσότερη φωτιά αναβλύζει, τόσο περισσότερο κατακαίει εκείνο που διψάει. Η αγάπη είναι η στάση και η εδραίωση των Αγγέλων, η προκοπή των ανθρώπων. Ανάγγειλέ μας, εσύ, η ωραία ανάμεσα στις αρετές, πού βόσκεις τα πρόβατά σου; Πού κατασκηνώνεις το μεσημέρι; Φώτισέ μας, πότισέ μας, οδήγησέ μας, χειραγώγησέ μας, επειδή επιθυμούμε να ανεβούμε κοντά σου» (λόγ. λ΄).

     Δες δε, αδελφέ, ότι αφού ο μελωδός είπε πρώτα νόμους, που σημαίνει το ίδιο  με τις εντολές, ύστερα λέει αρετές. Διότι, από τους νόμους και τις εντολές γεννιούνται οι αρετές. Γι` αυτό είπε ο άγιος Μάρκος ο ασκητής: «Άλλο είναι η εφαρμογή της εντολής και άλλο η αρετή, έστω και αν παίρνουν η μια από την άλλη την αφορμή για τις αγαθές πράξεις. Πράξη της εντολής λέγεται, το να κάνεις το διατεταγμένο, αρετή δε, το να απολαμβάνεις πραγματικά αυτό που κάνεις». (κεφ. 193,194, περί νόμου πνευματικού).

     Ποιο δε ωφέλιμο νόημα μπορείς να κερδίσεις εσύ, αγαπητέ, από τον Αναβαθμό αυτό; Άκουσε. Είπαμε πιο πάνω ότι ο νόμος και οι εντολές του Θεού είναι κατά φύση ψηλές και μετέωρες, όχι μόνο γιατί δόθηκαν από τον ύψιστο Θεό, αλλά και διότι διδάσκουν τα θεία και υψηλά πράγματα, και καθιστούν υψηλά πνευματικούς, αυτούς που τις εργάζονται(3). Λοιπόν, για να γίνει φανερό το πνευματικό τους ύψος, δόθηκαν στους ανθρώπους σε μέρη και όρη ψηλά. Έτσι, ο πρώτος και άγραφος νόμος που δόθηκε στον Αδάμ, δόθηκε μέσα στον Παράδεισο, ο οποίος ήταν ψηλότερος από όλα τα βουνά της γης, όπως λέει γι` αυτό ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Στην Ανατολή βρίσκεται, ψηλότερα από κάθε σημείο της γης (δηλ. ο Παράδεισος) (βιβλ. Β΄ κεφ. κη΄). Έτσι ο γραπτός νόμος δόθηκε στο ψηλό όρος του Σινά. Έτσι και ο νόμος της χάριτος δόθηκε από το όρος Σιών, όπως λέει ο Ησαΐας: «ἐκ Σιὼν ἐξελεύσεται νόμος» (Ησ. 2,3). Ομοίως και ο Μιχαίας: «ἐκ Σιὼν ἐξελεύσεται νόμος» (Μιχ. 4,2). Αλλά και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος διηγείται ότι ο Κύριος επάνω από το όρος εκφώνησε τους Μακαρισμούς και τις περισσότερες από τις εντολές του: «Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς» (Ματθ. 5, 1).

     Επειδή λοιπόν ο Αδάμ παρέβη τον πρώτο και άγραφο νόμο του Θεού και έπεσε από το ύψος κάτω στη γη και στα γήινα, γι` αυτό ο Θεός σπλαχνίστηκε το γένος των ανθρώπων και του έδωσε τον γραπτό νόμο, για να το βοηθήσει να ανεβεί πάλι στο ύψος εκείνο, από το οποίο έπεσε. Φανερώνοντας αυτό το νόημα ο Ησαΐας έλεγε: «νόμον γὰρ εἰς βοήθειαν ἔδωκεν» (Ησ. 8,20). Επειδή δε, ούτε με τον γραπτό νόμο μπόρεσε ο άνθρωπος να βοηθηθεί, για να αρθεί στο ύψος του θείου νόμου, ο Θεός του έδωσε και τον νόμο της χάριτος και έτσι τον ανέβασε στο ύψος από το οποίο κατρακύλισε.

     Τώρα και συ αδελφέ, αν έπεσες από το όρος, δηλαδή από το ύψος του θεϊκού νόμου και έκανες παράβαση στις εντολές του Θεού, μην απελπίζεσαι για τη σωτηρία σου και μην  αφήνεσαι ολοκληρωτικά έκθετος στα πάθη και στα γήινα. Όχι! Αλλά πες στον εαυτό σου εκείνο που είπε ο Ιερεμίας: «Μήπως εκείνος που πέφτει, δεν σηκώνεται; Μήπως εκείνος ο οποίος χάνει το δρόμο του και παραπλανάται, δεν προσπαθεί να επιστρέψει στο δρόμο του;» (Ιερ. 8,4). Και θέλει να πει πως ναι, σηκώνεται και επιστρέφει. Λοιπόν, ας αγωνιστώ κι εγώ, για να ανεβώ ξανά στο όρος του θείου νόμου από τον οποίον έπεσα. Ας μιμηθώ κι εγώ τους Ιουδαίους, οι οποίοι, μολονότι σκλαβώθηκαν στην Βαβυλώνα, όμως με τη θλίψη που ένιωσαν, σήκωσαν τα μάτια τους στον ουρανό και από εκεί τους ήρθε βοήθεια και έτσι γύρισαν πάλι στη Ιερουσαλήμ, την πατρίδα τους και αυτό ακριβώς συγκεφαλαιώνει ο δεύτερος αυτός Αναβαθμός.

     Γι` αυτό είπε ο Χρυσορρήμονας: «Αν οι πνευματικά παχείς και προσκολλημένοι στη γη Ιουδαίοι έγιναν τόσο σπουδαίοι και έβλεπαν προς τον ουρανό, εξαιτίας της αιχμαλωσίας και της ταλαιπωρίας τους, δεν θα μας διορθώσει πολύ περισσότερο εμάς η θλίψη; Ερμηνεύει δε και ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος: «Αυτήν την φωνή την στέλνει ψηλά, δηλαδή το, «Ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς τὰ ὄρη», αυτός που μόλις τώρα ανεβαίνει από την αιχμαλωσία των Βαβυλωνίων παθών και δαιμόνων προς την νοητή πόλη της απαθείας, την Ιερουσαλήμ, δηλαδή, ο κάθε πιστός από εμάς. Όρη δε είναι οι ψηλές εντολές του Θεού. Αυτός ο πιστός, λοιπόν, σηκώνει τα μάτια του και τα χέρια του στα ψηλά όρη των εντολών του Θεού και στην εργασία τους. Από εκεί δε έρχεται προς αυτόν κάθε βοήθεια κατά των δαιμόνων και των παθών, ως στήριγμα στην αδυναμία του». Έτσι, λοιπόν, αγαπητέ, ανεβαίνοντας στα όρη των θείων νόμων και φωτιζόμενος με τις αρετές, θα συνεχίσεις να υμνείς πάντοτε τον Θεό, ο οποίος σε ύψωσε και σε φώτισε, ψέλνοντας και ευχαριστώντας τον Κύριο μαζί με τον Δαβίδ: «ᾄσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω» (Ψαλμ. 103,33).    



(1) Έχε υπόψη ότι, κατά τον μέγιστο ονομαζόμενο Μάξιμο: «είναι ανάγκη, τις μεν εντολές του νόμου να τις φυλάσσουμε και σωματικώς και πνευματικώς, τις  δε πνευματικώς μόνο.  Όπως, το ου μοιχεύσεις, ου φονεύσεις, ου κλέψεις και τα παρόμοια και πνευματικώς και σωματικώς πρέπει να τις φυλάσσουμε. Και πνευματικώς μεν, με τρεις τρόπους (ίσως κατά προσβολή, πάλη και συγκατάθεση ή κατά το λογιστικό, το θυμικό και επιθυμητικό). Το δε της περιτομής και το να φυλάσσεις το Σάββατο και να σφάξεις το αρνί και να φας άζυμα με πικρά χόρτα και τα παρόμοια, μόνο πνευματικά.

(2) Έτσι γράφεται στους χειρόγραφους Αναβαθμούς, στα δε ήδη τυπωμένα, γράφεται «ύψωσάς με», σωστότερο όμως είναι το πρώτο.

(3) Και πώς δεν είναι πνευματικά ψηλά αυτοί που εργάζονται τις εντολές του Θεού; Διότι, όποιος δεχτεί την εντολή και την εφαρμόσει, πήρε μέσα του την Αγία Τριάδα. Θέλεις να το βεβαιωθείς; Άκουσε τον θεηγόρο Μάξιμο, που το λέει αυτό: «Ο Θεός και Λόγος του Θεού και Πατέρα βρίσκεται μυστικά μέσα σε κάθε μια από τις εντολές του. Ο Θεός και Πατέρας είναι όλος αχώριστος σε όλο το Λόγο του εκ φύσεως. Εκείνος λοιπόν που δέχεται μια θεία εντολή και την πράττει, δέχεται το Λόγο του Θεού, που υπάρχει μέσα σ` αυτήν. Εκείνος που δέχτηκε το Λόγο διά μέσου των εντολών, διά μέσου Αυτού δέχτηκε και [τον Πατέρα που υπάρχει εκ φύσεως μέσα σ` Αυτόν, όπως επίσης και ] το Πνεύμα, που εκ φύσεως υπάρχει μέσα σ` Αυτόν. Γιατί λέει: «Σας λέω αλήθεια, όποιος δέχεται αυτόν που θα στείλω, δέχεται εμένα και όποιος δέχεται εμένα, δέχεται αυτόν που μ` έχει στείλει» (Ιω. 13,20) Εκείνος λοιπόν που έλαβε εντολή και την τήρησε, έλαβε και έχει μυστικά την Αγία Τριάδα». (κεφ. οα΄της β΄εκατοντάδ. Των θεολογικών).



Απόδοση στην Νεοελληνική

Σάββας Ηλιάδης

Δάσκαλος

Κιλκίς, 15-12-2017



Ο όσιος Βησσαρίων ο εν Αιγύπτω


Από Χ.Φ.Δ. - 20 Φεβρουαρίου 2019
  https://xfd.gr/keimena/
  Ο όσιος Βησσαρίων έζησε και έδρασε στην Αίγυπτο στα τέλη του 4ου αιώνος. Αξιώθηκε από νέος να γνωρίσει τον οσιότατο ασκητή της ερήμου Μέγα Αντώνιο, ο οποίος και του ενέπνευσε και του καλλιέργησε τον πόθο για ολοκληρωτική αφιέρωση στο Θεό. 
 Ο Βησσαρίων αγάπησε τον αυστηρό ασκητικό βίο. Ζούσε στην έρημο τελείως απερίσπαστος από βιοτικές φροντίδες. Τόπο σταθερό δεν είχε. Περιουσία προσωπική δεν απέκτησε, ούτε την ελάχιστη. Αλλά και τα αναγκαία που είχε όλα τα έδινε αδιακρίτως προς όλους, χωρίς να υπολογίζει τις προσωπικές του ανάγκες. 
Η μόνη περιουσία του ήταν το ιερό Ευαγγέλιο που μελετούσε καθημερινά. Και η μοναδική του απόλαυση η ιερά προσευχή. 
Κάποτε παρέμεινε για 40 ολόκληρα ημερονύκτια όρθιος έξω στην ύπαιθρο, με τα χέρια υψωμένα σε αδιάλειπτη επικοινωνία με τον Θεό. 
Ούτε το κρύο ούτε η ζέστη ενοχλούσαν τον εξαϋλωμένο άγιο ασκητή της ερήμου. 
 Η ελπίδα του ήταν ο ουρανός! 
Και η σκέψη του ήταν διαρκώς βυθισμένη στα κάλλη του Παραδείσου. 
 Όταν έφθανε σε κάποιο Μοναστήρι, δεν δεχόταν καμία φιλοξενία. 
Στάθμευε έξω από την πύλη του Κοινοβίου και έκλαιε για τις αμαρτίες τις δικές του και όλου του κόσμου. 
Και έλεγε στους Μοναχούς: «Δεν είμαι άξιος να φιλοξενηθώ και να κοιμηθώ κάτω από στέγη, πριν βρω τα υπάρχοντα του δικού μου σπιτιού». Και εννοούσε ο Όσιος τα άφθαρτα αγαθά της αχειροποιήτου οικίας του Παραδείσου. 
 Σαράντα ολόκληρα χρόνια ο Όσιος οδοιπορούσε από τόπο σε τόπο, χωρίς να θέλει να αφήνει τα ίχνη της δικής του παρουσίας. 
Μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα έξω από ένα χωριό είδε ένα νεκρό. 
Έσκυψε φιλόστοργα και τον σκέπασε με τον μανδύα του. 
Και λίγο αργότερα συνάντησε ένα ρακένδυτο πάμφτωχο άνθρωπο που κινδύνευε να πεθάνει από το κρύο και αμέσως έβγαλε και του πρόσφερε τον χιτώνα του. 
Συνεχίζοντας την περιπλάνησή του ο Όσιος, συναντήθηκε τυχαία με έναν αξιωματικό, ο οποίος και τον ρώτησε έκπληκτος. 
 –Τι σου συνέβη, αββά; Που είναι τα ρούχα σου; Ποιός σου τα πήρε; 
Και ο Όσιος δείχνοντάς του το ιερό Ευαγγέλιο του είπε μονολεκτικά: «Αυτός»!
 Κάποτε άλλοτε ο όσιος Βησσαρίων αντίκρισε και πάλι έναν αξιοθρήνητο φτωχό. 
Όμως αυτή τη φορά δεν είχε απολύτως τίποτε να του δώσει εκτός από τον θησαυρό που πάντοτε έφερε, το Ευαγγέλιο. 
Έτρεξε λοιπόν στην αγορά και το πούλησε και έδωσε τα χρήματα στον πάμφτωχο άγνωστο.
 Και όταν ο μαθητής του τον ρώτησε: «Αββά, που είναι η Αγία Βίβλος σου;», εκείνος του είπε: «Παιδί μου, την επούλησα, γιατί ο Κύριος στο Ευαγγέλιο απαιτεί από όλους μας πρώτα την αγάπη. 
Και υπάκουσα στη θεία εντολή Του που μας λέγει: «Πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς». 
 Ο Κύριος Ιησούς Χριστός βλέποντας τα φιλόστοργα σπλάχνα του οσίου Βησσαρίωνος τον ευλόγησε με πλούσια χάρη. 
 Η προσευχή του θαυματουργούσε. 
Με τη δύναμη του σημείου του Τιμίου Σταυρού μετέβαλε κάποτε θαλασσινό νερό σε πόσιμο για να πιεί ο μαθητής του που διψούσε. 
Άλλοτε άνοιξε τους ουρανούς, όπως ο Ηλίας, και ήρθε η βροχή σε διψασμένη γη, και άλλοτε, όπως ο Ιησούς του Ναυή, σταμάτησε τον ήλιο στη δύση του για να προλάβει μέσα στο φως μια σημαντική συνάντηση. 
Και ασθενείς θεράπευσε και δαιμόνια εξέβαλε και πάνω στα νερά ενός ποταμού περπάτησε.
 Και όλα αυτά τα θαυμαστά συνέβησαν για να αποδεικνύεται πόσο αγαπά ο Θεός όσους παραδίδονται σ’ Αυτόν χωρίς όρους και χωρίς όρια. 
 Μετά από πολλές άγιες περιπλανήσεις και με πλούσιους καρπούς αγάπης στα χέρια του, έφθασε κάποτε ο Όσιος στα βαθιά του γεράματα. Σαν ώριμος στάχυς έγειρε ειρηνικός να αναπαυθεί στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα, στον τόπο του Παραδείσου που τόσο λαχταρούσε. Λίγο πριν παραδώσει την πνοή του στον Πλάστη του, είπε στους συναθλητές του που του συμπαραστέκονταν: «Κάθε Μοναχός έχει υποχρέωση να ζει και να πολιτεύεται όπως τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ. Να είναι όλος οφθαλμός». 
Και όσοι αναστρέφονται μέσα σε Κοινόβια «να σιωπούν και να μην υπολογίζουν τον εαυτό τους».
 Είθε με τις ευχές του Οσίου Βησσαρίωνος να ασκούμε την τελεία και αληθινή αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους. 
Γιατί αυτή η αρετή μας εξομοιώνει με τον Θεό και μας σώζει. 
 Από το περιοδικό «Ο Σωτήρ» τεύχ. 2105 – 15ης Φεβρουαρίου 2015

21 Φεβρουαρίου, 2019

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΑΠΟΤΥΧΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ..


          Ολοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ νεανικά τους χρόνια κάνουν σχέδια γιὰ τὸ μέλλον τους. Θέλουν νὰ ἔχουν παντοῦ ἐπιτυχίες: στὶς σπουδές, στὸ ἐπάγγελμα, τὴν οἰκογένεια, στὰ οἰκονομικά, ἐργασιακὰ καὶ ἄλλα τους θέματα. 
Ἀκόμη καὶ στὰ παιδικὰ παιχνίδια δὲν ἔχουν μάθει νὰ χάνουν. Ὅμως τὶς περισσότερες φορὲς ἀλλιῶς ἔρχονται τὰ πράγματα.
 Ὅλοι μας στὸ δρόμο τῆς ζωῆς μας ἀντικρίσαμε συχνὰ ἀποτυχίες, καὶ κάποτε μεγάλες. Καὶ αἰσθανόμαστε ἀποτυχημένοι· ἀποτυχημένοι στὶς σχέσεις μας, στὰ ὄνειρά μας. Κι ὅταν πάνω σ’ ὅλα αὐτὰ ἔρχονται νὰ προστεθοῦν κι ἄλλες ἀποτυχίες, ἀρρώστιες, διαζύγια, θάνατοι, τότε ἡ κατάσταση γίνεται ἀφόρητη. 
 Κι ὅταν μάλιστα αἰσθανόμαστε ὅτι δὲν φταῖμε
 ἐμεῖς γιὰ τὶς ἀποτυχίες ποὺ συναντοῦμε, τότε οἱ ἀποτυχίες φαίνονται ἀκόμη πιὸ δυσβάστακτες. Κι ἕνα «γιατί» βγαίνει ἐκρηκτικὰ μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας. Γιατί, Θεέ μου, χωρὶς νὰ φταίω, ἐπέτρεψες σὲ μένα τέτοιες ἀποτυχίες;
        Τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι τίποτε δὲν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς τυχαῖα στὴ ζωή μας. Οἱ ἀποτυχίες ἔχουν κάποιο ἀπώτερο πνευματικὸ σκοπό. 
 Ὁ Θεὸς μᾶς ἀφήνει μέσα στὶς ἀποτυχίες μας, 
διότι θέλει κάτι ἀπὸ μᾶς. Θέλει νὰ βγάλει μέσα ἀπὸ τὴ θλίψη εὐλογία, μέσα ἀπὸ τὸν πόνο χαρά. Στὴν περίοδο αὐτὴ μᾶς βοηθᾶ νὰ καταλάβουμε τὴ μηδαμινότητά μας, καὶ τὴ δική του παντοδυναμία. 
Μᾶς πλουτίζει μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἀγάπης, τῆς συγχωρητικότητος, τῆς εὐσπλαχνίας. 
Γιὰ νὰ ἔλθει ἡ ἄνοιξη στὴ ζωή μας, πρέπει νὰ προηγηθεῖ ὁ βαρὺς χειμώνας· νὰ γεμίσουν οἱ δε- ξαμενὲς τῶν βουνῶν μὲ τὰ νερὰ τοῦ οὐρανοῦ, νὰ ἁπλώσουν ρίζες οἱ σπόροι, νὰ κυοφορήσει ἡ φύση τὸ ἄνθισμα τῆς νέας ζωῆς.
 Νὰ θυμηθοῦμε πόσο ἀποτυχημένος φαινόταν ὁ πάγκαλος Ἰωσὴφ μέσα στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς τῆς Αἰγύπτου! Ἀνθρωπίνως ὅλα εἶχαν τελειώσει γι’ αὐτόν. Πόσο ραγδαῖα ὅμως ἄλλαξαν τὰ 
πάντα! Κι ἀπὸ μελλοθάνατος ἔγινε ἀντιβασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου! Δοξάστηκε ὅσο ἐλάχιστοι ἄνθρωποι (βλ. Γεν. λθ΄). 
 Μποροῦμε ἐπίσης νὰ αἰσθανθοῦμε πόσο ἀποτυχημένες φαίνονταν οἱ δυὸ ἐκεῖνες γυναῖκες ποὺ ἐπὶ χρόνια δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκτήσουν παιδί; Κι αὐτὲς οἱ ἀποτυχημένες ἔγιναν οἱ πιὸ εὐλογημένες μάνες τοῦ κόσμου. Ἡ Ἐλισάβετ δηλαδὴ καὶ ἡ Ἄννα, ποὺ ἀξιώθηκαν ὄχι ἁπλῶς νὰ γεννήσουν ἕνα παιδί, ἀλλὰ ἡ μία γέννησε τὸν μεγαλύτερο ἄνδρα τοῦ κόσμου μέχρι τότε, τὸν Τίμιο Πρόδρομο, καὶ ἡ ἄλλη, ἡ Ἄννα, γέννησε τὴν ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν, τὴν Ὑπεραγία 
Θεοτόκο. Μέσα ὅμως στὰ ἀτελείωτα χρόνια τῆς προσμονῆς τους προετοίμαζαν τὶς ψυχές τους γιὰ νὰ διακονήσουν στὰ δύο ὕψιστα αὐτὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὴν περίοδο λοιπὸν τῶν ἀποτυχιῶν μας μαθαίνουμε νὰ ἀντέχουμε, νὰ περιμένουμε καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε. 
        Καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν εἶναι ὅλα εὔκολα. Ὡριμάζουμε, γινόμαστε πιὸ δυνατοί. Ἐκτιμοῦμε καλύτερα τὰ πράγματα. Κατανοοῦμε ὅτι οἱ ἀποτυχίες εἶναι ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν τελείωσή μας. 
Λέει πολὺ χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστο- μος: «Τὸ συμφερόντως ἀποτυχεῖν, ἐπιτυχεῖν ἐστι». Τὸ νὰ ἔχουμε δηλαδὴ ἀποτυχίες γιὰ τὸ πνευματικό μας συμφέρον, ἀποτελεῖ ἐπιτυχία. Γι’ αὐτὸ «νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ ὄχι μόνο γιὰ τὶς ἐπιτυχίες μας ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ἀποτυχίες μας. Διότι τὸ νὰ ἔχουμε ἀποτυχίες, ὅταν ὁ Θεὸς τὸ ἐπιτρέπει, δὲν εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ ἔχουμε ἐπιτυχίες. Διότι ἐμεῖς δὲν μπο- ροῦμε νὰ ξέρουμε ποιὸ εἶναι τὸ συμφέρον μας, ὅπως τὸ ξέρει ὁ Θεός». Αὐτὸ βέβαια εἶναι κάτι πολὺ δύσκολο. Εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἁγιότητος. Ἂν τὸν ποθοῦμε αὐτὸν τὸν δρόμο καὶ μεῖς, θὰ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ δεχόμαστε ἀγόγγυστα καὶ δοξολογητικὰ τὶς ἀποτυχίες τῆς ζωῆς μας. Ζηλεύουμε κάποιες φορὲς τὰ 
πανύψηλα δέντρα τῶν βουνῶν, ἀλλὰ δὲν σκεφτόμαστε ὅτι γιὰ νὰ φθάσουν αὐτὰ σὲ μιὰ τέτοια ὡραιότητα τὰ ἔδερνε ὁ ἄνεμος ἀνελέητα ἐπὶ χρόνια. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἄλλωστε, μέσα στὸ σκοτάδι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς φαινόταν ὡς ὁ πιὸ ἀποτυχημένος διδάσκαλος τοῦ κόσμου. Τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει οἱ πάντες, εἶχε μείνει σχεδὸν μόνος του. Καὶ πάνω στὸ Σταυρὸ νεκρὸς φάνταζε στοὺς ἐχθρούς του ὡς ὁ πιὸ ἀποτυχημένος ὅλων. Ὅμως ἀκολούθησε τὸ Σάββατο, τὸ Μέγα Σάββατο, καὶ ἦλθε ἐπιτέλους ἡ μία τῶν Σαββάτων, γλυκοχάραξε ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ θρίαμβος ἐκεῖνος εἶναι ὁ μεγαλύτερος θρίαμβος ὅλων τῶν αἰώνων. Μὴ φοβόμαστε λοιπὸν τίποτε! Στὰ χέρια τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ εἶναι οἱ ζωές μας. Οἱ ἐπιτυχίες μας καὶ οἱ ἀποτυχίες μας. Δὲν ξέρουμε βέβαια πότε ὁ Κύριος θὰ ἔλθει νὰ δώσει λύση στὶς ἀποτυχίες μας. Εἴτε ὅμως ἀπαντήσει ἀργὰ εἴτε γρήγορα, αὐτὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ βιώνουμε καθημερινά, εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς βρίσκεται διαρκῶς μαζί μας. Σηκώνει μαζί μας τὶς δικές μας ἀποτυχίες καὶ ἐργάζεται τὸν ἁγιασμό, τὴ σωτηρία καὶ τὴ δόξα μας.Ο ΣΩΤΗΡ 2038

20 Φεβρουαρίου, 2019

«Παντα μοι ἔξεστιν, ἀλλα οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθησομαι ὑπο τινος»


 «Κάνε ὅ,τι θέλεις· ὅ,τι ἀγαπᾶ ἡ καρδιά σου!» «Ξέχνα τὰ ‘‘μὴ’’ καὶ τὰ ‘‘ὄχι’’ καὶ ζῆσε ἐλεύθερος!» Δελεαστικὰ ἀκούγονται αὐτὰ τὰ συνθήματα τοῦ κόσμου, ποὺ καλοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἀπὸ ἠθικὲς δεσμεύσεις καὶ 
περιορισμούς. Εἶναι ὅμως πραγματικὰ 
ἐλεύθερος ὅποιος κάνει ὅ,τι θέλει; 
 Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπαντᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος», λέει. Δηλαδή, ὅλα ἔχω ἐξουσία νὰ τὰ κάνω, δὲν συμφέρουν ὅμως ὅλα‧ ὅλα εἶναι στὴν ἐξουσία μου, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιαστῶ καὶ δὲν θὰ γίνω δοῦλος σὲ τίποτε. Ὁ θεόπνευστος αὐτὸς λόγος τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ δοῦμε, πρῶτον, γιατί ἡ ἐλευθερία ὅπως τὴν ἐννοεῖ ὁ κόσμος, στὴν οὐσία εἶναι ὑποδούλωση, καὶ δεύτερον, πῶς μποροῦμε νὰ ζοῦμε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι. 

 1. Δοῦλος τῶν παθῶν 

 Ὅσο κι ἂν φαίνεται παράξενο, ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τοὺς ἠθικοὺς φραγμοὺς καταλήγει τελικὰ στὴν ὑποδούλωση! 
Ἂς θυμηθοῦμε τὸν ἄσωτο υἱὸ τῆς  εὐαγγελικῆς περικοπῆς. 
Ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικὸ σπίτι γιὰ νὰ ζήσει ἐλεύθερος, καὶ κατέληξε νὰ γίνει δοῦλος. Ἔφτασε μάλιστα σὲ τέτοια φτώχεια καὶ ἐξαθλίωση, ὥστε κινδύνευε νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα! Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικὸ κατάντημα κάθε ἀνθρώπου ποὺ νομίζει ὅτι ἐλευθερία σημαίνει ζωὴ ἀχαλίνωτη. Θέλει, γιὰ παράδειγμα, ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι
 ἐλεύθερος γιὰ νὰ διασκεδάζει, νὰ ξενυχτᾶ, νὰ πίνει, νὰ καπνίζει καὶ γενικὰ νὰ παραδίδεται στὶς κατώτερες ἐπιθυμίες του χωρὶς ἠθικὲς ἀναστολές. Καθὼς ὅμως ἀπολαμβάνει τὴ δῆθεν ἀνεξαρτησία του, ἁλυσοδένεται μὲ νέες ἐξαρτήσεις, μὲ ἁμαρτωλὲς συνήθειες καὶ ἄνομα πάθη. 
Ὑποδουλώνεται στὶς ἐπιταγὲς τῆς μόδας, τοῦ κόσμου, τῶν παθῶν. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος γράφει ὅτι πολλοὶ μιλοῦν γιὰ ἐλευθερία ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἔχουν γίνει σκλάβοι τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας. Διότι στὸ πάθος ποὺ ἔχουν νικηθεῖ, σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχουν ὑποδουλωθεῖ: 
«Ἐλευθερίαν αὐτοῖς ἐπαγγελλόμενοι, αὐτοὶ δοῦλοι ὑπάρχοντες τῆς φθορᾶς· ᾧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καὶ δεδούλωται» (Β΄ Πέτρ. β΄ 19). Καὶ κάτι ἀκόμη: Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἀπολαύσει τὴν ἐλευθερία του, ὅταν καταπατεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, διότι ἔχει τὴ συνείδηση ποὺ διαρκῶς τὸν ἐλέγχει. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ συνείδηση ἀποτελεῖ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Ὅ,τι καὶ νὰ κάνει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸν κυνηγοῦν οἱ τύψεις καὶ δὲν θὰ βρίσκει ποτὲ γαλήνη καὶ ἠρεμία στὴν ψυχή του. 

 2. Η  ἀληθινὴ ἐλευθερία 

 Πῶς λοιπὸν μποροῦμε νὰ ζοῦμε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι; Μόνο μὲ τὸ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ γίνουμε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ. 
Ὅσο παράδοξο κι ἂν ἀκούγεται αὐτό, εἶναι ὅμως ἀληθινό. Ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ζήσει πραγματικὰ ἐλεύθερος, ὀφείλει νὰ γίνει δοῦλος. Δοῦλος τοῦ Θεοῦ, πιστὸς καὶ ὑπάκουος, ποὺ θὰ ἀγωνίζεται νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολές του. Μᾶς τὸ εἶπε ὁ ἴδιος 
ὁ Κύριος: «Ἐάν... ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε» (Ἰω. η΄ 36). Πραγματικὰ ἐλεύθεροι θὰ γίνετε, ἂν σᾶς δώσει τὴν ἐλευθερία ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Πράγματι! Μόνον ὅσοι ἀκολουθοῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ μποροῦν νὰ ζήσουν ἐλεύθεροι κι ἀδέσμευτοι ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν παθῶν, τὴν 
ἐπιρροὴ τοῦ κόσμου καὶ τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ μᾶς διδάσκει ἡ Παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Πότε ὁ ἄσωτος ἔζησε τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία; Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι μὲ τὴ διάθεση νὰ μείνει ὡς ὑπάκουος καὶ πειθαρχικὸς δοῦλος τοῦ πατέρα του
Καὶ μάλιστα τότε ὁ πατέρας του μὲ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀγάπη του δὲν τὸν δέχθηκε ὡς δοῦλο ἀλλὰ ὡς τὸ ἀγαπημένο του παιδί. Νά λοιπὸν ποὺ ὁ ἄσωτος ἔγινε πραγματικὰ 
ἐλεύθερος! Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ζωὴ ὑπακοῆς καὶ ἐλευθερίας μέσα στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικὰ, διότι «οὗ (=ὅπου) τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄ Κορ. γ΄ 17). 
❁ ❁ ❁
 Ὅταν ὁ πανάγαθος Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, τοῦ χάρισε ἕνα ἀτίμητο δῶρο: τὴν ἐλευθερία του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔκανε κακὴ χρήση αὐτῆς τῆς δωρεᾶς κι ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν
 Δημιουργό του, τώρα δρέπει τοὺς καρποὺς τῆς ἀποστασίας του. Ὁ δρόμος λοιπὸν γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία εἶναι ἕνας: ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα!
Ο ΣΩΤΗΡ2038

Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΔΙΣΜΟΥ

                     

   Καταρχάς, δεν υπάρχει ΕΝΑΣ Βουδισμός, αλλά πολλοί και διαφορετικοί.
Ως αρχαιότερος θεωρείται ο Βουδισμός του λεγόμενου "ΚΑΝΟΝΑ Pali"
- η Pali είναι διάλεκτος "δημοτική" 
τής Σανσκριτικής- ο οποίος ανάγεται στον 1ο αι πΧ, ενώ ο ΣΑΚΙΑΜΟΥΝΙ-ΒΟΥΔΑΣ φέρεται να έζησε περί τον 5ο αι πΧ, σύμφωνα με τις έρευνες των τελευταίων ετών.

Σύμφωνα με τις διδασκαλίες του "Κανόνα Pali" , θεμέλιο του Βουδισμού είναι η πίστη στην ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ (samsara).
Παρακάτω αναπτύσσω εντελώς επιγραμματικά  τις διδαχές του Βουδισμού  (κατά τον Κανόνα Pali)
όπως συνεπάγονται από την θεμελιακή θέση περί Μετενσάρκωσης.

Κάθε Ενσάρκωση ομως γεννά ΠΟΝΟ ,

- Η ΥΠΑΡΞΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΝΟΣ-γι αυτό πρέπει να βρεθεί Τρόπος  για να απαλλαχθεί η Ψυχή  από τον Κύκλο των Ενσαρκώσεων.

Αυτό επιτυγχάνεται ως ακολούθως :

Βάση των Ενσαρκώσεων ειναι το ΚΑΡΜΑ  δηλ οι ΠΡΑΞΕΙΣ,  οι οποίες εκκινούνται από την ΕΠΙΘΥΜΙΑ  ή το αντίθετο της ,το ΜΙΣΟΣ. 

Για να απαλλαχθεί ο ανθρωπος απο τις Επιθυμιες πρέπει να   ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙ (=διαλογισμός)
το ΕΦΗΜΕΡΟ (anatman) των Οντων, 
την ΣΥΝΕΧΗ μεταβολή/ροή τους, 
το ΑΕΝΑΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ , που τα κάνει "σαν να μην εχουν ουσιαστική Υπαρξη" ,να αποτελούν ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ.
( ο όρος anatman σημαίνει 
"ΜΗ- ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ").
Θυμίζει εδώ ολη αυτή η βουδιστική
αντίληψη περί Κόσμου ,την θέση του 
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ : "ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ ΚΑΙ ΟΥΔΕΝ ΜΕΝΕΙ".

Ενα άλλο χαρακτηριστικό της αληθούς φύσης των Πραγμάτων ειναι οτι όλα αποτελούν συνέπειες συγκεκριμένων Αιτίων/ Συνθηκών, καθώς επίσης
και η ΣΥΝΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ τους ,
που τους ακυρώνει οποιαδήποτε εννοια ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ.
Οταν λοιπόν συνειδητοποιήσει τα παραπάνω για την "μή- ουσιαστικότητα" των οντων, η ανθρώπινη ψυχη,
παύει να ΕΠΙΘΥΜΕΙ ή να ΜΙΣΕΙ πλέον τον ουσιαστικά "ανύπαρκτο" 
και ΣΥΝΕΧΩΣ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟ
κόσμο, και ετσι κατακτά την ΝΙΡΒΑΝΑ ,
μέσω της οποίας παυει πιά να   προσκολλάται στα πράγματα ,
και ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΤΑΙ από τον κύκλο των Ενσαρκώσεων, εχοντας ακυρώσει τον αιτιακό κύκλο του Κάρμα.

Αυτή ειναι -συνοπτικότατα- η ουσία
του Βουδισμού σύμφωνα με τον Κανόνα Pali,  αλλά δεν μπορεί να υποστηριχθεί με ασφάλεια , οτι αυτές οι διδαχές μπορούν να αναχθούν και στον ΙΔΙΟ τον Βούδα,  ΛΟΓΩ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΠΗΓΩΝ 
για τις διδαχές του ιδιου του Βουδα.

Πάντως οι θέσεις αυτές αποτελούν το κοινό θεμέλιο όλον των Σχολών και των ειδών  του Βουδισμού.

Τέλος να αναφέρω ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ των σύγχρονων Βουδολόγων ,
για το αν ο Βουδισμός του Κανόνα Pali 
-αλλά και ο Βουδισμος εν γένει- 
αποτελεί ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ  ή ΘΡΗΣΚΕΙΑ.

Κατά τη γνώμη μου ,μάλλον αποτελεί θρησκεία , επειδή παρουσιάζει ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΑ χαρακτηριστικά
και δεν περιορίζεται απλώς στη ΓΝΩΣΗ (φιλοσοφία) της Αλήθειας των Πραγμάτων. 

"Σωτηρία εκ του Πόνου των Ενσαρκώσεων", αυτό ειναι το θρησκευτικό θεμέλιο του Βουδισμού ,
που του προσδίδει ταυτόχρονα 
το Α-ΚΟΣΜΙΚΟ και ΑΝΤΙ-ΥΛΙΚΟ του χαρακτηριστικό , ανάλογο βεβαίως με παρόμοια φιλοσοφικοθρησκευτικά κινήματα  της ελληνορωμαϊκής υστερης αρχαιότητας.

Υ.Γ.

 Από όσα σχετικά βιβλία έχω διαβάσει 

περί Βουδισμού  θεωρώ ως το πιό ΕΓΚΥΡΟ ,το ομώνυμο σύγγραμμα του Πανεπιστημιακού Σ. ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ 
(βλ. φωτο)