31 Αυγούστου, 2019

Ἡ μαρτυρικὴ ὀσιακὴ κοίμηση καὶ ὁ ἐνταφιασμὸς τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου στίς 12 Ἰουλίου 1994

Φωτογραφία: Τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Παϊσίου
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης», ἔκδοση Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης 2015
«Χθὲς συνεθαπτόμην σοι Χριστέ…»
Στὶς 11 Ἰουλίου, μνήμη τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ὁ Ὅσιος κοινώνησε γιὰ τελευταία φορά. Μὲ πολὺ κόπο γονάτισε ἐπάνω στὸ κρεββάτι, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ μὲ τρεμάμενα χείλη εἶπε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλεία σου». Ἔπειτα οἱ ἀδελφές τοῦ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας καὶ τὸν δίσκο μὲ τὸ κόλλυβό της. «Ἄκροις δακτύλοις» πῆρε δύο κόκκους ὡς εὐλογία καὶ ἀσπάσθηκε τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας. Βλέποντας ὅτι δὲν ἦταν στολισμένη, παρατήρησε: «Οὔτε ἕνα λουλούδι δὲν τῆς βάλατε;». Κατὰ τὸ μεσημέρι ἦρθε στὸ Ἡσυχαστήριο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σιναίου Δαμιανός, καὶ ὁ Γέροντας ζήτησε νὰ τοῦ διαβάση τὴν εὐχὴ «εἰς ψυχορραγοῦντα». Ἀκόμη, τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν μνημονεύη. «Νὰ μὲ μνημονεύης, τοῦ εἶπε, γιατί πολλοὶ ἄλλοι θὰ...μὲ ἐγκαταλείψουν, θὰ νομίζουν ὅτι δῆθεν δὲν ἔχω ἀνάγκη».

Ἡ τελευταία ἐκείνη νύχτα ἦταν μαρτυρική. Ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ἰσχυρὰ παυσίπονα δὲν τὸν ἒπιαναν. «Πονάω, πονάω πολύ», ἔλεγε σιγανὰ καὶ κοίταζε συνέχεια τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Τὸ δεξί του χέρι σχημάτιζε κάπου-κάπου τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἐνῶ τὸ ἀριστερὸ ἐκινεῖτο σὰν νὰ τραβοῦσε κομποσχοίνι. Πότε-πότε ἄνοιγε τὰ χέρια του σὲ προσευχή. Κάποια στιγμὴ εἶπε: «Μαρτύριο». Ἡ Γερόνιτσσα, ποὺ βρισκόταν δίπλα του, δὲν ἄκουσε καὶ τὸν ρώτησε τί εἶπε. Τὸ ἐπανέλαβε τρεῖς φορές: «Μαρτύριο, μαρτύριο, μαρτύριο». Κάθιδρος, ἀσθμαίνων καὶ δακρυρροῶν ἔτρεχε τὸ τελευταῖο στάδιο, γιὰ νὰ φθάση στὸ τέρμα καὶ νὰ λάβη «τὸν τῆς νίκης στέφανον». Ὁ «ἀγγελικῶς ἐπὶ τῆς γῆς πολιτευσάμενος» ἔσπευδε διὰ μαρτυρίου νὰ πετάξη πρὸς τὰ οὐράνια σκηνώματα.

Στὶς ἐννιάμισι ἡ ὥρα τὸ πρωὶ ὅλες οἱ Ἀδελφὲς πέρασαν νὰ πάρουν γιὰ τελευταία φορὰ τὴν εὐχή του. Ἦταν προσηλωμένος στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ δὲν μιλοῦσε. Ὁ πόνος ἦταν ζωγραφισμένος στὸ πρόσωπό του, ἀνέπνεε μὲ πολλὴ δυσκολία, ἐνῶ ἡ πίεσή του σιγὰ-σιγὰ ἔπεφτε. Ὅλα ἔδειχναν ὅτι ἔφθανε τὸ τέλος· ὁ ἀναστημένος πνευματικὰ Πατὴρ Παΐσιος βρισκόταν στὸ κατώφλι πρὸς τὴν μακαριότητα. Σὲ μία στιγμή, ὁ Ὅσιος πῆρε τρεῖς σύντομες εἰσπνοὲς καὶ ἔσβησε, ὅπως σβήνει τὸ καντηλάκι, ὅταν τελειώνει τὸ λάδι του. Ἔγειρε ἥσυχα τὸ κεφάλι του στὸ πλάι, ἐνῶ ἡ ἁγιασμένη του ψυχὴ εἶχε πετάξει στὴν ἀληθινὴ πατρίδα του, τὸν Οὐρανό. Ἦταν ἕνδεκα ἡ ὥρα τὸ πρωὶ τῆς 12ης Ἰουλίου 1994.

Οἱ ἀδελφές του φόρεσαν τὸ Σχῆμα, τὸ ράσο καὶ τὸ κουκούλι· κατὰ τὰ ἄλλα ἦταν τακτοποιημένος ἀπὸ μόνος του. Τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα ἁπλὸ νεκροκρέββατο καὶ τὸν μετέφεραν στὸ Παρεκκλήσιο τῶν Ἀρχαγγέλων. Γύρω του ἐναπέθεσαν λίγα μόνο λουλούδια· βασιλικοὺς καὶ τριαντάφυλλα. Τὰ χέρια του, σὰν νὰ ἦταν ζωντανά, κρατοῦσαν μὲ εὐλάβεια τὸν Σταυρό. Ἡ μορφὴ του ἦταν εἰρηνική, φωτεινή, ὀσιακή· εἶχε ἱλαρότητα, σκορποῦσε Χάρη.

Τὸ ἀπόγευμα τὸ Ἡσυχαστήριο ἄνοιξε γιὰ τοὺς προσκυνητές, ἀλλὰ οἱ Ἀδελφὲς δὲν ἀνακοίνωσαν τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα σὲ κανέναν· αὐτὴν τὴν ἐντολὴ εἶχε δώσει ὁ ἴδιος. Ἡ Γερόντισσα κάλεσε τὸν ἐφημέριο τοῦ Ἡσυχαστηρίου, τὸν π.Νικόλαο, καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἐπιθυμία τοῦ Πατρὸς Παϊσίου ἦταν νὰ τελέση μόνον ἐκεῖνος τὴν Ἐξόδιο Ἀκολουθία. Τὸ δέχθηκε μὲ φόβο καὶ χαρά· φόβο, διότι αἰσθανόταν ἀνάξιος νὰ κηδεύση ἕναν ἅγιο, χαρὰ γιὰ τὴν μεγάλη εὐλογία ποὺ τοῦ χάριζε ὁ Θεός.

Στὶς ἕνδεκα ἡ ὥρα τὸ βράδυ, ἄρχισε ἡ Ἀγρυπνία στὸ Παρεκκλήσιο τῶν Ἀρχαγγέλων. Μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία ἐψάλη ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία. Οἱ ἀδελφὲς ἔψαλλαν τὰ νεκρώσιμα τροπάρια νιώθοντας τὸν Γέροντα νὰ εἶναι ἀκόμη ζωντανὸς δίπλα τους. Πρὶν ἀπὸ ἕναν μήνα εἶχε πεῖ ἀστειευόμενος: «Ἐγὼ θὰ ψάλω τὴν Νεκρώσιμη Ἀκολουθία!». Ἔψαλλε, πράγματι «ἐν ἐκκλησίᾳ ὁσίων». Ἦταν σὰν νὰ ἔλεγε: «Χθὲς συνεθαπτόμην σοι Χριστὲ συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι, συνεσταυρούμην σοι χθὲς, αὐτός με συνδόξασον Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Ὅλος ὁ πόνος τῆς προηγούμενης νύχτας εἶχε δώσει τὴ θέση του στὴν ἀναστάσιμη χαρά. Στὸ μικρὸ Παρεκκλήσι, μὲ τὸ λιγοστὸ φῶς, ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν Σταυροαναστάσιμη. Ἦταν στιγμὲς ἀποχωρισμοῦ, ἀλλὰ ἡ θλίψη μεταβαλλόταν σὲ χαρὰ λόγω τῆς βεβαιότητος ὅτι ὁ Ὅσιος τώρα πιὰ θὰ βρισκόταν δίπλα στὸν καθένα ποὺ θὰ ζητοῦσε τὶς πρεσβεῖες του.

Ἡ ἐκφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος ἔγινε μέσα σὲ ἀπόλυτο σκοτάδι. Τὸ μόνο φῶς ἐρχόταν ἀπὸ ἕναν φανὸ ποὺ προπορευόταν τῆς νεκρικῆς πομπῆς καὶ ἀπὸ δύο ταπεινὰ φαναράκια ποὺ συνόδευαν τὸν Γέροντα. Ἔτσι θέλησε νὰ κηδευθῆ. Σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ ἤθελε νὰ κρύβεται· πλοῦτος του ἦταν ἡ προσωπική του ἀφάνεια. Αὐτὸ εἶχε φροντίσει νὰ γίνη καὶ στὴν κοίμησή του μὲ τὸ νὰ μὴν ἀνακοινωθῆ, πρὶν περάσουν τρεῖς ἡμέρες.
Ἡ σεβάσμια ἁπλότητα τῆς μυστικῆς ἐκφορᾶς ἔκανε περισσότερο αἰσθητὴ τὴν λαμπρὴ καὶ ἔνδοξη καὶ πολυάριθμη παρουσία τῆς Ἄνω Ἐκκλησίας. Ὁ Γέροντας προχωροῦσε μέσα στὸ σκοτάδι ἀκίνητος καὶ συγχρόνως πορευόμενος τὴν μακαρία ὁδὸ καὶ λαμπρῶς προϋπαντούμενος ἀπὸ τοὺς χοροὺς τῶν Δικαίων….
Ἡ πομπὴ ὁδηγήθηκε στὸν τόπο ὅπου εἶχε ἑτοιμασθῆ ὁ τάφος του, πίσω ἀπὸ τὸ Ἱερό τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, ὁ ὁποῖος, ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ἐπρόκειτο νὰ γίνη δικός του Ναός. Μὲ ἕνα κεράκι διαβάσθηκαν ὅσα προβλέπονται κατὰ τὸν ἐνταφιασμό, ἔγινε τὸ καθορισμένο κομποσχοίνι, καὶ ὁ ἱερέας εἶπε: «Χριστὸς Ἀνέστη!».

Τώρα πιὰ ὁ Ἅγιος Παΐσιος δὲν πονάει καὶ δὲν ὑποφέρει. Δὲν καταδαπανᾶται, γιὰ νὰ βοηθάη καὶ νὰ ἀναπαύη ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Ἡ φιλότιμη καὶ ἀρχοντικὴ καρδιά του δὲν μοιράζεται στὰ δύο, ἀνάμεσα στὸν πόθο γιὰ τὴν ἔρημο καὶ στὴν ἀνάγκη νὰ μένη κοντὰ στοὺς πονεμένους ἀνθρώπους. Τώρα πιὰ «πετάει ἄνετα σὰν Ἄγγελος ἀπὸ τὴν μία ἄκρη τοῦ κόσμου στὴν ἄλλη», ὅπως ἔγγραψε καὶ ὁ ἴδιος γιὰ τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο, καὶ εὔκολα βρίσκεται παντοῦ, κοντὰ σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἐπικαλεῖται μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.

Ὅσο ζοῦσε πάνω στὴ γῆ ὁ Ἅγιος ἦταν ταπεινὸς καὶ συγχρόνως μεγάλος, πάμφτωχος καὶ ὅμως πάμπλουτος, ἁπλὸς καὶ ὀλιγογράμματος ἀλλὰ σοφὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου. Σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του, ὡς μικρὸς «κοσμοκαλόγερος» στὴν Κόνιτσα, ὡς στρατιώτης ἔπειτα μέσα στὴν δίνη τοῦ πολέμου, ὡς ἀγωνιστὴς νέος μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου καὶ στὴν Μονὴ Φιλοθέου, ὡς ἀκούραστος «Καλόγερος» στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, ὡς ἐξαϋλωμένος ἀσκητὴς στὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ, ὡς θεοφώτιστος Γέροντας ποὺ δέχθηκε χιλιάδες ψυχὲς στὸ Κελλὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ στὴν Παναγούδα, καιγόταν πάντοτε ἀπὸ τὴν ἴδια φλόγα· νὰ δίνεται ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸ μὲ φιλότιμη ἄσκηση καὶ νὰ θυσιάζεται γιὰ τοὺς συναθρώπους του μὲ ἀρχοντικὴ ἀγάπη.
Ἔζησε, πράγματι, σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ λέει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σοὺ καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν». Ἔλαμψε στὸν κόσμο μὲ «τὰ καλά του ἔργα», δόξασε τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἁγία του ζωή, καὶ ὁ Θεὸς τὸν δόξασε ἐπιτελώντας δι΄ αὐτοῦ μέγιστα θαύματα.

«Οἱ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων συγγραψάμενοι τὰς πράξεις αὐτῶν ἐδήλωσαν τὰς σωματικᾶς, τὴν ἀκτημοσύνην, τὴν νηστείαν, τὴν ἀγρυπνίαν, τὴν ἐγκράτειαν, τὴν ὑπομονήν· τὴν δὲ πνευματικὴν αὐτῶν ἐργασίαν μικρὸν τε καὶ ὡς ἐν ἐσόπτρῳ διὰ τῶν τοιούτων ἐδήλωσαν». Ἔτσι καὶ ἡ πνευματικὴ ἐργασία τοῦ Ἁγίου Παϊσίου πολὺ λίγο ἔγινε φανερή. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πῆ πόσο βαθιὰ ἔιχε προχωρήσει ὁ Ὅσιος τὸ σκάψιμο στὸ πνευματικὸ μεταλλεῖο καὶ σὲ ποιὰ πνευματικὰ ὑψώματα εἶχε φθάσει. Ἂν ὅμως θὰ ἔπρεπε κάποιος νὰ πῆ μὲ μία λέξη τί ἔκανε τὸν Ἅγιο Παΐσιο νὰ γίνη αὐτὸ ποὺ ἦταν, θὰ ἐπαναλάμβανε τὰ λόγια του: «Ἡ ἀγάπη, ἡ ἀγάπη, ἡ ἀγάπη…».

«Ἀγάπη, προφητείας χορηγός· ἀγάπη, θαυμάτων παρεκτική· ἀγάπη, ἐλλάμψεως ἄβυσσος… Ἀγάπη τελευταία βαθμὶς εἰς τὰς θείας ἀναβάσεις τῶν ἀρετῶν. Ἀγάπη γὰρ ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ πρέπει δόξα, ὕμνος, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΡΘΡΟ ΠΟΥ ΓΡΑΦΗΚΕ 5 ΗΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΚΩΝ.ΨΑΧΟΥ

ΤΟ  ΠΡΩΤΟ  ΑΡΘΡΟ  ΠΟΥ  ΓΡΑΦΗΚΕ  5 ΗΜΕΡΕΣ  ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ  ΚΩΝ.ΨΑΧΟΥ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΘΗΤΗ ΤΟΥ Ι.ΜΑΝΙΟΥΔΑΚΗ  ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ''ΕΜΠΡΟΣ'' 14 ΙΟΥΛ 1949.













30 Αυγούστου, 2019

Οπλαρχηγοί του Πόντου στο Νομό Δράμας. Του Βασίλη Γ. Χατζηθεοδωρίδη


Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή Πληθυσμών, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης και τους όρους του νικητή Μουσταφά Κεμάλ, έμειναν στα χώματα των προγόνων 500.000 περίπου θύματα και ξεριζώθηκαν 1.500.000 Έλληνες χριστιανοί , έναντι 400.000 περίπου Μουσουλμάνων.

Ανάμεσα τους και Πόντιοι. Ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, που υπηρέτησε στη Μητρόπολη Δράμας από το 1922 μέχρι το 1928, όποτε και αποδήμησε[1], στο βιβλίο του «Ο Πόντος ανά τους αιώνας», Δράμα, 1929 (σελ. 225), παρουσιάζει ενδιαφέροντα γενικό απολογιστικό πίνακα του πληθυσμού του Πόντου :

«ΓΕΝΙΚΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

των καταστροφών του Πόντου από της αρχής του Ευρωπαϊκού Πολέμου μέχρι της Ανακωχής.

————————————–

-Έλληνες Ορθόδοξοι του Πόντου προ του 1914 697.000

-Εξετοπίσθησαν εις την Τουρκίαν 259.674

-Εξετοπίσθησαν και κατέφυγον εις την Ρωσίαν 85.800

-Απηγχονίσθησαν, εσφάγησαν, εκάησαν ή ετάφησαν ζώντες

και εθανατώθησαν εκ των κακουχιών επί τόπου και εν τη εξορία 170.576 και

-υπελείφθησαν μετά την ανακωχήν εν Πόντω 440.624». 

Από τον απογραφέντα πληθυσμό των 111.000 περίπου κατοίκων του Νομού Δράμας το 1928, το 68%, δηλαδή τα τρία τέταρτα περίπου του πληθυσμού ήταν πρόσφυγες.


Ο Νομός Δράμας ορίζεται από το κράτος ως ο πρώτος κατά προτεραιότητα για εγκατάσταση προσφύγων μαζί με το Νομό Κιλκίς. Από κει έφυγε μεγάλος αριθμός Βουλγάρων και από δω Μουσουλμάνων.

Είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι το 1920 από τους 90.000 περίπου κατοίκους του νομού, μόνο περί τους 30.000 είναι Έλληνες και το 1928, σύμφωνα με την απογραφή του έτους εκείνου, από τους 58.086 πρόσφυγες, 28.732 ήταν Πόντιοι. Και μαζί με τους 1.988 Καυκάσιους ξεπερνούσαν τις 30.000.

Μεγάλος αριθμός προσφύγων προωθήθηκε στο βόρειο ορεινό όγκο, του νομού, χωρίς σοβαρή εξασφάλιση όρων επιβίωσης, πρώτον όλοι οι οικισμοί κατοικούνταν από Μουσουλμάνους, ανάμεσα στους οποίους έπρεπε να διαβιώνουν ως το τέλος της άνοιξης του 1924 που θ’ αποχωρούσαν και δεύτερον γιατί επί απαράδεκτα αρκετό καιρό δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν γη χωρίς απαραίτητα υποζύγια, πέραν της γύμνιας και του αφόρητου κρύου που περόνιαζε τα καχεκτικά και αδύνατα κορμιά τους. Ακόμη και μετά από πέντε περίπου χρόνια παραμονής στα σύνορα, η εγκατάσταση παρουσίαζε σοβαρότατα προβλήματα. Το ζήτημα έφτασε και συζητήθηκε και στη Βουλή των Ελλήνων.

Το γεγονός προκάλεσε έντονη ανησυχία και δικαιολογημένη τάση φυγής, όπως αποκαλύπτεται, στις 22.11.1928, στην τοπική εφημερίδα «Θάρρος», την εφημερίδα που περιέσωσε τον παλμό της καθημερινότητας του τόπου και όχι μόνο από το 1924 ως το 1983. Γράφει:

«Οι παραμεθόριοι και ο κίνδυνος διαρροής-Κρούομεν τον κώδωνα του κινδύνου προς τας ανωτέρας διοικητικάς και στρατιωτικάς αρχάς ως και τον Γεν. Διοικητήν κ. Θεοφύλακτον εναντίον ορισμένης εκμεταλλευτικής σπείρας, η οποία από τινος χρόνου επιδιώκει την διαρροήν των προσφύγων της μεθορίου εις τα πόλεις, δια λόγους τους οποίους είναι έκδηλον πάντες να κατανοήσουν. Το αποσκοπούμενον ανοσιούργημα ενέχει σοβαροτάτην εθνικήν σημασίαν και οι αρμόδιοι δεν είναι δυνατόν να παραμείνουν αδιάφοροι και ασυγκίνητοι».

Και ο ίδιος ο Γεν. Διοικητής μετά από λίγες μέρες έγραφε στην ίδια εφημερίδα: «Αισθάνομαι θλίψιν μεγάλην διότι ανέγνωσα εις το «Θάρρος» τα εν τω συνεδρίω των παραμεθορίων συνοικισμών κατά του κράτους…».

Στο πλαίσιο αυτής της «εθνικής σημασίας» μπορεί άνετα να ενταχθεί και η ίδρυση του Συλλόγου Ποντίων Οπλαρχηγών «Αλύτρωτος Πόντος» στη Δράμα το 1925, από τους μπαρουτοκαπνισμένους αδούλωτους του Πόντου, πολλοί από τους οποίους έμειναν στα βουνά μέχρι και επτά χρόνια, για να μην πεθάνουν στα τάγματα θανάτου, τα γνωστά αμελέ ταμπουρού των Νεότουρκων κινηματιών.

Από τα πρώτα χρόνια της εδώ εγκατάστασής τους, κατά τις εθνικές επετείους, δεν παρέλειπαν να παρουσιάζονται οι καπετάνιοι με τις ένδοξες στολές τους και να απολαμβάνουν τις τιμητικές ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα του κόσμου.

Το πρώτο ιδρυτικό Συμβούλιο, που εκπροσώπησε το Σύλλογο ως τις 29 Ιουλίου 1927, κάλεσε γενική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο δικηγορικό γραφείο του Χρυσόστομου Καραΐσκου και συγκροτήθηκε ως εξής:

Πρόεδρος, Χ. Κοσμίδης,

Αναπλ. Προέδρου, Ιορδ. Χασαρής,

Γεν. Γραμματέας, Χρυσ. Καραΐσκος,

Ταμίας, Ευριπ. Σαμλίδης,

Μέλη: Δ. Ασλανίδης, Ε. Λεοντιάδης, Ε. Σταυρίδης, Κ. Δεϊρμεντζόγλου, Α. Κουτσίδης, Καρανικόλας και Χατζηηλιάδης.

Η γενική συνέλευση έκρινε άκυρη ως άτυπη τη συνέλευση που έγινε στο ξενοδοχείο του Δελησαββίδη με θεμα την ίδρυση και άλλου Συλλόγου, διότι η συνέλευση της 29ης Ιουλίου 1928 δεν αναγνωρίζει άλλο ποντιακό σύλλογο με τους ίδιους σκοπούς.


Στις 11 Αυγούστου 1928, επισκέφτηκε το Παρανέστι (Πούκια) ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας Θράκης Θοφύλακτος Θεοφυλάκτου. Στην υποδοχή θα παραστούν ο Πρόεδρος του Συλλόγου Κοσμίδης και ο Γραμματέας Καραΐσκος. Θα προσφερθεί γεύμα από τον Πρόεδρο Παρανεστίου Μ. Σπανίδη και παρευρίσκονται σ’ αυτό επίσης ο Σταθάρχης Χωροφυλακής Παπαδάκης και ο Έμπορος Χατζηαναστασίου.

Στις 29Σεπτεμβρίου 1928, ο πρόεδρος έστειλε στο Λεων. Ιασονίδη το τηλεγράφημα:

«Καθήκον μας υπέρτατον θεωρούμεν να υποβάλωμεν εις τον αλτρουιστήν βουλευτήν Θεσσαλονίκης κ. Ιασονίδην θερμά ευχαριστήρια δια την πιστικότητα και παραστατικότητα μετά της οποίας εξέθηκε το ζήτημα των παραμεθορίων και οπλαρχηγών εις την Βουλήν, προκαλέσας τα ρίγη της συγκινήσεως εις την Βουλήν και επαξίως χειροκροτηθείς. Τα δάκρυα του κ. Βενιζέλου τα οποία επροκάλεσε και επεκαλέσθη, ευχόμεθα να αποβούν καρποφόρα, όσον και η ιδική του προσπάθεια.

Αντιπρόσωπος οπλαρχηγών Μεθορίου.

Ο Πρόεδρος Χαρ. Κοσμίδης».(Εφημ. «Θάρρος», 29.11.1928).

Τον Φεβρουάριο του 1931, συγκροτήθηκε νέο Διοικητικό Συμβούλιο:

Πρόεδρος, Στυλ. Κοσμίδης,

Αναπλ. Προέδρου, Γ. Απανοζίδης,

Γεν. Γραμματέας, Α. Παπαδόπουλος,

Ταμίας, Κ. Παπουλίδης,

Σύμβουλοι: Ι. Χασαρής, Σ. Καραγιαννίδης κ.ά.

Ειδικού ενδιαφέροντος είναι και το τηλεγράφημα του Συλλόγου προς το Μητροπολίτη Κυτίου Κύπρου, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Εξέγερσις αδελφών Κυπρίων κατά πανισχύρου αυτοκρατορίας πληρεί ενθουσιασμού καρδίας παλαιμάχων αγωνιστών υπέρ ελευθερίας Κύπρου. Συγχαίροντες, ευχόμεθα επικράτησιν ιερού αγώνος. Πρόεδρος Σωματείου «Ελεύθερος Πόντος», τέως Αρχηγός επαναστατών Πόντου, Στυλιανός Κοσμίδης».

Στην εφημερίδα δημοσιεύτηκε τετράστηλη έκθεση από την επιμνημόσυνη δέηση της προηγουμένης στον ιερό ναό Αγ. Νικολάου, όπου μίλησε και ο Γεν. Διοικητής Μακεδονίας –Θράκης Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου, πατέρας της γνωστής ιατρού της Θεσσαλονίκης Άννας. «Το εν τω μέσω του ναού σεμνότατον κενοτάφιον, ένθεν και ένθεν του οποίου ετοποθετήθησαν δέκα ευσταλείς οπλισμένοι και με την εθνικήν του Πόντου ανταρτικήν στολήν ενδεδυμένοι Πόντιοι οπλαρχηγοί εκ των επιζησάντων εξ εκείνης της μαύρης του Πόντου συμφοράς, προσήλκυον του εκκλησιάσματος τα βλέμματα, όπως και η μεγάλη ιστορική και εθνική σημαία του Πόντου, η φέρουσα εν τω μέσω αυτής τον αετόν…». «Θάρρος», 29 Οκτωβρίου 1928).

Στις εκλογές του Συλλόγου 7 Φεβρουαρίου 1931 εκλέγονται στο Δ.Σ. :Πρόεδρος Στυλ. Κοσμίδης, Αναπλ. Προέδρου Γ. Απανοζίδης, Γεν. Γραμματέας Α. Παπαδόπουλος, Ταμίας Κ. Παπουλίδης, Σύμβουλοι Ι. Χασαρής και Στ. Καραγιαννίδης.

(δημοσιεύτηκε «Θάρρος» 8.2.1931)

Στο τέλος Νοεμβρίου 1931, δημοσιεύονται και τα αποτελέσματα των εκλογών και τα ονόματα των μελών του νέου διοικητικού συμβουλίου:

«Πρόεδρος,Στυλ. Κοσμίδης,

Μέλη: Λ. Παπαδόπουλος, Κ. Παπουλίδης, Γ. Απανοζίδης, Ι. Χασαρής, Στ. Καραγιαννίδης, Ε. Λεοντιάδης. Εξελ. Επιτροπή, Καλλίνικος Σαρηγιαννίδης, Γεώργιος Δελησαββίδης, Δημοσθ. Παπαδόπουλος».

(δημοσιεύτηκε 1.12.1931 «Θάρος»)


Κατά τη μεταξική περίοδο που ακολούθησε, οι Βενιζελικοί δεν περιέπεσαν απλά σε δυσμένεια αλλά και εκτοπίστηκαν και απολύθηκαν κλπ.

Φλογεροί λάτρες του Βενιζέλου έλαβαν μέρος και στο κίνημα της Πρώτης Μαρτίου 1935. Τους πρόλαβε ο Κονδύλης στο Στρυμόνα και τους έστειλε πίσω γυμνούς. Κατασχέθηκε η προσκείμενη στο Βενιζέλο εφημερίδα «Θάρρος». Κάποιες πληροφορίες βρέθηκαν στο σχισμένο φύλλο της 11.Μαίου 1935. Γράφηκε ότι σκοτώθηκε ο ανθυπασπιστής από το Οχυρό Σταύρος Λύκος και τραυματίστηκε ένα άτομο από βομβαρδισμό αεροπλάνου στη Δράμα.

Όταν ήρθαν οι Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, είχαν ήδη στα χέρια τους καταστάσεις των ανταρτών του Πόντου. Έλαβαν όσα προληπτικά μέτρα μπορούσαν, σκόρπισαν, κρύφτηκαν, και άλλοι διέφυγαν δυτικά προς τη γερμανουκρατούμενη Ελλάδα και άλλοι πήραν τα βουνά. Αγωνίστηκαν, περιόρισαν στο βαθμό που μπόρεσαν τις βαρβαρότητες των σκληρών κατακτητών και προστάτεψαν τον πληθυσμό.

Με τη λήξη του πολέμου παρέδωσαν τον οπλισμό τους κατά τις ημέρες τη συμφωνίας της Βάρκιζας, αλλά δεν πρόλαβαν να απολαύσουν τα αγαθά της ειρήνης. Μπλέχτηκαν, άλλοι με τη θέλησή τους και άλλοι χωρίς αυτήν, στα θανατηφόρα δίχτυα του Εμφυλίου.

Δεν επανίδρυσαν το σύλλογο. Τη θέση του κατέλαβαν τα εθνικά ανταρτικά τμήματα από τη μια και οι οργανώσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από την άλλη.

Μια ελάχιστη αναφορά σε όποιους έγινε εφικτό, αξίζει στη μνήμη τους.

Ο Στυλιανός Κοσμίδης (Ιστύλ Αγάς) γεννήθηκε το 1886 στο χωριό Κοβτζέ Πουγάρ της Αμισού (Σαμψούντας) και ήταν ο ξακουστότερος πολέμαρχος στο θρυλικό αντάρτικο του Δυτικού Πόντου. ΄Εχασε τον αδελφό του Ηλία σε μάχη στην Όξε της ίδιας περιοχής και η μαχητικότητά του εναντίον των Τούρκων ξεπέρασε πολλές φορές τα ανθρώπινα και ανήλθε στα όρια του θρύλου. Με τη βοήθεια των υπαρχηγών του Παπουλίδη Τσακαλή και Γιαγκούλα, έγινε ο φόβος και ο τρόμος του Τοπάλ Οσμάν και ο μόνιμος κεφαλόπονος του Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Σαμψούντα το Μάιο 1919.

Στη Δράμα, την οποία επέλεξε ως τόπο κατοικίας μετά την Ανταλλαγή, ο Ιστύλ Αγάς, αγωνίστηκε πάλι σκληρά για να πάρει το τουρκικό χάνι στη σημερινή οδό 19ης Μαΐου, αριθ. 104, απέναντι από τον άλλοτε πετρελαιοκίνητο μύλο του Βωλακιώτη Μαυρίκα. Και λέω αγωνίστηκε, γιατί, όταν αποσύρθηκε η ΕΑΠ, την κινητή περιουσία που περιήλθε στο Δημόσιο την πήρε η νεοϊδρυθείσα το 1929 Εθνική Τράπεζα. Και αυτό φαίνεται λογικό. Το παράλογο είναι ότι, ενώ οι πρόσφυγες είναι άστεγοι, η Τράπεζα πουλάει με πλειοδοτικούς διαγωνισμούς στους εύπορους τα τουρκικά κτήματα που προορίζονται για τη στέγαση των προσφύγων, αντί να τα παραχωρήσει σ’ αυτούς σε λογικές τιμές έναντι των αποζημιώσεων τις οποίες τους οφείλει. Ο Ιστύλ Αγάς πέθανε το 1940 και ο τάφος του βρίσκεται στα κοιμητήρια Δράμας λησμονημένος. Το μνήμα του ανθρώπου που έσωσε, μόνο σε μια συγκυρία, τουλάχιστον 6.000 ψυχές από τα ξίφη και τα όπλα του Κεμάλ.

Ο Ιορδάνης Χασαρής. Γεννήθηκε στη Σαμψούντα του Πόντου στη δεκαετία του 1890 και εγκαταστάθηκε στην Καλλίφυτο Δράμας.


Ο Παύλος Καριπίδης από τη Νέα Αμισό, σε συνέντευξή στο Χρήστο Σαμουηλίδη στις 18.5.1963 δήλωσε μεταξύ άλλων ότι η τρίτη αποστολή των εξόριστων από το Γαμάν (12 χιλιόμετρα νότια της Σαμψούντας), ματαιώθηκε από τον Ιορδάνη Χασαρή. Η πρώτη, τον Ιούνιο 1921, εξοντώθηκε στο Καβάκ, η δεύτερη έφυγε για τον προορισμό της.

Την Τρίτη αποστολή την πρόλαβε ο Χασαρής στο Τσιμπούς Χαν, πολέμησε με τον Λιβά πασά και έσωσε τους μισούς από τους 3.000-4.000 Έλληνες που δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η τύχη τους. Αυτοί που σώθηκαν μετά από τη μάχη των 7-8 ωρών, τραγούδησαν ένα τραγούδι για το Χασαρή που έλεγε:

«Ουτσουντζή ταπουρτάν Από το τρίτο Τάγμα εξορίας

γατσάν φιραρί Οι εξόριστοι (σκαστοί) λιποτάκτες

κετζέ κουντούζλέρ νύχτα και μέρα

γιασά Χασαρή μπράβο Χασαρή!»

Έλαβε μέρος στο κίνημα της Δράμας στις 28.9.1941 και καταδικάστηκε σε θάνατο από το καθεστώς του Βόρι. Διέφυγε όμως πέρα από το Στρυμόνα και εντάχθηκε στην ΠΑΟ. Έλαβε μέρος στην αιματηρή μάχη του Κιλκίς το Νοέμβριο 1944, όπου αναμετρήθηκαν ΕΛΑΣ-ΠΑΟ και διαλύθηκε η δεύτερη. Ο Χασαρής αιχμαλωτίστηκε, βασανίστηκε και εκτελέστηκε.
(Σε αυτην την μαχη εδολοφονηθηκε απο τους κομμουνιστοσυμμοριτες ο θειος μου Γεωργιος Παρασκευας οντας τραυματιας  νοσηλευομενος  στο Νοσοκομειο του Κιλκις).

ΚΥΡΙΕ ΜΗ ΧΡΟΝΙΣΕΙΣ !


Φωνὴ ζωηρῆς ἐπικλήσεως πρὸς τὸν Θεό. Φωνὴ καρδιᾶς συντετριμμένης καὶ ταπεινωμένης μέχρι κάτω στὴ γῆ, στὸ χῶμα. Φωνὴ ἱκεσίας θερμῆς, ἀπὸ τὰ τρίσβαθα ψυχῆς ὀδυνωμένης. Ψυχῆς ποὺ ἀπ’ ὅλους καὶ ὅλα
εἰσέπραξε τὴν ἀπόρριψη. Οἱ θλίψεις καὶ
δοκιμασίες τῆς ζωῆς σὰν κύματα ἀλλε-
πάλληλα τὴ βύθισαν στὸ πέλαγος τῆς
ἀπογνώσεως, καὶ ἄλλη πιὰ βοήθεια δὲν
ἔχει νὰ ἀναμένει ἀπὸ πουθενὰ παρὰ
μόνο ἀπὸ Ἐκεῖνον.    Ψυχῆς ποὺ ἀνα-
τείνεται ὁρμητικὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μὲ
πόθο ἰσχυρὸ καὶ ἀπαντοχὴ τελεία καρ-
φώνει τὸ βλέμμα της ἐπάνω του.   Ψυχῆς
ποὺ βοᾶ, κραυγάζει πρὸς τὸν Θεό!
–Κύριε, μὴν ἀργήσεις...
Σὰν τὴ φωνὴ νεαρῆς κόρης πρὸς τὸν
σύζυγο ποὺ ξενιτεύεται, σὰν τὴ φωνὴ
παιδιῶν πρὸς τὸν πατέρα ποὺ μπαρ-
κάρει, σὰν τὴ φωνὴ ἀσθενοῦς πρὸς τὸ
γιατρὸ ποὺ φεύγει ἀπὸ κοντά του, ἔτσι
ἡ φωνὴ τοῦ Ψαλμωδοῦ τῆς Παλαιᾶς Δι-
αθήκης καὶ μαζί της καὶ ὅλες ἀνὰ τοὺς
αἰῶνες οἱ φωνὲς ἐκείνων ποὺ Τὸν ἀνα-
ζητοῦν: τὸν Πατέρα, τὸν Νυμφίο, τὸν
Ἰατρό. Ἐκεῖνον!   Καὶ τὰ μάτια τους ἐκεῖ,
κολλημένα, ἀκίνητα,  ἀπαρασάλευτα.
Χωρὶς νὰ γυρνοῦν πουθενὰ ἀλλοῦ.
Χωρὶς νὰ δέχονται καμιὰ ἄλλη παρά-
κληση. Χωρὶς νὰ τοὺς ἐνδιαφέρει τίπο-
τε ἄλλο. Μόνον αὐτό, πότε θὰ ξανάρ-
θει ὁ Κύριος. Πότε πάλι θὰ τοὺς ἐπισκε-
φθεῖ. Πότε θά ’ρθεῖ, γιὰ νὰ Τὸν νιώσουν
κοντά τους, νὰ αἰσθανθοῦν τὴν παρου-
σία του δίπλα τους, νὰ παρηγορηθεῖ ἡ
καρδιά τους ἀπὸ τὸ βάρος ποὺ τὴν πιέ-
ζει, νὰ βαλσαμώσουν οἱ πόνοι της...
«Κύριε, μὴ χρονίσῃς» (Ψαλ. ξθ΄ [69]6).

Καὶ ὁ Κύριος ἀκόμα δὲν φαίνεται. Καὶ
ἡ ψυχὴ ἀκόμα πιὸ ἐπίπονα τώρα φω-
νάζει: Ποῦ εἶσαι, Κύριε; Γιατί δὲν μὲ
ἀκοῦς; Γιατί δὲν ἔρχεσαι νὰ μὲ συναντή-
σεις; Πόσο ἀκόμα θὰ ἀντέχω νὰ φωνά-
ζω; Τρέξε, Κύριε, κινδυνεύω νὰ κατα-
ποντισθῶ. Τρέξε, Κύριε, νὰ μὲ βοηθή-
σεις, «εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον»
(στίχ. 2), νὰ μὲ γλυτώσεις ἀπὸ τὴ θλί-
ψη μου. Τρέξε, Κύριε, νὰ ἁπαλύνεις
τὸν πόνο μου, νὰ ἀνακουφίσεις τὸ βά-
ρος μου. Μὴν καθυστερήσεις ἄλλο, ἱκε-
τεύω. «Κύριε, μὴ χρονίσῃς»!
❁ ❁ ❁
Ἀλλά, ψυχὴ θεοφιλής, σὺ ποὺ ἀκόμα
Τὸν ἀναζητεῖς, Τοῦ φωνάζεις, μὴν ἀπο-
κάμνεις. Συνέχισε. Λίγο ἀκόμα. Καὶ λίγο
ἀκόμα. «Ἔτι μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχό-
μενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ» (Ἑβρ. ι΄ 37).
Θά ’ρθεῖ ὁ Κύριος στὴ ζωή σου, ὅπως
τὸ θέλησες, ὅπως τὸ πόθησε ἡ καρ-
διά σου. Θά ’ρθεῖ· δὲν θὰ καθυστερή-
σει. Θά ’ρθεῖ καὶ θὰ σοῦ δώσει ὅ,τι Τοῦ
ζήτησες. Ὅ,τι γνωρίζει ὅτι ἔχεις ἀνάγκη.
«Οὐ χρονιεῖ». Δὲν θὰ καθυστερήσει.
Τὸ ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος. Τὸ ἀκούσα-
με ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου μας Ἰη-
σοῦ Χριστοῦ νὰ τὸ λέει: «Ὁ δὲ Θεὸς οὐ
μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν
αὐτοῦ τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν ἡμέ-
ρας καὶ νυκτός, καὶ μακροθυμῶν ἐπ’
αὐτοῖς; λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν ἐκδί-
κησιν αὐτῶν ἐν τάχει» (Λουκ. ιη΄ 7-8).
Ὁ Θεὸς λοιπὸν δὲν θὰ ἀποδώσει τὸ
δίκαιο αἴτημα τῶν ἐκλεκτῶν του, ποὺ
μέρα - νύχτα φωνάζουν πρὸς Αὐτὸν
μὲ τὶς προσευχές τους καὶ Ἐκεῖνος ἀνα-
βάλλει νὰ τοὺς τὸ δώσει; Σᾶς διαβεβαι-
ώνω ὅτι γρήγορα θὰ τοὺς ἱκανοποιή-
σει. Ἔτσι μᾶς εἶπε ὁ Κύριος.
Τώρα ποὺ βρίσκεσαι στὴ δίνη τοῦ
πειρασμοῦ, τῆς θλίψεως, τῆς δοκιμα-
σίας, σοῦ φαίνεται πὼς καθυστερεῖ ὁ
Θεός. Πὼς φωνάζεις καὶ δὲν σὲ ἀκούει.
Ὅταν ὅμως ἔλθει στὴ ζωή σου καὶ σοῦ
χαρίσει τὸ ἔλεός του καὶ σὲ βγάλει ἀπὸ
τὸ ἀδιέξοδο ὅπου βρίσκεσαι, τότε καὶ
σὺ θὰ ὁμολογήσεις ὅτι «ἐν τάχει» ἐνήρ-
γησε ὁ Κύριος. Τότε ἀποβλέποντας στὸ
παρελθὸν σου θὰ λές, πότε τέλειωσαν
ὅλα αὐτὰ καὶ ἤδη ἀπολαμβάνω τὸν ἥλιο
στὴ ζωή μου; Τότε ὅλα θὰ ἔχουν ξεχα-
στεῖ πιὰ καὶ οὔτε ποὺ θὰ γυρνᾶ τὸ μυα-
λό σου στὰ περασμένα.
Γι’ αὐτὸ τώρα συνέχισε νὰ Τοῦ φω-
νάζεις. Μὲ τὸν ἴδιο αὐτὸ λόγο. «Κύριε,
μὴ χρονίσῃς»! Σήκωσε τὰ χέρια σου,
προσήλωσε τὸ βλέμμα σου ἐπάνω
στὴν ἁγία μορφή του, ἱκέτευσέ Τον μὲ
ὅλο τὸν πόθο, τὴν ἀπαντοχή, τὸ δόσι-
μο τῆς ψυχῆς σου. Καὶ ἐπιπλέον, πτώ-
χευσε μπροστά του. Γίνε «πτωχὸς καὶ
πένης» (στίχ. 6). Παραδέξου ὅτι ἐπάνω
σου δὲν ὑπάρχει κανένας πλοῦτος, κα-
μιὰ ἱκανότητα, τίποτε ποὺ νὰ σὲ στηρί-
ζει, νὰ σὲ δικαιώνει μπροστὰ στὸν Θεό.
Κι ὅταν αὐτὸ σοῦ γίνει ἐσωτερικὸ φρό-
νημα, μόνιμη διάθεση μέσα σου, τότε
θὰ δεῖς τὸν Κύριο νὰ ἔρχεται στὴ ζωή
σου καὶ νὰ σὲ σηκώνει, νὰ σὲ ἀνεβάζει,
νὰ σὲ δοξάζει.
Διότι μόνος Αὐτὸς εἶναι «ταχὺς εἰς βο-
ήθειαν».Ο ΣΩΤΗΡ 2051

29 Αυγούστου, 2019

ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΣΚΗΝΩΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΛΟΜΟΝΗΣ.

Φυλάσσεται στο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψανα τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια όμως δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς». Μακαριστός π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ (ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ).

Άγιοι Επτά Μακκαβαίοι, η μητέρα τους Σολομονή και ο 
διδάσκαλός τους Ελεάζαρος.
Τοιχογραφία των ετών 1316 - 1318 στην Εκκλησία του 
Αγίου Γεωργίου στο Staro Ναγκορίτσανε 
(Staro Ναγκορίτσανε, Staro Nagoričino) των Σκοπίων,
από τους Αγιογράφους Μιχαήλ Αστραπά και τον Ευτύχιο.
Η Αγία Σολομονή έζησε το 168 π.Χ. την εποχή που η Ιουδαία βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Βασιλιά της Συρίας Αντίοχου του Επιφανούς και είχε εφτά παιδιά (Ἀβείμ, Ἀντωνιος, Γουρίας, Ἐλεάζαρος, Εὐσεβωνᾶς, Ἀχείμ καί Μάρκελλος. 

Ο Αντίοχος για να εξευτελίσει τους Ιουδαίους, τους μάζεψε μπροστά του και τους ανάγκασε να φάνε κρέατα χοιρινά και ειδωλόθυτα (που θυσιάστηκαν στα είδωλα), τα οποία ήταν απαγορευμένα από τον Ιουδαϊκό νόμο, ως ακάθαρτα. 
Μεταξύ των συγκεντρωμένων Ιουδαίων ήταν και ένας γέροντας 90 χρονών, ο Ελεάζαρος τον οποίο με πολλούς τρόπους προσπαθούσε να πείσει ο Αντίοχος να φάει τα απαγορευμένα κρέατα. 
Αυτός αρνήθηκε και έτσι διέταξε να τον γυμνώσουν και να τον μαστιγώσουν ενώ στο τέλος τον έριξαν στη φωτιά και τον έκαψαν ενώ ο Αντίοχος θυμωμένος που δεν κατάφερε να λυγίσει τον γέροντα Ελεάζαρο, διέταξε να του φέρουν τους εφτά Μακκαβαίους αδελφούς μαζί με τη μητέρα τους Σολομονή. 

Άγιοι Επτά Μακκαβαίοι, η μητέρα τους Σολομονή και ο 
Ελεάζαρος ενώπιον τού βασιλιά της Συρίας Αντίοχου.
Βυζαντινή Μικρογραφία (Μινιατούρα) τού 10ου αιώνα μ.Χ
Εμπνεόμενα από τη θυσία του γέροντα διδασκάλου τους, τα επτά αδέλφια κράτησαν την ίδια γενναία στάση απέναντι στο βασιλιά.
Στην αρχή ο Αντίοχος προσπάθησε να τους κολακεύσει με διάφορα εγκώμια για τη νιότη τους. 
Τους είπε μάλιστα ότι αν έτρωγαν από τα ειδωλόθυτα που τους πρόσφερε, θα απολάμβαναν πολύ μεγάλες τιμές, και φυσικά θα τους έσωζε από το θάνατο. 
Οι επτά αδελφοί όμως απάντησαν στον Αντίοχο: «χαλεπώτερον γὰρ αὐτοῦ τοῦ θανάτου νομίζομεν εἶναι σοῦ τὸν ἐπὶ τὴ παρανομῶ σωτηρία ἠμῶν ἔλεον», δηλαδή, είναι περισσότερο επιβλαβής και απ' αυτόν το θάνατο, νομίζουμε, η συμπάθειά σου για την παράνομη σωτηρία μας.
Εξοργισμένος τότε ο Αντίοχος, με τροχούς, φωτιά και ακόντια, έναν - έναν τους σκότωσε όλους ενώ όταν είδε αυτό η μητέρα τους Σολομονή, ρίχτηκε μόνη της στη φωτιά και έτσι όλοι μαζί πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου.
Η Αγία Σολομονή ρίχθηκε μόνη της στήν πυρά, μετά τόν θάνατο των παιδιών της και έτσι ανήκει στους λεγόμενους "Αυτόκλητους Μάρτυρες".
Η μνήμη της Αγίας Σολομονής, των Αγίων επτά Μακκαβαίων και του Ελεάζαρου τιμάται στίς 1 Αυγούστου.

28 Αυγούστου, 2019

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΔΙΟΜΗΔΗΣ !


(16 Αὐγούστου)
Στὴν ἔνδοξη ἁλυσίδα τῶν ἁγίων ἀναργύρων ἰατρῶν ἀνήκει καὶ ὁ αγιος Διομήδης ὁ μάρτυς.  
Οἱ ρίζες τῆς καταγωγῆς του ἦταν ἀπὸ
τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας. Οἱ γονεῖς του ἀνῆκαν σὲ τιμημένο καὶ ἀριστοκρατικὸ γένος. Ἀπὸ νωρὶς φρόντισαν νὰ μεγαλώσουν τὸ μικρό τους παιδὶ μὲ εὐγένεια ἤθους καὶ ἀνώτερη παιδεία. Ἔχοντας κλίση στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη ὁ Διομήδης δι-
δάχθηκε ἀπὸ σοφοὺς καὶ ἄριστους διδασκάλους τῆς ἐποχῆς του τὰ ἰατρικά.
Ὅταν ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του, γεμάτος χαρὰ ἄρχισε τὸ ἱερὸ κοινωνικό του
ἔργο. Ἔτρεχε σὲ ὅλες τὶς γειτονιὲς τῆς
Ταρσοῦ καὶ θεράπευε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια
καὶ ὑπομονὴ τοὺς ἀρρώστους. Μαζὶ μὲ τὰ
φάρμακα ποὺ τοὺς χορηγοῦσε δὲν παρέ-
λειπε ποτὲ νὰ προσφέρει καὶ τὰ πνευμα-
τικὰ φάρμακα τῶν ἁγίων συμβουλῶν τοῦ
Εὐαγγελίου στὶς κουρασμένες καὶ ἀσθενικὲς ψυχές. Καὶ ἔτσι γαλήνευε τὶς ταραγμένες συνειδήσεις μὲ βάλσαμο τὸν λόγο
τοῦ Θεοῦ, ποὺ συνοδευόταν πάντα μὲ
τὴν ἀφιλοκέρδειά του καὶ τὸ ἅγιο παράδειγμά του. Ὅλοι θαύμαζαν τὸν Διομήδη
καὶ μιλοῦσαν ἐπαινετικὰ γι’ αὐτόν. Ἦταν ὁ
ἄνθρωπος τῆς θυσίας καὶ τῆς ἔμπρακτης
χριστιανικῆς ἀγάπης.
Στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ τοῦ σκληροῦ διώκτη τοῦ χριστιανισμοῦ (300), ὁ Διομήδης βρισκόταν στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἤξερε καλὰ ὅτι πολὺ κοντὰ στὴν πόλη τους ἦταν καὶ ἡ Νικομήδεια, μιὰ πόλη  ποὺ ὁ Διοκλητιανὸς τὴν εἶχε καταστήσει
κέντρο του καὶ πρωτεύουσά του. Καὶ ἀπὸ
ἐκεῖ ἐπόπτευε τὰ πάντα καὶ πολεμοῦσε μὲ
λύσσα ὅ,τι ἦταν χριστιανικό.
Ὁ πιστὸς Χριστιανὸς Διομήδης δὲν κάμ-
φθηκε ἀπὸ φόβους καὶ ἀπειλές. Πολλοὶ
τοῦ ἔλεγαν νὰ προσέχει, νὰ μὴν ἐκτίθεται,
γιατὶ κινδύνευε ἡ ζωή του. Αὐτὸς ὅμως
ἀδιαφοροῦσε καὶ ἀτάραχος συνέχιζε νὰ
δίνει «τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ» μέσα ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμά του. Γιὰ τὴν πόλη
ὅλη ὁ Διομήδης ἦταν ὁ γιατρὸς ὁ πιστός,
ποὺ ἔφεγγε δυνατὰ σὰν φάρος μὲ τὴ ζωή
του. Ὅλους τοὺς φώτιζε καὶ τοὺς θέρμαινε μὲ τὴν καλοσύνη του. Τὸ φῶς τῆς καλοσύνης του εἶχε εἰσέλθει ἀκόμη καὶ μέσα
στὰ σκοτεινὰ κελλιὰ τῆς δημόσιας φυ-
λακῆς τῆς Νίκαιας. Ἔχοντας ἀποσπάσει
τὴν εὔνοια τοῦ δεσμοφύλακα μποροῦσε
ἀνεμπόδιστα νὰ κάνει συχνὲς ἐπισκέψεις
στοὺς φυλακισμένους ὑποψήφιους μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς Πίστεως. Σὰν
ἄλλος καλὸς Σαμαρείτης ἔσκυβε μὲ πολὺ
σεβασμὸ στὶς ἅγιες πληγὲς τῶν μαρτύ-
ρων, τὶς ἀσπαζόταν καὶ τὶς περιποιεῖτο μὲ
ἐπιμέλεια θαυμαστή. Στὸ πρόσωπο τῶν
κρατουμένων ἔβλεπε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ
«δεσμώτη». Καὶ παρότρυνε τοὺς μάρτυρες: «Μὴ δειλιάσετε!... Προχωρῆστε, σὲ
λίγο σᾶς περιμένει στεφάνι δόξας μεγάλης».
Ἡ δυναμικὴ αὐτὴ χριστιανικὴ παρουσία
καὶ παρρησία τοῦ Διομήδους δὲν ἄργησε
νὰ γίνει γνωστὴ στὸν αὐτοκράτορα. Ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ συλληφθεῖ ἀμέσως
ὁ ἐπικίνδυνος αὐτὸς Χριστιανὸς γιατρὸς
καὶ ἁλυσοδεμένος νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ ἀνάκριση. 
Ἡ πορεία  ἀπὸ τὴν Ταρσὸ στὴ Νικομήδεια δὲν ἦταν μακρά. Σὲ ὅλη τὴ διαδρομὴ ὁ Διομήδης προσευχόταν. Ἔλαμπε ὁλόκληρος ἀπὸ χαρά. Ἦταν εὐτυχισμένος γιατὶ σὲ λίγο θὰ
πρόσφερε τὸ αἷμα του σπονδὴ στὴ μεγάλη του ἀγάπη.
Ἡ ψυχή του βιαζόταν νὰ συναντήσει τὸν Κύριο.
Πλησίαζαν στὴ Νικομήδεια. Ὁ Διομήδης παρακάλεσε τοὺς συνοδούς του στρατιῶτες νὰ σταματήσουν γιὰ  λίγο. Ἤθελε νὰ ἡσυχάσει κάπου μόνος του. Τὸν ἐμπιστεύθηκαν. Καὶ τοῦ ἔδωσαν τὴν ἄδεια. Καὶ τότε...
Ὁ Διομήδης ἀποσύρθηκε, γονάτισε στὸ χῶμα καὶ
μέσα στὴν ἡσυχία τῆς φύσεως ὕψωσε τὰ χέρια του στὸν  Κύριο καὶ Θεό μας καὶ ἀνέπεμψε δεήσεις γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ἐχθροὺς καὶ φίλους, πιστοὺς καὶ δημίους... Πόσο
θερμὲς θὰ ἦταν αὐτὲς οἱ δεήσεις! Καὶ πόσα ἄλλα μυστικὰ τῆς καρδιᾶς του σκιρτήματα δὲν θὰ ξεδίπλωσε τὴν   ἱερὴ αὐτὴ ὥρα σ’ Ἐκεῖνον, γιὰ τὸν ὁποῖο σὲ λίγο θὰ θυσιαζόταν!
Ἐντελῶς ὅμως ἀπροσδόκητα τὴν ὥρα ἐκείνη, τὴν ἱερὴ καὶ ἥσυχη, ὁ Κύριος θέλησε νὰ παραλάβει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀγαπητοῦ του δούλου. Τὸ κορμὶ τοῦ Διομήδη ἔγειρε
καὶ ἔπεσε νεκρὸ κάτω στὴ γῆ πρὶν προλάβουν στὴ Νικομήδεια οἱ δήμιοι νὰ τὸ ἐξουθενώσουν καὶ τὸ ἐξοντώσουν. Ὅταν οἱ φύλακες ἀντιλήφθηκαν τὸν θάνατο τοῦ θύματός  τους, φοβήθηκαν πιθανὴ τιμωρία τους ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. Γι’ αὐτὸ ἔσπευσαν καὶ  ἀποκεφάλισαν τὸν νεκρό. Τὴν ὥρα ἐκείνη θεία δίκη τοὺς τιμώρησε. Ἔχασαν ἀμέσως
τὸ φῶς τους. Ἔτσι μὲ πολλὴ δυσκολία, ταπεινωμένοι καὶ τυφλωμένοι, ἔφθασαν στὸν
Διοκλητιανὸ προσφέροντάς του τὴν κεφαλὴ τοῦ μάρτυρα.
Ὁ αὐτοκράτορας ἐξοργίστηκε καὶ διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ ἐπιστρέψουν πίσω καὶ
νὰ φέρουν καὶ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα τοῦ νεκροῦ Διομήδη. Πειθαρχώντας στὴν ἐντολὴ
τοῦ τυράννου ἔφυγαν οἱ στρατιῶτες γιὰ τὸν τόπο στὸν ὁποῖο εἶχε ἐκπνεύσει ὁ Διομήδης. Τὴν ὥρα ποὺ ἔσκυβαν καὶ τοποθετοῦσαν τὴν κεφαλὴ τοῦ Μάρτυρα στὸ ὑπόλοιπο σῶμα του, ἔγινε θαῦμα ἀνέλπιστο. Οἱ τυφλοὶ ἀνέβλεψαν!
Χαρὰ ἀνεκλάλητη πλημμύρισε ὅλους! Οἱ σκληροὶ στρατιῶτες πίστεψαν ἀμέσως
στὸν Χριστό. Φωτίστηκαν μὲ τὸ φῶς τῆς Ἀλήθειας καὶ ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν ψυχή τους
τὸ σκότος «τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων». Καὶ διαλάλησαν σὲ ὅλους τὴ δύναμη τῆς θρη-
σκείας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζί τους καὶ ἕνα πλῆθος εἰδωλολατρῶν ἄφηνε
τὴν ψεύτικη θρησκεία τους καὶ ἔπαιρνε τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου. Ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν
μεγαλυνόταν καὶ δοξαζόταν. Τὰ τεχνάσματα τῶν πολεμίων τοῦ Χριστοῦ διαλύονταν.
Στὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Μάρτυρα διακόνησε μία εὐσεβὴς καὶ εὐγενὴς κυρία, ἡ Πετρωνία, τὴν ὁποία εἶχε εὐεργετήσει ὁ Διομήδης μὲ θαῦμα σὲ προσωπική της ἀσθένεια...
❁ ❁ ❁
Διομήδης ὁ ἰατρός, ὁ πιστός!
Μᾶς συγκινεῖ μὲ τὴ ζωή του. Καὶ μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἀσκεῖ τὸ ἐπάγγελμά του μὲ τιμιότητα καὶ ἀγάπη καὶ ζεῖ μέσα στὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου γίνεται ἀξιαγάπητος καὶ ζηλευτὸς καὶ ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐὰν δὲ  καὶ θυσιασθεῖ γι’ Αὐτόν, γίνεται πρότυπο ἰσχυρὸ γιὰ ὅλες τὶς χριστιανικὲς γενεὲς τῶν  ἀνθρώπων. Ο ΣΩΤΗΡ2050

27 Αυγούστου, 2019

Εορτασμός Πατροκοσμά και επιμνημόσυνη δέηση για τους αναπαυόμενους στο Β΄ Κοιμητήριο Σπάρτης

Το Σάββατο 24 Αυγούστου 2019 η Εκκλησία μας τίμησε τη μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού και στη Σπάρτη πανηγύρισε ο περικαλλής φερώνυμος Ιερός Ναός του Β΄ Κοιμητηρίου.
Το απόγευμα της παραμονής τελέσθηκε ο πανηγυρικός Αρχιερατικός Εσπερινός μετ’ αρτοκλασίας χοροστατούντος του Παναγιωτάτου Μητροπολίτη μας κ. Ευσταθίου και με τη συμμετοχή αρκετών κληρικών από την ευρύτερη περιοχή.
Για τον βίο και τις διδαχές του Αγίου μίλησε ο Πρωτοδιάκονος της Ιεράς Μητροπόλεώς μας π. Ραφαήλ Τσάλτας.
Εν συνεχεία, προπορευομένης της Φιλαρμονικής του Δ. Σπάρτης, των Ιερών λαβάρων και του Ιερού Ευαγγελίου, πραγματοποιήθηκε, συνοδεία πλήθους πιστών, η καθιερωμένη λιτάνευση της Ιερής Εικόνας του Αγίου στο χώρο του Κοιμητηρίου, όπου ο σεπτός Ποιμενάρχης μας τέλεσε επιμνημόσυνη δέηση για τους αναπαυόμενους εκεί από την έναρξη της λειτουργίας του μέχρι σήμερα.
Κατακλείοντας τη θρησκευτική τελετή, ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης μας μίλησε για ένα από τα κηρύγματα του Πατροκοσμά, που αναφερόταν στους κεκοιμημένους αδελφούς μας χαρακτηρίζόντάς τους ως τους καλύτερους δασκάλους μας, αφού η μνήμη τους συντελεί στην συνειδητοποίηση του εφήμερου της επίγειας ζωής και μας ωθεί σε κατάλληλη χριστιανική προετοιμασία, για την μετάβασή μας στην Ουράνια Βασιλεία. Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο σεπτός Ποιμενάρχης μας συνεχάρη τον απερχόμενο Δήμαρχο Δ. Σπάρτης κ. Ευάγγελο Βαλιώτη και το Δημοτικό Συμβούλιο, για την φροντίδα που παρείχαν όλα τα χρόνια της θητείας τους στο Κοιμητήριο, όπως και την Φιλαρμονική με τον μαέστρο της κ. Σαράντο Κανελλάκο, που δίνει πάντα ξεχωριστό χρώμα στην λιτανεία.
Ιδιαίτερα θετική εντύπωση στη θρησκευτική τελετή έκαναν οι νέοι και τα παιδιά που συνόδευσαν την εικόνα του Αγίου Κοσμά φορώντας παραδοσιακές στολές. Την κυριώνυμη ημέρα της εορτής τελέσθηκε η πανηγυρική Θεία Λειτουργία μετ΄ αρτοκλασίας και θείου κηρύγματος.