03 Οκτωβρίου, 2018

Ὁ Ἱερὸς Ναὸς Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀπιδιᾶς - Λακωνίας


  Νικολάου Ι. Κουφοῦ, Ἐκπαιδευτικοῦ - συγγραφέα .

Οταν τὰ βήματά σου σὲ φέρουν πλησίον τοῦ Ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτό- κου Ἀπιδιᾶς, προαισθάνεσαι τὴν ἱερότητα τοῦ χώρου, ποὺ διαφυλάσσει ἐντός τοῦ κύκλου τῶν κυπαρισσιῶν, τὸ ἐπιβλητικὸ Βυζαντινὸ χριστιανικὸ μνημεῖο. 
Ἂν κοιτάξεις πρὸς τὰ νοτιοανατολικά τοῦ οἰκισμοῦ, ὅπου τό πεδίο εἶναι ἀνοικτό, θὰ διακρίνεις ἀμέσως τὴν καρπερὴ γῆ, ποὺ ἔθρεφε ἀπὸ τοὺς προϊστορικοὺς ἀκόμα χρόνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴν κατοικοῦσαν καὶ ἂν γνωρίζεις τὴν εὐρύτερη Λακωνικὴ περιοχή, θὰ ἐννοήσεις ὅτι ἐδῶ ἔφτανε κάποτε ἀπὸ τὸν νότο καὶ τὴν περίδοξη Μονεμβασία, μιὰ ὑλικὴ καὶ πνευματικὴ εὐεργεσία. Εἰσερχόμενος στὸν Ἱερὸ Ναό, ἀντικρίζεις πάνω στὸ μαρμάρινο τέμπλο τὴν Ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ τῶν βυζαντινῶν προγόνων, οἱ ὁποῖοι κατόρθωσαν νὰ παραμένουν ἀνάμεσά μας, ἀφοῦ ἡ τέχνη τους, «ἐπιβάλλει τὴν σφραγίδα τῆς αἰωνιότητος». 
 Ἐκ τῶν Βυζαντινῶν Ἀπιδεῶν, θὰ μᾶς ἔλεγε ὁ σπουδαιότερος ἐρευνητὴς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχιτεκτονικῆς καὶ Ἀκαδημαϊκός, Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος (1887 – 1979 ), προέρχεται αὐτὴ ἡ μεγάλη παλαιὰ βασιλική, ἡ ὁποία – κατὰ τὸν ἴδιο – μαζὶ μὲ ἄλλες δύο, (τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου τῆς Ζαραφώνας καὶ τὸν Ἅγιο Γεώργιο τοῦ κάστρου τοῦ Γερακίου), ἀνήκουν στὸν τύπο τῶν Ἀνατολιζουσῶν Βασιλικῶν τῆς Λακωνίας. Τὰ ἀρχιτεκτονικὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ αὐτὲς διαθέτουν καὶ τὶς κατατάσσουν σ’ αὐτὴ τὴν κατηγορία εἶναι: 
« 1) μεγάλη κυκλοτερὴς ἁψὶς τοῦ ἱεροῦ, 
2) πεσσοὶ ἀντὶ κιόνων, 
3) ὑψηλοὶ κυλινδρικοὶ θόλοι ὑπὸ μίαν στεγαζόμενοι στέγην, 
4) τυφλαὶ ἁψίδες ἐπὶ τῶν τοίχων καὶ 
5) ὀλίγα, στενὰ καὶ ὑψηλὰ τοποθετημένα παράθυρα εἶναι λίαν μὲν ἀσυνήθη ἐν Ἑλλάδι, κοινότατα ὅμως εἰς τοὺς ναοὺς τῆς Ἀνατολῆς (ὀροπέδιον Ἀνατολίας, Μεσοποταμίαν κλπ.)», (Ὀρλάνδος Ἀν., Ἀνατολίζουσαι Βασιλικαὶ τῆς Λακωνίας, ΕΕΒΣ, τ. Δ΄, 1929, σ. 345). 

Ἐντύπωση ἀρχικὰ προξενεῖ στὸν ἐπισκέπτη τοῦ ναοῦ, ἡ ἐναλλαγὴ πεσσῶν καὶ λεπτῶν μαρμάρινων κιόνων οἱ ὁποῖοι διαχωρίζουν τὰ τρία κλίτη του. Σύμφωνα μὲ τὸν πρῶτο μελετητή τους, Ὀρλάνδο, οἱ κίονες προέρχονται ἀπὸ τὴν πρώτη οἰκοδομικὴ περίοδο τοῦ ναοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ὑπῆρχαν τοξοστοιχίες ἀντὶ τῶν πεσοστοιχιῶν καὶ ἡ ὀροφὴ ἦταν ξύλινη καὶ ὄχι θολωτή, ὅπως εἶναι σήμερα. Οἱ κίονες, ἑπτὰ ἀνὰ σειρά, φέρουν κομψὰ ἰωνικὰ κιονόκρανα καὶ πάνω σ’ αὐτὰ ὑπάρχουν ἐπιθήματα «ἐκ τοῦ αὐτοῦ μὲ τὸ κιονόκρανον λίθου εἰργασμένα, κοσμούμενα δὲ διὰ φύλλων ὑδροβίων φυτῶν. Εἶναι λοιπὸν πιθανώτατα τὰ κιονόκρανα ταῦτα τῶν μεταξύ τοῦ 5ου καὶ τοῦ 9ου μ. Χ. αἰῶνος χρόνων, εἰς οὕς πρέπει νὰ ἀναχθῆ καὶ ἡ ἵδρυσις τῆς ὅλης βασιλικῆς », (ὄπ. π., σ. 347 ). Στὴ δεύτερη οἰκοδομικὴ φάση τοῦ ναοῦ, - κατὰ μίμηση πιθανῶς τῆς βασιλικῆς της Ζαραφῶνος, ὅπως ἐκτιμᾶ ὁ Ὀρλάνδος), ἀντικαταστάθηκε ἡ ξύλινη στέγη διὰ θόλου, ὁ ὁποῖος ἀπαιτοῦσε ἰσχυρὰ στηρίγματα καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ κατασκευάστηκαν οἱ τέσσερις ἀνὰ σειρὰ πεσσοὶ ποὺ βλέπουμε σήμερα, μὲ τὴν ἐφαρμογὴ μιᾶς ἔξυπνης ἀρχιτεκτονικῆς λύσης. Οἱ πεσσοὶ τοποθετή- θηκαν σὲ διπλάσια ἀπόσταση ἀπὸ ὅ,τι ἦταν οἱ κίονες καὶ ἐνσωμάτωσαν ἐν μέρει τοὺς κίονες μὲ τοὺς ὁποίους συνέπιπταν, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι κίονες τοῦ ναοῦ παρέμειναν ἀνέπαφοι στὴ θέση τους, ἐμπλουτίζοντας ἔτσι τὸν ἀρχιτεκτονικὸ διάκοσμό του καὶ διασώζοντας τὴν ἱστορία του. 
Στὴ δεύτερη περίοδο τοῦ ναοῦ, ἀνήκει κατὰ τὸν Ὀρλάνδο καὶ τὸ περίτεχνο μαρμάρινο τέμπλο, τὸ ὁποῖο ὅπως σημειώνει «διετηρήθη ὡς ἐκ θαύματος ἀκέραιον καὶ ἀβλαβὲς», τοποθετούμενο δὲ χρονικὰ στὸν 11ο αἰώνα. Τὸ τέμπλο σχηματίζεται ἀπὸ μιὰ κιονοστοιχία ἐπὶ τῆς ὁποίας ὑπάρχει ἐλαφρὸ ἐπιστύλιο. Τὰ διαστήματα μεταξύ τῶν κιόνων, φράσσονται στὸ κάτω μέρος διὰ θωρακείων, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μένουν ἐλεύθερα, γιὰ νὰ σχηματίσουν τὴν Ὡραία πύλη καὶ τὶς πύλες τῆς προθέσεως καὶ τοῦ διακονικοῦ. 

Τὸ ἐπιστύλιο ποὺ συν- δέει τοὺς κίονες ἔχει ὕψος 2,35 – 2,40 μ. καὶ ἡ κεκλιμένη ἐμπρόσθια ἐπιφάνειά του, φέρει συνεχὲς κόσμημα, ἀπὸ ἡμισφαιρικὰ προεξέχοντα κομβία ποὺ στὸ κεντρικὸ κλί- τος, ἔχουν τὴ μορφὴ ροδάκων, σταυρῶν ἢ πυροστροβίλων. Ὁ διάκοσμος τώρα ἀνάμεσα στὰ κομβία, ποικίλει ἀπὸ κλίτος σὲ κλίτος (συριακοὶ τροχοί, τρίφυλλα, ἀνθέμια κ.α. ). 
Τὸ ἐντυπωσιακότερο ὅμως τμῆμα τοῦ τέμπλου τῆς Ἀπιδιᾶς, εἶναι ἀσφαλῶς τὰ θωράκια, ἐκ τῶν ὁποίων σώζονται ἀκέραια, μόνο αὐτὰ τοῦ μεσαίου κλίτους. «Ὅλη ἡ ἐπιφάνεια τοῦ θωρακείου ὡς καὶ ἡ τοῦ στέφοντος αὐτὸ λοξοτμήτου γείσου καλύπτεται διὰ κοσμημάτων. Καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ γείσου ἔχομεν τὸν συνήθη ἑλικοειδῆ βλαστὸν μετὰ τοῦ ἀνακαμπτομένου ἀνθεμίου, ἐπὶ δὲ τῆς πλακὸς τοῦ θωρακείου ἔχομεν ἕν ἐπίμηκες ὀρθογώνιον κοσμούμενον διὰ μικροτέρων ὀρθογωνίων συμπλεκομένων διὰ κόμβων. Ἐντός τῶν μικρῶν ὀρθογωνίων ἐτέθησαν ἐσχηματοποιημένα φύλλα διευθυνόμενα ἐναλλὰξ πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τ’ ἀριστερά. Τὸ ἐσωτερικὸν μέγα ὀρθογώνιον περιβάλλει εὐρὺ πλαίσιον κοσμηθὲν καὶ αὐτὸ δι’ ὁλοκλήρων ἀνθεμίων ἐντὸς ἕλικος», (Ὀρλάνδος, Ἐκ τῶν Βυζαντινῶν Ἀπιδεῶν, ΑΒΜΕ, τ. Α΄, 1935, σ. 129 ). Ἄξια μνείας εἶναι καὶ δύο ἄλλα γλυπτὰ τεμάχια ποὺ ὑπάρχουν στὸν ναὸ τῆς Κοιμή- σεως τῆς Θεοτόκου στὴν Ἀπιδιὰ• τὸ ἕνα εἶναι μαρμάρινο ἐπιστύλιο, ἐντοιχισμένο ἄνωθεν τῆς νοτίου θύρας τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ, προερχόμενο κατὰ πληροφορίες τῶν κατοίκων ἀπὸ τὸν ναὸ Ἁγίας Τριάδος Ἀπιδιᾶς. Ὁ Ὀρλάνδος, τὸ χρονολογεῖ ἀπὸ τέλους τοῦ 13ου αἰῶνος καὶ σημειώνει ὅτι τὸ κόσμημά του (κύκλοι συνενούμενοι διὰ κόμβων, μὲ τὸ ἐσωτερικό τους πληρούμενο ἀπὸ διπλὸ ἀνακαμπτόμενο ἡμιανθέμιο), εἶναι πανομοιότυπο μὲ τὸ ἐπὶ τοῦ τέμπλου τῆς Πόρτα Παναγιᾶς, ὁμοίως ἐπιπεδόγλυφο κόσμημα. Ὁ ναὸς τῆς Πόρτα – Παναγιᾶς στὴν Πύλη Τρικάλων, ἦταν ἄλλοτε Καθολικὸ Μονῆς, ἱδρυμένης κατὰ τὸ ἔτος 1283 καὶ τὸ μαρμάρινο τέμπλο του ἀποκαταστάθηκε, (ὕστερα ἀπὸ πυρκαγιὰ τὸ 1855), ἀπὸ τὸν Ἀναστάσιο Ὀρλάνδο. Τὸ δεύτερο γλυπτό, εἶναι τρία τμήματα μίας «πλουσίως διακεκοσμημένης σαρκο- φάγου», τα ὁποῖα ἔχουν ἐντοιχιστεῖ στὸ κωδωνοστάσιο τοῦ ναοῦ, ποὺ εἶναι νεότερης κατασκευῆς. Ἡ «ἐξ ὑποκυάνου μαρμάρου» σαρκοφάγος, εὑρισκόταν ἐντός τοῦ ναοῦ, στὸ βόρειο κλίτος καὶ ἔφερε ἀνάγλυφο δια- κόσμηση ἐξ ἑνὸς σταυροῦ ἐπὶ βαθμιδωτοῦ ὑποβάθρου καὶ ἑκατέρωθεν αὐτοῦ ἐκ δύο πλεγμάτων ἐγγεγραμμένων ἐντὸς κύκλων. Ἀπὸ τὸν Ὀρλάνδο χαρακτηρίζεται ὡς ἔργο σύγχρονο τοῦ τέμπλου τοῦ ναοῦ καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ πολυτελεῖς μαρμαροκατασκευές, ὑποδηλώνουν κατὰ τὸν ἴδιο, αὐτοκρατορικὴ δωρεὰ ἐκ μέρους τοῦ μεγάλου εὐεργέτου τῆς Μονεμβασίας Ἀνδρονίκου Β΄ τοῦ Παλαι- ολόγου (1282 – 1328). Οἱ αἰῶνες ὅμως ποὺ βαραίνουν τὸ κηρυγμένο ἀπὸ τὸ ἔτος 1962, ἱστορικὸ διατηρητέο μνημεῖο τρίκλιτης θολοσκέπαστης Βασιλικῆς καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ἀντιπροσωπευτικὰ δείγματα Ἀνατολίζουσας Βασιλικῆς τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου, ἔχουν ἐπιφέρει ἀνησυχητικὲς ρωγμὲς στὰ τοιχία του, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι δίκαιο τό πάνδημο αἴτημα ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Συμβούλιο τοῦ Ἐνοριακοῦ Ναοῦ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἀπιδιᾶς, γιὰ ἄμεση χρηματοδό- τηση τοῦ ἔργου, ἀπὸ τοὺς ἁρμόδιους φορεῖς.
ΠΕΡ.''ΟΣΙΟΣ  ΝΙΚΩΝ΄΄ 202

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου