04 Φεβρουαρίου, 2019

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΟΚΙΜΟΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ?


Στὶς στρατιωτικὲς Σχολὲς καὶ σ’ ὅλες τὶς παραπλήσιες οἱ ὑποψήφιοι ἀξιωματικοὶ ὀνομάζονται 
δόκιμοι, διότι κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα
τῶν σπουδῶν τους δοκιμάζονται, 
ἐκπαιδεύονται κι ὅταν τελειώσει ἐπιτυχῶς
ἡ δοκιμασία τους, προάγονται καὶ 
γίνονται ἀξιωματικοί. Ἐπίσης δόκιμοι 
ὀνομάζονται ὅσοι πηγαίνουν νὰ γίνουν
μοναχοί. Διότι κι αὐτοὶ δοκιμάζονται
στὸ Μοναστήρι, πρὶν γίνει ἡ μοναχικὴ
κουρά τους.
Αὐτὲς οἱ ὡραῖες εἰκόνες τῆς δοκιμῆς,
τῆς ἐκπαιδεύσεως, τῶν ἐξετάσεων γιὰ
τὴν προαγωγὴ σὲ ἀνώτερη θέση 
χρησιμοποιοῦνται καὶ στὴν Ἁγία Γραφή.
Σὲ πολλὰ χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης
χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη «δόκιμος», γιὰ
νὰ δηλώσει αὐτὸν ποὺ δοκιμάζεται
καὶ ἀποδεικνύεται ἄξιος. Ἄραγε στοὺς
πνευματικοὺς ἀγῶνες καὶ στὰ 
πνευματικὰ παλαίσματα ποιοὶ εἶναι δόκιμοι
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ποιοὶ κρίνονται 
ἄξιοι; Τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα ποιὰ
πρόσωπα εἶναι κατάλληλα νὰ τὰ 
λαμβάνουν;
Ὡραιότατη ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα
δίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος
γράφει στὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπι-
στολή του: «Οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν 
συνιστῶν, ἐκεῖνός ἐστι δόκιμος, ἀλλ’ ὃν ὁ
Κύριος συνίστησιν» (Β΄ Κορ. ι΄ 18).
Σύμφωνα μὲ τὸν ὁρισμὸ τοῦ θείου
Παύλου δόκιμος δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ
αὐτοθαυμάζεται ὡς δίκαιος ἢ 
αὐτοσυσταίνεται στοὺς ἄλλους ὡς ἐνάρετος,
ἀλλ’ ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὰ ἔργα 
εὐλογεῖ ὁ Θεὸς καὶ παρέχει κάθε 
εὐδοκίμηση στὴ διακονία του.
Αὐτὸς ποὺ αὐτοθαυμάζεται ὡς 
δίκαιος ἢ αὐτοσυσταίνεται στοὺς ἄλλους ὡς
ἐνάρετος, δὲν καλλιεργεῖ ταπεινὸ 
φρόνημα, δὲν ἔχει αὐτογνωσία, δὲν ἔχει
συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του,
δημιουργεῖ ψεύτικη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό
του. Ἑπομένως δὲν εἶναι δόκιμος 
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἀδόκιμος. Κι ὄχι
μόνο ἀδόκιμος ἀλλὰ καὶ βδελυκτός. 
Διότι ἐκεῖνο ποὺ ἐμεῖς παρουσιάζουμε
στοὺς ἀνθρώπους ὡς ὑψηλὸ καὶ ἄξιο
τιμῆς, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι 
βδέλυγμα καὶ ἀηδία. «Τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ», μᾶς
εἶπε ὁ Κύριος (Λκ. ις΄ 15). 
Τὴν ὑπερηφάνεια ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι τὴν 
ἀποστρέφεται ὁ ἅγιος Θεός. Θεωρεῖ τοὺς 
ψηλοκάρδιους ἀκάθαρτους (Παρ. ις΄ 5).
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὺς ποὺ
αὐτοπροβάλλονται, τοὺς κρατοῦν σὲ
ἀπόσταση. Ὅταν τοὺς βλέπουν νὰ 
επιδεικνύονται, νὰ ἀρέσκονται στοὺς 
επαίνους καὶ στὰ χειροκροτήματα, δὲν
τοὺς ἔχουν σὲ ὑπόληψη. Βέβαια οἱ 
ἄνθρωποι δὲν εἶναι παντογνῶστες, γιὰ νὰ
γνωρίζουν τὰ βαθύτερα κίνητρά τους,
τὰ βάθη τῶν καρδιῶν μας. Ἐὰν λόγου
χάριν ὑποκρίνονται, ὑπάρχουν 
πιθανότητες καὶ νὰ τοὺς ξεγελάσουν· νὰ
τοὺς ἐπιδοκιμάσουν, ἐνῶ δὲν τὸ 
ἀξίζουν. Ἀλλὰ τὸν καρδιογνώστη Θεὸ δὲν
πρόκειται ποτὲ νὰ τὸν ξεγελάσουν.
«Ἔγνω Κύριος τοὺς ὄντας αὐτοῦ» (Β΄
Τιμ. β΄ 19). Γνωρίζει ὁ Κύριος ποιοὶ εἶ-
ναι δικοί του καὶ ποιοὶ δὲν εἶναι, ποιοὶ
εἶναι δόκιμοι καὶ ποιοὶ ἀδόκιμοι.
Ποιὸς λοιπὸν εἶναι δόκιμος ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται μὲ 
φιλότιμο «τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως»
(Α΄ Τιμ. ς΄ 12)· αὐτὸς ποὺ ἐξαγνίζεται μὲ
τὰ ἁγιαστικὰ μέσα τῆς Χάριτος· αὐτὸς
ποὺ ὑπακούει στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ
ὑπομένει τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς 
θλίψεις. Αὐτὸς ποὺ ὁτιδήποτε καλὸ κάνει,
τὸ ἀποδίδει στὸν Θεό. «Οὐκ ἐγώ, ἀλλ’ ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί» (Α΄ Κορ. ιε΄
10). Αὐτὸς ποὺ βιώνει τὸν ἐσταυρωμένο
βίο. «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ
μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν 
Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. ς΄ 14). Αὐτὸς ποὺ
δὲν καυχιέται οὔτε γιὰ χρήματα, οὔτε
γιὰ κτήματα, οὔτε γιὰ ἀξιώματα, οὔτε
γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο διότι ἔχει
τὸν Χριστὸ στὴν καρδιά του. «Δόκιμος»
εἶναι αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ παρασταθεῖ
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς ἐπὶ τοῦ βήματος
τοῦ Χριστοῦ, ἔχοντας «ἀγαθὸν 
συνειδὸς καὶ βίον δόκιμον καὶ εὐδόκιμον».
Μᾶς κάνει ἐντύπωση ὅτι ὅπως οἱ 
υποψήφιοι ἀξιωματικοί, οἱ ὑποψήφιοι
μοναχοὶ ἢ ὁποιοιδήποτε ἄλλοι 
ὑποψήφιοι πρῶτα δοκιμάζονται καὶ κατόπιν
προάγονται καὶ λαμβάνουν τὰ 
ἀξιώματα, ἔτσι καὶ οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ 
πρῶτα δοκιμάζονται, γιὰ νὰ ἀποδείξουν
ἐπάνω στὰ πράγματα ἐὰν εἶναι ὄντως
ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος τοῦ 
Θεοῦ μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεὸς 
δοκιμάζει τοὺς δικούς του ἀνθρώπους. «Ὡς
χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν
αὐτούς» (Σ. Σολ. γ΄ 6). Τοὺς δοκιμάζει,
ὅπως δοκιμάζει ὁ χρυσοχόος τὸ 
χρυσάφι στὸ καμίνι.
Ἐὰν τοὺς δοκιμάσει καὶ ἀποδειχθοῦν
ἄξιοι, κατόπιν παρέχει συστάσεις γι’
αὐτοὺς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Παρέχει 
συστάσεις καὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, διότι εὐλο-
γεῖ τὰ ἔργα τους καὶ τὴ διακονία τους,
ἀλλὰ καὶ στὴν ἄλλη ζωή, διότι θὰ τοὺς
ἐπαινέσει δημοσίως ἐνώπιον τῶν ἀγγέ-
λων καὶ τῶν ἀνθρώπων λέγοντας: «Εὖ,
δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ!». «Δεῦτε οἱ 
εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου»! (Ματθ. κε΄
21, 34). Τότε ὁ ἔπαινος δὲν θὰ εἶναι ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς δόκιμος ἐν Χριστῷ
εἶναι ὑψηλὸς τίτλος τιμῆς, μαρτυρία
μεγάλης ἀρετῆς, «τῶν ἀγαθῶν 
κολοφών», σημειώνει ἀρχαῖος ἑρμηνευτής.
Πόσο ὡραῖο πράγμα εἶναι νὰ δίνουμε
καὶ στὰ πνευματικὰ καλὲς ἐξετάσεις!
Νὰ μὴν ἐκδηλώνουμε λοιπὸν τάσεις
προβολῆς καὶ ἐπιδείξεως, ἀλλὰ νὰ γι-
νόμαστε δόκιμοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, γιὰ
νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὴ
ζωὴ καὶ τὰ ἔργα μας, γιὰ νὰ βροῦμε ἔ-
λεος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ
νὰ ἀκούσουμε τὸν δίκαιο ἔπαινο τοῦ
Κυρίου μας!
Ο  ΣΩΤΗΡ 2037

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου