Ο μακαριστὸς π. Εὐσέβιος Βίττης γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βλάστη τῆς Πτολεμαΐδος
τοῦ Νομοῦ Κοζάνης τὴν 1 Ἀπριλίου τοῦ
ἔτους 1927. Ἀπεφοίτησε ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο
Πτολεμαΐδος μὲ βαθμὸ 20 ἄριστα. Εἶχε
καθηγητὴ τὸν ἀρχιμανδρίτη π. Ἀλέξανδρο
Γκανιάτσο, ὁ ὁποίος ἦταν τόσο στὸ σχολεῖο,
ὅσο καὶ στὸ φιλανθρωπικὸ καὶ
ἱεραποστολικὸ σωματεῖο, «Ὁ καλὸς Σαμαρείτης» καί ἐπέδρασε εὐεργετικὰ καὶ
διδακτικὰ στὴ ζωή του καὶ μάλιστα τὴ νεανική.
Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἔδωσε
εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ
Θεσσαλονίκης ὅπου εἰσήχθη πρῶτος καὶ συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ
Ἀθηνῶν, ὅπου καὶ ἀρίστευσε. Ἔμενε στὸ
Φοιτητικὸ Οἰκοτροφεῖο «Ἀπόστολος
Παῦλος» καὶ ἔζησε καὶ γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα καὶ στὴν Ἀδελφότητα Θεολόγων «Ἡ
Ζωή».
Μετὰ τὸ 1960 ἀνεχώρησε γιὰ τὴ Γαλλία
γιὰ σπουδὲς καὶ στὸ Παρίσι ἐργάστηκε συγχρόνως στὴν κοινότητα «Ἐμμαοὺς» τοῦ
γνωστοῦ ἀββᾶ Pierre μὲ πνεῦμα πολλῆς ταπεινοφροσύνης καὶ αὐτοθυσίας.
Στὴ συνέχεια μετέβη στὴ Σουηδία καὶ
ἔμενε σ’ ἕνα ἁπλὸ κελὶ τὸ ὁποῖο ἦταν καὶ
ἐργαστήριο ξυλουργικῆς.
Ἐκεῖ μελετοῦσε,
προσευχόταν, ζοῦσε πολὺ ταπεινά,
ἀσκητικά, καὶ μὲ τὴν τέχνη τοῦ ξυλουργοῦ
κέρδιζε τὸν ἐπιούσιο.
Τὰ χρόνια ἐκεῖνα τὸν
ἀνεκάλυψε σὲ ἐπίσκεψή του ὁ ἀείμνηστος
Ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων Ἀθηναγόρας
(Κοκκινάκης) καὶ τὸν χειροτόνησε κληρικό.
Στὴ Σουηδία παρέμεινε μέχρι τὸ 1980 καὶ
μετέπειτα ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα. Στὴ
Σουηδία ἵδρυσε τὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ
Ἁγίου Νικολάου στὸ Rattviκ, βόρεια τῆς
Στοκχόλμης κοντὰ σ’ ἕνα δάσος ὁπού ἐκεῖ
καὶ ἀσκήτευσε καὶ κυριολεκτικὰ εἶχε
ἀφιερωθεῖ στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὴν
κατὰ Θεὸν περισυλλογή, στὴ μελέτη καὶ τὴ
συγγραφή.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα, γιὰ ἕνα
μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἐγκαταστάθηκε
στὸ Ἅγιο Ὅρος, ἀλλὰ στὴ συνέχεια
ἀπεσύρθη στὸ Ἡσυχαστήριο πού ἵδρυσε
τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ματρώνης τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει, καὶ Ἱεροῦ
Χρυσοστόμου σὲ τοποθεσία στὸ βουνὸ
πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Φαιὰ Πέτρα τοῦ Σιδηροκάστρου.
Συχνὰ κατέβαινε στὸ Σιδηροκάστρο καὶ στὴ Φαιὰ Πέτρα γιὰ ὁμιλίες καὶ
ἐξομολόγηση.
Πλῆθος πιστῶν τὸν περίμενε
καὶ ἢ πνευματικὴ καθοδήγηση βοήθησε καὶ
στήριξε πολλοὺς συνανθρώπους μας.
Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικά τα λόγια
ἁπλῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ Φαιὰ Πέτρα,
τὰ ὁποία ἔγραψε στὴν ἐφημερίδα «Μακεδονία» τῆς 15ης Νοεμβρίου 2009, σελ. 25,
ὁ Φώτης Κουτσαμπάρης σὲ εἰδικὴ
ἀποστολή του στὸ
χωριό. Ἕνας κτηνοτρόφος ὁ Γιῶργος
Γραμματάκης εἶπε:
«Ἐὰν ἦταν ὅλοι οἱ
κληρικοὶ σὰν αὐτόν,
ὅλοι θὰ πίστευαν.
Βοηθοῦσε ὅλο τὸν
κόσμο. Ὅταν τοῦ
ἔφερναν διάφορα
πράγματα οἱ πιστοί,
ρωτοῦσε ποιὰ
οἰκογένεια ἔχει
ἀνάγκη καὶ τὰ προσέφερε. Ἐγὼ τὸν θεωρῶ ἅγιο».
Ὁ ἐργολάβος
οἰκοδομῶν ὁ ὁποίος ἔφτιαξε τὶς σόμπες στὸ
κελὶ τοῦ π. Εὐσεβίου εἶπε: «Δὲν περπατάει
πάνω στὴ γῆ τέτοιος ἄνθρωπος. Ἦταν
ἅγιος».
Ἕνα χρόνο πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του δοκιμάστηκε ἡ ὑγεία του καὶ πάνω στὴ δοκιμασία του καὶ πάλι φανερώθηκε ἡ ἀρετή
του.
Ὅπως βεβαίωσε, σὲ ἐκπομπὴ τῆς κ.
Ζωῆς Πλιάκου τοῦ Ρ/Σ τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος στὶς 6 Δεκεμβρίου 2009, πού εἶχε
ἀφιέρωμα γιὰ τὸν γέροντα, ὁ καθηγητὴς
τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης κ. Βρεττός, ὁ ἀείμνηστος
πονοῦσε, ἀλλὰ ὑπέμενε καὶ δὲν ἔλεγε τίποτα, βίωνε αὐτὰ
πού ἔγραφε στὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Ἰὼβ
καὶ ἦταν περισσότερο προσανατολισμένος πρὸς τὸν
οὐρανὸ παρὰ πρὸς
τὴ γῆ.
Ὅλοι στὸ
νοσοκομεῖο ἔλεγαν
-
«Τί ἄνθρωπος εἶναι
αὐτός!».
Κοιμήθηκε σὲ
ἡλικία 82 ἐτῶν καὶ ἡ
ἐξόδιος ἀκολουθία
ἔγινε τὴν
Παρασκευὴ 6 Νοεμβρίου 2009 στὸν Ἱερό Ναὸ τῆς Κοιμήσεως
τῆς Θεοτόκου Σταυρουπόλεως Θεσσαλονίκης μὲ τὴ συμμετοχὴ Μητροπολιτῶν,
κληρικῶν καὶ πλήθους κόσμου παρ’ ὅτι δὲν
ἔγινε καμμία γνωστοποίηση.
Ἡ ταφὴ του
ἔγινε στὴ Φαιὰ Πέτρα δίπλα στὸ κελί του,
ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ἐπετράπη ἡ παρουσία γυναικῶν, γιατί ὁ γέροντας τὸ
Ἡσυχαστήριο του τὸ εἶχε ἄβατον.
Μία πορεία πιστῶν χριστιανῶν ἐπὶ μία ὥρα
ἀνέβαινε τὸ βουνὸ, γιὰ νὰ τιμήσει καὶ νὰ
προσκυνήσει τὸ λείψανο τοῦ ἀοιδίμου γέροντος Εὐσεβίου.
Ἡ συγγραφική του παραγωγὴ ὑπῆρξε σημαντική. Παραθέτουμε τὰ κυριώτερα ἔργα
του:
-«Ἀναβάσεις», ἔκδ. «Ἡ Ἔλαφος», α. χρ.
-«Εἰς ὕψος νοητόν», ἔκδ. «Ἀπ. Διακονία»
(1981).
-«Κοινωνικὲς διαστάσεις τῆς ὀρθόδοξης
πνευματικότητας», ἔκδ. Ί. Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου (1983).
-«Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος»,
ἔκδ. «Ἡ Ἔλαφος» (1984).
-«Ἀγαλλίαμα τῆς καρδίας», ἔκδ. Ἱ. Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου (1985).
-«Ἡδονὴ - Ὀδύνη, ὁ διπλὸς καρπὸς τῶν
αἰσθήσεων», ἔκδ. «Ἀκρίτας» (1990).
-«Μικρὴ Φιλοκαλία», ἔκδ. «Ἀπ. Διακονία»
(1992).
-«Ἡ Ἐκκλησία μου κι ἐγώ», ἔκδ. «Ὀρθόδοξος
Κυψέλη» (1996).
-«Ὁμιλίες πνευματικῆς οἰκοδομῆς στὴν
Ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ
Ἰωάννου», ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»,
τόμος Γ’ (1997).
Ἐκτός ἀπὸ τὰ συγγράμματα αὐτά, ὁ π.
Εὐσέβιος μετέφρασε ἀπὸ τὰ Σουηδικὰ
ἀρκετὰ ἔργα. Τὰ σπουδαιότερα εἶναι τὰ βιβλία τοῦ Τitο Colliander, «Ὁ δρόμος τῶν
ἀσκητῶν» καὶ τὸ ἡμερολόγιο τοῦ Dr. Hammarskjold γενικοῦ γραμματέα τοῦ ΟΗΕ μὲ
τὸν τίτλο: «Δεῖχτες Πορείας».
Ἐκεῖνο ὅμως
πού ἐντυπωσιάζει ἐξ ἐπόψεως συγγραφικῆς
καὶ συνάμα ποιμαντικῆς εἶναι ἡ πληθώρα
τῶν ἐπιστολῶν του. Ὡς ἄλλος Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του
ἔλαβε τὸν τίτλο τοῦ λογίου πατρὸς τῆς
Ἐκκλησίας, ἔγραφε περὶ τὶς 2.500 ἐπιστολὲς
τὸ χρόνο.
Διδαχές:
“Ἡ προσωπικὴ πρόοδος τῆς
ἀγάπης μέσα μας θὰ μᾶς συνδέει περισσότερο μὲ τοὺς πιστοὺς καὶ ἀγαπητοὺς
ἀδελφούς μας, ὥστε «ἐν χαρᾷ ἀλλήλους
(νὰ) περιπτυσσώμεθα», ἀλλά καὶ νὰ
μποροῦμε νὰ λέμε καὶ «τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς
συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει». Θρονιάζοντας μέσα μας μόνιμα τὴν ἀγάπη αὐτὴ
«οὐδέποτε ἐκπίπτει», δὲν ξεπέφτει ποτέ,
ἀλλά μένει γιὰ πάντα καὶ στὸν παρόντα
αἰώνα καὶ στὴν αἰωνιότητα.”
“Τὸ στομάχι καὶ τὸ πουγγὶ τοῦ μοναχοῦ πρέπει νὰ εἶναι ἄδεια. Τὰ μόνα πού κατόρθωσα.
ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΩΝ 194
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου