του κ.Φωτη Κοντογλου
Ας είναι δοξασμένος ο Θεος που βρέθηκα παλι σ΄ενα βουνο μακρυνο και ξεχασμενο, κοντα στην αγαπημενη μου θαλασσα. Τι ευτυχια να ειναι κανενας ξεχασμένος !
Να βρισκεται μακρυα απο την κοινωνια, απο τα διχτυα της κακιας , απο τη ψευτικη εκτιμηση κι΄ απο ολο αυτο το μπερδεμενο συστημα , που κανει τον ανθρωπο να νοιωθει πως ειναι δεμενος με σκοινια και μ΄ αλυσιδες , και να καταλαβαινη τον εαυτο του λευτερον απο χιλιες δυό σκλαβιές !
Το μυαλο μου ξαστερωσε. Η καρδια μου ησύχασε, ειρήνεψε. Γλυτωσε οχι μοναχα απο την κακία , αλλα κι΄ απο την εκτιμηση που δειχνουνε οι ανθρωποι σε μενα.
Ολα αυτα ειναι δυστυχιες και εγνοιες ματαιες. Ριξε τα απο πανω σου , να ξελαφρωσεις , να κανη φτερα η καρδια σου , να πεταξη χαρουμενη , σαν τον βλογημενο γλαρο που πετα απανω απο το πελαγο.
Μητε τον ξερει κανενας, μητε τον γνοιαζεται κανενας , μητε τον οχτρευεται κανενας , μητε τον ζηλοφθονει , μητε τον εχτιμα κανενας.
Κατεβαινω απο μιά ρεματια και βρίσκουμαι στην αγρια θαλασσοβραχιά, μπροστά στην φουρτουνιασμενη θάλασσα.
Δεν φαινεται μηδε ισκιος απο ανθρωπο ! Η θαλασσα βογκά , αναταραγμένη απο τον φρεσκον βορια , που γεμιζει με αρμύρα τον αγέρα.
Μπροστα μου στέκουνται οι μαυροι βράχοι,σαν να με περιμένουνε. μαυροι και γυαλιστεροι, βουβοι , γεματοι ανεξιχνιαστο μυστηριο.
Ηρθε παλι το καλοκαιρι και χαίρουμαι που ηρθα να τους ξανα'ι'δώ αυτους τους πιστους φιλους μου , που δεν τους συλλογιζεται κανενας , γιατι κανένας δεν καταλαβαινει την βουβη γλώσσα τους.
Ο φουρτουνιασμενος αγέρας σηκωνει αφρισμενες θαλασσες και τους λουζει .
Η αρμυρή δροσιά που σκορπα ολογυρα , με κανει ν΄ανατριχιαζω.
Ω ! μαύροι βραχοι, με την σκληρη καρδιά που βρισκεται βαθειά μεσα στ΄ατσαλένια κορμιά σας , παλι σας βλέπω και χαίρουμαι.
Εσεις ήσαστε ακαταλυτοι, αφου στεκοσαστε ασαλευτοι απο χιλιαδες χρονια, απο τον καιρο του Οδυσσέα, ενω εγω ειμαι ενα πλασμα λιγόζωο, ενα τιποτενιο φυκι που κολλα απάνω σας και ξεφτιζεται και χάνεται.
Σας βλεπω και χαίρουμαι , σαν να μην ήλπιζα να σας ξαναβρω εκει που σας αφησα πέρσι , οπως δεν σας ξαναείδανε τοσες άλλες ψυχες που φυγανε στο μεταξυ απο τουτον τον κοσμο.
Παιρνω κουράγιο, βλέποντας τη γεροσυνη και την ακαταλυτη παλληκαρια σας.
Απάνω σας χυμίζουνε οι θαλασσες μερα- νυχτα ,αναιώνια, χιλιαδες χρονια,αιωνες αιώνων.
Ωστοσο , σαν νάσαστε ο εαυτος μου, απο περσι που σας αποχαιρετησα, μπόρες και φουρτουνες με δειρανε και μενα, μα εζησα και ηρθα παλι κοντά σας, και χαίρουμαι που σας ξαναβρισκω ασάλευτους , υστερ΄απο τις ανεμοζαλες του χειμώνα.
Τωρα ο καλοκαιριάτικος αγέρας ειναι ημερος κ΄οι θαλασσες που σηκωνει ειναι πρασινωπες και δροσερες, κ΄ οι άσπροι αφροι τους σαν να στεφανώνουνε με άνθια τα μαυρα κεφάλια σας.
Οι γλαροι πετάνε απο πανω σας με τα σπαθωτα φτερα τους , κυττάζοντας μακρυά κατά το ανοιχτό πέλαγο με το δυνατο ματι τους.
Η στερια ειναι απόγκρεμνη, και μεσα στις νεροφαγές φαίνουνται κοκκινα χωματα ,σαν να τρέχη αιμα μεσα τους. Απο τους γκρεμνούς που στεκουνται αποπάνω απο την ακροθαλασσιά, κρέμουνται άγρια δεντρα, στριφογυρισμένα απο τον άνεμο,
πρινοι, σκοίνοι, ρουπάκια κι΄ αλλα σκληρα φυτουργήματα.
Ο αχός της θαλασσας αντιλαλεί απάνου στα τσακισμένα βράχια της στεριάς και μέσα στις σπηλιές και στις νεροφαγιές. Παραμέσα , περα μακρυά , φαίνεται η κορφή του μεγάλου βουνού , με δυό μύτες απο σταχτύ μαρμαρο.
Πιο κοντα ξεμυτίζει ενα άλλο μικρότερο βουνο,δασωμένο και μαυριδερο. Αποπάνω του κόβουνε βόλτες δυό αητοί, μεμεγαλοπρέπεια,αργά,γεμάτοι μυστηριο.
Κάθουμαι απανω σε μιά πετρα κάμποση ωρα , μασώντας ενα κλαρακι απο σκοίνο. Υστερα,παιρνω τον ανηφορο κι΄ανεβαινω στην απόγκρεμνη στεριά. Οι πετρες και τα χωματα κατρακυλουνε κατ΄απο τα ποδαρια μου.
Ο λόγγος της θαλασσας σβηνει σιγά-σιγά απο τ΄αυτιά μου, ως που φτάνω σ΄ένα μερος που δεν ακουγεται ολοτελα.
Εκει βρισκεται ενα ρημοκκλήσι της αγιάς Παρασκευής, κοντά σε μιά ρεματιά . Μερος ερημο κ΄ ησυχο.
Γυρω ειναι φυτρωμενες πεύκες, σκοίνοι , κυπαρίσσια και πολλα χαμόκλαδα , θυμαρι , ριγανη ,λουμίνια , ασπάλαθροι , κουνούκλες , κι΄άλλα.
Μολις , μπης μεσα σ΄ενα τετοιο ρημοκκλήσι , ειρηνευει η καρδιά σου , και λες : '' Ως αγαπητά τα σκηνώματα σου , Κυριε των δυναμεων Επιποθει και εκλείπει η ψυχη μου εις τας αυλάς του Κυριου μου. Η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επι Θεον ζώντα ''.
Απο τους τοιχους , απο το χωμα , απο τα εικονισματα , απο τα μανουάλια , απο τα δοκαρια της σκεπής .
Ανάβεις ενα κερι , το χώνεις μέσα στην αμμο που εχει το βουνησιο μανουάλι , και ανασπάζεσαι τα εικονισματα , την αγιά Παρασκευη , την Παναγιά , τον Χριστό , τον Πρόδρομο , που ειναι ζωγραφισμένος με μιά αθωα τεχνη. Μέσα στ΄άγιο Βημα, στη μικρη θυρίδα της προσκομιδης ειναι προσεχτικά και καθαρά φυαγμένα τα τιμια δωρα , σκεπασμενα με το κοκκινο πανι , με τον ''αέρα''.
Η αγία Τράπεζα ειναι σκεπασμένη με κατακάθαρα σκεπάσματα , κι΄απάνω ειναι βαλμενο με ευλάβεια το αγιο Ευαγγέλιο, η ελπίδα του κόσμου, σκεπασμένο με το πετραχήλι του παπά, μπροστα στο αρτοφόριο.
Τι πλουτος αγιασμενος , τι συγκινητικη αγάπη βρισκεται μεσα στις ερημιές ! Φυση ερημη , ανεμοδαρμένη. Και μεσα σ΄αυτη την ερημιά βρισκεις εδω και εκει μιά τετοια φωλιά , γεμάτη αγιοτητα κι΄αγάπη !
Αισθάνεσαι τις καρδιές ολων των χριστιανων που ειρηνευουν μαζι σου , μπαινοντας μεσα σε τούτα τα καταφύγια, μεσα σε τούτα τα γαληνεμένα λιμάνια. Μνημονευεις ζωντανους και πεθαμένους.
Ω ! Ποσο ημερεύει η φυση κ΄ η ψυχη του ανθρώπου απο τα μικρα αυτα εκκλησάκια που βρίσκουνται σπαρμενα σε καθε βουνο , σε καθε πλαγιά , κοντα σε καθε μονοπάτι , σε καθε αμπέλι , σε καθε ακροθαλάσσι !
Αν λείψουνε καμμιά φορα απο την Ελλάδα , ποσο βαθειά θα το νοιώσουνε οι ψυχες που ξεκουράζονται με την ελπιδα του Θεου !
Θάναι σαν τον κουρασμενο στρατοκοπο που δεν βρισκει σκεπή για να κονέψη.
Μεσα σ΄αυτα τα ρημοκκλήσια , νοιώθεις ζωντανά πως κατοικει ο Θεος κ΄οι άγιοι του. Το καθε εκκλησάκι εχει ανοιχτη την πορτα του και σε περιμένει , σαν να λεγει: ''Καλως ηρθες !''
Ανάβεις το κεράκι , ανασπάζεσαι την Παναγία που σε κυττάζει με αγάπη , ανασπάζεσαι τον Χριστο που κρατά το Ευαγγέλιο για να διαβασεις τουτα τα λογια που σου λέγει : ''Δευτε παντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι , καγώ αναπαυσω υμάς. Εγω ειμι το φως του κοσμου. Ο ακολουθων εμοι ου μη περιπατησει εν τη σκοτία , αλλ΄εξει το φως της ζωης ''.
Καθεσαι καμποση ωρα σ΄ενα χοντροκαμωμένο σκαμνάκι. Δεν νοιώθεις πιά το βαρύ σωμα που σηκωνες πριν. Σιγοψέλνεις μεσα σου , χωρις να ακουγεσαι , διχως να ταραξεις την αγιασμένη ησυχία.
Μοναχα το τσιτσίρισμα που κάνουν κάπου-κάπου τα καντήλια ακούγεται.
Κανεις παλι τον σταυρο σου και βγαινεις εξω ξαλαφρισμένος. Ψυχη δεν υπαρχει . Μοναχα ενα γαϊδουράκι βοσκά αξέγνοιαστο παραπέρα.
Ω ! Ολα τα πλουτη του κοσμου κι΄ολες οι δοξες ποσο ματαια και κουραστικα φαινονται μπροστα στη μακαριοτητα που νοιωθει κανένας μπαινοντας σ΄ενα απ' αυτά τα φτωχά εκκλησάκια !
Φ.ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
ΕΦΗΜ.''ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ'' 17 ΜΑΙΟΥ 1964
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου