Πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες βρέθηκα στὴν πρωτεύουσα. Κυκλοφόρησα στὸ κέντρο τῆς πόλης. Μιᾶς πόλης ἡ ὁποία ἀπέπνεε μιὰ αἴσθηση φόβου καὶ συνάμα παραίτησης. Ἄνθρωποι σκυθρωποί, σκεπτικοί, περιχαρακωμένοι στὰ ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ τους. Στάθηκα σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐξόδους τοῦ Μετρό. Δυὸ κοπέλες, ὑπάλληλοι κάποιας διαφημιστικῆς ἑταιρείας, μοίραζαν στοὺς διερχόμενους δείγματα σὲ συσκευασία δώρου. Κι ὅμως κανεὶς δὲ σταματοῦσε νὰ πάρει οὔτε κἄν αὐτὸ ποὺ χαριζόταν δωρεάν. Ἴσως γιατί τὸ δωρεὰν ὡς ἔννοια, ὡς συμβολικὴ κίνηση, ὡς ἔκφραση ἀγάπης καὶ προσφορᾶς ἔπαψε ἀπὸ καιρὸ νὰ ὑπάρχει. Τὰ πάντα, χρόνια τώρα εἶχαν τὸ ἀντίτιμό τους. Κάθε ἔννοια προσφορᾶς ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια μιᾶς ἀνταλλακτικῆς σχέσης συμφέροντος, ἀντιμετωπίζονταν μὲ περιφρόνηση ἐνίοτε καὶ μὲ εἰρωνεία. Ἡ ἐπιφύλαξη ἐξελίχθηκε σὲ καχυποψία καὶ αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της σὲ στάση ζωῆς. Καὶ δηλητηρίασε πρῶτα ἂπ΄ ὅλα τους νέους ἀνθρώπους. Τὸ εἶμαι ταυτίστηκε μὲ τὸ ἔχω. Καὶ τώρα ποὺ τὸ ἔχω ἀπογυμνώθηκε, τώρα ποὺ ἀπώλεσε τὴν πρωτοκαθεδρία του ὡς στοιχεῖο ταυτότητας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, πρόβαλε ἡ ἐλλειμματικότητα τοῦ εἶμαι σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Στὴν ἀρχὴ ἡ αἴσθηση τῆς ἀπώλειας ἐκδηλώθηκε μέσα ἀπὸ τὴν ὀργή, τὴν ἀγανάκτηση καὶ τὴν ἀμηχανία. Ἀκολούθησε ἡ ἀγκίστρωση καὶ ἡ προσκόλληση σὲ μιὰ πραγματικότητα τόσο κοντινὴ μὰ συνάμα καὶ τόσο ἀπόμακρη. Καὶ ὕστερα ἦρθε ὁ φόβος. Ὁ φόβος ὡς αἴσθημα ποὺ ἀδρανοποιεῖ καὶ ἀποξενώνει. Καὶ ὁ καθένας ἐγκλωβίστηκε σταδιακὰ στὸν μικρόκοσμό του, ἔγειρε πρὸς τὸν βυθό, ἀρνούμενος πεισματικὰ νὰ ἐπαναπροσδιορίσει τὶς ἀξίες του, νὰ ἀναλάβει τὶς εὐθύνες ποὺ τοῦ ἀναλογοῦσαν, τὶς ὁποῖες ἀντιθέτως ἐπιμέρισε στὸν διπλανό του,τὸν μέχρι πρότινος οἰκεῖο καὶ πλέον ἀλλότριο. Χαλκεύοντας μόνος τά δεσμὰ τῆς δυστυχίας του, μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάδειξη τῆς ἀτομικῆς καὶ μόνο καταξίωσης ὡς ἀνώτερου ἰδανικοῦ. Τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς στάσης τὶς βιώνουμε ὅλοι καθημερινά. Δὲ θὰ ἤθελα νὰ ἐπεκταθῶ γιὰ νὰ μὴν πάρει ὁ λόγος μου χαρακτῆρα πολιτικό. Ἄλλωστε τὰ τελευταῖα χρόνια πλεόνασαν οἱ ἀναλύσεις ἐν ἀντιθέσει μὲ τὶς προτάσεις, γιὰ τὴν ὑπέρβαση αὐτῆς τῆς ἐλλειμματικῆς κατάστασης. Θὰ ἤθελα μονάχα λίγο νὰ σταθῶ στοὺς ὅρους αὐτῆς τῆς ὑπέρβασης ἡ ὁποία θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ἐπαναπροσδιορίσουμε τὴ σχέση τόσο μὲ τὸν ἑαυτὸ μας ὅσο καὶ μὲ τὸ εὐρύτερο κοινωνικὸ σύνολο. Μιᾶς ὑπέρβασης ἡ ὁποία θὰ μᾶς βοηθήσει ἀρχικὰ νὰ ἀναγνωρίσουμε καὶ ἐν συνεχεία νὰ ἀναλάβουμε τὶς εὐθύνες ποὺ μᾶς ἀναλογοῦν. Γιατί ὅλοι ἔχουμε μερίδιο εὐθύνης. Ἐκεῖνο ποὺ ἀπαιτεῖται κατὰ τὴν ἄποψή μου εἶναι μιὰ ψύχραιμη ἀποτίμηση τῆς κατάστασης πέρα ἀπὸ ὑπερβατικὲς ἑρμηνεῖες καὶ ἀνορθολογικὲς θεωρήσεις. Χωρὶς νὰ παρασυρόμαστε ἀπὸ κηρύγματα ἀλλότρια, ποὺ μπορεῖ μὲν νὰ φαντάζουν ἑλκυστικὰ, οὐδεμία ὅμως σχέση ἔχουν μὲ τὴν οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστης μας. Δὲ θὰ πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει ἄλλωστε τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ καιροὺς κρίσης πάντοτε πλεονάζει ὁ λόγος περὶ πίστης ἢ μᾶλλον περὶ θρησκείας, περὶ ἔθνους, πατρίδας κ.ο.κ. συνεπικουρούμενος ἀπὸ μιὰ πληθώρα ἀνερμάτιστων τελολογικῶν ἐξάρσεων. Μέσα στὸν κυκεῶνα αὐτῶν τῶν ἐξάρσεων, ποὺ, ἀντὶ νὰ καλλιεργοῦν τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη, ὑποδαυλίζουν καὶ ἐνισχύουν τὸν φόβο καὶ τὸ μίσος ἀπέναντι στὸν συνάνθρωπο, καλούμαστε νὰ ἀλλάξουμε ρότα καὶ νὰ ἀποτελέσουμε ἐμεῖς τὸ ζωντανὸ παράδειγμα στὸ περιβάλλον ποὺ ζοῦμε, εἴτε οἰκογενειακό, εἴτε φιλικό, εἴτε ἐπαγγελματικό. Ἡ ἐπανάσταση, λέξη προσφιλὴς στοὺς ρήτορες καὶ τοὺς προφῆτες τοῦ καιροῦ μας, θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσει μὲ τὴν κατάρριψη τοῦ κλονισμένου καὶ σαθροῦ ἐγὼ καὶ τὴν ἀνάδειξη τοῦ ἐμεῖς. Δίνοντας τὸ χέρι στὸν διπλανό μας, ἀπευθύνοντας ἕναν καλὸ λόγο, ἀντλώντας δύναμη ἀπὸ τὴ δική του καρτερία. Ξεπερνώντας τὸν φόβο. Κάποιος γέροντας τῆς ἐποχῆς μᾶς ἔλεγε ὅτι ἂν δὲν ἀρχίσουμε νὰ ζοῦμε τὸν Παράδεισο ἀπὸ ἐδῶ, δὲ θὰ τὸν δοῦμε οὔτε στὴν ἄλλη ζωή. Δὲν εἶναι κάτι εὔκολο ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὅλοι μεγαλώσαμε σὲ ἕνα περιβάλλον αὐτάρκειας, ἀπολαβῶν καὶ ἀπολαύσεων, ὅπου τά πάντα ἀνῆκαν σὲ ἐμᾶς καὶ προορίζονταν γιὰ ἐμᾶς. Εἶναι ὡστόσο μιὰ πορεία ποὺ καλούμαστε νὰ διανύσουμε, γιὰ χάρη τῶν νεότερων γενιῶν ποὺ θὰ ἔρθουν. Θὰ ἦταν μάταιο στὴν πορεία αὐτὴ νὰ στηριχθοῦμε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὰ “γυάλινα” πόδια τοῦ ἀνεπαρκοῦς καὶ ἐπιρρεπῆ πρὸς τὴ φθορὰ ἐαυτοῦ μας. Στὸ δύσκολο αὐτὸ δρόμο δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ στραφοῦμε σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ σεβόμενος τὴν ἐλευθερία μας, ἀνέχτηκε τὴν ἐκ μέρους μας καταστρατήγησή της. Στερεωμένοι στὴν πέτρα τῆς πίστης καὶ στὸ θεμέλιο τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία “ἔξω βάλλει τὸν φόβον”. Μόνο ἔτσι ὁ ἀγώνας μας θὰ ἔχει ὁρίζοντα καὶ προοπτικὴ καὶ μόνο ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ ἀνακτήσουμε ξανὰ τὴν ἐλπίδα. ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΩΝ180
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου