29 Ιανουαρίου, 2024

Ο Δεσπότης και η Σαλή

Η μακάρια Πελαγία ήταν μια δια Χριστόν σαλή, μια γυναίκα δηλαδή, που αντί για άλλη πνευματική άσκηση, διάλεξε το μαρτύριο να προσποιείται την ανόητη, την τρελλή. Με το μαρτύριο αυτό πολλοί δόξασαν τον Θεό. Εμπαίζοντας την ματαιότητα της σοφίας του υπερήφανου κόσμου απόκτησαν την χαριτόβρυτη ταπείνωση.
Πριν αρχίσει η Πελαγία το εκούσιο αυτό μαρτύριο, πήρε την ευλογία από τον όσιο Σεραφείμ του Σάρωφ. Ο στάρετς της χάρισε ένα κομποσχοίνι και την αποχαιρέτησε με μια βαθιά υπόκλιση.
Οι τρέλλες της και τα σκάνδαλα που προκαλούσε αναστάτωναν την κοινωνία. Ο σύζυγος της, απογοητευμένος, την έδιωξε. Την απαρνήθηκε ακόμα και η μητέρα της. Κάποτε, που τρομοκράτησε ένα νεωκόρο και τον έκανε να χτυπήσει με την καμπάνα συναγερμό, την συνέλαβαν και την μαστίγωσαν.
Παράλληλα όμως με την περιφρόνηση που αντιμετώπιζε, άρχισαν να προβάλλονται και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στην δια Χριστό σαλή. Από παντού έτρεχαν να την συμβουλευθούν. Έγινε ξακουστή για το διορατικό της χάρισμα.
Την εποχή εκείνη ήδη είχε κοιμηθεί ο όσιος Σεραφείμ και την θέση της ηγουμένης στο γυναικείο μοναστήρι του, στο Ντιβέγιεβο, την κατείχε η γερόντισσα Ελισάβετ (Μαρία) Ουσάκωβα, μια εξαιρετική μοναχή. Πλην όμως ένας δόλιος ιερομόναχος, φθονώντας την δόξα του οσίου, θέλησε να καταστρέψει το έργο του ανεβάζοντας στον ηγουμενικό θρόνο μια άλλη μοναχή, που θα την είχε υποχείριο του. Έπεισε λοιπόν τον τοπικό επίσκοπο Νεκτάριο να απομακρύνει την γερόντισσα Ελισάβετ, παρά την θέληση τετρακοσίων μοναζουσών.
Ο επίσκοπος Νεκτάριος ήρθε στο Ντιβέγιεβο για να αντικαταστήσει βίαια την Ελισάβετ με την Λουκερία .. Λίγο πριν έλθει, κατάλαβα πως κάτι ενοχλούσε πολύ την Πελαγία μου. Περπατούσε βιαστικά πάνω κάτω κι έλεγε:
– Πω, πω, τί στενοχώρια! Τί αγωνία, τί αγωνία!
– Τι στενοχώρια εννοείς; την ρώτησα. Εδώ όλοι περιμένουμε το σεβασμιότατο και συ μιλάς για στενοχώρια; Έλα να ζεστάνουμε το σαμοβάρι .
– Αχ, μάτιουσκα, είπε (ήταν η πρώτη φορά που με είπε μάτουσκα). Τί λες τώρα, “να ζεστάνουμε το σαμοβάρι “, με τέτοια στενοχώρια; Πω, πω τί καταιγίδα έρχεται! Πάμε στην πύλη…
– Τί κεραυνός θα πέσει τώρα! είπε. Ίσως και να σκοτώσει κάποιον.
– Τί είν ‘ αυτά που λες; της είπα. Κύριε ελέησον!
Τρομοκρατήθηκα ,έτρεμα ολόκληρη…
Ξέσπασε μπόρα. Έπιασε δυνατή βροχή κι οι αστραπές φώτιζαν τον ουρανό…
Είχαμε μουσκέψει ως το κόκαλο…
Την πρώτη μέρα μετά την άφιξή του, είδα τον βλαντίκα να ‘ρχεται για επίσκεψη. Μπήκε μέσα και την βρήκε να κάθεται ακίνητη σ’ ένα σκαμνί. Πήρε κι αυτός ένα σκαμνί και κάθισε δίπλα της.
– Δούλη του Θεού, τι μπορώ να κάνω; την ρώτησε..
Εκείνη του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα και του απάντησε κοφτά:
– Σεβασμιώτατε, ματαιοπονείς.
– Τι να κάνω; Δεν ξέρω τι να κάνω, μουρμούρισε ο δεσπότης.
Αυτό είναι, λοιπόν, σκέφτηκα. Μάζεψα όσο κουράγιο είχα και είπα απλά:
Σεβασμιώτατε, γιατί την αλλάζετε; Στο κάτω κάτω δεν ενοχλεί κανέναν…
Δεν πρόφτασα καλά καλά να τελειώσω τη φράση μου κι η Πελαγία Ιβάνοβνα πετάχτηκε πάνω ερεθισμένη, έτοιμη για πόλεμο. Ήταν φοβερό να την βλέπεις. Όλοι όσοι ήταν με τον βλαντίκα φοβήθηκαν και το ‘σκασαν από δω κι από κει, όπου μπορούσαν. Μόνο εγώ έμεινα μαζί του. Άρχισα να τρέμω. “Κύριε, βοήθησέ μας “, είπα. Κάποια στιγμή βρήκα μια ευκαιρία κι έβγαλα τον βλαντίκα έξω. Εκείνη έκανε καυγά. Άρπαξε ό,τι έφταναν τα χέρια της, το χτυπούσε και το ‘σπαζε . Τρόμαξαν όλοι. Κατά το βράδυ άκουσα πως ο δεσπότης είπε στο Βινογκράτωφ, έναν ευγενή που είχε έλθει μαζί του:
– Η Πελαγία Ιβάνοβνα με φόβισε. Τώρα δεν ξέρω τι να κάνω.
– Το συνηθίζεται, σεβασμιώτατε, ν’ ακούτε τις ανόητες γριές; είπε εκείνος.
Το άλλο πρωί ο βλαντίκα πήγε αντίθετα στη θέληση όλων. Δεν έδωσε προσοχή στις εκκλήσεις και τα δάκρυα των αδελφών κι έβγαλε από προϊσταμένη την Ελισάβετ. Στη θέση της έβαλε τη Λουκερία. Τα νέα μας τά’φερε η Αγκράφενα Νικολάγεβνα Ναζάροβα…
Ο βλαντίκα έφυγε από την ακολουθία με την άμαξα. Η Πελαγία μου καθόταν στο δρόμο (πως πρόλαβε κι έφτασε εκεί;). Έπαιζε με αυγά, τα κυλούσε στο έδαφος. Όλα αυτά έγιναν μετά το Πάσχα. Ο δεσπότης άκουσε μεν τον ευγενή αλλά δεν είχε ειρήνη μέσα του, γιατί δεν είχε ενεργήσει κατά Θεόν. Είδε την Πελαγία Ιβάνοβνα κι έδειξε να χάρηκε. Νόμισε πως ίσως θα μπορούσε να ηρεμήσει τη συνείδησή του. Κατέβηκε από την άμαξα, πήρε ένα πρόσφορο και την πλησίασε.
-Ορίστε, δούλη του Θεού, της είπε. Πάρε ένα πρόσφορο από τη λειτουργία που έκανα.
Εκείνη γύρισε κι έφυγε ήρεμα. Εκείνος θα ‘ φευγε,αλλά σκέφτηκε πως δεν θά ‘ταν καλό ν’ αφήσει το πράγμα έτσι. Ποιός έφτιαξε νόμο γι’αυτούς τους διά Χριστόν σαλούς; Γι’ αυτό νομίζω πως είναι σαλοί. Ο δεσπότης πήγε από την άλλη μεριά και της έτεινε πάλι το πρόσφορο. Εκείνη τότε ορθώθηκε, νευρίασε μ’ αυτό και τον χτύπησε στο μάγουλο λέγοντας:
– Πού νομίζεις ότι πηγαίνεις ;
Φαίνεται πως ξεσκέπασε τον δεσπότη, γιατί εκείνος όχι μόνο δεν αγρίεψε, αλλά γύρισε ταπεινά και το άλλο του μάγουλο και είπε:
– Ωραία, χτυπά και το άλλο, για να εκπληρωθεί το ευαγγελικό.
– Το ένα σου φτάνει, απάντησε εκείνη.
Και σα να μην είχε κάνει τίποτα πραγματικά, σα να μην την αφορούσε καθόλου, σα να ‘ταν όλα κανονικά, συνέχισε να κυλάει τ’αυγά.
Ο δεσπότης έφυγε. …το συγκλονιστικό επεισόδιο δεν είχε καμμία συνέχεια. Αντίθετα ο επίσκοπος του Νίζνι-Νόβγκοροντ Νεκτάριος της έστελνε δώρα και ευλογίες, ζητώντας συγχρόνως τις προσευχές της.
Την ίδια μέρα που ο επίσκοπος άλλαξε την Ελισάβετ με την Λουκερία, η Πελαγία Ιβάνοβνα σκότωσε το γατάκι της Αθανασίας Ναζάροβα. Όσο καιρό η Λουκερία ήταν στην θέση της ηγουμένης ,η Πελαγία τα χτυπούσε και τά ‘σπαγε όλα….
Από το βιβλίο: Χαρίσματα και χαρισματούχοι. Ανθολογία χαρισματικών εκδηλώσεων. Τόμος πρώτος. Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, εκδ. Δ΄ 1990 .
-«Οσία Πελαγία Ιβάνοβνα, Η διά Χριστόν σαλή», μετάφραση-επιμέλεια Πέτρου Μπότση, Αθήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου