29 Νοεμβρίου, 2023

Δυνατοί καί πένητες στὴν νομοθεσία τοῦ Βυζαντίου

 Βλάχος Ἱερόθεος
Μητροπολίτης Ναυπάκτου



Καταναλωτική κοινωνία καί καπιταλισμός συνδέονται μέ τήν προσπάθεια συσσώρευσης πλούτου καί ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά καί ἀτομικῆς εὐημερίας. Ὅταν, ὅμως, μερικοί ἐπιτυγχάνουν νά συγκεντρώσουν πολλά ὑλικά ἀγαθά, αὐτό σημαίνει ὅτι κάποιοι ἄλλοι τά στεροῦναι. Μέ τόν τρόπο αὐτόν δημιουργεῖται ἡ κοινωνική ἀδικία, οἱ ἄνθρωποι χωρίζονται σέ πλούσιους καί πτωχούς. Βέβαια, τό «πνεῦμα τοῦ καταναλωτισμοῦ», ὡς ἐπιθυμία, ἐπίδειξη καί ἀπόλαυση, συνδέεται μέ ὅλες τίς κοινωνικές τάξεις τῶν ἀνθρώπων. Θά δοῦμε στήν συνέχεια πῶς ἡ Ρωμαϊκή Χριστιανική Αὐτοκρατορία (Βυζάντιο) ἀντιμετώπιζε τά προβλήματα πού ἀνέκυπταν ἀπό τήν κοινωνική ἀδικία.

Ἡ Χριστιανική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία μέ ἕδρα τήν Κωνσταντινούπολη, τό λεγόμενο Βυζάντιο, διακρινόταν γιά τήν φιλανθρωπία της, γι’ αὐτό ἄντεξε χίλια χρόνια καί πολλοί μελετητές σπουδάζουν τήν ζωή καί τόν πολιτισμό, ἀλλά καί τήν ὅλη ἐσωτερική καί ἐξωτερική πολιτική τήν ὁποία ἐξασκοῦσαν οἱ Αὐτοκράτορες. Ὅλα τά κοινωνικά θέματα καί γενικότερα ἡ πολιτική της εἶχαν ἐμποτισθῆ ἀπό τήν Χριστιανική διδασκαλία. Βέβαια, καί ἐκεῖ γίνονταν διάφορα λάθη, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία δέν ἀπουσιάζει ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τίς κοινωνίες, ἀλλά εἶχαν ἕναν ὀρθό προσανατολισμό. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό πῶς προσπαθοῦσαν οἱ Ρωμαῖοι-Βυζαντινοί νά ἐπιλύσουν διάφορα κοινωνικά προβλήματα.

Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν στό βιβλίο του «Βυζαντινός πολιτισμός» ἀναφέρει πολλές πληροφορίες γιά τήν ζωή τῶν κατοίκων τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί σέ ὅλους τους τομεῖς. Ὡς πρός τόν τρόπο τῆς δοίκησης γράφει ὅτι «τά ἰδεώδη της βυζαντινῆς διοίκησης θά μπορούσαμε νά τά ὀνομάσουμε σοσιαλιστικά. Ὅλοι ἔπρεπε νά εἶναι καλοί πολίτες τοῦ κράτους». Ὅμως, ἡ τάξη τῆς ἀριστοκρατίας τῶν μεγάλων γαιοκτημόνων δέν μποροῦσε νά προσαρμοσθῆ μέ τόν τρόπο αὐτόν τῆς διοίκησης. Κυρίως ἀπό τόν 9ο αἰώνα παρατηρήθηκε μεγάλη ἀναστάτωση ἀπό διαφόρους λόγους, ὥστε μεγάλωσε ἡ τάση τῶν ἀριστοκρατῶν νά αὐξήσουν τήν ἰδιοκτησία τους καί οἱ μικροί ἐλεύθεροι ἀγρότες ἐξαγοράζονταν καί γίνονταν δουλαπάροικοι.

Στήν βυζαντινή κοινωνία διακρίνονταν δύο τάξεις, οἱ «δυνατοί» καί οἱ «πένητες». Γράφει ὁ Ράνσιμαν: «Ἡ διοίκηση ἔκανε σαφῆ διάκριση ἀνάμεσα στούς πλουσίους –τους δυνατούς- καί τούς φτωχούς -τους πένητες- καί γενικά προσπαθοῦσε νά περιορίσει τούς ἀριστοκράτες σέ καθήκοντα μόνο στρατιωτικά, διατηρώντας τίς πολιτικές ὑπηρεσίες δημοκρατικές καί ἐλεύθερες. Ὅλο τόν 10ο αἰώνα ἡ κυριότερη ἀσχολία τῶν αὐτοκρατόρων ἦταν νά θεσπίζουν νόμους προσπαθώντας νά περιορίσουν τή δυνατότητα τῶν ἀρχόντων νά ἀγοράζουν γῆ τῶν φτωχῶν».

Πρόκειται γιά τήν ἴδια νοοτροπία πού παρατηροῦμε σήμερα, πού ἀνοίγει ἡ ψαλίδα μεταξύ τῶν πλουσίων καί τῶν μεσαίων ἤ μεταξύ τῶν μικρομεσαίων καί τῶν πτωχῶν. Στήν ἐποχή μας παρατηρεῖται τό φαινόμενο ὅτι ὅλο καί περισσότερο διευκολύνονται οἱ πλούσιοι παρά ἐνισχύονται οἱ πτωχοί. Ὁ τρόπος, ὅμως, μέ τόν ὁποῖο ἐνεργοῦσαν οἱ Βυζαντινοί Αὐτοκράτορες καί στόν τομέα αὐτόν εἶναι πολύ χαρακτηριστικός καί ἀξιοπρόσεκτος.

Μιὰ καλή ἀνάλυση αὐτῆς τῆς προσπάθειας τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων, παρουσιάζεται ἀνάγλυφα ἀπό τόν Ζέραρ Βάλτερ στό βιβλίο του «Ἡ καθημερινή ζωή στό Βυζάντιο, στόν αἰώνα τῶν Κομνηνῶν» (1081-1180). Γράφοντας γιά τίς προνομιοῦχες τάξεις, στίς ὁποῖες συγκαταλέγονταν οἱ εὐγενεῖς, γράφει ὅτι στό Βυζάντιο οἱ εὐγενεῖς ὀνομάζονταν Δυνατοί, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν στούς στρατιωτικούς καί τούς διοικητικούς ὑπαλλήλους. Οἱ διοικητικοί ὑπάλληλοι ἦταν καί γαιοκτήμονες πού ἀσκοῦσαν διοίκηση στήν Αὐτοκρατορία καί εἶχαν τήν τάση νά ἀγοράζουν στίς ἐπαρχίες τους κομμάτια γῆς. Ἐπίσης, οἱ πλούσιοι γαιοκτήμονες ἐπιδίωκαν νά ἀποκτήσουν μία διοικητική θέση ὥστε νά ἔχουν αὐτόν τόν τιμητικό τίτλο. Ἔτσι, οἱ διοικητικοί ὑπάλληλοι ἦταν συγχρόνως καί γαιοκτήμονες, ἀσκοῦσαν, δηλαδή, διοίκηση καί ἦταν κάτοχοι ἐκτάσεων γῆς. Στίς ἀρχές τοῦ 10ου αἰῶνος ἡ περιουσία τῶν Δυνατῶν εἶχε φθάσει στό ἀπόγειό της καί οἱ Αὐτοκράτορες προσπαθοῦσαν νά θέσουν φραγμούς στήν ἐπέκτασή τους.

Ὁ Ρωμανός Α΄ ὁ Λεκαπηνός μέ Νεαρά (Νόμο) πού ἐξέδωσε τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 922 ἔβαλε στόχο νά περιορίση τήν ἰδιοποίηση τῆς περιουσίας τῶν πτωχῶν ἀπό τούς Δυνατούς. Σύμφωνα μέ τόν νόμο αὐτόν, ὅποιος πτωχός ἤθελε νά πουλήση τήν περιουσία του, λόγω διαφόρων ἀναγκῶν πού εἶχε, ὤφειλε νά προτείνη νά τήν ἀγοράσουν πρῶτα τά μέλη τῆς οἰκογενείας του καί ἔπειτα οἱ γείτονές του. Ἄν αὐτοί δέν ἤθελαν νά ἀγοράσουν αὐτήν τήν περιουσία τότε μποροῦσαν νά τήν πουλήσουν στούς Δυνατούς. Ἀλλά δημιουργήθηκαν μεγάλες δυσκολίες στήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου καί ἀπεδείχθησαν οἱ ἀδυναμίες του, γιατί συγχρόνως ἐπικρατοῦσε ἡ μακροχρόνια μίσθωση, βάσει τῆς ὁποίας ὁ Δυνατός ἐμίσθωνε τό χωράφι τοῦ πτωχοῦ καί ἔπειτα παρεβίαζε τούς ὅρους, ὁπότε τά δικαστήρια, στά ὁποῖα κατέφευγε ὁ ἐκμισθωτής ὑποστήριζαν τούς Δυνατούς. Δηλαδή, ἐδῶ παρατηρεῖται διαπλοκή μεταξύ πλουσίων καί δικαστῶν. Ἐξ ἄλλου τήν περίοδο μεταξύ τοῦ 927-928 ἡ ἀγροτική παραγωγή ἔπαθε μεγάλη ζημιά μέ ἀποτέλεσμα νά μή μποροῦν οἱ συγγενεῖς καί οἱ γείτονες τοῦ πεινασμένου πωλητοῦ νά ἐκμεταλλευθοῦν τά πλεονεκτήματα τοῦ νόμου καί ἔτσι οἱ Δυνατοί ἀγόρασαν τήν γῆ τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων σέ μικρή τιμή, δίδοντάς τους τρόφιμα ὡς προκαταβολή.

Λίγα χρόνια μετά, τό 934, ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτορας, ἐπειδή ἀπέτυχε τό προηγούμενο μέτρο, ἐξέδωσε ἄλλη Νεαρά μέ τήν ὁποία διέταζε τούς Δυνατούς νά ἐπιστρέψουν, μέ ὁρισμένους ὅρους, τά κτήματα στούς ἰδιοκτῆτες τους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑποχρεωθῆ νά τά πωλήσουν κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς ἀνάγκης. Ἡ εἰσαγωγή τῆς Νεαρᾶς αὐτῆς εἶναι συγκινητική:

«Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά καλλιεργοῦν τήν ψυχή τους, γιά νά μοιάσουν μέ τόν Δημιουργό. Ὅσοι παραγνωρίζουν αὐτό τό καθῆκον, εἶναι μοιραῖο νά γίνουν σκλάβοι τῶν παθῶν τους. Ἀπ’ αὐτό ξεπηδοῦν οἱ ἀπειράριθμες ἀδικίες, ἀπ\’ αὐτό ἡ μεγάλη καί αἰώνια μιζέρια τῶν φτωχῶν, οἱ ἀτελείωτοι βόγγοι τους, πού ἡ ἠχώ τους ἀφυπνίζει τόν Κύριο. Ἄν ὁ Θεός ξεσηκώνεται γιά νά ἐκδικηθεῖ τούς πόνους τους, πῶς ἐμεῖς μποροῦμε νά παραγνωρίζουμε τά παράπονά τους;

Ὅταν ἐνεργοῦμε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, δέν ὁδηγούμαστε ἀπό τό μίσος ἤ τόν φθόνο ἐναντίον τῶν Δυνατῶν, ἀλλά ἀπό τήν ἀγάπη μας γιά τούς φτωχούς, ἀπό τήν πρόθεσή μας νά τούς προστατεύσουμε καί ἀπό τήν ἐπιθυμία μας νά σώσουμε τήν αὐτοκρατορία, γιατί αὐτοί στούς ὁποίους ἡ Θεία Πρόνοια ἔδωσε δύναμη καί πλοῦτο δέν φροντίζουν γιά τούς φτωχούς, ἀλλά ἀντίθετα τούς βλέπουν σάν λεία καί δύσκολα συγκατατίθενται νά μή τούς ἁρπάξουν ἀμέσως τά κτήματά τους».

Παρατηρώντας αὐτήν τήν εἰσαγωγή στόν νόμο γιά τήν βελτίωση τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας βλέπουμε τήν θεολογική ὑποδομή του. Ἀναφέρεται στά πάθη πού ἐπικρατοῦν στούς ἀνθρώπους, ὅταν ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεό, καί τά ὁποῖα πάθη τούς παρακινοῦν στήν αὔξηση τῆς περιουσίας τους καί τήν ἀδικία τῶν πτωχῶν, ἀλλά καί στό ὅτι ἡ θέσπιση νόμων γιά τήν ἐπικράτηση τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας γίνεται ἀπό ἀγάπη καί κατά τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἀκόμη γιά τήν σωτηρία τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, οἱ Αὐτοκράτορες δέν κινοῦνταν ἀπό κάποιο ἰδεολογικοκοινωνικό μοντέλο, ἀλλά ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί αὐτός ὁ νόμος δέ εἶχε τά προσδοκώμενα ἀποτελέσματα.

Στήν συνέχεια, ὁ Κωνσταντῖνος Ζ ὁ Πορφυρογέννητος «ἐξέδωσε ἕναν νόμο πού πρόβλεπε τήν ἄμεση καί χωρίς ἀποζημίωση ἐπιστροφή ὅλων τῶν κτημάτων, πού εἶχαν ἀγοράσει οἱ Δυνατοί ἀπό τούς μικροϊδιοκτῆτες ἀπό τήν ἔναρξη τῆς βασιλείας του».

Ὅμως, εἴκοσι χρόνια μετά ὁ Αὐτοκράτορας Νικηφόρος Φωκᾶς ἐξέδωσε νόμο, ὁ ὁποῖος ἐπέτρεπε στούς Δυνατούς νά ἀγοράζουν κτήματα ὄχι ἀπό τούς πτωχούς, ἀλλά ἀπό τούς ἰδιοκτῆτες τῆς δικῆς τους κοινωνικῆς τάξεως. Μέ αὐτόν τόν τρόπο προστάτευαν τούς πτωχούς ἀπό τήν πίεση τῶν Δυνατῶν.

Ὁ Βασίλειος ὁ Β΄ ἀκολούθησε τήν ἴδια τακτική. «Κατάργησε τήν παραγραφή τῶν σαράντα ἐτῶν, πού ἴσχυε γιά τίς αἰτήσεις ἐπιστροφῆς τῶν ἀπαλλοτριωμένων γαιῶν, ὕστερα ἀπό τήν πείνα τοῦ 927. Διέταξε, ἐπίσης, τήν ἐπιστροφή στούς δυστυχισμένους πωλητές ἤ στούς ἀπογόνους τους, ὅλων αὐτῶν τῶν κτημάτων, χωρίς οἱ Δυνατοί νά μποροῦν νά χρησιμοποιήσουν ἔνδικα μέσα γιά τήν ἐπιστροφή τῶν χρημάτων πού πῆραν ἤ γιά τήν εἴσπραξη ἀποζημιώσεως, ἀναφορικά μέ τίς βελτιώσεις, πού εἶχαν γίνει ἀπ\’ αὐτούς. Καί πρόσθετε: \”Δέν δικαιοῦνται νά πάρουν τίποτε πίσω. Θάπρεπε μᾶλλον νά τιμωρηθοῦν\”».

Αὐτά ἔκαναν τότε οἱ Βυζαντινοί Αὐτοκράτορες γιά νά περιορίσουν τήν ἀπληστία τῶν δυνατῶν-πλουσίων γαιοκτημόνων καί νά προστατεύσουν τούς πτωχούς. Μακάρι αὐτό νά τεθῆ ὡς πρότυπο στούς σύγχρονους ἡγέτες τῶν Κρατῶν, καί κυρίως τῶν λεγομένων Χριστιανικῶν Κρατῶν, ὥστε νά ἀντιμετωπίζουν τίς κρίσιμες καταστάσεις πού παρατηροῦνται στήν κοινωνία μας. Σήμερα, οἱ Δυνατοί εἶναι «οἱ ἔχοντες καί κατέχοντες», ὅσοι διαθέτουν μεγάλη περιουσία καί συνεχῶς τήν αὐξάνουν σέ βάρος τῶν ἀδυνάτων ἀνθρώπων. Γι’ αὐτό καί οἱ σύγχρονοι ὑπεύθυνοι γιά τήν οἰκονομία μας δέν πρέπει ἁπλῶς νά ἐφαρμόζουν οἰκονομικά συστήματα πού ἰσχύουν σήμερα, ἀλλά νά παραδειγματίζονται καί ἀπό τούς φιλάνθρωπους τρόπους μέ τούς ὁποίους ἀντιμετώπιζαν οἱ πρόγονοί μας τά θέματα αὐτά. Ὅπως εἴδαμε οἱ Νεαρές τῶν Αὐτοκρατόρων δέν ἦταν προϊόντα κάποιου κοινωνικοῦ συστήματος καί κοινωνικῆς ἰδεολογίας, π.χ. φιλελεύθερης ἤ σοσιαλιστικῆς, ἀλλά καρποί καί ἔκφραση τῆς θεολογίας. Ὅταν κανείς ἐπιλύη τά κοινωνικά ζητήματα μέσα ἀπό τό πρίσμα τῆς θεολογίας, τότε ἡ ἀντιμετώπιση τῶν πραγμάτων εἶναι φιλάνθρωπη, ἀφοῦ διατηρεῖται καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλευθερία.

https://agiazoni.gr/slug-1857/

 

28 Νοεμβρίου, 2023

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔναντι τῶν αἱρέσεων

Μελέτιος Καλαμαρᾶς
Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης

Ἡ στάσις του ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων

Τὸ θέμα τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς μὴ Ὀρθοδόξους, μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς σχισματικούς, εἶναι σήμερα ἕνα ἀπὸ τὰ μείζονα θέματα τῆς Ἐκκλησίας.

Μερικοὶ καλλιεργοῦν μία ἔντονη δυσπιστία γιὰ τὸ κάθε τί, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τέτοιου εἴδους ἐπικοινωνίες. Τὶς θεωροῦν προδοσία. Καὶ ἀπαιτοῦν τὴν πλήρη διακοπή τους. Ἄλλοι τὶς θεωροῦν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, ζήτημα γνησιότητος. Τάσεις πολωτικὲς ἀναπτύσσονται. Βαρεῖες κατηγορίες ἐκτοξεύονται. Καὶ ὅλοι ζητοῦν νὰ τεκμηριώσουν τὴν Ὀρθότητα τῶν ἀπόψεών τους, μὲ παραπομπὲς στὴν πράξη καὶ στὶς θεολογικὲς θέσεις τῶν ἁγίων.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, σὰν τέκνο τοῦ 20ου αἰώνα, σοφὸς θεολόγος, θεοχαρίτωτος θαυματουργός, ἔχει γενικὴ ἀποδοχή, ἀπὸ ὅλους. Πῶς ἔβλεπε τὶς σχέσεις μὲ τοὺς αἱρετικούς; Τί ἔλεγε γι’ αὐτές; Ἂς ἰδοῦμε.

Α’

Ἐπιτρέπεται νὰ ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας σχέσεις μὲ ἑτεροδόξους; Πότε; Ὑπὸ ποιὲς περιστάσεις;

Κάποιοι δίνουν τὴν ἀπάντηση: Μόνο, ὅταν προσέρχωνται ἐν μετάνοιᾳ, ὅταν δὲν προσέρχωνται ἐν μετάνοιᾳ, ὅταν δὲν στρέφωνται πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, σὰν τὴν μία, ἁγία, ποία πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορά μας πρὸς αὐτούς; Μία ὁμολογία; Ἀρκεῖ; Ἀρκεῖ νὰ τὴν δώσωμε; Καὶ ξεμπλέξαμε;

Ποία εἶναι ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ἐπάνω στὰ ἐρωτήματα αὐτά;

1. Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ὁ ἅγιος Νεκτάριος δὲν μᾶς ἀπαντᾶ μὲ μία συστηματικὴ διαπραγμάτευση τοῦ θέματος. Στὶς ἡμέρες του δὲν εἶχε ἀκόμη δημιουργηθῆ ἡ λεγόμενη οἰκουμενικὴ κίνηση. Ἡ προβληματική της ἦταν ἄγνωστη. Δὲν εἶχε ἀκόμη ἐμφανισθῆ ἡ πολωτικὴ τάση, ποὺ παρατηρεῖται σήμερα, μεταξὺ «Οἰκουμενιστῶν» καὶ «ἀντιοικουμενιστῶν». Ὁ ἅγιος μιλάει παρεμπιπτόντως γιὰ τὸ θέμα αὐτὰ στὸ βιβλίο του Ποιμαντικὴ (Μέρος Γ’, τμ. Β’ § 3, σέλ. 210-211). Πῶς ἀπαντᾶ;

Ἀπαντᾶ καταφατικά. Ἀπόλυτα, θὰ ἐλέγαμε, καταφατικά. Γιατί δὲν λέγει ἁπλῶς «ἐπιτρέπεται», ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη: «ἐπιβάλλεται». Καὶ ἡ λέξη
«ἐπιβάλλεται», εἶναι πολὺ πιὸ ἔντονη ἀπὸ τὴν λέξη «ἐπιτρέπεται». Ἡ μία ἀφήνει δικαίωμα ἐπιλογῆς• ἡ ἄλλη δὲν ἀφήνει τέτοιο περιθώριο.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέγει: «Ὁ ἐπίσκοπος, ὀφείλει νὰ ἐμμένει ἀείποτε (=ὑπὸ τὶς ὁποιεσδήποτε συνθῆκες) στὶς ἠθικὲς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου». Καὶ σημειώνει ἐμφαντικά: Τὶς ἠθικὲς αὐτὲς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἔχει κανένας δικαίωμα, νὰ τὶς παραβαίνει• οὔτε «δῆθεν λόγω δογματικῶν ἀρχῶν».

Ἀναφύεται εὔλογα τὸ δικό μας ἐρώτημα: Μποροῦμε λοιπὸν νὰ ἔχωμε σχέσεις μὲ τοὺς ἑτεροδόξους;

Ἀπαντάει ὁ ἅγιος:

«Αἱ δογματικοὶ διαφοραὶ ἀναφέρονται στὸ κεφάλαιον τῆς πίστεως». Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ περιορίζουν τὴν ἀγάπη. Γιατί «τὸ δόγμα δὲν καταπολεμεῖ τὴν ἀγάπην». Δηλαδὴ ἡ διαφορὰ δόγματος δὲν αἴρει, δὲν καταργεῖ, τὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Ἀντίθετα: Ἡ ἀγάπη εἶναι τόσο πλατειὰ ὥστε συγκαταβαίνει «καὶ χαρίζεται» στὸ μὴ ὀρθὸ δόγμα. Πάντα στέγει. Πάντα ὑπομένει. Δὲν ἐπιτρέπεται τὸ δόγμα, οὔτε νὰ καθιστᾶ τὴν ἀγάπη ἀνενεργό, οὔτε νὰ τὴν ἀλλοιώνει· οὔτε πολὺ· οὔτε στὸ ἐλάχιστο. Ἡ «χωλαίνουσα πίστις τῶν αἱρετικῶν δὲν ἐπιτρέπεται οὔτε κἄν νὰ ἀλλοιώση καὶ νὰ ὑποβαθμίση τὸ πρὸς αὐτοὺς τῆς ἀγάπης συναίσθημα», «τὸ χρέος τῆς ἀγάπης».

2. Μερικοὶ σύγχρονοί μας δὲν συμφωνοῦν. Ἔχουν ἄλλη γνώμη. Λένε:

Ναί. Ὀφείλουμε νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε! Καὶ τοὺς ἀγαπᾶμε! Καὶ προσευχόμεθα γι\’ αὐτούς! Ὅμως. Ἄλλο ἀγάπη, καὶ ἄλλο ἐπικοινωνία.

Ἡ τοποθέτηση αὐτή, τὸν ἅγιο Νεκτάριο δὲν τὸν εὑρίσκει σύμφωνο. «Ἡ ἀγάπη, λέγει, οὐδέποτε χάριν δογματικῆς τινος διαφορᾶς πρέπον ἐστι νὰ θυσιάζεται». Πόσο κατηγορηματικὸς εἶναι ὁ ἅγιος! «Οὔτε χάριν δογματικῆς τινος διαφορᾶς!». Τὸ χρέος τῆς ἀγάπης εἶναι ἀπόλυτο.

Ὅμως ἀρκεῖ ἡ προσευχὴ ἀπὸ μακριά;

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀπαντᾶ:

Ὄχι. Αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ. Ὅποιος λέγει ὅτι ἡ ἀγάπη μπορεῖ νὰ περιορισθῆ μόνο στὴν προσευχή, κάνει λάθος! Καὶ σὲ ἐπίρρωση, φέρνει σὰν παράδειγμα τὸν Παῦλο. Ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσεύχονταν γιὰ τοὺς Ἑβραίους. Καὶ προσεύχονταν γιὰ χάρη τους, γιὰ τὴ σωτηρία τους, «ηὔχετο μάλιστα ἀνάθεμα εἶναι», ἀλλὰ καὶ ἔκανε τὰ πάντα γιὰ χάρη τους. Πάντοτε ἀπὸ αὐτοὺς ἄρχιζε. Καὶ ἐπιφέρει: Ἔτσι καὶ «ὁ ἐπίσκοπος ὁ μὴ ἐργαζόμενος ὑπὲρ τῶν ἑτεροδόξων ὑπὸ ψευδοῦς κινεῖται ζήλου καὶ ἐστερημένος ἐστὶν ἀγάπης. Ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ καὶ ἀλήθεια καὶ φῶς! Ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀγάπη ψευδὴς ὁ ζῆλος καὶ πεπλανημένη ἡ δόξα». Μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἢ σχισματικούς, εἶναι πλανεμένοι καὶ ἔχουν «ζῆλον οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν». Τί περισσότερο καὶ τί χειρότερο θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε εἰπεῖ;

3. Συμπέρασμα: Ὄχι δικό μου (=τοῦ γράφοντος), ἀλλὰ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου:

• «Τὰ τῆς πίστεως ζητήματα οὐδόλως δέον ἐστι νὰ μειῶσι τὸ τῆς ἀγάπης συναίσθημα».

• Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θέλουν ἐπικοινωνία εἶναι «διδάσκαλοι μίσους»! Καὶ κατ’ ἐπέκταση «μαθηταὶ τοῦ πονηροῦ», δηλαδὴ τοῦ διαβόλου.

• «Ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ δὲν ἐξέρχεται καὶ γλυκὺ καὶ πικρὸ νερό».

• «Ἀπὸ τὴν ἴδια καρδιὰ δὲν μπορεῖ νὰ βγαίνει καὶ ἀγάπη καὶ μίσος καὶ πάθος!».

• Ὅποιος ἔχει ἀγάπη καὶ διδάσκει τὴν ἀγάπη, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾶ καὶ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μισεῖ. Γιατί «τὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης ἐκδιώκει τὸ μίσος».

Εἶναι θαυμάσιος ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Δὲν μιλάει οὔτε γιὰ ἱερεῖς, οὔτε γιὰ λαϊκούς. Γιατί αὐτοὶ δὲν ποιμαίνουν. Αὐτοὶ εἶναι ἢ συνεργοὶ ἐντολοδόχοι (οἱ ἱερεῖς), ἢ ἁπλῶς ὑπηρετικὸ προσωπικὸ ποὺ ὑποβοηθεῖ τοὺς ποιμένες στὸ ἔργο τους (οἱ λαϊκοί).
Ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νὰ δίδει τὴν κατευθυντήρια ἀρχὴ καὶ νὰ ἐποπτεύει τὸν διάλογο καὶ τὴν ἐπικοινωνία.

Συμπέρασμα δικό μου.
Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ εἶναι νόμιμο. Γιὰ δύο λόγους:

α. γιατί ὅ,τι ἰσχύει σὰν ἐντολὴ Θεοῦ γιὰ ἕνα ἀρχιερέα, ἰσχύει καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἱεραρχία τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ αὐτὴ ἔχει χρέος μὲ Συνοδικὲς ἀποφάσεις νὰ ἐπιβάλλει τὴν τήρηση τοῦ Θείου Νόμου· καὶ

β. γιατί ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἰς ὅ,τι ἔπραττε πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς, τελικὰ ἀνεφέρετο ὅπως μαρτυροῦν πολλὲς ἐπιστολὲς του (βλ. Θεοκλήτου Διονυσάτου, Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ Θαυματουργός, σελ. 329 ἐξ. ) στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, παρ\’ ὅτι δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ὁ ἄμεσος προκαθήμενός του, γιὰ περαιτέρω προώθηση καὶ ἀξιοποίηση.

4. Ἂν αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὸν μεμονωμένο ἐπίσκοπο, σὰν χρέος του ἀπὸ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ ἠθικοῦ νόμου τοῦ Εὐαγγελίου, πολὺ περισσότερο ἰσχύει γιὰ τὶς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ Σύνολό της.

Β\’

1. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁμιλώντας γιὰ τὸ χρέος τοῦ ἐπισκόπου νὰ μεριμνᾶ νὰ ἔχει ἐπικοινωνία μὲ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ σχισματικούς, στὴν προσπάθειά του νὰ τοὺς ἐπαναφέρει μὲ τὸν διάλογο στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας, ὑπενθυμίζει μὲ ἔμφαση ὅτι στὸν τομέα αὐτὸ ἀναπτύσσεται δύο εἰδῶν ζῆλος: ὁ ζῆλος «κατ’ ἐπίγνωσιν» καὶ ὁ ζῆλος «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν». Ἡ τοποθέτηση αὐτὴ τοῦ Ἁγίου μας ὑπεχρέωσε νὰ ἀναζητήσωμε στὰ ἔργα καὶ νὰ ἰδοῦμε, τί ἐννοεῖ.
Καὶ πράγματι στὸ βιβλίο του «Γνῶθι σ’ αὐτὸν» (κεφ. Ζ § 36, σελ. 179 ἑξ. ) παραθέτει ὅπως πάντοτε μὲ σαφήνεια, ξεκάθαρα, τὶς ἀπόψεις του.

2. Ἂς ἰδοῦμε λοιπόν,
α. ποιὸς εἶναι ὁ κατ’ ἐπίγνωσιν ζηλωτής·
β. ποιὸς εἶναι ὁ «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» ζηλωτής.

α. Ποιὸς εἶναι ὁ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτής; Ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος.

• «Ὁ κατ’ ἐπίγνωσιν ζηλωτής, δὲν εἶναι ποτέ, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ποτέ, μειωμένης Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας ἄνθρωπος».

• «Εἶναι ἀληθὴς ἔνθους τῆς πίστεως λατρευτῆς καὶ αὐστηρὸς τηρητὴς τοῦ θείου νόμου καὶ τῶν πατρίων παραδόσεων».

• «Διακαίεται ἀπὸ τὸν πόθον γιά: διάδοσιν τοῦ θείου λόγου, στερέωσιν τῆς πίστεως, εὐόδωσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μείζονα ἐπίδοσιν τοῦ θείου κηρύγματος καὶ ἀποκατάστασιν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς».

Ὅμως αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ, τονίζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Γιὰ νὰ εἶναι γνήσιος ὁ ζῆλος, ὀφείλει ὁ ζηλωτὴς νὰ «καλλιεργεῖ καὶ τὸν ἔσω ἄνθρωπον», νὰ εἶναι Χριστοῦ εἰκόνα, «ἐραστὴς πασῶν τῶν ἀρετῶν».

Καὶ προσθέτει ὁ Ἅγιος: Ὁ ἀληθινὸς ζηλωτής:

• «Δὲν ἀπαυδᾶ, δὲν ἀποκάμνει, δὲν αἰσθάνεται κάματον, δὲν ἐξαντλεῖται, δὲν δυσθυμεῖ, ἀλλὰ ἀεὶ ἀκμαῖος καὶ ζωηρός, εὔθυμος καὶ θαρραλέος ὁρμᾶ πρὸς τὴν ἐργασίαν».

• «Πυροῦται ὑπὸ ἐνθέου ζήλου. Καὶ ἐπιζητεῖ νὰ ἐπεκτείνει τὰς ἐνεργείας του πρὸς πᾶσαν τὴν ἀνθρωπότητα».

• Μὲ τί κίνητρο; «Ὁρμώμενος ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν θεὸν καὶ τὸν πλησίον». Καὶ γι’ αὐτὸ «πράττει τὰ πάντα μετ\’ ἀγάπης καὶ αὐταπαρνήσεως».

• «Οὐδὲν πράττει τὸ δυνάμενον νὰ φέρει θλίψιν εἰς τὸν πλησίον του».

• «Οὐδὲν ἐξωθεῖ αὐτὸν εἰς παρεκτροπήν».

• «Χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ κατ\’ ἐπίγνωσιν ζηλωτοῦ: Ἀγάπη θερμὴ πρὸς τὸν θεὸν καὶ τὸν πλησίον. Πραότης. Ἀνεξιθρησκεία. Εὐεργεσία. Εὐγένεια τρόπων. Εἶναι ΤΥΠΟΣ ΑΛΗΘΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ».

Συμπέρασμα.
Τὸν ἀληθινό, τὸν κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτή, δὲν θὰ τὸν εὕρεις σὲ τίποτε σκάρτο!

3. Ποιὸς εἶναι ὁ μὴ κατ’ ἐπίγνωσιν ζηλωτής; Ὁ μὴ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτὴς ἔχει κατὰ τὸν Ἅγιό μας, τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ (βλ. Γνῶθι σ’ αὐτὸν κεφ. Ζ΄, § 36, σελ. 179):

• «Πλανᾶται στὶς σκέψεις καὶ στὶς ἐνέργειές του». Δηλαδὴ οὔτε σκέπτεται σωστά, οὔτε ἐνεργεῖ σωστά. Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος λάθος.

• «Πράττει τὰ ἐναντία πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ Θείου Νόμου». Αὐτοχαρακτηρίζεται «ζηλωτὴς» καὶ «φρουρὸς τῶν πατρικῶν παραδόσεων». Προφανῶς, ἀπὸ ὑπερεκτίμηση τῶν ἀπόψεών του καὶ τῆς ἀποστολῆς του. Χαρακτηρίζει ἄλλους, ἐκείνους ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὶς ἀπόψεις του, «προδότες τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» καὶ «σὲ δογματικὰ ζητήματα μειοδότες». Ἐπικρίνει. Καὶ κατακρίνει. Χάριν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Δηλαδή;

• «Διαπράττει τὸ κακόν, ὅπως ἐπέλθη τὸ ὑπ\’ αὐτοῦ ποθούμενον ἀγαθὸν» (=καταντάει ἐσωτερικὰ ἰησουίτης).

• «Εὔχεται τῷ θεῷ νὰ ρίψη πῦρ ἐξ οὐρανοῦ νὰ κατακαύση πάντας τοὺς μὴ δεχόμενους τὰς ἀρχὰς καὶ πεποιθήσεις του». Ἐκφωνοῦν ἐναντίον τους ἀναθέματα!

• «Πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, μίσος, θυμός, φθόνος, ἐμπάθεια (=ἀσφαλῶς αὐτὰ δὲν εἶναι ποτὲ ἐκ θεοῦ). Παράλογος ἐπιμονὴ ἐν τῇ προασπίσει τῶν ἰδίων φρονημάτων (=πλήρης ἔλλειψις ταπείνωσης) παράφορος ζῆλος πρὸς κατίσχυσιν ἐν πᾶσι (=θέλει παντοῦ νὰ τοῦ περνάει, νὰ ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο), φιλοδοξία, φιλονικία, ἔρις, φιλοτάραχον».

Καὶ συμπεραίνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος: «Ὁ μὴ κατ\’ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς εἶναι ἄνθρωπος ὀλέθριος».

Τὰ αὐστηρὰ αὐτὰ λόγια τοῦ γεμάτου ταπείνωση καὶ ἀγάπη ἁγίου Νεκταρίου, πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζουν ὅλους. Καὶ νὰ τὸ ἔχωμε μόνιμο ἐρώτημα μέσα μας: Μήπως ὁ ζῆλος μου ἐκτρέπεται σὲ ζῆλον «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» καὶ ἀντὶ καλοῦ προξενεῖ κακό; Δοκιμαζέτω ἕκαστος ἑαυτόν. Ἕκαστος τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει.

Γ’

1. Τὰ προλεχθέντα κάνουν νὰ ἐγείρεται τὸ ἐρώτημα:

•Μήπως ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἶχε καταντήσει (ἀπὸ τὴν πολλὴ συναισθηματικὴ ἀγάπη του!) ἀνεδαφικὸς καὶ οὐτοπικός;

• Μήπως δὲν εἶχε τὸν πικρὸ ρεαλισμὸ τῆς δικῆς μας πείρας; Γιατί ἐμεῖς τὸ βλέπομε, ὅτι ὁ διάλογος μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία βαδίζει πρὸς πλήρη ἀποτυχία.

Ὄχι. Ὁ ἅγιος εἶχε μελετήσει καλὰ ὅλα τὰ συναφῆ προβλήματα. Καὶ στὸ βιβλίο του «Περὶ τῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος» τ. Α’, σελ. 159-163, καθιερώνει ἀρχές, ποὺ σήμερα γιὰ τοὺς διάλογους εἶναι καταστατικῆς ἀξίας.

Ἂς τὶς ἰδοῦμε:

Λέγει ὁ ἅγιος Νεκτάριος: Οἱ ὅροι τῆς ἑνώσεως (μεταξὺ Ὀρθοδόξου καὶ Λατινικῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας) εἶναι τοιοῦτοι, ὥστε καθιστῶσι τὴν ζητουμένην ἕνωσιν ἀδύνατον. Διότι δὲν ἔχουν οὐδὲν σημεῖον συναντήσεως. Ζητοῦσι δὲ ἑκάτερα τὰ μέρη παρὰ τῆς ἑτέρας Ἐκκλησίας, οὔτε πλεῖον οὔτε ἔλαττον τὴν ἄρνησιν ἑαυτῆς, τὴν ἄρνησιν τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν, ἐφ\’ ὧν ἑδράζεται ὅλον τὸ οἰκοδόμημά της.

Ἐμεῖς ζητοῦμε νὰ ἀρνηθοῦν οἱ Καθολικοὶ τὸ πρωτεῖο, τὸ ἀλάθητο, τὸ Φιλιόκβε. Ὅμως ἐπάνω στὰ δόγματα αὐτὰ σηρίζεται ὁλόκληρη ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἂν τὰ ἀρνηθοῦν, ἀρνοῦνται τὴν Ἐκκλησίαν τους ἐκ θεμελίων κάτι ποὺ εἶναι γι’ αὐτοὺς πολὺ δύσκολο, ἂν μὴ καὶ ἀδύνατο!

Ὁμοίως ἐκεῖνοι ζητοῦν ἀπὸ ἐμᾶς νὰ δεχθοῦμε τὸ πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητο. Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς, ἂν τὰ δεχθοῦμε αὐτά, ἀρνούμεθα ἐκ θεμελίων τὴν Ἐκκλησία μας, ποὺ στηρίζεται στὴν Συνοδικότητα. Ἄρα καὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει! Πρὸς τί λοιπὸν ὁ διάλογος;

2. Καὶ προχωρεῖ ὁ Ἅγιος σὲ μία ἀκόμη καταστατικῆς σπουδαιότητος διατύπωση. Λέγει:

«Ἐν ὅσῳ τὰ μὲν κύρια αἴτια τοῦ χωρισμοῦ μένωσι τὰ αὐτά, αἱ δὲ Ἐκκλησίαι ἀντέχωνται τῶν ἑαυτῶν, ἡ ἕνωσις εἶναι ἀδύνατος. Ἵνα θεμελιωθῆ ἕνωσις, πρέπει αὕτη νὰ στηρίζεται ἐπὶ τῶν αὐτῶν ἀρχῶν (δηλ. νὰ ἔχουν τὰ δύο μέρη ἀποδεχθῆ τὶς αὐτὲς θεμελιώδεις ἀρχές). Ἄλλως πᾶς κόπος μάταιος».

Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἁγίου ἰσχύουν ad hoc γιὰ τὸν διάλογο μὲ τοὺς Καθολικούς. Ἀσφαλῶς τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸν διάλογο μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους. Ἂν οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι μένουν στὴν Ἐκκλησιαστική τους ταυτότητα, νὰ ἀρνοῦνται τὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος, δὲ εἶναι πᾶς κόπος μάταιος;

3. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ δημιουργεῖται εὔλογα τὸ ἐρώτημα:

Ἂν οἱ ἑτερόδοξοι ἐμμένουν στὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας τους, καὶ συνεπῶς, φαίνεται ὁλοκάθαρα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅτι «πᾶς κόπος μάταιος», τί λόγο ὑπάρξεως ἔχουν οἱ διάλογοι καὶ οἱ ἐπικοινωνίες μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς;

Ἀσφαλῶς, θὰ ἔπρεπε ὁ ἅγιος Νεκτάριος νὰ ἔλεγε: Λάθος. Συγγνώμη, ἂν εἶπα κάπου ἀλλοῦ στὰ βιβλία μου κάτι διαφορετικό. Ὅμως δὲν τὸ λέγει.
Τί λέγει;

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέγει: «Ἔστι λίαν πιθανόν, νὰ ἑλκύση ὁ ἐπίσκοπος (ὁ διαχειριζόμενος τὸν διάλογον) καὶ τὴν ἐξ ἐσφαλμένης περιωπῆς κρίνουσαν δογματικὸν τι ζήτημα Ἐκκλησίαν».

Δηλαδὴ ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέγει:

Ὅσο καὶ ἂν φαίνεται «ἀδύνατο» καὶ «κόπος μάταιος» «ἔστι λίαν πιθανόν». Ἔτσι δὲν ξεκινάει κάθε δραστηριότητα ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς; Ὑπάρχει ποτὲ σιγουριὰ γιὰ ἀποτέλεσμα;

Ὁ διάλογος ἔχει ἕνα σκοπό. Νὰ βοηθήσει τὴν ἑτερόδοξη ἢ σχισματικὴ «Ἐκκλησία», νὰ καταλάβει τὸ λάθος της. Γιατί μόνο τότε μπορεῖ, ὑπάρχει πιθανότητα, νὰ ἐπανέλθει στὴν Ὀρθοδοξία καὶ στὴν σωτηρία, (ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἐκκλησία), ὄχι ἕνα ἄτομο μόνο, ἄλλα ἕνα σύνολο, μία ὁλόκληρη «Ἐκκλησία».

Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ ὑπέρτατος στόχος κάθε ποιμαντικῆς: Νὰ ἑλκύσει σύνολα. Σύνολα μεγάλα.
Ὁ στόχος τοῦ ἁγίου Νεκταρίου εἶναι καθαρὰ ποιμαντικός. Ἀφορᾶ στὴν σωτηρία. Ὁ ἐπίσκοπος, ἡ Ἐκκλησία, ἐργάζεται μόνο γιὰ τὴν σωτηρία. Ὄχι γιὰ τὰ ὅποια σχέδια.

Συμπέρασμα:

Ἡ ἐργασία τῶν ἀτόμων καὶ τῆς Ἐκκλησίας (=τῶν ποιμένων) γιὰ τὴν σωτηρία, εἶναι κατὰ τὸν ἀπ. Παῦλο ἕνας πόλεμος. Ἀνέκαθεν στοὺς πολέμους ἐφάρμοζαν μία τέχνη, ποὺ λέγεται στρατηγική. Ἡ στρατηγικὴ εἶναι μία μεθόδευση ἐνεργειῶν. Ἡ καλὴ μεθόδευση ἐνεργειῶν ἔδωκε σὲ στρατηγοὺς περιφανεῖς νίκες. Ἡ κακή, ἔγινε ἀφορμὴ νὰ διαλυθοῦν κοσμοκρατορίες.

Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Χρειαζόμαστε στρατηγική, καλὴ μεθόδευση.

Στὸ Γεροντικὸ διαβάζομε:

Δύο μοναχοὶ συναντοῦν χωριστὰ ὁ καθένας, ἕναν ἱερέα τῶν εἰδώλων στὴν ἔρημο. Ὁ πρῶτος μιλάει δογματικά, ὅπως τὸν ἔβλεπε ὑπὸ τὸ πρίσμα τοῦ δόγματος, ὅτι ἡ εἰδωλολατρία εἶναι δαιμονικὴ θρησκεία καὶ οἱ ἱερεῖς της ὑπηρέτες τοῦ διαβόλου. Τοῦ λέει: Ἄι, ἄι δαῖμον! Ποῦ τρέχεις;

Ὁ ἄλλος τοῦ μιλάει μὲ τὴν χριστιανικὴ καλωσύνη καὶ ἀγάπη. Τοῦ λέει: Σωθείης· σωθείης, καματηρέ!

Αὐτὸ σημαίνει καλὴ μεθόδευση· καλὴ στρατηγική.

Ἐρωτάει μὲ ἀπορία ὁ ἱερέας τὸν ἅγιο Μακάριο.

Τί καλὸ εἶδες ἐπάνω μου, χριστιανὸς σύ, καὶ μοῦ μιλᾶς μὲ τόσο καλὸ τρόπο;

Ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος:
Βλέπω, ὅτι ἐργάζεσαι γιὰ τὴν ψυχή σου μὲ ζῆλο. Καὶ σὲ λυπᾶμαι, γιατί δὲν τὸ ἔχεις καταλάβει, ὅτι ὁ κόπος σου θὰ πάει χαμένος!. . .

Ἀποτέλεσμα:

• Τὰ λόγια τοῦ πρώτου ἐξόργισαν τὸν ἱερέα τόσο, ποὺ ὅρμησε ἐπάνω του καὶ τὸν «ἐσάπισε» στὸ ξύλο.

• Τὰ λόγια τοῦ δευτέρου, τὸν κατένυξαν τόσο, ποὺ ἄφησε τὴν εἰδωλολατρία καὶ τὸ ἐπίζηλο ἀξίωμά του, καὶ ἔγινε χριστιανὸς καὶ μοναχὸς (Ἀββᾶ Μακαρίου, λθ΄).

Τὸ «πιστεύω» καὶ τῶν δύο μοναχῶν ἦταν τὸ ἴδιο. Ὁ ἕνας ἔκαμε μία ἄκριτη μετωπικὴ ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ ἱερέα τῶν εἰδώλων. Ὁ ἅγιος Μακάριος ἐφάρμοσε μία στρατηγικὴ· ἔκαμε μία μεθόδευση. Καὶ ἐκέρδισε μία μεγάλη νίκη. Ἐκέρδισε ἕναν ἄνθρωπο. Ἐκέρδισε τὸν ἀδελφό του. Γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰωάννης «πλήρης ὤν τῆς ἀγάπης, πλήρης γέγονε καὶ τῆς θεολογίας».

Καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἄνευ ὅρων, ὁρίων καὶ προϋποθέσεων ἀγάπης καὶ καλωσύνης, μὲ τὴν σιγουριὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς γνώσης τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεως, θεωροῦσε χρέος του νὰ ἔχει ἐπικοινωνία, καὶ ἦταν ἄνετος στὴν ἐπικοινωνία, μὲ αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς· ποθώντας καὶ ἐπιδιώκοντας τὴν σωτηρία τους. Εἶχε σωστὸ κριτήριο. Καὶ σωστὸ μέτρο. Καὶ ἔγινε τύπος Ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθοπραξίας.

https://agiazoni.gr/slug-2249/