Η αρχιεπισκοπή Κεφαλληνίας είχε ως ποιμενάρχη την περίοδο της ενώσεως της νήσου με την Ελλάδα τον αρχιεπ. Σπυρίδωνα Κοντομίχαλο (1842-1873), ο οποίος καταγόταν από την Κεφαλλονιά και διετέλεσε πρωτοσύγκελλος της συγκεκριμένης επαρχίας μέχρι της εκλογής του με την υποστήριξη των Άγγλων. Οι δύο συνυποψήφιοί του για το θρόνο, ήταν ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος και ο Παϊσίος Μεταξάς. Ο ίδιος ήταν αντίθετος με την εκκλησιαστική ένωση με την Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά μετά από επέμβαση του Οικουμενικού Πατρ. Γερμανού του ΣΤ´ υποχώρησε. Όταν κλήθηκε στην Αθήνα ως συνοδικός, αρνήθηκε την ανάληψη των καθηκόντων του προβάλοντας λόγους υγείας και γήρατος. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν συμβιβάστηκε με αυτήν την εξέλιξη, αφού δεν έπαψε να θεωρεί ως αντικανονική την συγκεκριμένη Ι.Σ. και μη συνάδουσα προς την εκκλησιαστική παράδοση. Επί των ημερών του ιδρύθηκε για τη στήριξη των εφημερίων της περιοχής «Διοργανισμός του ιερού Ταμείου των ενδεών ιερέων της νήσου Κεφαλληνίας». Επίσης, επί των ημερών του ο Ανδρέας Λασκαράτος κυκλοφόρησε το έτος 1856 το βιβλίο του με τίτλο: «Τα μυστήρια της Κεφαλλονιάς», όπου σατύριζε τα εκκλησιαστικά πράγματα. Αυτό το βιβλίο έγινε αφορμή, ώστε ο Σπυρίδων να ζητήσει από την Ι.Σ. τον αφορισμό του Λασκαράτου. Επειδή η Ι.Σ. δέχθηκε την εισήγηση αυτή, ο Λασκαράτος εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο μέχρι το 1868, οπότε ξαναγύρισε πίσω και δημοσίευσε «Απάντησιν εις τον αφορισμόν του δεσπότου της Κεφαλληνίας». Αργότερα ο Κεφαλληνίας Γεράσιμος Δώριζας εισηγήθηκε στην Ι.Σ. και ήρε τον εις τούτον επιβληθέντα αφορισμό. Ο Κεφαλληνίας Σπυρίδων απεβίωσε στις 12 Ιουλίου 1873 και διάδοχός του έγινε ο Σπυρίδων Κομποθέκρας (1874-1878)123 .
Η αίγλη της μητροπόλεως Μονεμβασίας στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η εκκλησιαστική δικαιοδοσία της έφθανε μέχρι να περιλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της Μεσσηνίας. Η πρωτεύουσά της, η Καλαμάτα, είχε σπουδαία θέση μέσα σε αυτήν, ώστε ο Πατρ. Κύριλλος Λούκαρης (1623-1633) στην περίοδο της τρίτης πατριαρχείας του το έτος 1632 αποφάσισε να εκδόσει ένα σιγίλλιον, με το οποίο ενώθηκε η πόλη της Καλαμάτας με τη μητρόπολη Μονεμβασίας, τιτλοφορούμενη ως «Μητρόπολις Μονεμβασίας και Καλαμάτας», ονομασία που έφερε ως τα χρόνια της Επανάστασης. Η αίγλη της Μονεμβασίας συνεχώς μειωνόταν φτάνοντας στα όρια της παρακμής, ενώ αντίθετα η φήμη και η δύναμη της πόλεως της Καλαμάτας αυξανόταν ώστε στην εποχή της επανάστασης του 1821 να έχει τη φήμη ενός πνευματικού κέντρου, που ως αποτέλεσμα είχε τη δημιουργία ανεξάρτητης μητροπόλεως η οποία υπάρχει ως σήμερα124 .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´
Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ Α´ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Η μητρόπολη της Αθήνας μετά την ανακήρυξη του αυτοκέφαλου (16-7-1833) υποβιβάστηκε σε επισκοπή και είχε τον τίτλο «Αττικής». Το 1834 η πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους έγινε η Αθήνα χωρίς ο οικείος επίσκ. να ήταν ο πρόεδρος της Ι.Σ. Μετά το Συνοδικό Τόμο του 1850 ανακηρύχτηκε πρώτη μητρόπολη του κράτους, ενώ ο μητροπ. Αθηνών έγινε ισόβιος πρόεδρος της Ι.Σ. και η μητρόπολή του περιελάμβανε τις περιοχές Αττικής, Μεγαρίδος και τη νήσο Αίγινα. Πρώτος μητροπ. ήταν ο Νεόφυτος Μεταξάς που έμεινε ως το θάνατό του (29-12-1861). Διαδοχός του εκλέχτηκε ο από Πατρών και Ηλείας Μισαήλ Αποστολίδης στις 31 Δεκεμβρίου 1861. Πέθανε όμως πολύ γρήγορα, στις 21 Ιουλίου 1862, και διάδοχός του εκλέχθηκε ο Αιτωλίας Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος, ο οποίος έμεινε στο θρόνο ως το θάνατό του στις 5 Ιουλίου 1873.
Η Ι.Σ. εξέλεξε τον αρχιεπ. Κερκύρας Αντώνιο Χαρτιάτη στις 28 Ιουλίου για νέο μητροπ. Αθηνών, στέλνοντας το υπ᾽ αριθ. 3127/619-28 Ιουλίου 1873 έγγραφο στον αρμόδιο υπουργό. Αριθ. Πρωτ. 3127/619
Εν Αθήναις τη 28 Ιουλίου 1873
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Προς το επί των Εκκλησιαστικών κτλ. Υπουργείον
Περί μεταθέσεως Ιεράρχου εκ της οικείας εις την Μητρόπολιν Αθηνών, ως κανονικού Ποιμενάρχου
«Αναπαυθέντος εν Κυρίω του Μητροπολίτου Αθηνών Κυρίου Θεοφίλου και της Μητροπόλεως ταύτης μενούσης ήδη χηρευούσης κανονικού πνευματικού Ποιμένος η Σύνοδος ως εκ των ιερών αυτής καθηκόντων επιβαλλόμενων αυτή, υπό τε των Ιερών και απαραβίαστων Κανόνων και του Νόμου και συνωδά τω αποκλειστικώ και αναφαιρέτω αυτής καθαρώς πνευματικώ δικαιώματι επί του αντικειμένου τούτου συνελθούσα εις πλήρη Συνέλευσιν, όπως διασκεφθή περί αντικαταστάσεως αυτού, λαβούσα δε υπ᾽ όψιν και το δεύτερον εδάφιον του Δ´ άρθρου του Σ´ Νόμου και επομένη τοις θείοις και ιεροίς Κανόσι εξελέξατο και εψηφίσατο παμψηφεί ως ικανόν και κατάλληλον δια τον Μητροπολιτικόν Θρόνον Αθηνών τον Σεβασμιώτατον Αρχιεπίσκοπον Κέρκυρας, Κύριον Αντώνιον. Τούτου δε κανονικώς προτείνουσα την μετάθεσιν η Σύνοδος από της Αρχιεπισκοπής Κερκύρας εις τον Μητροπολιτικόν θρόνον Αθηνών ως κανονικού εις το εξής Ποιμενάρχου εξαιτείται την προς τούτο έγκρισιν της Α.Μ. του Βασιλέως
† Ο Φθιώτιδος Καλλίνικος
† Ο Κερκύρας Αντώνιος
† Ο Ύδρας και Σπετσών Νεόφυτος
† Ο Τριφυλίας και Ολυμπίας Ιγνάτιος»125
Η κυβέρνηση μέσω του αρμοδίου υπουργού αντέδρασε άμεσα και έντονα σε αυτό το έγγραφο που έγινε η αφορμή να αρχίσει μια σκληρή αντιπαράθεση μέσω εγγράφων υπουργείου και Ι.Σ. για αυτό το ζήτημα. Με έγγραφό του προς τον βασιλικό επίτροπο υπ᾽ αριθ. 5881-4004/31-7-1873 που μεταξύ άλλων έγραφε: «Όθεν κατά τον νόμον τούτον η μετάθεσις δεν ανήκει εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν της Εκκλησιαστικής αρχής και εν την πρωτοβουλίαν αυτής, αλλ᾽ εις την Κυβέρνησιν, οφείλουσαν εξάπαντος να προκαλέση και την γνωμοδότησιν της Συνόδου. Η Ιερά Σύνοδος δεν έχει το δικαίωμα του προτείνειν, οπόταν πρόκειται περί μεταθέσεως Επισκόπου εις χηρεύουσαν Επισκοπήν, αλλά μόνον το του γνωμοδοτείν· αι δε αρχαί εις ας ανήκει το δικαίωμα μόνον της γνωμοδοτήσεως δεν ενεργούσιν αυταπαγγέλτως και εκ πρωτοβουλίας, αλλ᾽ όταν προκληθώσιν»126 .
Η ανταλλαγή εγγράφων συνεχιζόταν αλλά χωρίς να έχει θετικό αποτέλεσμα για την Εκκλησία, αφού ο Κερκύρας Αντώνιος υπέβαλε παραίτηση και έφυγε από την πρωτεύουσα για την Κέρκυρα.
Ο Αντώνιος είχε κατηγορηθεί ως οπαδός του πανσλαβισμού. Εν τω μεταξύ είχε λήξει η θητεία της Συνόδου. Η καινούρια Ι.Σ. στη συνεδρία με ημ. 14 Δεκεμβρίου 1873 αποφάσισε πως έπρεπε να δοθεί ένα τέλος σε εκείνο το ζήτημα. Οι γνώμες όμως των ιεραρχών διΐσταντο. Οι Φθιώτιδος και Χαλκίδος θεωρούσαν την εκλογή του Κερκύρας Αντωνίου ως νόμιμη, ενώ οι Λευκάδος και Ύδρας είχαν αντίθετη γνώμη. Με τη διαφωνία αυτή της Ι.Σ. να διαρκεί αρκετούς μήνες διορίσθηκε ως πέμπτο μέλος της Ι.Σ. ο Μεσσηνίας Προκόπιος Γεωργιάδης την 1η Φεβρουαρίου 1874.
Με νέο έγγραφό του το υπουργικό συμβούλιο υπ᾽ αριθ. 3436 με ημ. 8-5-1874 υποστήριζε πως η εκλογή του Αντωνίου Χαρτιάτη ήταν άκυρη, επειδή ο ίδιος είχε υποβάλει την παραίτησή του127 . Τελικά επί κυβερνήσεως Επ. Δεληγιώργη (1872-1874), όπως ο Α. Πανώτης γράφει: «[…] η κυβερνηση προχώρησε σε προσβλητική ενέργεια κατά της Ιεράς Συνόδου επιβάλλοντας δια μεταθέσεως στον προεδρικό θρόνο των Αθηνών τον ελεγχόμενο από αυτήν τον Μεσσηνίας Προκόπιο Α´ τον Γεωργιάδη (1874-1889).
Η επιβολή του εκλεκτού της κοσμικής εξουσίας στην προεδρία της εκκλησιαστικής διοικήσεως έδωσε στους κυβερνώντες την εντύπωση ότι διαθέτουν απόλυτη κυριαρχία πάνω στα εκκλησιαστικά πράγματα. Έτσι, εντάθηκαν χωρίς αναστολές, οι φαύλες συναλλαγές μεταξύ πολιτικών και φιλόδοξων κληρικών για την εξαγορά μέσω δωροδοκίας του αρχιερατικού αξιώματος της Εκκλησίας»128
-69-