01 Δεκεμβρίου, 2018

''Zω δε ουκέτι εγώ''... Η αγάπη κατά τον Άγιο Πορφύριο

 

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ, Υπερτίμου και Εξάρχου Άνω Μακεδονίας

Συχνά πυκνά συναντούμε μέσα στις θεόπνευστες ομιλίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου αναφορές στα πρόσωπα των Αγίων μας. Είναι οι «αστέρες των ουρανών φαιδρότεροι»1 που δεν λάμπουν μόνο στη γη, αλλά λάμπουν και την ημέρα και φωτίζουν τον κόσμο με το φως τους μαζί με τον ήλιο.

Τους χαρακτηρίζει ακόμη ως ανθρώπους της αγάπης : «Αν θέλουμε να εξετάσουμε τους αγίους, θα τους βρούμε να είναι ευάρεστοι στον Θεό εξαιτίας της αγάπης τους. Η αγάπη σου παρουσιάζει τον πλησίον όπως τον εαυτό σου»2.

Ένας τέτοιος άνθρωπος της αγάπης ήταν και ο Όσιος Πορφύριος, του οποίου τη μνήμη γιορτάζει και πανηγυρίζει σήμερα η Αγία μας Εκκλησία. Υπήρξε στην επίγεια πορεία του ζώσα παρουσία του Χριστού.

Η θερμή αγάπη του για τον Χριστό μόρφωσε την ψυχή, τη σκέψη και όλη την προσωπικότητά του, ώστε να μπορεί και αυτός μαζί με τον βετεράνο του χριστιανικού στίβου, τον Απόστολο Παύλο, να επαναλαμβάνει: «, ζη δε εν εμοί Χριστός»3. Είχε «τον Παράκλητον ιδρυμένον εν εαυτώ»4, μυσταγωγό και διδάσκαλο στην πνευματική του ζωή.

Άλλωστε, η άνωθεν σοφία5 που έρχεται από τον Πατέρα των φώτων, τον ανέδειξε κανόνα της πίστεως, εικόνα πραότητος, εγκρατείας διδάσκαλον, σκεύος εκλογής, κιβωτό σπανίων χαρισμάτων, αλλά και πηγή της χαράς.

Όποιος τον πλησίαζε, γέμιζε με χαρά. Το ίδιο συνέβαινε και στην περίπτωση του Οσίου Παϊσίου. Όσο βάρος και να είχε η καρδιά του κάθε ανθρώπου, βλέποντας αυτές τις αγίες μορφές, αμέσως η δυσμενής κατάσταση φυγαδευόταν και επικρατούσε γαλήνη, ηρεμία και ελπίδα.

Στολισμένος με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, έγινε, όπως θα τονίσει ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος, για τους πραείς, στήριγμα υπομονής, αγάπης θύρα, διακρίσεως υπόθεση, παρρησία εν προσευχή, Πνεύματος Αγίου χωρίο, υπακοής συνεργός, αδελφότητος χαλινός, θυμωμένων εκκοπή, χαράς χορηγός, Χριστού μίμηση, αγγέλων ιδίωμα6.

Η διδασκαλία του ήταν χριστοκεντρική, αγιογραφική, και πατερική. Στόχος του: η αγάπη στον Χριστό και στους ανθρώπους.

Επιτρέψτε μου, λοιπόν, σήμερα που γιορτάζουμε την πάμφωτο μνήμη του, ζητώντας συγχρόνως τις πρεσβείες και τις μεσιτείες του στον θρόνο του Παντάνακτος Θεού όπου μετά παρρησίας προσεδρεύει και μνημονεύει των πνευματικών του τέκνων, όπως ο ίδιος έλεγε συχνά: «Θα σας θυμάμαι, θα σας μνημονεύω και θα είμαι πάντοτε κοντά σας», να μεταφέρω στην ευλαβική σας σκέψη ψήγματα από τη διδασκαλία του Οσίου Πορφυρίου αναφορικά με το θέμα της αγάπης.

Πρώτον. «Ένα είναι το ζητούμενο στη ζωή μας», τόνιζε συχνά, «η λατρεία στον Χριστό και η αγάπη στους συνανθρώπους μας. Να είμαστε όλοι ένα, με κεφαλή τον Χριστό. Έτσι μόνο θα αποκτήσουμε την χάρη, τον ουρανό, την αιώνια ζωή»7.

Ως έμπειρος πνευματικός πατέρας, ιερουργώντας αυτό το απροσπέλαστο μυστήριο της πνευματικής πατρότητος και της θεραπείας του ανθρώπου από τα πάθη, υπενθύμιζε πάντοτε το εύκρατο κλίμα της αγάπης που θα πρέπει να συνέχει τις καρδιές των ανθρώπων.

Μόνον έτσι, ο άνθρωπος θα μπορεί να απαλλαγεί από τη φιλαυτία, να ενωθεί με τον Θεό και να ζήσει αιώνια μαζί Του στην αιώνια Βασιλεία Του. «Η αγάπη προς τον αδελφό καλλιεργεί την αγάπη προς τον Θεό.

Είμαστε ευτυχισμένοι, όταν αγαπήσουμε όλους τους ανθρώπους μυστικά. Θα νοιώθουμε τότε ότι όλοι μας αγαπούν. Κανείς δεν μπορεί να φθάσει στον Θεό αν δεν περάσει από τους ανθρώπους.

Γιατί, “ο μη αγαπών τον αδελφόν αυτού, ον εώρακε, τον Θεόν, ον ουχ εώρακε, πως δύναται αγαπάν;”. Να αγαπάμε, να θυσιαζόμαστε για όλους ανιδιοτελώς, χωρίς να ζητάμε ανταπόδoση. Τότε ισορροπεί ο άνθρωπος. Μία αγάπη που ζητάει ανταπόδoση είναι ιδιοτελής. Δεν είναι γνήσια, καθαρή και ακραιφνής»8.

Δεύτερον. Ο Όσιος Πορφύριος είχε ανακαλύψει στην ζωή του τον Χριστό. Είχε συναντηθεί με τον Χριστό και ζούσε έτσι αποκλειστικά γι’ Αυτόν, ως τον μοναδικό του φίλο.

Όπως έλεγε ο ίδιος «“όταν βρούμε τον Χριστό, ας είναι και μία σπηλιά, καθόμαστε εκεί και φοβούμαστε να φύγουμε, να μην χάσουμε τον Χριστό”... Αλλά και ο Κύριος από την άλλη μεριά που είναι η πηγή της ζωής και της χαράς είχε εγκύψει μέσα στην ψυχή του Γέροντα, τον είχε βοηθήσει με το φως το αληθινό να Τον αναγνωρίσει, να Τον αισθάνεται, να βιώνει την παρουσία Του και να Τον θεωρεί ως τον μοναδικό του φίλο»9.

Γι’ αυτό συνέδεε το γεγονός της αγάπης με την Εκκλησία, που είναι Αυτός ο Χριστός, ο παρατεινόμενος εις τους αιώνες. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Ο κάθε διπλανός μας, ο κάθε πλησίον μας είναι “σαρξ εκ της σαρκός μας”.

Μπορώ να αδιαφορήσω γι’ αυτόν, μπορώ να τον πικράνω, μπορώ να τον μισήσω; Αυτό είναι το μεγαλύτερο μυστήριο της Εκκλησίας μας. Να γίνουμε όλοι ένα εν Θεώ. Αν αυτό κάνουμε, γινόμαστε δικοί Του.

Τίποτα καλύτερο δεν υπάρχει απ’ αυτήν την ενότητα. Αυτό είναι η Εκκλησία. Αυτό είναι η Ορθοδοξία. Αυτό είναι ο Παράδεισος... Μπορούμε εύκολα να φθάσουμε σε αυτό το σημείο. Αγαθή προαίρεση χρειάζεται και ο Θεός είναι έτοιμος να έλθει μέσα μας... Έτσι, μεταβάλλεται η σκέψη μας, απαλλάσεται από την κακία, γίνεται πιο καλή, πιο αγία, πιο εύστροφος»10.

Και καταλήγει ο ασκητής της Πλατείας Ομονοίας και του Νοσοκομείου της Πολυκλινικής των Αθηνών, όπως όλοι τον γνωρίσαμε: «Υπεράνω όλων η αγάπη. Εκείνο που πρέπει να μας απασχολεί είναι η αγάπη για τον άλλο... Η αγάπη στον αδελφό μας προετοιμάζει ν’ αγαπήσουμε περισσότερο τον Χριστό»11.

Έχοντας ο Όσιος Πορφύριος το χάρισμα της αγάπης, όπως αυτό το συναντούμε στα πρόσωπα των Αγίων μας, αγάπη χωρίς όρους και όρια, η οποία συνδυάζεται μάλιστα και με την άκρα ταπείνωση, συμβούλευε πως «είναι εγωισμός να θέλουμε οι άλλοι να μας μιλάνε με καλοσύνη. Ας μη μας στεναχωρεί το αντίθετο. Ας μη ζητιανεύουμε την αγάπη... Όταν αγαπάμε χωρίς να επιδιώκουμε να μας αγαπάνε, θα μαζεύονται όλοι κοντά μας σαν τις μέλισσες. Αυτό ισχύει για όλους μας»12.

Αυτή η αγάπη απουσιάζει σήμερα από όλους μας. Αυτή η ταπεινή αγάπη, η ανιδιοτελής, που έχει τη δυνατότητα να μαλακώσει και τις πιο σκληρές καρδιές. Αυτή η αγάπη θα μας γεμίσει με πραότητα και μακροθυμία.

Αυτή θα μας κάνει ειρηνικούς, θα φυγαδεύσει το άγχος και την ανασφάλεια, θα μας γεμίσει με την χάρη του Θεού. Τότε δεν θα φοβόμαστε τίποτα, όπως έλεγε ο θεοφόρος ασκητής.

Και επειδή αυτές τις ημέρες θα ετοιμασθούμε να υποδεχθούμε το μυστήριο της αγάπης και της άφατης φιλανθρωπίας του Θεού προς το ανθρώπινο γένος, που είναι η Σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, θα πρέπει να το υποδεχτούμε με το πνεύμα της αγάπης, όπως ακριβώς το έζησε στη ζωή του ο Όσιος Πορφύριος.

Ο πτωχός είναι ο αδελφός μας. Ο αναγκεμένος, ο φυλακισμένος, ο ασθενής, τα ορφανά και οι χήρες και οι πάντες οι έχοντες ανάγκη είναι οι αδελφοί του Χριστού και συγχρόνως οι δικοί μας αδελφοί.

Αυτούς όλους καλούμαστε να τους περιβάλλουμε με το πνεύμα της αγάπης μας, αν θέλουμε πραγματικά να γιορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα, σύμφωνα με τις πολύτιμες υποθήκες του νεοφανούς Οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου.



1. Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Κατήχησις Γ’, Ομιλία λεχθείσα προς νεοφωτίστους, ΕΠΕ 30,384
2. Του ιδίου, Περί τελείας αγάπης, ΕΠΕ 31,339
3. Γαλ. 2,20
4. Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Λόγος παραινετικός εις Θεόδωρον εκπεσόντα, PG 47,278
5. Ιακ. 3,17
6. Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, Λόγος εικοστός τέταρτος, Περί πραότητος και απλότητος, έκδ. 5η, Ιερά Μονή Παρακλήτου 1992, σελ. 259
7. Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, έκδ. ΙΓ’, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2015, σελ. 417
8. ό.π., σελ. 417-418
9. Γεώργιος Κρουσταλλάκης, Γέρων Πορφύριος, έκδ. Ζ΄, Εν πλω, Αθήνα 2006, σελ. 57
10. Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, ό.π., σελ. 418-419
11. ό.π. σελ. 420
12. ό.π. σελ. 420-421

https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/25455-zo-de-ouketi-ego-i-agapi-kata-ton-agio-porfurio 

Ὁ τυφλός τῆς Ἱεριχοῦς



Εὐαγγελικό   Ἀνάγνωσμα    Κυριακῆς
2 Δεκεμβρίου 2018, ιδ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιη΄ 35-43)

1. ΕΝΑΣ ΤΥΦΛΟΣ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ

Ἕνας ἀξιολύπητος τυφλὸς περίμενε ὧρες πολλὲς καὶ σκοτεινὲς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ἱεριχοῦς στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε. Κάθε φορὰ ποὺ ἄκουγε βήματα ἀνθρώπων κοντά του, ἄνοιγε τὸ στόμα του καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη, λίγα χρήματα ἢ τρόφιμα, γιὰ νὰ ζήσῃ, νὰ μὴ πεθάνῃ. Μιὰ μέρα ὅμως, καθὼς ἄκουσε θόρυβο μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ ἀπορία μεγάλη ρωτᾷ τοὺς γύρω του τί συμβαίνει. Καὶ μόλις ἔμαθε ὅτι περνάει ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος μὲ τὴ συνοδεία του, ὁ τυφλὸς ἄρχισε νὰ φωνάζῃ δυνατά: Ἰησοῦ, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. Κι ἐνῶ πολλοὶ τὸν ἐπέπλητταν καὶ τὸν ἀνάγκαζαν νὰ σιωπήσῃ, νομίζοντας ὅτι μὲ τὶς φωνές του ἐνωχλοῦσε τὸν Διδάσκαλο, αὐτὸς πολὺ περισσότερο ἐκραύγαζε: Υἱὲ τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με.

Γιατί ὅμως ὁ τυφλὸς φώναζε τόσο πολύ; Μήπως ἐπειδὴ ἦταν μακριὰ ὁ Κύριος καὶ ἤθελε νὰ ἀκουστῇ ἡ φωνή του; Ἴσως καὶ γι’ αὐτό. Ὅλες ὅμως αὐτὲς οἱ ἀσταμάτητες κραυγές του ἀπεκάλυπταν ὅτι ὁ τυφλὸς ἐκείνη τὴν ὥρα κάτι διαφορετικὸ αἰσθανόταν, ὁ τυφλὸς ἔβλεπε. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἄνοιξαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του γιὰ νὰ δῇ ποιὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς καὶ τί μποροῦσε νὰ περιμένῃ ἀπὸ Αὐτόν. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐκραύγαζε γιὰ νὰ λάβῃ χρήματα, ἀλλὰ γιὰ νὰ λάβῃ ἔλεος. Ἴσως βέβαια νὰ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὶς ἀμέτρητες θεραπεῖες ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Λαζάρου, ποὺ εἶχε συντελεσθῆ λίγο μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ.

Ἐπιπλέον ὅμως, ἂν καὶ ἦταν τυφλός, εἶχε θρησκευτικὲς γνώσεις. Ἤξερε ἀπὸ τὶς προφητεῖες ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ προερχόταν ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβίδ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζει ἐπιμόνως τὸν Κύριο υἱὸ τοῦ Δαβίδ, διότι ἀναγνωρίζει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ περίμεναν γενεὲς γενεῶν. Ἀλλὰ καὶ ἡ κραυγὴ ποὺ ἔβγαζε διαρκῶς, «ἐλέησόν με», ἀποκαλύπτει πὼς ὁ τυφλὸς πίστευε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶχε θεϊκὰ γνωρίσματα. Γι’ αὐτό, ἐνῶ τὰ πλήθη τοῦ ἔλεγαν νὰ σωπάση γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλῇ τὸν Διδάσκαλο, αὐτὸς ὅλο καὶ περισσότερο ἐκραύγαζε μὲ φωνὴ πολὺ δυνατὴ καὶ πίστι ἀταλάντευτη.

Μιὰ τέτοια πίστι μᾶς διδάσκει ὁ τυφλὸς τῆς Ἱεριχοῦς νὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς. Νὰ βλέπουμε τὰ ἀόρατα, τὰ πνευματικά, τὰ θεῖα καὶ ἀπρόσιτα μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας. Ἀκόμη κι ὅταν ὅλα γύρω μας μᾶς φαίνωνται σκοτεινὰ καὶ ἀπέλπιδα, ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε στὴν θεία παντοδυναμία τοῦ Κυρίου μας. Καὶ νὰ κραυγάζουμε μὲ πίστι μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

2. ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ;

Ὁ Ἰησοῦς μετὰ ἀπὸ τὶς ἐπίμονες κραυγὲς πίστεως τοῦ τυφλοῦ, διέκοψε τὴν πορεία του καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Κι ὅταν ἐκεῖνος πλησίασε, τὸν ρώτησε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Καὶ ὁ τυφλὸς ἀπάντησε μὲ λαχτάρα: Κύριε, θέλω νὰ ἀποκτήσω τὸ φῶς μου. 

Ἐδῶ ὅμως προκύπτει ἕνα εὔλογο ἐρώτημα: Γιατί ὁ Κύριος ἐρώτησε τὸν τυφλὸ τί θέλει; Ἀγνοοῦσε ὁ Κύριος τὸν πόθο τοῦ τυφλοῦ; Ποιὸς τυφλὸς δὲν θέλει τὸ φῶς του, τὴν σωτηρία του;

Ἀσφαλῶς ὁ Κύριος ἐγνώριζε τὰ πάντα. Ἔκαμε ὅμως αὐτὴ τὴν ἐρώτησι ὄχι διότι δὲν ἐγνώριζε ὁ Ἴδιος, ἀλλὰ διότι δὲν τὸ καταλάβαιναν τὰ πλήθη. Ἦταν λογικὸ νὰ νομίζουν ὅλοι οἱ παρόντες ὅτι ὁ τυφλὸς ζητοῦσε χρήματα, ἐνῶ ἐκεῖνος ζητοῦσε τὸ φῶς του. Ἤθελε λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ κάμῃ γνωστὸ σ’ ὅλα τὰ παρευρισκόμενα πλήθη ὅτι ὁ ζητιάνος τῆς πόλεως αὐτῆς δὲν ζητοῦσε χρήματα ἢ τροφή, ἀλλὰ ζητοῦσε κάτι τὸ ὑπερφυσικό, τὸ ἀκατόρθωτο σὲ ἀνθρώπινες δυνάμεις· ὅτι ὁ τυφλὸς δὲν ἦταν ἕνας ζητιάνος ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε πίστι μεγάλη καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὴν παντοδυναμία του τὸ θαῦμα, τὸ φῶς του.

Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας ἄλλος λόγος τῆς ἐρωτήσεως τοῦ Κυρίου: Ὁ Κύριος γνώριζε τὸν πόθο τοῦ τυφλοῦ, ἤθελε ὅμως νὰ τὸν ἀκούσῃ κι ἀπὸ τὸν ἴδιο. Γιὰ νὰ διδάξῃ σὲ ὅλους ἐμᾶς ὅτι ἂν καὶ γνωρίζῃ ὁ Θεὸς ὅλες τὶς ἀνάγκες μας, θέλει νὰ τὶς ἀκούῃ καὶ ἀπὸ τὸ δικό μας στόμα κατὰ τὶς ὧρες τῶν προσευχῶν μας. Διότι ἐκθέτοντας τὶς ἀνάγκες μας στὸν Κύριο, ταπεινωνόμαστε ἐνώπιόν του, μαθαίνουμε στὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐπιμονή, ζυμωνόμαστε μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὸν πόνο. Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ περάσουμε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ στάδια, διότι ἀλλιῶς εἴμαστε ἀνάξιοι νὰ λάβουμε τὸ θεῖο ἔλεος.

Ἂς ἐκφράζουμε λοιπὸν στὸν Κύριο ὅλους τοὺς πόθους τῆς καρδιᾶς μας, τὰ βάσανα καὶ τὶς πίκρες μας, τὰ προβλήματα καὶ τὰ ὄνειρά μας, κι Ἐκεῖνος θὰ ἀπαντᾷ στὰ αἰτήματα τῶν καρδιῶν μας. Ὅπως ἔδωσε τότε τὸ φῶς στὸν τυφλὸ τῆς Ἱεριχοῦς, θὰ χορηγῇ καὶ σὲ μᾶς κατὰ τὸ πλούσιο ἔλεός του ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη καὶ θὰ μᾶς ὠφελήσῃ. Ἀρκεῖ νὰ μάθουμε νὰ ζητοῦμε, νὰ κραυγάζουμε, νὰ ἐπιμένουμε καὶ νὰ περιμένουμε μὲ πίστι στὴν δύναμί του καὶ στὴν ἀγαθωσύνη του.

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν τὸν ᾿Ιησοῦν εἰς ῾Ιεριχώ, τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. καὶ ἐβόησε λέγων· ᾿Ιησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. σταθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.