14 Οκτωβρίου, 2017

Στόν κόσμο αὐτό δύο ὑπάρξεις ἔχουν λόγο, ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος.


     Ὑπάρχει ἕνα ὑπέροχο δεδομένο, ἕνα ἱδιαίτερο χάρισμα τό ὁποίο ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί ἀδελφοί. Κάτι τό ὁποίο τόν κάνει νά ξεχωρίζει ἀπό τά ἄλλα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό εἶναι ὁ λόγος. Ἡ δύναμη ἡ ὁποία τόν κάνει νά φαίνεται πώς εἶναι πλασμένος κατ’είκόνα καί καθ’ὁμοίωση τοῦ δημιουργοῦ του, τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Εἶναι τό χάρισμα τῆς ὁμιλίας. Ὁ ἱδιαίτερος καί ἀνώτερος τρόπος νά ἐπικοινωνεῖ μέ τούς συνανθρώπους του καί νά ἐκφράζει ὅ,τι ὡς σκέψη καί λογισμός ὑπάρχει μέσα του.

     Ἀναφέραμε προηγουμένως πώς τό χάρισμα αὐτό τοῦ λόγου καί τῆς ὁμιλίας, κάνει τόν ἄνθρωπο νά φαίνεται πώς εἶναι φτιαγμένος κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Φανερώνει πώς ἔχει κάτι κοινό μέ τό δημιουργό του καί ἔτσι εἶναι. Στόν κόσμο αὐτό δύο ὑπάρξεις ἔχουν λόγο, ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος. Ἡ δύναμη αὐτή δίνει μιά ἱδιαίτερη βαρύτητα σ’αὐτές. Γιατί ὁ λόγος πού θά ἐκφράσουν, εἶναι προϊόν τοῦ ἐσώτερου περιεχομένου τους καί εἶναι ἕνας καθρέφτης αὐτῶν.

     Γι αὐτό ἀκριβῶς ὁ Ὑϊός ὁ ὁποίος φανερώνει τό λόγο τοῦ Πατρός Θεοῦ εἶπε: «Ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τό στόμα», τό ὁποίο θά πεῖ πώς ὅ,τι λέει ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ξένο μ΄αὐτόν ἀλλά εἶναι κάτι ἀπ’ αὐτόν, εἶναι ἕνας καθρέφτης τοῦ ἐαυτοῦ του. Ὁ τρόπος τῆς ὁμιλίας του, τά λόγια πού χρησιμοποιεῖ, τά νοήματα πού βγάζει, ἔχουν βαρύτητα καί ἱδιαίτερη σημασία. Γι αὐτό δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀφηρημένα ἤ ἐλαφρά, «ἀργός λόγος» δηλαδή ὅπως λέγεται στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα. Γιατί ὅπως ἐπίσης εἶπε ὁ Ὑϊός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος θά δώσει λόγο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί γιά κάθε ἀργό λόγο πού θα πεῖ. Χαρακτηριστική περίπτωση λόγου ἀργοῦ, εἶναι τό λεγόμενο «κουτσομπολιό», τό ὁποίο γίνεται ἀκόμη καί μέσα στήν ἐκκλησία, ἐν ὥρα λατρείας.

     Δέν εἶναι ἐπίσης λίγες οἱ φορές πού «διά ἀσήμαντον λόγον καί ἀφορμήν» ὅπως λέμε, γινόμαστε μεταξύ μας ἀπό λίγο ἔως πολύ χάλια. Αὐτό δείχνει ἐπίσης πώς κανένας λόγος δέν εἶναι ἀσήμαντος, ἀφοῦ μπορεῖ ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἀνακατέψει τά μέχρι ὁλίγου καλῶς κείμενα καί πλέον κακῶς ὑπάρχοντα. Αὐτό πολύ σοφά τό λέει μιά παροιμία: «ὁ ταύρος πιάνεται ἀπό τά κέρατά του καί ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά λόγια του». Αὐτό τό ξέρουν καλά ὅσοι ἔχουν συνήθεια νά «παίρνουν λόγια» ὅπως λέμε καί νά τά μεταφέρουν πολλές φορές καί τροποποιημένα, ἔτσι ὥστε νά δημιουργοῦνται διαμάχες, ἐχθρότητες καί χωρισμοί. Αὐτό ἀποδικνύεται ἐπίσης ὅταν κάποτε φτάνουμε στό σημείο νά παραξηγηθοῦμε μέ κάποιον. Τότε κοιτάμε νά πιαστοῦμε ἀπό κάποιο λόγο πού ἔχει πεῖ, γιά νά τόν ἀντικρούσουμε.

     Τό ὅτι ὁ λόγος ἐπίσης εἶναι κάτι πολύ σημαντικό καί θά πρέπει μέ προσοχή νά τό χρησιμοποιοῦμε, εἶναι καί ἡ περίπτωση ὅπου κάποιος ἄνθρωπος ὅντας σωστός καί ἀκόλουθος σ’αὐτό πού θά πεῖ, τό τηρεῖ καί τό ἐκπληρώνει ἀπόλυτα. Εἶναι ἡ περίπτωση στήν ὁποία λέμε πώς γι αὐτόν ὁ λόγος πού θά δώσει εἶναι συμβόλαιο καί ἐγγύηση. Αὐτό εἶναι χαρακτηριστικό τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποίοι ἀναγνωρίζουν αὐτό πού μέχρι τώρα ἀναφερόμαστε. Τή σημασία καί τή βαρύτητα πού ἔχει αὐτός ὁ λόγος καί ἡ ὁμιλία καί πού εἶναι χάρισμα μόνο τοῦ ἀνθρώπου.

     Ἔνα ἄλλο χαρακτηριστικό ἐπίσης τῆς σοβαρότητας τοῦ λόγου, εἶναι ὅτι μέ αὐτόν ὡς ὄνομα χαρακτηρίζουμε μέχρι καί σήμερα, τήν ἐπισημοποίηση μεταξύ δύο οἰκογενειῶν τῆς σχέσης τῶν παιδιῶν τους· «δώσαμε λόγο μεταξύ μας γιά τά παιδιά μας καί εἶναι πλέον λογοδοσμένα». Ὅμως ἀπ’ ὅτι φαίνεται σήμερα εἰδικά, δέν ἀξιολογοῦμε καί ἀντιλαμβανόμαστε αὐτό πού λέμε ὅτι κάνουμε. Πώς δίνουμε ἕνα λόγο καί μιά ὑπόσχεση πού ἔχει τή δυναμική κοινωνικοῦ συμβολαίου. Ἔτσι δέ θά προβληματιστοῦμε καί πολύ νά διαλύσουμε αὐτό τό λόγο ὅταν θά φθάσει μιά στιγμή πού θά ὑπάρξει διαφορά ἀπόψεων καί πεποιθήσεων.

     Κι ἐγώ ἐπίσης, αὐτή τήν ἱερή στιγμή πού ὁμιλῶ καί κηρύτω στήν ἀγάπη σας, ἔχω μεγάλη εὐθύνη γιά ὅτι πῶ. Κι αὐτά πού λέω δέν μπορῶ μετά νά τά ἀποποιηθῶ καί νά πῶ δέν ἤξερα τί ἔλεγα, ἤ ἀλλο ἐννοοῦσα, ἤ ὄτι τό εἶπα κάνοντας χιοῦμορ. Ὡστόσο ὅμως μπορῶ νά πῶ τό ἐξῆς καί τό ὁποίο ἱσχύει γιά τόν καθένα μας. «Εἶμαι ὑπεύθυνος γι αὐτό πού λέω, ὄχι γι αὐτό πού καταλαβαίνεις». Αὐτό εἶναι μιά ἀπόδειξη πώς ἡ ἐπικοινωνία καί ἡ συννενόηση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, δέν εἶναι τόσο εὔκολη, ὅσο ἀρχικά φαίνεται.

     Τώρα γιατί τά λέμε ὅλα αὐτά σήμερα; Τά λέμε μέ ἀφορμή τήν εὐαγγελική περικοπή τῆς ἡμέρας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ γνωστή σέ ὅλους παραβολή τοῦ σπορέως. Κατά τήν ὁποία ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ παρομοιάζεται μέ τό σπόρο τῶν φυτῶν. Καί ὡς τέτοιος σπείρεται ἀπό τόν Ὑϊό τοῦ Πατρός, πού γίνεται ἄνθρωπος γιά νά φέρει σ’αὐτόν καί τόν κόσμο τό λόγο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι δύναμη καί ζωή καί σωτηρία γιά τόν ἄνθρωπο. Ἐδῶ φαίνεται τό μεγαλείο τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι εἶναι τό μόνο δημιούργημα μέ τό ὁποίο μπορεῖ νά κάνει λόγο ὁ Θεός. Νά συνομιλήσει, νά ἐπικοινωνήσει, νά συννενοηθεῖ, νά συστηθεῖ, νά γνωριστεῖ καί νά ἀναγνωριστεῖ ὡς Πατέρας ἀπό τό πλάσμα Του, τό παιδί Του. Κι αὐτό νά εἶναι γι αὐτό σωτηρία καί ζωή αἰώνια.

     Γι αὐτό καί πάλι εἶπε ὁ Ὑϊός καί Λόγος Χριστός: «Ἀμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν· ὁ τόν λόγον μου ἀκούων καί πιστεύων τόν πέμψαντά με, ἔχει ζωήν αἰώνιον καί εἰς κρίσην οὐκ ἔρχεται, ἀλλά μεταβέβηκε ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν...» Ἐπίσης σέ ἄλλη στιγμή εἶπε πώς: «...ὁ ἀκούων τόν λόγον μου καί οὔ ποιεῖ αὐτόν ἔχει ἤδη τόν κρίναντα αὐτόν. Οὖτος ὁ λόγος καί οὐχί ἐγώ θά κρίνει αὐτόν ἐν ἡμέρα κρίσεως...». Ἐπίσης αὐτός ὁ θεῖος Λόγος ἔχει τέτοια δύναμη πού μπορεῖ καί νά θρεψει ἀκόμη τόν ἄνθρωπο. Γι αὐτό καί ἀπάντησε ὡς ἔξῆς στόν πρώτο πειρασμό τοῦ διαβόλου: «οὔκ ἐπ’ἄρτω μόνο ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπί παντί ρήματι Θεοῦ».

     Αὐτόν ὅμως τό Λόγο τοῦ Θεοῦ, λίγοι ἄνθρωποι τόν ἀκοῦν καί τόν δέχονται μέ τήν κατάληλη καί ἀπαραίτητη διάθεση, ὅπως ὁ Ἵδιος ὁ Χριστός λέει μέσα στήν περικοπή. Κάτι ἔχει νά μᾶς πεῖ αὐτό καί γιά τή σημερινή κατάσταση τήν ὁποία ζοῦμε ὡς λαός. Λίγοι ἀναγνωρίζουν τή δύναμη, τή βαρύτητα καί τή σπουδαιότητά του γιά τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς καί γιά ὅλους μαζί. Εἴπαμε καί προηγουμένως, δύσκολο πράγμα ἐπικοινωνία καί ἡ συννενόηση. Εἶναι αὐτοί πού ἀντιλαμβάνονται καί ἐκτιμοῦν τήν ἀξία καί τή βαρύτητα πού ἔχει κάθε ἀνθρώπινος λόγος.

     Αὐτοί εἶναι πού καί ὁ Θεός τούς ἔχει σάν παιδιά Του. Τούς ἐκτιμᾶ καί τούς ἐμπιστεύεται καί τούς δίνει καί τούς φανερώνει κάτι ἀπό τό θείο μεγαλείο Του. Καί ἴσως εἶναι αὐτοί γιά τούς ὁποίους ὁ Θεός κρατᾶ ἀκόμη αὐτόν τόν κόσμο, παρόλο  πού οἱ κάτοικοί του καί ἱδιαίτερα οἱ χριστιανοί, τά παιδιά Του, δέ φαίνεται νά ἐκτιμοῦν καί νά ἀποδέχονται καί νά κάνουν τρόπο ζωῆς τους τό Λόγο Του, τό Εὐαγγέλιό Του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου