19 Αυγούστου, 2018

«Σε πιστεύω και σε προσκυνώ, Αγία Άννα, ήμαρτον, συγχώρησέ με»

 «Σε πιστεύω και σε προσκυνώ, Αγία Άννα, ήμαρτον, συγχώρησέ με» – Ο Τούρκος χλευαστής της εικόνας Της που βαπτίστηκε Χριστιανός! (ΦΩΤΟ)



Η θαυματουργή Χάρη της Αγίας Άννας στο Βόρι Προικοννήσου

Η εικόνα έφυγε από τον άρρωστο κι έπεσε επάνω στον Τούρκο, ο οποίος διαλύθηκε από το φόβο του και εκραύγασε με δυνατή φωνή:«Σε πιστεύω και σε προσκυνώ, Αγία Άννα»

Το περιστατικό μίλησε στην καρδιά του Τούρκου, έφερε βαθειά μεταβολή κι απεφάσισε να δεχθεί το άγιο Βάπτισμα και να γίνει χριστιανός.



Ένα μεγάλο προσκύνημα της Αγίας Άννας βρισκόταν στο Βόρι της μαρτυρικής Μητροπόλεως Προικοννήσου

Στην όμορφη παραλιακή πόλη του Κορινθιακού, το Αίγιο, μεταφυτεύθηκε το 1922 μία Ομάδα από τους ξεριζωμένους «κρίμασιν οίς οίδε Κύριος» Έλληνες μετά τη φοβερή εκείνη καταστροφή, τη λεγόμενη Μικρασιατική.

Οι πρόσφυγες στο Αίγιο οικοδόμησαν, με κόπους και αγώνα ξεκινώντας από το μηδέν, την καινούργια τους ζωή. Οι Αιγιώτες πρόσφυγες κατάγονται από την Προικόνησο στην οποία ήταν τότε πέντε χωριά. Αλώνη, Βόρι, Σκουπιά και Χουχλιά. Φεύγοντας κυνηγημένοι οι ευσεβείς Προικονήσιοι, σήκωσαν μαζύ τους προ παντός τα πολύτιμα αντικείμενα των Εκκλησιών τους, άγιες εικόνες, ιερά σκεύη, κ.λπ. Ιδιαίτερη αγάπη δείχνουν ακόμη και τα παιδιά τους για τα ιερά αυτά κειμήλια.

Στο Νησί τους είχαν ένα προσκύνημα. Το προσκύνημα της Αγίας Αννας στο Βόρι. Η φήμη του προσκυνήματος αυτού της Αγίας Αννας είχε εξαπλωθεί σε όλη τη γύρω περιοχή. Ιδιαίτερη ευλάβεια διατηρούσαν γι αυτό εκτός από τους εντοπίους οι κάτοικοι της απέναντι Μικρασιατικής παραλίας. Μνημονεύονται ιδιαίτερα τα χωριά Αρτάκη, Ρόδα, Γωνιά κ.λπ. καθώς επίσης και οι κάτοικοι των γύρω Νήσων όλοι οι λεγόμενοι Μπουγαζιανοί μέχρι Κωνσταντινουπόλεως.

Κυκλικά στο λιμανάκι και σε βάθος ήσαν σκορπισμένα τα σπίτια του Βόρι, μέχρι 130 σπίτια χριστιανικά και 15 τούρκικα.

Οι Τούρκοι μιλούσαν τα ελληνικά. Πήγαιναν και στην Αγία Αννα αλλά ο παπάς δεν τους θυμίαζε και δεν τους έδινε αντίδωρο, ούτε αγιασμό. Έφερναν όμως εκείνοι λαμπάδες μέχρι το μπόι τους στην Αγίαν Άννα.

Στην παραλία στο χώρο μιάς μεγάλης πλατείας με ψηλά πλατάνια κι ένα πηγάδι ήταν χτισμένη η εκκλησία της Αγίας Άννας. Τις δυο πλευρές της τις έδερνε το κύμα όταν είχε φουσκοθαλασσιά. Μικρή σχετικώς εκκλησία, ήταν προσκύνημα δεν ήταν ενοριακός Ναός. Στους χριστιανούς άρεσε να τη λένε Μοναστήρι. Είχε ξεχωριστή διοίκηση διότι ως προσκύνημα είχε πολλή κίνηση και πολλά έσοδα. Ιδιαίτερα στην πανήγυρη της Αγίας Αννας (25 Ιουλίου), συγκεντρωνόταν πλήθος προσκυνητών από τα χωριά της Προικονήσου από την απέναντι Μικρασιατική παραλία (20 περίπου χωριά), από τα γύρω Νησιά και από την Πόλη. Ημέρες κρατούσε η πανήγυρις. Το λιμάνι, γέμιζε καΐκια, σαντάλες, βάρκες πλεούμενα παντός είδους γεμάτα προσκηνητάς.

Έρχονταν να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα της Αγίας Άννας. Η εικόνα αυτή είχε φανερωθεί σε πολύ παλιά χρόνια στη θέση πού ήταν η Εκκλησία εκεί στην παραλία σε μία πυκνή βατιά. Πιθανώς την είχαν κρύψει εκεί οι χριστιανοί σε εποχή διωγμού και δοκιμασίας.

Η παράδοση για την εύρεση αυτής της εικόνας αναφέρει τα εξής:

Μια βασιλοπούλα από την Περσία, νεαρά κόρη έπασχε από λέπρα και είχε τυφλωθεί τελείως. Η κόρη αυτή είδε στο όνειρό της μια γυναίκα σεμνή και επιβλητική η οποία της είπε:

Να πάς στο Βόρι, και να ψάξεις στα βάτα. Θα βρεις εκεί την εικόνα μου και θα γίνεις καλά. Εγώ είμαι η Αγία Αννα. Στη συνέχεια είδε ένα τοπίο. Μία πυκνή βατιά σε μία παραλία. Διηγήθηκε το όνειρο στους δικούς της, χωρίς πολλούς δισταγμούς, απελπισμένη όπως ήταν από γιατρούς αποφάσισε με τη συνοδεία της να ξεκινήσει για το Βόρι το οποίον δεν εγνώριζε πού βρίσκεται. Με πολλούς κόπους και ταλαιπωρίες η άρρωστη αυτή κόρη έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, με την ελπίδα να μάθη εκεί πού είναι το χωριό πού υπέδειξε στον ύπνο της η άγνωστη σ αυτήν Αγία Άννα. Οι ελπίδες της ζωντάνεψαν όταν στην Πόλη, την πληροφόρησαν πώς το χωριό Βόρι βρίσκεται σ ένα κοντινό νησί. Με πολλή λαχτάρα ύστερα από πέντε ώρες θαλασσινό ταξίδι πάτησε στην παραλία του Βόρι. Τότε έγινε το θαύμα. Άνοιξαν τα τυφλά μάτια της κόρης και είδε το φώς της. Εύκολα ύστερα αναγνώρισε το τοπίο με τη βατιά στην παραλία, όπως το είχε ιδή στο όνειρό της. Έψαξαν εκεί στα πυκνά βάτα και βρήκαν κρυμμένη στο κοίλωμα μιας πέτρας την εικόνα.

Με συγκίνηση βαθειά πήρε στην αγκαλιά της το ιερό σέβασμα. Από τη στιγμή εκείνη αισθάνθηκε να φεύγει το κακό της λέπρας από πάνω της. Έγινε τελείως καλά. Έφυγε για την πατρίδα της χριστιανή πλέον, γεμάτη ευγνωμοσύνη.

Στη θέση εκείνη οικοδομήθηκε, πιθανώς με έξοδα της κόρης πού θεραπεύτηκε, η Εκκλησία, το προσκύνημα της Αγίας Άννας. Ανάμεσα στα αφιερώματα της εικόνας ξεχωριστή θέση είχε το στέμμα της νεαρής βασιλοπούλας από την Περσία. Αυτό το στέμμα όλοι οι παλιοί βορινοί το θυμούνται.

Αναρίθμητα είναι τα θαύματα της Αγίας Άννας σ' αυτό το προσκύνημα.

Ανάμεσα στην άσπρη και στη μαύρη θάλασσα

Προικόννησος ή Προκόννησος. Νησί του Ελλησπόντου στη θαλάσσια οδό από τον Βόσπορο προς τα Δαρδανέλλια.

Το νησί πήρε το όνομά του από την προκό ή προικό, είδους ελαφιού που ζούσε στο νησί. Το νησί αποικίστηκε κατά την αρχαιότητα με πρώτους κατοίκους από τη Σάμο ή τη Μίλητο. Το 493 π.Χ. οι Φοίνικες κατέστρεψαν το νησί. Στη συνέχεια υπήχθη στην κηδεμονία των Αθηναίων, γρήγορα όμως πέρασε στην κυριαρχία της Κυζίκου. Τον 15ο μ.Χ. αιώνα η Προικόννησος και τα υπόλοιπα νησιά του Μαρμαρά περιήλθαν στην κυριαρχία των Οθωμανών. Πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών στην Προικόννησο και τα υπόλοιπα τρία νησιά του Μαρμαρά (Αλώνη, Οφιούσα και Κούταλη) διέμεναν περίπου 10.000-15.000 Έλληνες κάτοικοι.



Μητρόπολη Προικοννήσου

Μια από τις αρχαιότερες Επισκοπές η Επισκοπή Προικοννήσου μαρτυρείται ήδη τον 5ο αιώνα καθώς μετατέθηκε σε αυτήν από την Επισκοπή Γόρδης της Λυδίας ο Επίσκοπος Ιωάννης. Ο ίδιος μετείχε και στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431 μ.Χ.) στην Έφεσο. Κατά τον 6ο ή 7ο αιώνα η Επισκοπή Προικοννήσου προήχθη σε Αρχιεπισκοπή. Καθώς άλλες Αρχιεπισκοπές προάγονταν σε Μητροπόλεις η Αρχιεπισκοπή Προικοννήσου παρέμενε Αρχιεπισκοπή και έφτασε να κατέχει την 1η θέση μεταξύ των υποκείμενων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Αρχιεπισκοπών. Μόλις το 1823 η Αρχιεπισκοπή Προικοννήσου προήχθη σε Μητρόπολη. Στη δικαιοδοσία της εκτός από την Προικόννησο υπάγονται και τα νησιά Αλώνη ή Αυλωνία, Οφιούσα ή Αφυσία και Κούταλη. Η έδρα του Μητροπολίτη μέχρι το 1900 ήταν στην Αλώνη. Μεταξύ 1900 και 1906 η έδρα μεταφέρθηκε στον Μαρμαρά.

Στις αρχές του 20ου αιώνα η Μητρόπολη Προικοννήσου περιλάμβανε τους κατωτέρω οικισμούς:

α) Μαρμαράς (Marmara)

β) Πραστειό (Gündoğdu)

γ) Κλαζάκι (Topağaç)

δ) Αφθόνη (Asmalı)

ε) Παλάτια (Saraylar)

στ) Γαλλιμή (Çınarlı) στη νήσο Προικόννησο (Marmara)

ζ) Αλώνη (Harmanlı)

η) Πασά Λιμάνι (Paşalimanı)

θ) Χουχλιά (Tuzla)

ι) Βώρυ (Poyrazlı)

ια) Σκοπιά (Balıklı) στη νήσο Αλώνη (Paşalimanı)

ιβ) Αφυσία (Avşa)

ιγ) Αραπάδες (Yiğitler) στη νήσο Οφιούσα (Avşa)

ιδ) Κούταλη (Ekinlik) στην ομώνυμη νήσο.

Το νησιωτικό σύμπλεγμα της δυτικής Προποντίδας

Ο όρος επαρχία Προικοννήσου περιγράφει το νησιωτικό σύμπλεγμα της δυτικής Προποντίδας που αποτελείται από τις νήσους Προικόννησος (Μαρμαράς), Κούταλη, Αλώνη και Αφυσιά.

Τα τέσσερα νησιά ανήκουν στην ιστορική περιοχή της Μυσίας και υπάγονταν διοικητικά, ως το 1922, στο μουδουριλίκι Προικοννήσου, στον καζά Αρτάκης στο σαντζάκι του Μπαλούκεσιρ, στο βιλαέτι της Προύσας.

Ως νησιωτικές δυνάμεις ανήκαν απευθείας στη διοίκηση του οθωμανικού στόλου, επικεφαλής του οποίου ήταν ο εκάστοτε καπουδάν πασάς. Ήδη όμως από τον 17ο αιώνα είναι γνωστό ότι στις κοινωνίες αυτές είχε αναπτυχθεί και ένα είδος τοπικής αυτοδιοίκησης, η λεγόμενη δημογεροντία.

Ο Μαρμαράς είναι το μεγαλύτερο νησί της επαρχίας. Πήρε το όνομά του από το άφθονο λευκό μάρμαρο, σημείο αναφοράς του νησιού από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Οι έλληνες κάτοικοι των νησιών ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με την εξόρυξη και εμπορία μαρμάρου, με την αλιεία, τη ναυτιλία, την αμπελουργία, την ελαιουργία και τη σηροτροφία. Ιδίως οι κάτοικοι του Μαρμαρά και της Κούταλης διακρίνονταν για τις ναυτικές τους ικανότητες επανδρώνοντας αλλά και ελέγχοντας ιστιοφόρα πλοία που διέτρεχαν την Προποντίδα, τη Μαύρη και την Άσπρη θάλασσα καθώς και τη Μεσόγειο.

Οι κάτοικοι της Αλώνης, της Αφυσιάς, της Κούταλης και του Μαρμαρά εκδιώχθηκαν, συνεπεία του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, από τις εστίες τους κατά τα έτη 1915-1918 προς τα ενδότερα της Μικράς Ασίας. Το 1922 οι κάτοικοι των νησιών υποχρεώθηκαν εκ νέου να εγκαταλείψουν με πλοία, αυτή τη φορά διά παντός, τα σπίτια και τα υπάρχοντά τους λίγο μετά την καθοριστική Μικρασιατική καταστροφή.

Οι πρόσφυγες της επαρχίας Προικοννήσου εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη του ελλαδικού χώρου, όπως Αθήνα, Πειραιάς, Νέος Μαρμαράς Χαλκιδικής, Πυργαδίκια Χαλκιδικής, Αμμουλιανή, Θεσσαλονίκη, Νέα Παλάτια Αττικής, Λίμνη Ευβοίας και άλλα.

Στο δρόμο της προσφυγιάς

Σήμερα, το νησί του Μαρμαρά ή Marmara Adasi στα Τουρκικά, υπάγεται στην επαρχία Μπαλικεσίρ (Balikesir). Στην απογραφή του 2000 καταγράφονται 9.446 μόνιμοι κάτοικοι ,με 2.215 να διαμένουν στην πρωτεύουσα Μαρμαρά και 7231 στα χωριά του νησιού (μαζί με την νήσο Αφυσιά που έχει 2000 κατοίκους). Υπάρχουν 4 χωριά και δύο πόλεις. Τα Çınarlı Köyü (Γαλιμή) , Gündoğdu Köyü (Πράστειο) , Asmalı Köyü (Αφθόνη), , Topağaç Köyü (Κλαζάκι) ile Saraylar (Παλάτια) και ο ομώνυμος Μαρμαράς.

Απέχει 70 ναυτικά μίλια από την Κωνσταντινούπολη. Έχει ακτογραμμή 60 μίλια και μέγιστο μήκος 23 χιλιόμετρα. Ανήκει στα Προκοννήσια ή νησιά του Μαρμαρά που αποτελεί το ένα από τα δύο συμπλέγματα νησιών της Προποντίδας. Η συστάδα περιλαμβάνει τέσσερα κατοικημένα νησιά και τρία μικρότερα ακατοίκητα. Τα κατοικημένα νησιά είναι το νησί του Μαρμαρά (ή Προκόννησος), η Κούταλη (Ekilnik), η Αφυσιά (Avsa) και η Αλώνη (Pasalimani).

Μέχρι το 1923, το νησί κατοικούταν από έναν σχεδόν αμιγώς Ελληνικό πληθυσμό. Μετά την ήττα της Ελλάδος , εκπατριστήκαν οι περίπου 10.000 κάτοικοι. Μια ιστορία αιώνων πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς ακολουθώντας τους υπόλοιπους χιλιάδες Έλληνες και Τούρκους εκδιωγμένους σε ένα από τα μεγαλύτερα «ξεριζώματα» που γνώρισε η νεώτερη Ιστορία.



Ο είρων Τούρκος που βαπτίστηκε Χριστιανός

Από το Μαρμαρά είχαν φέρει στην Αγία Άννα έναν τρελό για να γίνει καλά. Είχε τρέλα, μεγάλης μορφής. Οι δικοί του κινδύνευαν κοντά του. Πολλές φορές είχε βουτήξει τη μητέρα του στη θάλασσα με κίνδυνο να την πνίξει. Την ώρα πού ο ιερεύς έψαλλε αγιασμό, ο άρρωστος κρατούσε κατά τη συνήθεια την εικόνα στην αγκαλιά του. Σε μια περίπτωση η εικόνα έφυγε από την αγκαλιά του και στάθηκε οριζόντια στο κεφάλι του. Με αόρατη δύναμη ο άρρωστος προχώρησε προς τη θάλασσα με την εικόνα στο κεφάλι του. Καθώς προχωρούσε έτυχε να βρεθεί στο δρόμο του ένας Τούρκος. Στον Τούρκο φάνηκε αστείο ό,τι γινόταν και είπε περιφρονητικά:

-«Έχουν οι Γκιαούρηδες ένα ξύλο και τους χτυπά».

Την ίδια στιγμή έφυγε η εικόνα από τον άρρωστο κι έπεσε επάνω στον Τούρκο, ο οποίος διαλύθηκε από το φόβο του και εκραύγασε με δυνατή φωνή:

-«Σε πιστεύω και σε προσκυνώ, Αγία Άννα, ήμαρτον, συγχώρησέ με».

Μετά το περιστατικό αυτό γεμάτος συντριβή ο Τούρκος συμβουλευόταν τον ιερέα τι αφιέρωμα ήταν καλό να φέρει στη χάρη της. Το περιστατικό μίλησε στην καρδιά του, έφερε βαθειά μεταβολή κι απεφάσισε να δεχθεί το άγιο Βάπτισμα και να γίνει χριστιανός. Αλλά και ο άρρωστος από το Μαρμαρά έφυγε θεραπευμένος από τη χάρη της μεγαλόχαρης μητέρας της Θεοτόκου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου