22 Νοεμβρίου, 2025

Το Αυτοκέφαλο των Ορθοδόξων Σλαβικών Εκκλησιών 7ο

 2.2 Η Βυζαντινή Ιδεολογία και οι επιδιώξεις της τον 9ο αιώνα 

 Οι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί, συνέδεσαν στη δοσμένη ιστορική περίοδο τη δραστηριότητά τους με την εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου, η οποία προσέβλεπε στον σταδιακό εκχριστιανισμό των Σλάβων και τη συνεπακόλουθη ενσωμάτωσή τους στη σφαίρα της πολιτικής επιρροής και της πνευματικής ακτινοβολίας του για δύο λόγους: αφενός τη διασφάλιση της ηρεμίας στα βόρεια σύνορα της Αυτοκρατορίας. αφετέρου, την εξασφάλιση «των πρωτείων» της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας έναντι της Παπικής εξουσίας και του Βατικανού στον ανταγωνισμό τους για την κατάληψη της ανώτατης εξουσίας στη χριστιανική κοινωνία, μέσω της κατά το δυνατόν μεγαλύτερης επέκτασης  της γεωγραφικής -και κατ’ αναλογία πληθυσμιακής- επιρροής της στον Μεσαιωνικό κόσμο. 

 Η υψίστης σημασίας προσφορά των δύο φωτιστών ισαποστόλων στο οικουμενικής προοπτικής αυτό έργο, έγκειται στη διάδοση του Χριστιανισμού και τη μεταλαμπάδευση του πολιτισμικού πλούτου του Βυζαντίου στους σλαβικούς πληθυσμούς μέσα από την εφεύρεση του γλαγολιτικού αλφαβήτου και τη διαμόρφωση της πρώτης λογοτεχνικής γλώσσας των Σλάβων, αυτό που στη συνέχεια και μέχρι σήμερα ονομάζεται κυριλλικό. Σε αυτήν αρχικά μεταφράστηκαν το Ευαγγέλιο και τα λειτουργικά κείμενα και ακολούθως, πολυπληθή κείμενα της βυζαντινής γραμματείας22. Η πρόσληψη της ανατολικής ορθόδοξης παράδοσης και του βυζαντινού πολιτισμού στην εθνική τους γλώσσα και η αφομοίωση αυτών –προσαρμοσμένων στις δικές τους ανάγκες, πνευματικές και πολιτισμικές, διαπότισε οντολογικά και σε βάθος τον σλαβικό πολιτισμό, σε σημείο που η κατανόησή του να προϋποθέτει την αναφορά στους πνευματικούς του γεννήτορες. Συνέβαλε, δε, στην ανάπτυξη μιας ενιαίας στο σύνολο του σλαβικού κόσμου εκκλησιαστικής και πολιτισμικής παράδοσης, βασισμένης και εναρμονισμένης με την οικουμενική βυζαντινή, η οποία διατηρείται, στη βάση της, αναλλοίωτη μέχρι σήμερα. 

 Σ’ αυτό το πλαίσιο, η αποστολή των ισαποστόλων Κύριλλου και Μεθόδιου στον σλαβικό κόσμο στη βάση της οικουμενικής πολιτικής ευθύνης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξελίχθηκε ιστορικά ως μία από τις σημαντικότερες ιστορικές περιόδους της Χριστιανοσύνης. Πρωτίστως κοινώνησε στους Σλάβους των Βαλκανίων -από τη Μοραβία μέχρι τον Βόλγα και από τη Μακεδονία μέχρι τη Βαλτική θάλασσα- το αποθησαυρισμένο από τη μακροχρόνια ιστορική εμπειρία ορθόδοξο πνεύμα. Κατόπιν συνεισέφερε, κατά κρίσιμο τρόπο, στην ιστορική πορεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τη διαμόρφωση της καθ' όλου πνευματικής ταυτότητας του χριστιανικού κόσμου κατά τη δεύτερη ευρωπαϊκή χιλιετία. Και πέραν αυτών το ότι μετακενώνοντας σ’ αυτούς την οικουμενικής ακτινοβολίας μεγαλόπνοη πνευματική και πολιτισμική παράδοση του Βυζαντίου, συνεισέφερε στην ενότητα του σλαβικού στοιχείου, ενισχύοντας την κοινότητα της φυλής και της πίστης, και επηρέασε καταλυτικά την ιστορική του εξέλιξη, η οποία αποτελούσε σύνθεση, οργανική και ισόρροπη, της κλασικής. Η παράδοση αυτή ήταν και παραμένει ένα αμάγαλμα αρχαιοελληνικής πνευματικής κληρονομιάς με το υψηλό περιεχόμενο του χριστιανικού μηνύματος για τον Θεό, τον άνθρωπο και τον  κόσμο, συμβάλλοντας στην αφύπνιση της εθνικής αυτοσυνειδησίας και στον πνευματικό αυτοπροσδιορισμό των Σλαβικών λαών.

-22-

20 Νοεμβρίου, 2025

Το Αυτοκέφαλο των Ορθοδόξων Σλαβικών Εκκλησιών 6ο

 Ως ηγετικό πνευματικό κέντρο στην Ορθόδοξη Εκκλησία με έδρα την Κωνσταντινούπολη, το Οικουμενικό Πατριαρχείο διεύρυνε σε σημαντικό βαθμό τις δικαιοδοσίες του σ’ αυτή την ιστορική-πολιτική συγκυρία του β΄ μισού του 9ου μ.Χ.16 αιώνα και στο πλαίσιο της εντυπωσιακής επέκτασης των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή και τον Καύκασο, επεκτείνοντας σε αγαστή συνεργασία με την πολιτική εξουσία το ιεραποστολικό17 του έργο στη Μοραβία, την Κιεβική Ρωσία, τη Χαζαρία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και την Αλανία. 

Στην ιεραποστολική «εξόρμηση» που επιτέλεσε προς τον σλαβικό κόσμο υπό την αιγίδα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' και με εμπνευστή τον Πατριάρχη Φώτιο και η οποία ολοκληρώθηκε, σε ευρεία κλίμακα, κατά την περίοδο του Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος (867-886), κεφαλαιώδους σημασίας θεωρείται η συμβολή των μεγάλων ιεραποστόλων και φωτιστών Κύριλλου και Μεθόδιου18. 

Ο Πατριάρχης Φώτιος υπήρξε μια ξεχωριστή προσωπικότητα με καταλυτική επιρροή στην βυζαντινή ιστορία των μέσων χρόνων και μεταγενέστερα . Η ευρυμάθειά του και οι πολιτικές του ικανότητες ωφέλησαν, στον μέγιστο βαθμό, το Βυζαντινό κράτος. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και αξίζει να αναφερθεί, ότι χειροτονήθηκε ταχύτατα  σε όλα τα επίπεδα της ιεροσύνης, εντός ολίγων ημερών, προκειμένου να ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο19 γεγονός που καταδεικνύει την σημαντικότητα του ανδρός Ύστερα από τον εκχριστιανισμό των λαών αυτών προέκυψαν, όπως είναι φυσικό επακόλουθο, ζητήματα οργάνωσης και διοίκησης του ποιμνίου κατά το ελληνορθόδοξο πρότυπο και το παράδειγμα της Κωνσταντινούπολης με τις επαρχίες της και τους κατά τόπους επίσκοπους. Σε κατοπινούς χρόνους ετέθη θέμα και εκκλησιαστικής αυτονομίας και ανεξαρτησίας. Το Αυτοκέφαλο των Σλαβικών Εκκλησιών προέκυψε μέσα από διάφορες διεργασίες στο διάβα των αιώνων (ενίοτε μέσα και από ανταγωνιστικές και συγκρουσιακές καταστάσεις), οι οποίες αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν με διαφορετικούς ρυθμούς για την καθεμιά ανάλογα με το ιδιαίτερο εθνικό περιβάλλον της, τη ξεχωριστή φυσιογνωμία του ποιμνίου της και τις ιδιαιτερότητες των παραδόσεών του. Οι πολιτικές ή εθνοφυλετικές σκοπιμότητες ήταν ξένες προς την αποστολή της Εκκλησίας και άμεσα συναρτώμενες με τον συσχετισμό ισχύος μεταξύ εκάστης εθνικής σλαβικής ομάδας και του Βυζαντίου σε μια δοσμένη ιστορική συγκυρία. Η κατάκτηση της διοικητικής ελευθερίας και αυτονομίας τους, υπό την έννοια της απόκτησης ενιαίας εκκλησιαστικής διοίκησης «ενδεδυμένης» το κανονικό δικαίωμα να καθορίζει τα της εκλογής, χειροτονίας και δίκης των Επισκόπων, να ρυθμίζει όλα τα εκκλησιαστικά θέματα της Τοπικής Εκκλησίας και να διαχειρίζεται ελεύθερα τις σχέσεις της με τις κρατικές αρχές και τις άλλες Εκκλησίες. Η παροχή καθεστώτος εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας, είχε πάντοτε και σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, καθότι εδραίωνε ηγεμονίες και προσέδιδε ξεχωριστή υπόσταση σε βασιλικούς οίκους, κυρίως, όταν είχαν εμφανείς επεκτατικές βλέψεις.  

2.2 Οι Ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος 

 Οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, κατά σάρκα αδελφοί, γεννήθηκαν στην Θεσσαλονίκη το 827 και μεταξύ 815-820 αντίστοιχα. Ο αρχικά ονομαζόμενος Κωνσταντίνος άλλαξε το όνομα του σε Κύριλλος, όταν εκάρη μοναχός στη Ρώμη τις παραμονές της αποδημίας του διαισθανόμενος το τέλος του20. Ο κατά κόσμον Μιχαήλ μετονομάσθηκε σε Μεθόδιο, γινόμενος μοναχός στον Όλυμπο της Μυσίας στη Μικρά Ασία21. Προερχόμενοι από πατέρα υψηλόβαθμο αξιωματούχο θεωρούνται ευγενικής καταγωγής χωρίς να γνωρίζουμε πολλά περισσότερα. Αν και δεν υπάρχουν ομοίως σαφείς ενδείξεις για την   εθνική τους προέλευση, αποδεκτά επικρατέστερη είναι η ελληνική, κάτι που τονίζουν έγκυροι έλληνες και ξένοι ιστορικοί και σλαβολόγοι . Στις βιογραφίες τους αναφέρεται ότι πέραν της ελληνικής γνώριζαν την αραβική την εβραϊκή την συριακή και την σλαβική γλώσσα. Οι γνώσεις αυτές σε συνδυασμό με την υψηλή φιλοσοφική, γενική και θεολογική τους μόρφωση αποτέλεσαν τα εφόδια για την διπλωματική και ιεραποστολική τους δράση. Στάλθηκαν μαζί ή και ξεχωριστά από τον βυζαντινό αυτοκράτορα σε σημαντικές αποστολές σε άλλα βασίλεια. Με κορυφαία αυτές στον σλαβικό κόσμο, κύρια στην περιοχή της Μοραβίας. Η Μεγάλη Μοραβία ακμάζων κράτος της εποχής, περιελάμβανε εδάφη των σημερινών κρατών Τσεχίας και Σλοβακίας καθώς και τμήματα της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Ο ηγεμόνας Ρατισλάβ με επίσημη πρόσκληση ζήτησε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ να του υποδείξει και να οργανώσει αποστολή σοφών και φωτισμένων αξιωματούχων για την εκκλησιαστική και πνευματική φώτιση του λαού του. Βασικό σημείο στο οποίο επέμεινε ήταν να μπορέσει να γίνει κατήχηση και λειτουργίες στη γλώσσα, την οποία γνώριζαν, την παλαιοσλαβική και όχι κάποια άλλη. Την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε η εκκλησία της Ρώμης είχε απαράβατο όρο το τρίγλωσσο. Δηλαδή η λειτουργική γλώσσα της χριστιανικής πίστης να είναι Λατινική, Ελληνική ή Εβραϊκή, αποκλείοντας οποιαδήποτε άλλη με συνεπακόλουθα να μην είναι ούτε κατ΄ ελάχιστον κατανοητή σε άλλα έθνη. Η πρόσκληση (ή κάλεσμα) του Μοραβού ηγεμόνα βέβαια επιδέχεται και μια δεύτερη ανάγνωση. Με τον τρόπο αυτό επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τη θέση του με το βυζαντινό κράτος, ενώ ταυτόχρονα θα αντιμετώπιζε τους εχθρούς και σφετεριστές της εξουσίας εντός του βασιλείου του και θα απομάκρυνε τον γερμανικό κίνδυνο που επιβουλευόταν την αυτοτέλειά του και την εδαφική του κυριαρχία. .

-20-