05 Απριλίου, 2025

«Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»

Ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητές Του ἔχουν μεταβεῖ στὰ μέρη τῆς Καισάρειας ποὺ εἶχε ἐξωραΐσει ὁ Φίλιππος ὁ τετράρχης, γιὸς τοῦ Ἡρώδη τοῦ Μεγάλου· βρίσκονται σὲ κάποιο ἥσυχο τόπο στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Ἀερμών. Τοὺς ρωτάει: «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;» (Ματθ. ις΄ 13). Ποιὸς νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι; Κι οἱ μαθητὲς Τοῦ ἀπαντοῦν: Ἄλλοι λένε ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής. Ἄλλοι λένε ὅτι εἶσαι ὁ προφήτης Ἠλίας. Ἄλλοι λένε ὅτι εἶσαι ὁ προφήτης Ἱερεμίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς παλιοὺς Προφῆτες. Ὁ Χριστὸς τοὺς ξαναρωτάει: «ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι;» (στίχ. 15). Ἐσεῖς ποιὸς νομίζετε ὅτι εἶμαι; Τότε ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐκ μέρους ὅλων Τοῦ ἀπαντᾶ: «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (στίχ. 16). Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ φυσικὸς καὶ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι νεκρὸς ὅπως τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ζεῖ παν τοτινά   

Αὐτὴ ἡ ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου εἶναι πασίγνωστη σὲ μᾶς, ἐπειδὴ τὴν ἀκοῦμε ἀπὸ μικρὰ παιδιά· ἐπειδὴ διδαχθήκαμε νὰ τὴ λέμε ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Πέτρο. Ἀλλὰ ἔχει πολὺ μεγάλη σπουδαιότητα ὡς ὁμολογία πίστεως γιὰ δύο λόγους: Διότι τὴν εἶπε πρὶν ἀπὸ τὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὅπου εἶδε τὴ θεία δόξα Του, καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ ὑπερφυσικὰ γεγονότα τῆς Σταυρώσεως, τότε ποὺ ἔγινε σεισμός, σκοτείνιασε ὁ ἥλιος, σχίστηκε τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ, ἄνοιξαν μνημεῖα, ἀναστήθηκαν νεκροί. Δὲν εἶχε ἀκόμη σταυρωθεῖ ὁ Χριστός, δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ, δὲν εἶχε ἀναληφθεῖ στοὺς οὐρανούς, δὲν εἶχε γίνει ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν εἶχε ἱδρυθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ὡς ἐκ τούτου δὲν ἦταν πλήρως ξεκαθαρισμένο στοὺς ἀνθρώπους τί ἦταν ὁ Χριστός. Ἡ ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὸ νὰ ὁμολογοῦσε ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας. Διότι καὶ περὶ Μεσσίου οἱ ἄνθρωποι εἶχαν παχυλὲς ἀντιλήψεις. Οἱ πιὸ πολλοὶ τὸν περίμεναν ὡς ἐπίγειο βασιλιὰ ποὺ θὰ ἔδιωχνε τοὺς Ρωμαίους καὶ θὰ κυβερνοῦσε «ἐν ράβδῳ σιδηρᾷ». Ὁ πολὺς ὁ  κόσμος οὔτε Μεσσία μποροῦσε νὰ Τὸν ὀνομάσει. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι ὁ Τίμιος Πρόδρομος ποὺ ἀναστήθηκε καὶ κάνει θαύματα. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι ὁ προφήτης Ἠλίας ποὺ εἶχε ἀναληφθεῖ καὶ ξαναῆλθε στὴ γῆ. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι ὁ προφήτης Ἱερεμίας ἢ κάποιος ἄλλος ἀπὸ τοὺς παλιοὺς Προφῆτες ποὺ ἀναστήθηκε. Ἐνῶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος μὲ τόση σαφήνεια ὁμολόγησε ξεκάθαρα: Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Ὁ Κύριος ἐπήνεσε τὸν ἀπόστολο Πέτρο γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς του, λέγοντας: «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾽ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (στίχ. 17). Εἶσαι πανευτυχὴς καὶ μακάριος, Σίμων, υἱὲ τοῦ Ἰωνᾶ, διότι τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τῆς ὀρθῆς πίστεως δὲν σοῦ τὴ φανέρωσε κανεὶς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Πατέρας μου ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. Πράγματι· «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν, Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 3). Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ὁμολογήσει τὴ Θεότητα τοῦ Κυρίου  μας, χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ἀποκαλύψει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα. Ἐμεῖς ζοῦμε σὲ ἐποχὴ συγχύσεως, ποὺ οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν μὲ προχειρότητα καὶ ἐπιπολαιότητα γιὰ τὸν Χριστό. Λένε πολλὰ ὑποτιμητικὰ καὶ ὑβριστικὰ γι᾿ Αὐτόν. Τὸν ἐξισώνουν μὲ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν διαφόρων θρησκειῶν καὶ προσπαθοῦν νὰ ἐπιβάλουν τὴν πανθρησκεία, ὑποβαθμίζοντας τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀπὸ ὁμολογιακὸ σὲ πανθρησκειακό. Τόσο ξεκάθαρη ὁμολογία πίστεως σὰν τὴν ὁμολογία πίστεως τοῦ ἀποστόλου Πέτρου δὲν ἀκούει κανεὶς συχνὰ στὶς ἡμέρες μας. 

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ὁμολογοῦμε τὴ Θεότητα τοῦ Κυρίου μας. Νὰ  ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ φύσει Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀληθινὸς καὶ ὁ μοναδικὸς Σωτήρας τοῦ κόσμου καὶ ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία». Κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει, παρὰ μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός· «οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ΄ 12). Δὲν ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ πάνω σ᾿ ὅλη τὴ γῆ κανένα ἄλλο ὄνομα τὸ ὁποῖο νὰ ἔχει δώσει ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἔχει ὁρίσει ὁ Ἴδιος ὅτι μόνο μ᾿ αὐτὸ μποροῦμε νὰ σωθοῦμε ὅλοι ἐμεῖς. Ἐὰν ὁμολογοῦμε τὴ Θεότητα τοῦ Κυρίου μας, θὰ βοηθοῦμε καὶ ἄλλους ἀνθρώπους νὰ στηρίζονται στὴν ὀρθὴ πίστη καὶ θὰ ἔχουμε «μισθὸν πολὺν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Διότι θὰ μᾶς ὁμολογήσει κι ἐμᾶς ὁ Κύριος ὡς δικούς Του μπροστὰ στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του, ὅπως μᾶς βεβαιώνει λέγοντας: «...ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ι΄ 32). OΣΩΤΗΡ2215

04 Απριλίου, 2025

Ἡ πέμπτη ἐντολὴ

 Ἀφοῦ στὶς πρῶτες τέσσερις ἐντολὲς ὁ Κύριος καθόρισε τὰ καθήκοντα ποὺ ἔχουμε πρὸς τὸν Θεό, ἔρχεται μὲ τὶς ἑπόμενες ἕξι ἐντολὲς νὰ καθορίσει καὶ τὰ καθήκοντα ποὺ ἔχουμε πρὸς τὸν πλησίον μας. Ἡ πέμπτη ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου ὁρίζει νὰ ἀποδίδουμε τὴν ὀφειλόμενη τιμὴ στοὺς κατὰ σάρκα γονεῖς μας, στὸν πατέρα μας καὶ στὴ μητέρα μας. «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι» (Ἐξ. κ΄ 12). Νὰ τιμᾶς καὶ νὰ σέβεσαι τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου, γιὰ νὰ εὐτυχεῖς καὶ νὰ ζεῖς πολλὰ χρόνια μέσα στὰ ἄφθονα ἀγαθὰ τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας, ποὺ σοῦ χαρίζει ὁ Κύριος, ὁ Θεός σου. Ὀφείλουμε νὰ τιμοῦμε τοὺς κατὰ σάρκα γονεῖς μας, διότι «τοῦ ζῆν μετὰ τὸν Θεὸν αὐτοὶ γεγόνασιν αἴτιοι», ἑρμηνεύει ὁ αὐθεντικὸς ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (PG 62, 150). Μέσῳ αὐτῶν μᾶς ἔφερε στὴ ζωὴ ὁ Θεός, καὶ αὐτοὶ μετὰ τὸν Θεὸ εἶναι οἱ αἴτιοι γιὰ τὸ ὅτι ὑπάρχουμε.  Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα αὐτὴ τὴν ἐντολὴ παραλάβαμε ἀπὸ τὸν Θεό: νὰ σεβόμαστε, νὰ τιμοῦμε, νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς γονεῖς μας καὶ νὰ ὑπακοῦμε στὶς συμβουλὲς ποὺ μᾶς δίνουν. «Τὰ τέκνα ὑπακούετε τοῖς γονεῦσιν ὑμῶν ἐν Κυρίῳ· τοῦτο γάρ ἐστι δίκαιον» (Ἐφ. ς΄ 1). Τὸ παράδειγμα μᾶς τὸ δίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος «ἦν ὑποτασσόμενοις αὐτοῖς» (Λουκ. β΄ 51). Ἐξακολουθοῦσε ὡς ὑπάκουο παιδὶ νὰ ὑποτάσσεται στὸν Ἰωσὴφ καὶ στὴν Παναγία Μητέρα Του. Οἱ γονεῖς ποὺ μᾶς ἔφεραν στὸν κόσμο καὶ μᾶς ἀνατρέφουν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου», δικαιοῦνται τόν σεβασμὸ καὶ τὴν τιμή μας. Ἡ ἐντολὴ τῆς τιμῆς πρὸς τοὺς γονεῖς εἶναι «ἐντολὴ πρώτη ἐν ἐπαγγελίᾳ», ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή του (ς΄ 2). Δηλαδή, εἶναι ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ συνοδεύεται μὲ ὑπόσχεση ἀνταμοιβῆς ἀπὸ τὸν Θεό: «ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς»! Πράγματι· πολλὲς καὶ μεγάλες εὐλογίες ἀπολαμβάνουν τὰ παιδιὰ ποὺ σέβονται καὶ τιμοῦν τοὺς γονεῖς τους. Τὰ  σεβαστικὰ παιδιὰ εἶναι τὸ καμάρι τῶν γονέων τους, οἱ ὁποῖοι δίνουν τὶς καλύτερες εὐχὲς γιὰ τὰ παιδιά τους, νὰ εἶναι στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἔχουν τὴν εὐλογία Του. Οἱ εὐχὲς ποὺ τοὺς δίνουν, στηρίζουν κι αὐτοὺς καὶ τὶς οἰκογένειές τους: «Εὐλογία γὰρ πατρὸς στηρίζει οἴκους τέκνων» (Σ. Σειρ. γ΄ 9). Στὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν οἱ εὐχὲς τῶν γονέων παρομοιάζονται μὲ στεφάνι ἀπὸ χάριτες ἀρετῶν, μὲ τὸ ὁποῖο στεφανώνεται ἡ τιμία κεφαλή τους. Ἐπίσης παρομοιάζονται μὲ χρυσὸ περιδέραιο, ἀσυγκρίτως πολυτιμότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μέταλλο, μὲ τὸ ὁποῖο στολίζεται ὁ λαιμός τους (βλ. Παρ. α΄ 9). Τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο, ἡ ἀπρεπὴς συμπεριφορὰ πρὸς τοὺς γονεῖς, ἐθεωρεῖτο ἀνέκαθεν βαριὰ ἐκτροπή, παρόμοια μὲ τὴ βλασφημία τοῦ ἁγίου Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι ἀποκαλοῦν «γέρο» τὸν πατέρα τους καὶ «γριὰ» τὴ μητέρα τους, ἀσεβοῦν στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς παραγγέλλει νὰ τοὺς σεβόμαστε: «μὴ καταφρόνει ὅτι γεγήρακέ σου ἡ μήτηρ» (Παρ. κγ΄ 22). Μὴν περιφρονήσεις τὴ μητέρα σου, ἐπειδὴ τὴ βρῆκαν πλέον τὰ γεράματα. Καὶ ὅταν γεράσουν καὶ ὅταν ἀρρωστήσουν οἱ γονεῖς μας, ἔχουμε καθῆκον νὰ τοὺς βοηθοῦμε, νὰ τοὺς περιθάλπουμε καὶ νὰ ἀνεχόμαστε κάποιες ἰδιοτροπίες ποὺ λόγῳ τῆς ἡλικίας ἢ τῆς ἀσθένειας παρουσιάζουν. Ἡ ἀχάριστη διαγωγὴ τῶν παιδιῶν πρὸς τοὺς γονεῖς στιγματίζεται στὴν Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία βεβαιώνει ὅτι αὐτοὶ ποὺ μυκτηρίζουν τὴ μητέρα τους καὶ τὴν ποτίζουν μὲ πικρὰ φαρμάκια, ἐνεργοῦν ὡς ἄφρονες (βλ. Παρ. ι΄ 1). Αὐτοὶ ποὺ διώχνουν ἀπὸ τὸ σπίτι τὸν πατέρα τους ἢ τὴ μητέρα τους, δὲν διαφέρουν ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀσεβεῖ στὸν Θεό (βλ. Παρ. κη΄ 24). Αὐτοὶ ποὺ κακολογοῦν τοὺς γονεῖς τους, θὰ πέσουν σὲ ἀδοξία μεγάλη. Θὰ σβήσει κάθε λάμψη καὶ δόξα τους καὶ οἱ κόρες τῶν ὀφθαλμῶν τους θὰ ἀντικρίσουν τὸ αἰώνιο σκοτάδι τοῦ Ἅδη (βλ. Παρ. κ΄ 20). Ἰδιαίτερα αὐστηρὸς εἶναι ὁ Νόμος στὶς περιπτώσεις ποὺ τὰ παιδιὰ σηκώνουν χέρι καὶ χτυποῦν τοὺς γονεῖς τους: «ὃς τύπτει πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ, θανάτω θανατούσθω» (Ἐξ. κα΄ 15). Ἐννοεῖται ὅτι τὰ περὶ τιμῆς τῶν γονέων μας ἰσχύουν, ἐὰν αὐτοὶ μᾶς κατευθύνουν στὸ ἀγαθό. Ἐὰν μᾶς ζητοῦν νὰ πράξουμε κάτι ἀντίθετο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ παύσουμε βεβαίως νὰ τοὺς τιμοῦμε, ἐφόσον εἶναι γονεῖς μας, ἀλλὰ θὰ ὑπακούσουμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ κι ὄχι στὸ θέλημα τῶν κατὰ σάρκα γονέων μας. Ἐπίσης δὲν θὰ βάλουμε ποτὲ τὴν ἀγάπη τῶν γονέων μας πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Διότι, ὅπως συμπληρώνει στὴν Καινὴ Δια θήκη ὁ Κύριος: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ι΄ 37).ΟΣΩΤΗΡ2215