21 Μαΐου, 2018

Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος



Ὁ ἅ­γιος μάρ­τυς Βα­σι­λί­σκος ἔ­ζη­σε καὶ μαρ­τύ­ρη­σε στὰ χρό­νια τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος Μα­ξι­μια­νοῦ (285-305). Ἡ κα­τα­γω­γή του ἦ­ταν ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ Χου­μια­λὰ τῆς Ἀ­μα­σεί­ας. Ἀ­ξι­ώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ νὰ ἔ­χει συγ­γε­νή, θεῖ­ο του, τὸν ἅ­γιο ἔν­δο­ξο με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα Θε­ό­δω­ρο τὸν Τή­ρω­να.

Κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς στρα­τι­ω­τι­κῆς του θη­τεί­ας συ­νε­λή­φθη μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους δύ­ο χρι­στια­νοὺς συ­στρα­τι­ῶ­τες του, τὸν Εὐ­τρό­πιο καὶ τὸν Κλε­ό­νι­κο, ἐ­πει­δὴ εἶ­χαν ἀρ­νη­θεῖ καὶ οἱ τρεῖς νὰ θυ­σιά­σουν στὸ βω­μὸ τῶν εἰ­δώ­λων. Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ ὑ­πο­βλή­θη­καν καὶ οἱ τρεῖς σὲ ὀ­δυ­νη­ρὰ μαρ­τύ­ρια ἀ­πὸ τὸν ἡ­γε­μό­να τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας Ἀ­σκλη­πιά­δη.

Ὁ Κλε­ό­νι­κος καὶ ὁ Εὐ­τρό­πιος σύν­το­μα πα­ρέ­δω­σαν τὸ πνεῦ­μα τους στὸν Κύ­ριο (ἑ­ορ­τά­ζουν στὶς 3 Μαρ­τί­ου). Ὁ Βα­σι­λί­σκος με­τὰ τὴν ἐκ­δη­μί­α τῶν δύ­ο συ­να­θλη­τῶν του ὁ­δη­γή­θη­κε στὴ φυ­λα­κὴ τῆς Ἀ­μα­σεί­ας.

Οἱ μέ­ρες περ­νοῦ­σαν.­.. Οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες πί­στευ­αν ὅ­τι θὰ κάμ­ψουν τὸ φρό­νη­μα τοῦ γεν­ναί­ου αὐ­τοῦ στρα­τι­ώ­τη. Ὅ­μως μα­ται­ο­πο­νοῦ­σαν. Για­τὶ ὁ Βα­σι­λί­σκος ἦ­ταν στε­νὰ συν­δε­δε­μέ­νος μὲ τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Εἶ­χε μά­λι­στα δεῖ ἐ­κεῖ μέ­σα στὴ φυ­λα­κὴ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ποὺ τὸν πα­ρη­γο­ροῦ­σε καὶ τὸν δι­α­βε­βαί­ω­νε ὅ­τι τὸ ὄ­νο­μά του ἦ­ταν γραμ­μέ­νο «ἐν οὐ­ρα­νοῖς». Τὸν πα­ρό­τρυ­νε ἀ­κό­μα νὰ ἐ­πι­σκε­φθεῖ τοὺς γο­νεῖς του γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σει. Καὶ πράγ­μα­τι ὁ Βα­σι­λί­σκος μὲ τὸν εὐ­γε­νι­κό του χα­ρα­κτή­ρα ἀ­πέ­σπα­σε τὴν ἄ­δεια καὶ μὲ συ­νο­δεί­α φυ­λά­κων ἔ­φθα­σε στὸ χω­ριό του.

Ζή­τη­σε τὶς εὐ­χὲς τῶν γο­νέ­ων του γιὰ τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τοῦ δρό­μου τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του. Ἐ­νί­σχυ­σε καὶ πα­ρη­γό­ρη­σε συγ­γε­νεῖς καὶ φί­λους ἀ­φή­νον­τάς τους τε­λευ­ταί­α του εὐ­χὴ καὶ ἐ­πι­θυ­μί­α: «νὰ πα­ρα­μεί­νουν πι­στοὶ στὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τοῦ Χρι­στοῦ».

Ἐ­πι­στρέ­φον­τας στὴν Ἀ­μά­σεια ὁ πι­στὸς δοῦ­λος τοῦ Κυ­ρί­ου βρέ­θη­κε μπρο­στὰ σὲ πα­νη­γυ­ρι­σμούς. Ὁ λα­ὸς πα­νη­γύ­ρι­ζε τὴν ἀλ­λα­γὴ τοῦ δι­οι­κη­τῆ. Ὁ νέ­ος δι­οι­κη­τὴς Ἀ­γρίπ­πας – ἕ­νας σκλη­ρό­καρ­δος ἄν­δρας – ὀρ­γά­νω­νε συμ­πό­σιο χα­ρᾶς γιὰ τοὺς ἐ­πι­σή­μους. Καὶ ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα τὸν ἐ­νη­μέ­ρω­σαν γιὰ τὴν ἀ­σέ­βεια πρὸς τοὺς θε­οὺς τοῦ χρι­στια­νοῦ στρα­τι­ώ­τη Βα­σι­λί­σκου. Ἀ­μέ­σως τὸν συ­νέ­λα­βε καὶ δι­έ­τα­ξε νὰ τοῦ φο­ρέ­σουν σι­δε­ρέ­νια ὑ­πο­δή­μα­τα μὲ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ ἀ­νε­στραμ­μέ­να καρ­φιὰ καὶ νὰ τὸν ὁ­δη­γή­σουν στὰ Κό­μα­να τοῦ Πόν­του μὲ συ­νο­δεί­α 13 στρα­τι­ω­τῶν γιὰ νὰ τὸν δι­κά­σει.

Ἡ πο­ρεί­α ἡ μαρ­τυ­ρι­κὴ ξε­κί­νη­σε. Τὰ πέλ­μα­τα τοῦ γεν­ναί­ου Βα­σι­λί­σκου εἶ­χαν γί­νει μιὰ ἀ­νοι­χτὴ πλη­γή. Τὸ αἷ­μα ἔ­βα­φε τοὺς δρό­μους, καὶ συ­χνὰ δε­χό­ταν ἐ­ξου­θε­νώ­σεις καὶ ρα­βδι­σμοὺς ἀ­πὸ τοὺς ἀ­πάν­θρω­πους συ­νο­δούς του. Στὸ χω­ριὸ τῶν Δα­κῶν (Δα­κο­ζά­ρα) ἡ πομ­πὴ στα­μά­τη­σε. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες ἀ­φοῦ ἔ­δε­σαν τὸν Μάρ­τυ­ρα στὸν κορ­μὸ ἑ­νὸς ξε­ροῦ πλα­τά­νου, ἔ­φυ­γαν γιὰ νὰ γευ­μα­τί­σουν στὸ σπί­τι μιᾶς εὐ­γε­νοῦς κυ­ρί­ας, τῆς Τρα­ϊ­α­νῆς. Ἐ­πι­στρέ­φον­τας ὅ­μως ἀν­τί­κρι­σαν πα­ρά­δο­ξο θέ­α­μα. Ὁ ξε­ρὸς πλά­τα­νος εἶ­χε βγά­λει πλού­σια θα­λε­ρὴ φυλ­λω­σιά, καὶ δί­πλα του ἀ­νέ­βλυ­ζε γάρ­γα­ρο κα­θα­ρὸ νε­ρό. Ὅ­λοι συγ­κλο­νί­στη­καν. «Μέ­γα θαῦ­μα!­», φώ­να­ξαν. Κό­σμος πο­λὺς ἔ­τρε­ξε νὰ δεῖ! Ὁ Ἅ­γιος ἐ­πί­σης μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς προ­σευ­χῆς του ἐ­λευ­θέ­ρω­σε δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους ἀ­πὸ πο­νη­ρὰ πνεύ­μα­τα καὶ θε­ρά­πευ­σε πολ­λοὺς ἀρ­ρώ­στους. Πλῆ­θος πο­λὺ ἀ­πὸ τὴν πό­λη ἐ­κεί­νη πί­στε­ψε στὸν Κύ­ριο κα­θὼς καὶ ὅ­λοι οἱ συ­νο­δοί του στρα­τι­ῶ­τες.

Τὸ ὑ­πό­λοι­πο τα­ξί­δι ἦ­ταν πο­ρεί­α εἰ­ρη­νι­κῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς. Ὁ ὑ­πο­ψή­φιος μάρ­τυ­ρας σκόρ­πι­ζε κα­λο­σύ­νες, ἔ­κα­νε θαύ­μα­τα, κή­ρυτ­τε τὸν Χρι­στό. Καὶ οἱ στρα­τι­ῶ­τες ἀ­πο­λάμ­βα­ναν μα­ζί του τὶς πλού­σι­ες εὐ­λο­γί­ες τοῦ παν­το­δύ­να­μου Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Κά­πο­τε ἔ­φθα­σαν στὰ Κό­μα­να. Μὲ ἐν­το­λὴ τοῦ Ἀ­γρίπ­πα ὁ Βα­σι­λί­σκος ὁ­δη­γή­θη­κε στὸν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸ να­ό. Καὶ ἐ­κεῖ τὸν πί­ε­σαν μὲ χλευα­σμούς, εἰ­ρω­νεῖ­ες καὶ κτυ­πή­μα­τα νὰ θυ­σιά­σει στὸ ἄ­γαλ­μα τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να.

Ὁ Βα­σι­λί­σκος ἀ­τρό­μη­τος ἀ­πάν­τη­σε:

–Ἡ θυ­σί­α ποὺ πάν­το­τε προ­σέ­φε­ρα στὸ Θε­ό μου ἦ­ταν «θυ­σί­α αἰ­νέ­σε­ως», ὕ­μνου χει­λέ­ων καὶ ζω­ῆς θε­α­ρέ­στου.

–Καὶ πῶς λέ­γε­ται ὁ Θε­ός σου; τὸν ρώ­τη­σαν.

–Ὁ Θε­ός μου λέ­γε­ται πα­τέ­ρας, σω­τήρ, πο­λυ­έ­λε­ος, παν­το­δύ­να­μος καὶ οἰ­κτίρ­μων.

–Θυ­σί­α­σε τό­τε στὸ ὄ­νο­μα τοῦ δι­κοῦ σου Θε­οῦ καὶ ὄ­χι τῶν δι­κῶν μας!

Τό­τε ὁ μάρ­τυ­ρας ἀν­τὶ ἄλ­λης θυ­σί­ας ὕ­ψω­σε ἱ­κε­τευ­τι­κὰ τὰ χέ­ρια του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ προ­σευ­χή­θη­κε μὲ θέρ­μη.

Ξαφ­νι­κὰ μιὰ ἀ­προσ­δό­κη­τη φω­τιὰ τύ­λι­ξε τὸ να­ὸ στὶς φλό­γες, ἐ­νῶ τὸ ἄ­γαλ­μα τοῦ ψεύ­τι­κου θε­οῦ κα­τέ­πε­σε μὲ πά­τα­γο καὶ θρυμ­μα­τί­στη­κε. Ἔ­γι­νε ὅ­λο σκό­νη. Ἔν­τρο­μος ὁ Ἀ­γρίπ­πας, ντρο­πι­α­σμέ­νος καὶ ἡτ­τη­μέ­νος, δι­έ­τα­ξε ἀ­μέ­σως τὸν ἀ­πο­κε­φα­λι­σμὸ τοῦ Βα­σι­λί­σκου μὲ ξί­φος. Εὐ­λα­βεῖς χρι­στια­νοὶ τῆς πε­ρι­ο­χῆς πε­ρι­συ­νέ­λε­ξαν τὰ ἱ­ε­ρά του λεί­ψα­να. Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ εὐ­σε­βὴς ἄρ­χον­τας τῶν Κο­μά­νων Μα­ρῖ­νος τὰ το­πο­θέ­τη­σε ὡς πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρὸ σὲ πε­ρί­λαμ­προ Να­ό, ποὺ ἔ­κτι­σε στὸ ὄ­νο­μα τοῦ μάρ­τυ­ρος.

Στὸν ἱ­στο­ρι­κὸ αὐ­τὸ Να­ὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­σι­λί­σκου στὶς 13 Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 407 – πο­ρευ­ό­με­νος ἐ­ξό­ρι­στος γιὰ τὴν Κου­κου­σό – ἐ­ξου­θε­νη­μέ­νος καὶ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος ἀ­πὸ τοὺς πυ­ρε­τούς, στάθ­μευ­σε ὁ μαρ­τυ­ρι­κὸς Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος! Τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη εἶ­δε σὲ ὅ­ρα­μα τὸν μάρ­τυ­ρα Βα­σι­λί­σκο ποὺ τοῦ ἔ­λε­γε: «Ἔ­χε θάρ­ρος, ἀ­δελ­φὲ Ἰ­ω­άν­νη! Αὔ­ριο θὰ εἴ­μα­στε μα­ζί». Καὶ τήν ἑ­πο­μέ­νη, ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, ἀ­φοῦ φό­ρε­σε ὁ μέ­γας καὶ γεν­ναῖ­ος Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος λευ­κὰ ἄμ­φια καὶ κοι­νώ­νη­σε, «πέ­τα­ξε» στὰ οὐ­ρά­νια γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σει καὶ τὸν ἅ­γιο Βα­σι­λί­σκο στὸν κό­σμο τῆς οὐ­ρά­νιας Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Ἂς πα­ρα­κα­λοῦ­με θερ­μὰ τοὺς ἁ­γί­ους νὰ πρε­σβεύ­ουν γιὰ μᾶς. Ἀλ­λὰ καὶ μεῖς ἂς βα­δί­ζου­με τὸ δι­κό τους δρό­μο, τὸ δρό­μο τῆς θυ­σί­ας καὶ τῆς αὐ­τα­παρ­νή­σε­ως, δρό­μο τη­ρή­σε­ως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, μέ­χρι τε­λευ­ταί­ας μας ἀναπνοῆς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου