29 Σεπτεμβρίου, 2018

Γεώργιος Ἰλανίδης (1919-1997) Ἕνας ἀσκητὴς μέσα στὸν κόσμο


Ἀρχιμ. π. Εὐσεβίου Ρασσιᾶ.

Ὁ Γεώργιος Ἰλανίδης γεννήθηκε τὸ
ἔτος 1919 στὴν Κιουτάχεια τῆς Μικρᾶς
Ἀσίας. Ἀπὸ τοὺς πιστοὺς γονεῖς του, καὶ
ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν εὐλαβέστατη μητέρα του
Δέσποινα, πρωτοδιδάχθηκε τὴν βαθειὰ
πίστη στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀπόλυτη
ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοιά Του. 
Ἦταν μὲν ἀγράμματη ἡ μητέρα του, 
ἀλλὰ ἦταν πολὺ
καλὴ νοικοκυρὰ καὶ μεγάλωνε μὲ ἀγάπη, μὲ
σωστὴ ἀνατροφὴ τὰ τέσσερα παιδιά της.
Κάθε βράδυ τὰ συγκέντρωνε κοντά της, γιὰ
νὰ προσευχηθοῦν ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ κάνουν
μετάνοιες. Τὰ συμβούλευε: «Πάντα νὰ προ-
σεύχεσθε καὶ νὰ κάνετε μετάνοιες γιὰ τ’
ἀφεντικά σας, γιὰ νὰ τὰ ἔχει ὁ Θεὸς καλά,
νὰ πηγαίνουν καλὰ οἱ δουλειές τους· ἔτσι
θὰ εἶστε καὶ σεῖς καλὰ καὶ θὰ ἔχετε δου-
λειά». Ἀπὸ τὴν μητέρα του ὁ Γεώργος
ἔμαθε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ νηστεύει.
Ἦρθε μὲ τὴν οἰκογένεια του πρόσφυγας
στὴν μητέρα Ἑλλάδα καὶ ἐγκαταστάθηκε
στὶς Σέρρες. Μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του
ἄνοιξαν ἰχθυοπωλεῖο καὶ οἰκονομοῦσαν τὶς
ἀνάγκες τους. Ὁ πόλεμος τοῦ 1940 βρῆκε
τὸν Γεώργιο νὰ ὑπηρετεῖ τὴν θητεία του.
Ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ἡ μονάδα του ἔφυγε
γιὰ τὸ μέτωπο στὴν Ἀλβανία. Ὡς Δεκανέας
τοῦ Ἱππικοῦ πολέμησε μὲ γενναιότητα καὶ
αὐτοθυσία, μέχρι τὴν εἰσβολὴ τῶν
Γερμανῶν στὴν πατρίδα μας.
Πάντα ἔφερε μαζί του στὴν τσέπη τὴν
Καινὴ Διαθήκη καί, ὅταν οἱ ἄλλοι ξεκουρά-
ζονταν, αὐτὸς διάβαζε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ
καὶ προσευχόταν. Κάποτε, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἦταν
ἐξαθλιωμένος ἀπὸ τὴν πείνα, προτίμησε νὰ
μείνει νηστικὸς καὶ νὰ μοιράσει τὸ φαγητό
του στοὺς Ἰταλοὺς αἰχμαλώτους, ποὺ ἦταν
σὲ χειρότερη κατάσταση. Ἀγαποῦσε μὲ
πάθος τὴν πατρίδα καὶ ὑπῆρξε πραγματικὸς
πατριώτης. Στὸ ἄκουσμα τοῦ Ἐθνικοῦ
Ὕμνου καὶ στὴν ἔπαρση τῆς σημαίας κυρι-
ευόταν ἀπὸ συγκίνηση καὶ ἔτρεχαν τὰ δά-
κρυά του. Στὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς
ἐστάλη ὡς ὅμηρος στὴν Βουλγαρία καὶ
ἐργάσθηκε σκληρά, διὰ τῆς βίας, σὲ βαριὲς
χειρωνακτικὲς ἐργασίες (κατασκευὴ
σιδηροδρομικῶν γραμμῶν). Ἐξαιτίας τῆς τα-
λαιπωρίας ἀρρώστησε βαριὰ ἀπὸ
ἐλονοσία. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νοσηλείας
του σὲ Βουλγαρικὸ Νοσοκομεῖο, παρὰ τὴν
ἀσθένειά του, βοηθοῦσε ἄλλους
ἀνήμπορους ἀσθενεῖς.
Ὅταν παντρεύτηκε, μαζὶ μὲ τὴν πιστὴ σύ-
ζυγό του, πάντα προσεύχονταν, νήστευαν
καὶ φρόντιζαν νὰ μεταδώσουν στὰ τέσσερα
παιδιὰ τοὺς τὴν ἀγάπη στὸν Θεό. Ὁ ἴδιος
πήγαινε καὶ ἄκουγε κηρύγματα καὶ μὲ χαρὰ
περίμενε πάντα αὐτὴν τὴν ὥρα. Πολλὲς
φορὲς ἔλεγε: «Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε δικαιολο-
γίες γιὰ νὰ κάνουμε ἁμαρτίες. Τόσα
ἀκούσαμε στὴν Ἐκκλησία καὶ στὰ κηρύγ-
ματα». Ἐπανειλημμένα πρόσεφερε δωρεὰν
στὶς χῆρες καὶ στὰ ὀρφανά τά καλύτερα
ψάρια καὶ γαρίδες. Πήγαινε καὶ τάιζε κά-
ποιον ἑτοιμοθάνατο στὸ Νοσοκομεῖο ποὺ
δὲν εἶχε κανένα συγγενῆ. Κάποια ἡμέρα ἡ
σύζυγος μὲ τὰ παιδιὰ του πῆγαν στὴν
παιδικὴ χαρά. Ὅταν γύρισαν στὸ σπίτι,
βρῆκαν τὸ ἕνα δωμάτιο ἄδειο. Ἔλειπε τὸ
κρεβάτι μὲ τὸ στρῶμα, πάπλωμα, μαξιλάρια
κ.α. Ἀμέσως κατάλαβε ἡ γυναίκα του: «Κά-
ποιον ἀναξιοπαθοῦντα θὰ βρῆκε καὶ τὰ χά-
ρισε», σκέφτηκε. Ὅταν τὸ βράδυ γύρισε ὁ
σύζυγος ἀπὸ τὴν δουλειά, διηγήθηκε ὅτι
βρῆκε ἕνα φυματικὸ καὶ πῆγε στὸ σπίτι του.
Εἶδε ὅτι κοιμόταν σὲ μία ψάθα στὸ πάτωμα.
Ἡ κατάσταση του ἦταν πολὺ ἄσχημη. Ἦρθε
λοιπὸν στὸ σπίτι, πῆρε ὅ,τι εἶχε τὸ δωμάτιο
καὶ τὰ πρόσεφερε στὸν ἄρρωστο. «Ἐμεῖς»,
εἶπε στὴν γυναίκα του, «δόξα τῷ Θεῷ,
μποροῦμε νὰ πάρουμε ἄλλα. Δὲν μᾶς ἦταν
καὶ τόσο ἀπαραίτητα, ὅσο στὸν ἄνθρωπο
αὐτόν». Εἶναι χαρακτηριστικό τό γεγονὸς
πὼς φίλοι του πολλὲς φορὲς τοῦ ἔλεγαν
πώς, ἂν δὲν πρόσφερε τόσα καὶ ἔκανε
οἰκονομία, θὰ εἶχε ἀποκτήσει δύο πολυκα-
τοικίες. Κι αὐτὸς ἀπαντοῦσε: «Οἱ πολυκα-
τοικίες εἶναι ἡ ψυχή μας, ὅταν εἶναι
χαρούμενη. Καὶ ἡ προσφορὰ δίνει χαρὰ
στὴν ψυχή μας».
Γιὰ ἐννέα χρόνια ἦταν ἐπίτροπος στὴν
Ἐκκλησία τῆς ἐνορίας του, ὅπου ἐργάστηκε
μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια καὶ ἦθος γιὰ τὶς
ἀνάγκες τοῦ Ναοῦ. Ὑπῆρξε αἱμοδότης γιὰ
ὅλη τὴν ζωή του καὶ μάλιστα, λόγω τῆς σπά-
νιας ὁμάδας αἵματος ποὺ εἶχε (0-ἀρνητικό),
συνέχισε καὶ σὲ μεγαλύτερη ἀπὸ ὅ,τι συνη-
θίζεται ἡλικία, νὰ δίνει αἷμα. Ὅταν
ἀρρώστησε ἀπὸ καρκίνο, παρόλο ποὺ δὲν
τοῦ τὸ εἶπαν τὰ παιδιά του, κατάλαβε καὶ
εἶπε: «Θὰ ἔχω καρκίνο. Γιατί νὰ ἔχουν τόσοι
καὶ τόσοι καὶ ὄχι ἐγώ; Καλῶς τον». Ἀπὸ τὴν
ἀσθένεια αὐτὴ ὑπέφερε πολύ. Ὅμως ποτὲ
δὲν παραπονέθηκε καὶ δὲν γόγγυσε.
Ὑπέφερε τὸν πόνο γιὰ νὰ μὴν στεναχωρεῖ
τοὺς δικούς του. Πάντα μὲ χαμόγελο ἔλεγε:
«Δόξα τῷ Θεῷ».
Τρεῖς μέρες πρὶν νὰ κοιμηθεῖ,
ἐξομολογήθηκε, κοινώνησε καὶ εἶπε στὴν
οἰκογένειά του ὅτι σὲ τρεῖς μέρες θὰ
ἔφευγε γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Συμβούλεψε τὰ
παιδιά του νὰ εἶναι πάντα ἀγαπημένα, γιατί
τότε ὁ ἴδιος ἀπὸ ψηλὰ θὰ τὰ βλέπει καὶ θὰ
χαίρεται. Καὶ πράγματι σὲ τρεῖς ἡμέρες στὶς
25 Αὐγούστου 1997, ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ τὸν
ὕπνο τῶν δικαίων.
περ.''ΟΣΙΟΣ  ΝΙΚΩΝ'' 202

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου