30 Οκτωβρίου, 2018

Ὄχι στὴ ζωὴ τῶν ἀνέσεων


Παιδί μου, λέει ὁ πατριάρχης Αβραὰμ στὸν ὀδυνώμενο ἄσπλα­χνο πλούσιο τῆς Παραβολῆς (Λουκ. ις΄ [16] 25), ποὺ στὸν τόπο τῶν βασάνων ζητεῖ ἀναψυχή, ἐνθυμήσου ὅτι σὺ ἀπόλαυσες τὰ ἀγαθά σου στὴ ζωή σου. Ἔζησες μὲ ἀνέσεις, ἐνῶ ὁ Λά­ζαρος ἔζησε μὲ ὑπομονὴ τὶς δυσκολί­ες καὶ τις στερήσεις. Τώρα πολὺ φυσικὸ καὶ δίκαιο εἶναι ὁ Λάζαρος νὰ παρηγο­ρεῖται καὶ νὰ εὐφραίνεται, καὶ  εσὺ ἀδιά­κοπα νὰ βασανίζεσαι, ὅπως ἀδιάκοπα εὐφραινόσουν στὴ γῆ. Τὸ ὁποῖο σημαί­νει γιὰ μᾶς πὼς ὅποιος ἐπιδιώκει στὴν ἐπίγεια πορεία του τὴ ζωὴ τῶν ἀνέσε­ων ἀδιαφορώντας γιὰ τοὺς ἄλλους, στὴ μετὰ θάνατον ζωὴ θὰ ὑποφέρει καὶ θὰ ὀδυνᾶται. Δὲν πρέπει, λοιπόν, νὰ ἐπι­ζητοῦμε οἱ πιστοὶ ἐδῶ στὴ γῆ   ζωὴ ἀνέ­σεων. Καὶ πολὺ φυσικὸ καὶ λογικὸ εἶναι αὐτό, ἀφοῦ ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ πατρίδα μας ἀλλὰ τόπος ἐξορίας. Στὴ γῆ εἴμαστε ἐξόριστοι. Πατρίδα μας εἶναι ὁ οὐρανός. «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄ [13] 14). Ξεπέσαμε λόγῳ τῆς παρακοῆς μας ἀπὸ τὸν Παράδεισο τῆς Ἐδὲμ σ᾿ αὐτὴ τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος. Εἴμα­στε τώρα ἐξόριστοι καὶ προσωρινοί.  Ἐδῶ μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου μας θὰ τρῶμε τὸ ψωμί μας. Ἡ γῆ θὰ βγάζει ἀγκάθια καὶ ζιζάνια.  Καὶ ἡ Εὔα καὶ οἱ ἀπόγονοί της, ὅλες οἱ μητέρες δηλαδή, θὰ γεννοῦν μὲ λύπη τὰ παιδιά τους. Ὁ Κύριος μᾶς προειδοποίησε: «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε» (Ἰω. ις΄ [16] 33). Καὶ ἀλλοῦ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ μᾶς τὸ ὑπενθυμίζει καὶ μᾶς προετοιμάζει: «Διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ιδ΄ [14] 22). Καὶ «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν» (Ματθ. ζ΄ 14). Μὴ ζητᾶμε λοιπὸν ἐδῶ ζωὴ χωρὶς λύπη. Βίο ἄνετο καὶ ἀνώδυνο. Οἱ 
κα­κοπάθειες καὶ οἱ θλίψεις εἶναι τὸ ἀμόνι, ἐπάνω στὸ ὁποῖο σφυρηλατεῖται ὁ χα­ρακτήρας μας γιὰ νὰ γίνει κατάλληλος γιὰ τὴν εὐφροσύνη τοῦ Παραδείσου. Ἔτσι διαβάζουμε στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ὅτι ἔζησε καὶ ὁ ἀναμάρτητος Κύριος ὡς ἄνθρωπος: μὲ στερήσεις, 
προσφυγιά, φτώχεια, κόπο, πόνο. «Οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. η΄ 20). Ζεῖ μὲ ἐλεημοσύνες. Κάθεται κατάκοπος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία στὸ πηγάδι τοῦ 
Ἰα­κώβ.  Κοιμᾶται κουρασμένος μέσα στὴν τρικυμία στὸ πλοῖο. Ὑπομένει περιφρονήσεις καὶ τελειώνει τὴ ζωή Του ἐπάνω στὸ Σταυρό. Καὶ οἱ Μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοί Του 
φυ­λακίζονται, ὁδοιποροῦν, λιθοβολοῦνται, πεινοῦν, διψοῦν, κακοπαθοῦν ποικιλο­τρόπως. 
Νὰ θυμηθοῦμε ἀκόμη καὶ τὸν Μωυσῆ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ποὺ ἀρ­νήθηκε νὰ ὀνομάζεται βασιλόπουλο καὶ προτίμησε νὰ κακοπαθεῖ μὲ τὸν λαό του παρὰ νὰ ἔχει πρόσκαιρη ἀπόλαυση ἁ­μαρτίας (βλ. Ἑβρ. ια΄ [11] 24­25). Καὶ οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες μέσα στὴν παγωμένη λίμνη γυμνοὶ ὅλη τὴ νύχτα ἔλεγαν: «Δριμὺς ὁ χειμὼν ἀλ­λὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος». Φοβερὴ ἡ πήξη τοῦ αἵματος, ἀλλὰ εὐχάριστη ἡ ἀπόλαυση τοῦ Παραδείσου. Ἂς πέσει τὸ χέρι, γιὰ νὰ ὑψώνεται στὸν οὐρανό. Ἂς καεῖ τὸ πόδι, γιὰ νὰ χορεύει ἐκεῖ. Καὶ ὁ φτωχὸς Λάζαρος τῆς Παρα­βολῆς, ποὺ μᾶς ἔδωσε ἀφορμὴ γιὰ τὸ ἄρθρο μας, ἀγόγγυστα σήκωνε τὴ δο­κιμασία του.  
Εἶναι εὔκολο πράγμα ὅμως ἡ ὑπομονετικὴ ἀντιμετώπιση τῶν δοκιμασιῶν καὶ θλίψεων;  Πῶς θὰ τὸ πετύχουμε; Πρῶτον, ἐὰν ἔχουμε καρφωμένο τὸ βλέμμα μας στὸ «νέφος» τῶν Μαρτύ­ρων καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Πίστεώς μας, καὶ μάλιστα στὸν Ἐσταυρωμένο ἀρχηγὸ καὶ τελειωτὴ τῆς Πίστεώς μας Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος. Θὰ παίρνου­με δύναμη ἀπὸ Αὐτὸν καὶ τὸ ἅγιο παρά­ δειγμά Του γιὰ νὰ «τρέχωμεν 
δι’ ὑπομονῆς τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα» (Ἑβρ. ιβ΄ [12] 1). Μὲ τὸ παράδειγμα, τὶς μεσιτεῖες τῶν Ἁγίων καὶ τὴ Χάρι τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ ἀναστάντος Κυρί­ου μας θὰ μποροῦμε νὰ σηκώνουμε καὶ μεῖς τὸν δικό μας σταυρό. Καὶ δεύτερον, ἐὰν προσβλέπουμε στοὺς γλυκεῖς καρποὺς τῆς ὑπομονῆς στὶς κακοπάθειες. Ἂν σκεπτόμαστε μαζὶ μὲ τοὺς Σαράντα Μάρτυρες ὅτι «δριμὺς ὁ χειμὼν ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος». Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι ὑπέμειναν μὲ καρτερία τὶς κακοπάθειες καὶ δοκιμασίες, γι᾿ αὐτὸ καὶ δοξάστηκαν καὶ ζοῦν μὲ πνευματικὴ ἄνεση, χαρὰ καὶ εὐφρο­σύνη ἄληκτη καὶ αἰώνια. Ἔτσι γίνεται πάντοτε: «Ἐὰν συμπάσχουμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, θὰ δοξασθοῦμε μαζί Του» (Ρωμ. η΄ 17). Ἂν σὰν τὸν ἄσπλαχνο πλούσιο ἐπιδιώξουμε ζωὴ μὲ ἀνέσεις, ροῦχα πολυτελή, φαγοπότια καὶ δια­σκεδάσεις, μετὰ θάνατον μᾶς περιμέ­νουν ὀδύνη καὶ βάσανα. Τὸ συμπέρασμα: Δὲν μᾶς ὑπόσχεται ὁ Χριστὸς ἐδῶ στὴ γῆ ἀνέσεις. Μὴ ἐπι­ζητοῦμε τὴν ἐγωιστικὴ ἀπόλαυση, γιατὶ δὲν μᾶς συμφέρει. Στὸν κόσμο αὐτὸ θὰ ἔχουμε θλίψεις. Ἡ ἄνεση θὰ εἶναι στὸν οὐρανό. Καὶ μάλιστα μὴν ξεχνοῦμε ὅτι ὅσο πιὸ πολὺ δοκιμάζεται κανεὶς καὶ δείχνει ὑπομονὴ καὶ καρτερία, τόσο πιὸ μεγάλη χαρά, εὐφροσύνη καὶ ἄνεση τὸν περιμένει ἐκεῖ. «Τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως ἡμῶν καθ᾿ ὑπερ­βολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν». Μᾶς ἑτοιμά­ζεται σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ αἰώνιο βά­ρος δόξας. Ἂς μὴν προσβλέπουμε στὰ βλεπόμενα· «τὰ γὰρ βλεπόμενα πρόσ­καιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια» (Β΄ Κορ. δ΄ 17­18).
Περ.''ο σωτηρ''2164

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου