19 Απριλίου, 2019

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ Ο ΚΑΛΛΕΙ ΩΡΑΙΟΣ ΠΑΡΑ ΠΑΝΤΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ...


    Μέσα στοὺς σκοτεινοὺς θόλους τῶν ἱερῶν ναῶν, Κυριακὴ τῶν Βαΐων ἑσπέρας, προβάλλει ἀπὸ τὸ ἱερὸ Βῆμα μὲ λιτανευτικὴ πομπὴ ἡ σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Θὰ περιέλθει τοὺς πιστοὺς κυκλοτερῶς, γιὰ νὰ πάρει τὴ θέση της στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ. Ὁ Κύριος ἔρχεται πρὸς τὸ Πάθος. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀρχίζει. Τὰ πλήθη τῶν πιστῶν θὰ προσέλθουν γιὰ νὰ ἀσπασθοῦν τὴν ἱερὰ εἰκόνα. Θὰ προσκυνήσουν μὲ εὐλάβεια πολλή, μὲ κατάνυξη ψυχῆς καὶ αἰσθήματα ἱερὰ τὸν Κύριο ὡς Νυμφίο. Καὶ θὰ ἀτενίσουν τὴν ἁγία μορφή του στὴν ἔσχατη ταπείνωσή της: μὲ τὴν τιμία κεφαλὴ γερμένη, τοὺς ἀχράντους ὀφθαλμούς του σβησμένους, τὸν ἀκάνθινο στέφανο καὶ τὴν κόκκινη χλαμύδα, τὸν περιπαικτικὸ κάλαμο στὰ ἄχραντα χέρια του, δεμένα ὡς κακούργου. Οἱ πιστοὶ θὰ προσκυνοῦν, ἐνῶ συγχρόνως τοὺς θόλους τοῦ ναοῦ θὰ γεμίζει τὸ κατανυκτικὸ τροπάριο ἀπὸ τὸν χορὸ τῶν ἱεροψαλτῶν: «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός...». Καὶ ἀργότερα, καὶ τὴν ἑπομένη ἡμέρα, καὶ ἄλλα ἀκόμη τροπάρια γιὰ τὸν Νυμφίο: «Τὸν Νυμφίον, ἀδελφοί, ἀγαπήσωμεν...», «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον...», καὶ ἐκεῖνο τὸ ἀπαράμιλλο σὲ ποιητικὴ ἔξαρση: «Ὁ Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος παρὰ πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς πρὸς ἑστίασιν πνευματικὴν τοῦ νυμφῶνός σου...». Εἶναι τὰ ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου. Εἶναι ὁ Νυμφίος Χριστὸς στὸ κέντρο τῆς ἐκκλησίας ποὺ δέχεται τὴ λατρευτικὴ προσκύνηση τῶν πιστῶν... 
    Στὴν ὅλη αὐτὴ διευθέτηση τοῦ τελετουργικοῦ ἀπὸ τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία ὑπάρχει μιὰ παραδοξότητα. Βεβαίως τὴν ὀνομασία «Νυμφίος» γιὰ τὸν Χριστὸ δὲν τὴν δώσαμε ἐμεῖς σ’ Ἐκεῖνον. Ὁ Ἴδιος τὴν χρησιμοποίησε γιὰ τὸν Ἑαυτό του ἐπανειλημμένως, φανερώνοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Νυμφίος, καὶ ἡ Ἐκκλησία του, ὅπως καὶ κάθε ψυχὴ πιστοῦ, ἡ Νύμφη, μὲ τὴν ὁποία θέλει νὰ συναφθεῖ ἄρρηκτα σὲ γάμο αἰώνιο, πνευματικό. Τὸ παράδοξο ὅμως βρίσκεται στὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἐπιλέγει γιὰ νὰ Τὸν ὀνομάσει Νυμφίο της καὶ νὰ Τὸν προσκυνήσει καὶ νὰ ψάλει τὰ πιὸ λυρικά της ἄσματα στὴν ὡραιότητά του. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς ἐσχάτης ταπεινώσεως τοῦ Κυρίου, τῆς τελείας ἀδοξίας του. Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ Πιλάτος Τὸν ἐξάγει στὸν ἐξώστη γιὰ νὰ Τὸν δεῖ ὁ ὄχλος μετὰ ἀπὸ ὅλη τὴν ταλαιπωρία τοῦ μαστιγώματος καὶ τῶν βασανιστηρίων στὰ ὁποῖα Τὸν ὑπέβαλαν οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες. Ἡ στιγμὴ τοῦ «ἴδε ὁ ἄνθρω- πος» (Ἰω. ιθ΄ 6)· κοιτάξτε ποῦ κατήντησε ὁ Ἄνθρωπος... «Ἴδε...»! «Καὶ εἴδομεν αὐτόν», μᾶς πληροφορεῖ ὁ προφήτης Ἡσαΐας μὲ τὸ προφητικό του βλέμμα 800 χρόνια πρὶν ἀπ’ τὸν Χριστό. Καὶ Τὸν περιγράφει: «Καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος» – δὲν εἶχε κὰν πρόσωπο ἀνθρώπινο, οὔτε ὀμορφιὰ ἐπάνω του· «ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» – τὸ πρόσωπό του ἦταν ἀτιμασμένο καὶ ἀφανισμένο, ταπεινωμένο περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους (Ἡσ. νγ΄ 2-3). Αὐτὸ τώρα τὸ πρόσωπο παίρνει ἡ Ἐκκλησία, αὐτὴ τὴ μορφὴ ἀπαθανατίζει καὶ τὴν θέτει ἀπέναντί της λέγοντας πρὸς Ἐκεῖνον: «Εἶσαι ὁ Νυμφίος ὁ πιὸ ὡραῖος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους...». Δὲν εἶναι φοβερὰ παράδοξο; Ἀλλὰ ἔτσι συμβαίνει. Πρόκειται ἐδῶ γιὰ παραφορά. Παραφορὰ ἀγάπης, μέθη πνευματικὴ ἐκστάσεως ἐνθουσιαστικῆς τῆς Νύμφης πρὸς τὸν Νυμφίο. Κατ’ αὐτήν, τὰ τραύματα τοῦ Νυμφίου τῆς φαντάζουν γιὰ στολίδια, οἱ μώλωπές του γιὰ ἐγκαλλωπίσματα, ἡ ἐσχάτη ἀμορφία του γιὰ ὕψιστη ὡραιότητα. Καὶ ὁ λόγος αὐτῆς τῆς ἐκστάσεως καὶ ἀλλοιώσεως τῶν ὀφθαλμῶν τῆς Νύμφης Ἐκκλησίας καὶ τῆς Νύμφης ψυχῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὅτι τοὺς μώλωπες αὐτοὺς καὶ τὰ τραύματα ὁ Νυμφίος Χριστὸς τὰ δέχθηκε ἐπάνω του γιὰ χάρη της. Τὰ δέχθηκε ὅλα αὐτά, «ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ... ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ’ ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος» (Ἐφ. ε΄ 26-27). Καὶ ὅπως σχολιάζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: Γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία ὅτι «ἀκάθαρτος ἦν, μῶμον (=ψεγάδι, ἀσχήμια) εἶχεν, ἄμορφος ἦν, εὐτελής. Ἀλλ’ ὅμως ὡς ὑπὲρ ὡραίας, ὡς ὑπὲρ ἀγαπωμένης, ὡς ὑπὲρ θαυ- μαστῆς, οὕτως ἑαυτὸν ἐξέδωκεν ὑπὲρ τῆς ἀμόρφου». Ἡ ἴδια ἦταν ἡ ἄσχημη καὶ ἀκάθαρτη λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀποστασίας της ἀπὸ τὸν Θεό. Κι ὅμως· ὁ Νυμφίος παρέδωσε τὸν Ἑαυτό του σὲ ὅλον ἐτοῦτο τὸν ἐξευτελισμό, σὰ νά ’ταν αὐτὴ καμιὰ ἄξια, θαυμαστή, ὑπερβολικὰ ὡραία. Ἔγινε ὁ Ἴδιος ἄμορφος, γιὰ νὰ καταστήσει τὴν ἄμορφη πανέμορφη. Καὶ νὰ τὴν παραστήσει δίπλα του, νὰ τὴ στήσει κοντά του ἔνδοξη, ἀψεγάδιαστη, ἐξαιρετικῆς ὡραιότητος Νύμφη. Αὐτὸν προσκυνεῖ τώρα ἡ Ἐκκλησία. Καὶ πῶς λοιπὸν νὰ μὴν ἐκλείπει, νὰ μὴ λιώνει ἀπὸ εὐγνωμοσύνη μπροστά του; Πῶς νὰ μὴν αἰσθάνεται νὰ τῆς ἀνεβαίνει ὁ πυρετὸς τῆς πρὸς Αὐτὸν ἀγάπης; Πῶς νὰ μὴν Τοῦ ἀφοσιώνεται καὶ ἡ ἴδια μέχρι θανάτου; Καὶ πῶς νὰ μὴν Τοῦ μελωδεῖ τὰ γλυκύτερα, τὰ θερμότερα, τὰ πιὸ ἐγκάρδια, τὰ πιὸ τρυφερὰ ἄσματά της; Ὑπάρχει ἄλλος τέτοιος Νυμφίος; Ἄλλος Νυμφίος σὰν τὸν Χριστὸ ὑπάρχει; Ἄλλη ὀμορφιὰ μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ φέρει τώρα τὸ πανάγιο πρόσωπό του μπορεῖ, ὄχι ἁπλῶς νὰ ὑπάρξει, ἀλλὰ ἔστω καὶ νὰ νοηθεῖ; Ἔλα, Νύμφη, στὸν Νυμφίο σου. Προσκολλήσου, ψυχή μου, ἐπάνω του. Ἀφοσιώσου ὁλοκληρωτικὰ σ’ Αὐτόν. Εἶναι δικός σου «ὁ κάλλει ὡραῖος». Γίνε ὁλο- δική του. Σὲ μιὰ ἕνωση ἀδιάσπαστη. Σ’ ἕνα δοξασμὸ αἰώνιο!... Ο ΣΩΤΗΡ2042

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου