06 Ιουλίου, 2019

ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΠΕΡΑΣΕ....

Στὴν κορυφὴ βράχου ἀκτῆς ἀπόκρη-
μνης. Ὀργυιὲς πολλὲς πάνω ἀπ’ τὴ
θάλασσα. Ἐκεῖ νὰ κάθεσαι καὶ ν’ ἀ-
γναντεύεις τ’ ἀνοιχτὸ μπροστά σου πέλα
γο. Τὸ κύμα ν’ ἀναλύεται ἥσυχο στὰ κρά
σπεδα τῆς γῆς κάτω ἀπ’ τὰ πόδια σου...
Σὲ λίγο ἕνα καράβι ἐμφανίζεται στὸν
ὁρίζοντα. Τὸ ἀκολουθεῖς μὲ τὸ μάτι σου,
μέχρι νὰ βρεθεῖ μπροστά σου. Σκαρὶ γε-
μάτο, ὡραῖο, δυνατό. Κυρίαρχο πάνω
στὸ ὑγρὸ στοιχεῖο, περνᾶ, καὶ ἡ θάλασ-
σα παραμερίζει. Τὴ σκίζει στὰ δυό, τὴ χω
ρίζει, ὀργώνει τὸ κύμα. Ἐπιβλητικὴ ἡ πα-
ρουσία του. Περνᾶ, καὶ πίσω του ἀφήνει
βαθιὰ αὐλακιά. Τραῦμα, θά ’λεγες, στὸ
νερό, ποὺ ὅμως, φαίνεται, γρήγορα θὰ ἐ
πουλωθεῖ...
Ἔφυγε τὸ καράβι, καὶ ὁ δρόμος ποὺ ἄ-
φησε πίσω του, σὲ λίγο ἔσβησε. Τίποτε
δὲν ἔμεινε νὰ θυμίζει τὴν πορεία του. Κανένα ἴχνος. Ἕνα καράβι πέρασε, καὶ ποιὸς
ἄραγε τὸ ξέρει τώρα; Πάει, ἔφυγε, τίπο-
τε δὲν ἄφησε πίσω του ποὺ νὰ θυμίζει τὸ
πέρασμά του.
«Ἢ καὶ ἔστι ναυσὶν ἴχνος ὁδοῦ;».
Ἁγιογραφικὸς ὁ λόγος. Βγαίνει ἀπὸ τὸ
στόμα ἀνδρὸς μεγάλου, σοφοῦ. Ἀνδρὸς
ποὺ τὸν ἔκανε μεγάλο καὶ σοφὸ ἡ θλίψη,
ἡ δοκιμασία. Τοῦ πλάτυνε τὸ νοῦ, τοῦ
ἄνοιξε τοὺς ὁρίζοντες τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ
μπορεῖ νὰ βλέπει μακριὰ πολύ. Τοῦ Ἰώβ!
«Μήπως μένει στὰ καράβια κανένα
ἴχνος τοῦ θαλάσσιου δρόμου ποὺ διέ-
πλευσαν;» (Ἰὼβ θ΄ 26). Δὲν ἐξαφανίζεται  γρήγορα πίσω τους;
Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ζωή μου, λέει ὁ πολύαθλος
Ἰώβ. Ἐγὼ δὲν ἤμουν ὁ «εὐγενὴς τῶν ἀφ’
ἡλίου ἀνατολῶν» (α΄ 3); Ὁ πιὸ σπου-
δαῖος, ἐπίσημος, λαμπρός, περιφανὴς
ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἀνατο-
λῆς; Εἶχα περιουσία ἀναρίθμητη, κτήμα-
τα καὶ ζῶα καὶ ὑπηρέτες. Παιδιὰ ζηλευτὰ
σὲ ὅλους, δέκα. Τί μέρες εὐτυχίας ἦταν
ἐκεῖνες ποὺ πέρασα! Κι ὅμως πέρασαν
οἱ μέρες αὐτές. Πέρασαν σὰν τὸν κλέφτη
ποὺ ἀπέδρασε καὶ δὲν τὸν πῆρε εἴδηση
κανείς. «Ἀπέδρασαν καὶ οὐκ εἴδοσαν»
(θ΄ 25). Σὰν καπνὸς πέρασαν. Καὶ τώρα;
Ποιὸς μὲ ξέρει; Ποιὸς θυμᾶται τί ἤμουν;
Κανένα ἴχνος πίσω μου. Ὅλα παρῆλθαν,
ἔφυγαν, ὅπως τὸ καράβι περνᾶ στὴ θά-
λασσα, τὴν ταράζει, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο δὲν  ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ θυμίζει τὸ πέρασμά του!
Τί σοφὰ λόγια! Καράβι ἡ ζωή μας, τὸ
πέρασμά μας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Εἴτε
βαρκούλα εἶναι ἡ ὕπαρξή μας, μικρὴ καὶ
ταπεινὴ καὶ ἀπαρατήρητη, μόλις ποὺ ν’
ἀφήνει πίσω της μιὰ λεπτὴ γραμμή, εἴτε
ὑπερωκεάνιο, ν’ ἀναστατώνει τὰ νερὰ ἀπ’ τὸν βυθό, νὰ δημιουργεῖ μεγάλα κύματα, νὰ κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία του παντοῦ τριγύρω, νὰ δημιουργεῖ θόρυβο καὶ
ἀναστάτωση στὸ πέρασμά του, τελικὰ
τὸ ἀποτέλεσμα τὸ ἴδιο. Σὲ λίγα λεπτὰ ἡ
γραμμὴ ἔσβησε. Τὰ νερὰ ἔκλεισαν. Ἡ θάλασσα ἠρέμησε. Τὸ καράβι χάθηκε πιά.
Ἄλλα καράβια θά ’ρθουν ν’ ἀναστατώ-
σουν πάλι τὴ θάλασσα, κι ἄλλα κι ἄλλα.
Κανένα, ὅσο μεγάλο κι ἂν εἶναι, ὅσο γε-
ρό, ὅσο δυνατὴ μηχανὴ κι ἂν ἔχει, ὅσο
ἐκτόπισμα, δὲν θὰ καταφέρει ν’ ἀφήσει
πίσω του μόνιμα χαραγμένη στὸ νερὸ τὴ
γραμμὴ πλεύσεώς του.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου!
Καταλαβαίνεις τώρα, ἀδελφέ, τὸ βαθὺ
συμβολισμὸ τῆς εἰκόνας αὐτῆς ποὺ φέρ-
νει ὁ Ἰώβ; Ἴσως ἡ καλύτερη ἑρμηνεία τῆς
συμβολικῆς αὐτῆς παραστάσεως νὰ εἶναι
τὰ σοφὰ λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ ποὺ ἀκοῦμε
στὴ νεκρώσιμη Ἀκολουθία: «Ποῦ ἐστιν ἡ
τοῦ κόσμου προσπάθεια;...». Ποῦ εἶναι,
λέει, ἡ πληθωρικὴ δραστηριοποίηση καὶ
ἔντονη κινητικότητα τοῦ κόσμου; Ποῦ
εἶναι ἡ φαντασμαγορία τῶν μάταιων, κο-
σμικῶν πραγμάτων; Ποῦ εἶναι τὸ χρυσά-
φι καὶ τὸ ἀσήμι; Ποῦ εἶναι ἡ πλημμύρα καὶ
ὁ θόρυβος τῶν ὑπηρετῶν καὶ παρατρε-
χάμενων τῶν σπουδαίων κατὰ κόσμον
ἀνθρώπων; «Πάντα κόνις, πάντα τέφρα,
πάντα σκιά...». Συγκλονιστικὰ λόγια.
Πραγματικά, «πάντα ματαιότης τὰ ἀν-
θρώπινα...».
Ὑπάρχει ὅμως μία λεπτομέρεια: «...ὅσα
οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον». Αὐτὰ εἶναι τὰ  μάταια. Τὰ γήινα, τὰ πρόσκαιρα, τὰ φθαρτά, τὰ χωματένια, ὅσα δὲν εἶναι τέτοια ποὺ  νὰ ἀκολουθοῦν μετὰ θάνατον. Διότι ὑπάρχουν ἔργα ποὺ μπορεῖ νὰ ἐργαστεῖ ὁ
ἄνθρωπος σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή, τὰ ὁποῖα
ὅμως μετὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸν
μάταιο αὐτὸν κόσμο θὰ τὸν συνοδεύουν.
«Τὰ δὲ ἔργα αὐτοῦ ἀκολουθεῖ μετ’ αὐτοῦ»  (Ἀποκ. ιδ΄ 13). Ὅ,τι ἔχει προοπτικὴ αἰώνια, ὅ,τι εἶναι «ἐν τῷ Θεῷ εἰργασμένον»
(πρβλ. Ἰω. γ΄ 21), στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ  μὲ τὴ Χάρη του καὶ γιὰ τὴ δόξα του, αὐτὸ  ἔχει ἀξία αἰώνια, μένει στὸν αἰώνα. Ὅλα  τὰ ἄλλα, ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων, τὰ χειροκροτήματα, οἱ ἐπευφημίες, οἱ τιμές, οἱ προβολεῖς τῆς δημοσιότητος, ἡ χλιδή, ὁ πλοῦτος, ὅλα χαμένα πράγματα εἶναι. Περνοῦν
μέσα ἀπὸ τὴ θάλασσα αὐτοῦ τοῦ αἰώνα,
τοῦ ἀπατεώνα, καὶ χάνονται, πᾶνε.
«Ἡ τῶν προσκαίρων φαντασία...»!
Ἂς ζοῦμε στὴ γῆ ὡς πάροικοι, περαστι-
κοί, φευγαλέοι. Ἡ ζωὴ περνᾶ. Ἡ ὕπαρξή
μας σὰ σκιὰ φεύγει. Σὰν καράβι γλιστρᾶ
πάνω στὴ θάλασσα τοῦ κόσμου. Τὸ κα-
ράβι περνᾶ, χάνεται. Μένει ὅμως κάτι.
Μένει τὸ φορτίο του, ποὺ θὰ τὸ ἀποθέσει
σὲ κάποια ἀκτή. Τί θά ’ναι τὸ φορτίο αὐτό;
Ἐὰν εἶναι ἔργα ἀγαθά, αὐτὰ θὰ μένουν
ὄχι μόνον «εἰς μνημόσυνον» τοῦ ἀνθρώ-
που ποὺ τὰ ἄφησε, ἀλλὰ καὶ πρὸς ὠφέ-
λεια καὶ πρόοδο τοῦ κοινωνικοῦ συνό-
λου. Ἂν εἶναι πονηρά, τότε καὶ στὸν κό-
σμο αὐτὸ βλάβη καὶ μολυσμὸ ἄφησε τὸ
καράβι τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ποὺ
πέρασε καὶ ἔφυγε...
Ἔφυγε πιὰ καὶ τώρα πλέει γιὰ τὸν ὠκε-
ανὸ τῆς αἰωνιότητος. Ἐκεῖ ποὺ ὅλα θὰ
βροῦν τὴ θέση καὶ τὴν ἀξία ποὺ τοὺς ἁρ-
μόζει...Ο ΣΩΤΗΡ2047

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου