Μελχισεδέκ Μακρής.
Ένας αγνός πατριώτης και πράκτορας του Μακεδονικού Αγώνα από τη Χαλκιδική που έπεσε θύμα του διχασμού ( η αλλιώς του βενιζελισμού).
Νίκος Εμμ. Παπαοικονόμου
Αρχαιολόγος
Πολλές φορές παρακολουθώντας τις συζητήσεις των γεροντότερων του χωριού, διανθισμένες με
τα κατορθώματα του καθενός στους διάφορους πολέμους, που ταλάνισαν το ελληνικό κράτος τον 20ο αιώνα, άκουγα να αναφέρεται μεταξύ άλλων ένα περίεργο όνομα, πρωτάκουστο στα αυτιά ενός παιδιού του δημοτικού, Μελχισεδέκ. Όλοι τους, όταν έκαναν λόγο για το συγκεκριμένο πρόσωπο, μιλούσαν με νοσταλγία και σεβασμό ενθυμούμενοι τις ευεργεσίες που δέχτηκαν από
τον ανωτέρω κληρικό κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους θητείας τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Ο Μελχισεδέκ Μακρής ή Γούτας του Θεοδώρου γεννήθηκε στα Δουμπιά το 1869. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα, με αποτέλεσμα η μητέρα του να συνάψει δεύτερο γάμο στο Αδάμ Θεσσαλονίκης, όπου ο Μελχισεδέκ πέρασε το παιδικά του χρόνια. Γύρω στα 1890 μετέβη στη μονή Βατοπαιδίου, εκεί ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1890 ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους, ενσωματώθηκε στην αδελφότητα του Παναγίου Τάφου και του ανατέθηκε η διακονία στον ναό του Σπηλαίου της Βηθλεέμ. Άγνωστο παραμένει το διάστημα της εκεί διαμονής του.
Ένα δημοσίευμα της εφημερίδας Φωνή της Χαλκιδικής (31-5-1936) αναφέρει τα εξής, «Εθνικός λέων. Πρώτος εις τας εθνικάς τρικυμίας και προσπαθείας… Η δράσις του
εις τα Ιεροσόλυμα ως φρουρού του Παναγίου Τάφου και Ιερού Σπηλαίου της Βηθλεέμ υπήρξεν εθνικοτάτη και μεγαλειώδης. Οι αποπειραθέντες καταπάτησιν των επί του Ιερού Σπηλαίου Γεννήσεως δικαιωμάτων της Ελληνικής Ορθοδοξίας έλαβον πικροτάτην πείραν της γεναιοψυχίας του αρχιμανδρίτου Μελχισεδέκ
Μακρή. Εβάφησαν μεν με αίμα αι βαθμίδες της μιας εκ των κλιμάκων των οδηγουσών εις το Ιερόν Σπήλαιον της Γεννήσεως, αλλά τα δικαιώματα του Πατριαρχείου διεσώθησαν. Τότε εξηναγκάσθη να φύγει κρυφά εξ Ιερουσαλήμ μεταβάς εις Κωνσταντινούπολιν».
Από τότε φάνηκε ο ένθερμος ζήλος του για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της πατρίδας. Ακολούθησε η γνωριμία του με τον μητροπολίτη Καισαρείας Ιωάννη Αναστασιάδη (1833-1902), ο οποίος εκτιμώντας τον χαρακτήρα του τον πήρε μαζί του στην Καισάρεια και τον χειροτόνησε διάκονο. Στην ιστορική πόλη της Μικράς Ασίας ο Μελχισεδέκ, αφού παράλληλα φοίτησε στην εκεί Ροδοκανάκειο Σχολή, παρέμεινε για μια εξαετία. Ήταν η εποχή που ο Βουλγαρικός επεκτατισμός βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη στην περιοχή της Μακεδονίας.
Μετά τον θάνατο του μητροπολίτη Καισαρείας το
1902 ο ιεροδιάκονος πλέον Μελχισεδέκ μετέβη στην Αθήνα, εκεί γράφτηκε στο Γ΄ γυμνάσιο και ήρθε σε επαφή με επιφανείς Μακεδόνες των Αθηνών, μέλη του Κεντρικού Μακεδονικού Συλλόγου, επιφορτισμένου με την οργάνωση του αγώνα στη Μακεδονία. Ακολουθώντας τις οδηγίες του Συλλόγου επέστρεψε για κάποιο διάστημα στη Μακεδονία λειτουργώντας ως πράκτορας Βˊ τάξεως. Μετέφερε όπλα, καθοδηγούσε ένοπλα σώματα και στρατολογούσε Μακεδόνες για την ένοπλη άμυνα της πατρίδας του. Ήταν η εποχή (1904-1908) κατά την οποία ο Μακεδονικός αγώνας βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Γύρω στο 1910 τον εντοπίζουμε στις γραπτές πηγές ως φοιτητή της Θεολογίας στο Καποδιστριακό πανεπιστήμιο Αθηνών, μάλιστα στα πρακτικά της Συγκλήτου του πανεπιστημίου καταγράφεται ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ του Μελχισεδέκ και κάποιου φοιτητή από τη Βουλγαρία.
Σύμφωνα με μια επιστολή του προς τη μονή Βατοπαιδίου, τον Οκτώβριο του 1912 βρισκόταν στη Χαλκιδική και ενίσχυε τις προσπάθειες των προσκόπων για την απελευθέρωση της περιοχής. Μάλιστα συμμετείχε και ο ίδιος σε μια μάχη στον Χολομώντα και στη γνωστή σύγκρουση με τους Τούρκους στα Ρεσιτνίκια (Άγιο Πρόδρομο). Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων κατατάχτηκε ως εθελοντής, στρατιωτικός ιερέας, στην πρώτη γραμμή του πυρός, στην ονομαστή VΙˊ μεραρχία, υπό τον υποστράτηγο Νικόλαο Δελαγραμμάτικα (1853-1938). Παραβρέθηκε στις μεγαλύτερες μάχες του Ελληνικού με τον Βουλγαρικό στρατό, στην Άνω Τζουμαγιά, στον Λαχανά, στην Κρέσνα.
Στη Άνω Τζουμαγιά μάλιστα κάποια στιγμή λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων αναγκάστηκε να αμυνθεί με πέτρες εναντίον κάποιου Βουλγαρικού σώματος. Στις συγκεκριμένες μάχες, εκτελώντας χρέη ιερέα της μεραρχίας, του έλαχε ο κλήρος να κηδέψει τους μεγάλους ήρωες του Β΄Βαλκανικού πολέμου, τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελλισαρίου (1861-1913) στην Κρέσνα και τον ταγματάρχη (ελευθερωτή της Χαλκιδικής το 1912) Γεώργιο
Κολοκοτρώνη (1866-1913) στη Τζουμαγιά.
Με το πέρας των Βαλκανικών πολέμων εντάχθηκε επίσημα στον Ελληνικό στρατό ως στρατιωτικός ιερέας.
Ωστόσο ο δυναμικός χαρακτήρας και η φιλοπατρία του τον ενέπλεκαν συχνά σε περιπέτειες. Έτσι το 1916 συμμετείχε στα «Κονδυλικά» με αποτέλεσμα τον Απρίλιο του 1917 να καταδικαστεί με άλλους Χαλκιδικιώτες από το έκτακτο στρατοδικείο Χαλκιδικής, ως φιλοβασιλικός,σε δεκαετή κάθειρξη. Αρχικά εγκλείστηκε στις φυλακές του Επταπυργίου της Θεσσαλονίκης. Εκεί μην αντέχοντας να βλέπει τους 600 κρατουμένους να στερούνται εκτός από την ελευθερία τους και τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, αποφάσισε να χτίσει ναό. Έτσι με τη βοήθεια φίλων και με εράνους κατόρθωσε να κατασκευαστεί ένα παρεκκλήσι τιμώμενο στο όνομα του Αγίου Ελευθερίου. Την πρώτη λειτουργία πραγματοποίησε το Πάσχα του 1918 συγκινημένος βλέποντας τους τροφίμους της φυλακής να κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων. Στο Επταπύργιο ο Μελχισεδέκ έμεινε έως τις αρχές του καλοκαιριού του 1918, όταν αποφασίστηκε η μεταφορά του στις φυλακές της Αίγινας. Η αποφυλάκισή του πραγματοποιήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στα τέλη του 1918. Κατόπιν επέστρεψε στην υπηρεσία του στον στρατό και παραβρέθηκε σε διάφορες μονάδες της επικράτειας από την Κόρινθο έως το Διδυμότειχο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε ως εφημέριος του Γˊ Σώματος Στρατού στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Θεσσαλονίκη, όπου απεβίωσε τον Αύγουστο του 1939.
Ο Μελχισεδέκ Μακρής πέρα από την εθνική του δράση κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς πολέμους, δεν σταμάτησε ποτέ να τιμά με την παρουσία και το έργο του τη Χαλκιδική. Εκατοντάδες Χαλκιδικιώτες στρατιώτες δέχτηκαν στη Θεσσαλονίκη τις ευεργεσίες και τη βοήθεια του. Δεν δίσταζε να ταπεινώνεται ο ίδιος στους στρατηγούς και στους επιτελείς του Γˊ Σώματος Στρατού προκειμένου να εξυπηρετήσει κάποιο φαντάρο από την πατρίδα του. Η πολιτεία τον τίμησε με τρία παράσημα ανδρείας για τις υπηρεσίες του. Στα τέλη της ζωής του το 1934, το 1938 αλλά και παλαιότερα υπήρξε υποψήφιος επίσκοπος των μητροπόλεων Αρδαμερίου και Δράμας. Η αγαθή ανάμνηση του προσώπου του διατηρήθηκε έως σήμερα στα Δουμπιά στη σκέψη των τελευταίων που είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν στο αˊ μισό του 20ου αιώνα. Το όνομά του σώζεται σε
δύο εικόνες της Αγίας Παρασκευής Δουμπιών καθώς και σε ένα Ευαγγέλιο που φέρει την ενθύμηση «Διδυμότειχο 1918». Μια πιο ενδελεχής έρευνα σχετικά με το πρόσωπό του θα διαφωτίσει περεταίρω πολλές άγνωστες πτυχές αυτού του ευπατρίδη της Χαλκιδικής1.
1. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονται στους Δ. Κύρου και Κ. Χιούτη για την προσφορά αδημοσίευτων στοιχείων σχετικών με τον Μελχισεδέκ Μακρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου