Ενιωσε ἕναν κόμπο στὸ λαιμό, καθὼς
τὸ αὐτοκίνητο ἔφτασε στὸν αὐχένα
τοῦ βουνοῦ καὶ ἀντίκρισε τοὺς γνωστοὺς τόπους τῶν παιδικῶν του χρόνων.
Ἦταν πολὺ πρωί, 26 Ἰουλίου, τῆς
ἁγίας Παρασκευῆς... Ἀραιὰ καὶ ποῦ, μιὰ
φορὰ τὸ χρόνο ἢ στὰ δύο χρόνια, καὶ
μόνο γιὰ λίγες ὧρες, πήγαινε στὸ χωριό του. Θὰ πήγαινε νὰ λειτουργηθεῖ, θά
’λεγε καὶ δυὸ λόγια στὴν ἐκκλησία στοὺς
συγχωριανούς, ἕνα τρισάγιο στὸ Κοιμητήριο γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς συγγενεῖς,
μιὰ δυὸ ἐπισκέψεις καὶ θά ’φευγε μετὰ τὸ
μεσημέρι. Αὐτὸ περίπου ἦταν σὲ κάθε
τέτοια ἐπίσκεψη τὸ πρόγραμμά του.
Μὲ τὶς σκέψεις αὐτὲς τὰ 6-7 χιλιόμετρα
γιὰ τὸ χωριὸ εἶχαν κιόλας διανυθεῖ. Τὸ
ὄμορφο βλαχοχώρι τῆς Πίνδου ἁπλωνόταν χαριτωμένο στὶς πλαγιὲς τῆς βασίλισσας Βασιλίτσας ἀπέναντι ἀπὸ τὸν
βασιλιὰ Σμόλικα...
Ἀπὸ μακριὰ ἀντίκρισε
καὶ τὸ ἐγκαταλειμμένο πατρικό του σπίτι.
Ὅλα κατάκλειστα καὶ τὰ παραθυρόφυλλα χαλασμένα. Τὸ ἤξερε, θὰ τοῦ ἦταν
σχεδὸν ἀδύνατο νὰ μπεῖ στὴν αὐλή. Τὰ
ἀγριόχορτα, τὰ ἀγκάθια καὶ τὰ τριβόλια
ἔπνιγαν τὰ πάντα. Ἡ φτωχὴ κουζινούλα
καὶ ὁ φοῦρνος τους, ὅπου ἡ μακαρίτισσα μάννα του ἔψηνε τὸ ἀφράτο μοσχομύριστο ψωμί, τὶς ὡραῖες λειτουργίες καὶ
τὰ φαγητά τους, θὰ εἶχαν κλείσει ἐντελῶς
ἀπὸ τὶς βατσινιές... Ἂν τοῦ ’μενε χρόνος,
θὰ περνοῦσε ἴσως λίγο ἀπὸ τὴν ἔρημη
πιὰ γειτονιά...
Πῆγε κατευθείαν στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ...
Εἶχαν συνεννοηθεῖ καὶ ὁ δραστήριος παπα-Φώτης τὸν περίμενε...
–Καλῶς τὸν Στέργιο μας! Πῶς ἦταν
αὐτὸ τὸ εὐχάριστο νὰ μᾶς θυμηθεῖς ἐπιτέλους; Καιρὸ εἶχες νὰ μᾶς ἔρθεις.
–Προσκυνῶ, πάτερ, τὴν εὐχή σου! Ἔ!
Δὲν ἔχεις καὶ ἄδικο... ἀλλὰ ἐσὺ ξέρεις
πόσο δεσμευμένος εἶμαι... Εἶπα νὰ ἔρθω
σήμερα νὰ προσευχηθοῦμε στὴ χάρη
τῆς ἁγίας μας Παρασκευῆς...
–Ναί, ξέρω... Ἀλλὰ εἶσαι θεολόγος καὶ
οἱ συγχωριανοὶ σὲ περιμένουν... περιμένουν καὶ ἕνα κήρυγμα ἀπὸ σένα. Λοιπόν, πᾶμε γιὰ τὴν Ἁγία μας;
Λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, ἀνάμεσα στὸ
χωριὸ καὶ τὸ ποτάμι ἦταν ὁ πανέμορφος
λοφίσκος, ποὺ πάνω του σὰν μαργαριτάρι ἡ εὐλάβεια τῶν προγόνων εἶχε κτίσει
τὸ ἐκκλησάκι τῆς μεγάλης Ἁγίας.
Ὅλα ἔγιναν ὄμορφα καὶ εὐλαβικά. Στὴν
ἀπόλυση ἔγινε ἔξω ἡ περιφορὰ τῆς εἰκόνας τῆς Ἁγίας, καὶ ἐκεῖ, ἔξω ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι, ὅπου καὶ ὁ πολὺς κόσμος, ἀνεβασμένος στὸ πεζουλάκι εἶπε λίγα λόγια,
θερμὸ κήρυγμα γιὰ τὴν ἁγία Παρασκευή.
Ἦταν ὅλοι ἀγαπητοί, συγγενεῖς καὶ φίλοι, καὶ ὅλοι τὸν χαιρετοῦσαν μὲ ἀγάπη.
Κάποια στιγμὴ τὸν πλησίασε μιὰ ἀπὸ
τὶς πέντε κόρες τῆς καλῆς του ξαδέλφης
Γιαννούλας, ἡ μόνη ποὺ ἦταν μαζί της
τὸν τελευταῖο καιρό.
–Στέργιο, τοῦ εἶπε, ἡ μαμὰ δὲν εἶναι
καλά, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἦρθε σήμερα. Ἂν
μπορέσεις, πέρνα ἀπὸ τὸ σπίτι μας... θὰ
χαρεῖ πολὺ νὰ σὲ δεῖ.
Τῆς τὸ ὑποσχέθηκε...
Ἀφοῦ τελείωσαν ὅλα, πῆγαν μὲ τὸν
παπα-Φώτη καὶ στὸ Κοιμητήριο ἐκεῖ
κοντὰ γιὰ ἕνα τρισάγιο στὴ μνήμη τῶν
γονέων καὶ συγγενῶν. Ἔπειτα χώρισαν
μὲ τὸν παπά. Ὅρισαν νὰ συναντηθοῦν
στὸ σπίτι του τὸ μεσημέρι. Χωρὶς καθυστέρηση πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὸ σπίτι τῆς
ξαδέλφης.
Περίμενε νὰ τὴ βρεῖ στὸ κρεβάτι ἀλλὰ
ἦταν ἔξω... Παρὰ τὴν ἡλικία της – ἦταν
περίπου στὰ 85 – καθόταν καὶ διάβαζε
τὸ χριστιανικό της περιοδικὸ καὶ πότε -
πότε σταματοῦσε κι ἄνοιγε κουβέντα μὲ
τὸν ἄνδρα της. Θέλησε νὰ τὴν πειρά-
ξει καὶ τάχα τὴ μάλωσε... Ἐκείνη γύρισε
ξαφνιασμένη, μά, μόλις τὸν εἶδε, πέταξε
ἀπὸ τὴ χαρά της:
–Στέργιο μου! Πόσο χαίρομαι ποὺ σὲ
βλέπω! Πῶς νὰ σὲ εὐχαριστήσω ποὺ
ἦρθες νὰ μὲ δεῖς; Νά, ἐγὼ γέρασα, δὲν
μπορῶ πιά... Καὶ τέτοια μέρα σήμερα...
πόσο λυπήθηκα ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ
ἔρθω στὴν ἁγία Παρασκευή μας! Ἀλλά...
τώρα ποὺ ἦρθες ἡ λύπη μοῦ ἔφυγε. Κάθισε... κάθισε νὰ τὰ ποῦμε.
Ἡ καλή του ξαδέλφη ἦταν ἐνθουσιασμένη. Πάνω στὴν ὥρα φάνηκε ἡ καλοκόρη της. Πρόθυμη καὶ περιποιητικὴ ἔφερε τὰ κεράσματα ποὺ ἀσταμάτητα
πρόσταζε ἡ μάννα της. Τέλος κάποια στιγμὴ στάθηκε μπροστά της καὶ τῆς εἶπε:
–Μαμά, τώρα ποὺ εἶναι καὶ ὁ Στέργιος
ἐδῶ, πές, τί αἰσθάνεσαι, ποῦ πονᾶς...
–Τίποτε δὲν ἔχω, κόρη μου. Τί νὰ πῶ;
–Νὰ πεῖς αὐτὰ ποὺ ἔχεις καὶ ὑποφέρεις, ἀλλὰ τὰ κρύβεις ἀπὸ μένα, καὶ ἔπειτα τρέχω νὰ προλάβω...
–Μὰ δὲν ἔχω κάτι, κόρη μου! Μιὰ χαρὰ
αἰσθάνομαι! Μόνο ἀδυναμία ἀπὸ τὰ γεράματα ἔχω...
–Ὄχι, μαμά! Ἔχεις καὶ ἄλλα, μὰ δὲν τὰ
λές. Καὶ δὲν τὰ λές, γιατὶ φοβᾶσαι τὸν
θάνατο!
–Ὄχι, δὲν ἔχω τίποτε. Καὶ δὲν τὸν φοβᾶμαι τὸν θάνατο!
–Τὸν φοβᾶσαι, μαμά, γι’ αὐτὸ δὲν μοῦ
φανερώνεις ἀπὸ τί ὑποφέρεις...
–Σοῦ εἶπα, δὲν ἔχω τίποτε. Καὶ τὸ
ξαναλέω, δὲν τὸν φοβᾶμαι τὸν θάνατο.
Καὶ γιατί νὰ τὸν φοβᾶμαι; Μὲ τὸν θάνατο θὰ πάω κοντὰ στὸ Χριστό μας καὶ
στὴν Παναγία μας καὶ στὴν ἁγία μας
Παρασκευὴ ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Κι
ἐσὺ ξέρεις σὲ πόση εὐλάβεια τὴν ἔχω...
–Ναί, ξέρω... Ἀφοῦ στὴ γιορτή της γέννησες ὁλομόναχη τὴν πρωτοκόρη σου,
τὴν ἀδελφή μου. Ἀλλὰ ἐγὼ ἐπιμένω νὰ
μᾶς πεῖς τί αἰσθάνεσαι...
Ἀναγκάστηκε νὰ ἐπέμβει... Μάλωσε λίγο τὴν κόρη...
–Μὴν ἐπιμένεις! Ἀφοῦ ἡ μάννα σου σὲ
βεβαιώνει πὼς αἰσθάνεται καλά...
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἀκόμη... Τέλος χαιρέτησε τὴν πολὺ συγκινημένη ξαδέλφη του
καὶ ἔφυγε. Πέρασε ἔξω ἀπὸ τὸ ἔρημο
πατρικὸ σπίτι, ἔκανε δυὸ τρεῖς ἐπισκέψεις ἀκόμη καὶ κατὰ τὶς δύο τὸ μεσημέρι
ἦταν στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ.
Μπῆκε μέσα... Τὸν ἄκουσε ποὺ μιλοῦσε στὸ τηλέφωνο... Τὸ ἀφτί του ἔπιασε
τὴν τελευταία φράση: Ἂς μὴ χτυπήσουμε
τώρα μεσημεριάτικα τὴν καμπάνα ἀλλὰ
τὸ ἀπόγευμα...
–Τί καμπάνα ἔλεγες, πάτερ; ρώτησε ὁ
Στέργιος μὲ ἐνδιαφέρον.
–Δὲν ἔμαθες;
–Ὄχι... τί νὰ μάθω;
–Ἡ ξαδέλφη σου ἡ Γιαννούλα... ἀναπαύθηκε!
–Ἡ Γιαννούλα! Μὰ πρὶν ἀπὸ δύο ὧρες
ἤμουν μαζί της καὶ ἦταν μιὰ χαρά! Καὶ
μιλούσαμε μάλιστα γιὰ τὸν θάνατο καὶ
ἔλεγε «δὲν τὸν φοβᾶμαι τὸν θάνατο»!
Τί
εἶναι ἀλήθεια ἡ ζωή μας!
Τὸ πρόγραμμά του τώρα ἄλλαζε...
Ἡ κηδεία ἔγινε τὴν ἄλλη μέρα. Ἦρθαν
ὅλοι ἐκεῖ... οἱ πέντε κόρες της, ὁ γυιός,
νύφη, γαμπροί, ἐγγόνια πλῆθος... Κατάμεστος ὁ Ναὸς τοῦ χωριοῦ. Συγκινημένος
ὁ Στέργιος μίλησε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά
του γιὰ τὴν ἐκλεκτὴ αὐτὴ ψυχή, κόσμημα, πλοῦτο τοῦ χωριοῦ τους...
Στὸ δρόμο πρὸς τὸ Κοιμητήριο οἱ συγχωριανές της βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ
τοῦ μιλήσουν γι’ αὐτήν...
–Ἦταν πολὺ πιστὸς ἄνθρωπος ἡ Γιαννούλα, Στέργιο. Πρώτη πάντα στὴν ἐκκλησία καὶ τὰ ἔργα της. Τὴν εἴχαμε πρότυπό μας καὶ σύμβουλο σὲ ὅλα μας τὰ
ζητήματα. Τὸ Ψαλτήρι τὸ εἶχε πάντα μαζί
της καὶ σχεδὸν ἤξερε ὅλους τοὺς Ψαλμοὺς ἀπ’ ἔξω... Καὶ εἶχε μιὰ πίστη... βράχος! Ἄκου ἕνα μόνο περιστατικό:
–Ὅπως ξέρεις στὸ χωριό μας δὲν ἔχουμε βοσκὸ γιὰ τὰ πρόβατα καὶ τὰ γίδια μας, καὶ τὰ βγάζουμε γιὰ τὴ βοσκὴ μὲ
τὴ σειρὰ κάθε οἰκογένεια. Μιὰ φορὰ ἦταν
ἡ σειρὰ τῆς Γιαννούλας καὶ ἐκείνη ἔβγαλε τὸ κοπάδι στὸ βουνό. Μαζί της, ὅπως
πάντα, εἶχε καὶ τὸ Περιοδικό, τὸν «Σωτήρα». Καθόταν παράμερα καὶ πρόσεχε
τὰ γιδοπρόβατα καὶ συγχρόνως διάβαζε.
Τὸ βράδυ ὅμως, ποὺ ἔφερε τὸ κοπάδι
στὸ χωριό, ἔλειπαν 7-8 ζωντανά. Οἱ χωριανοὶ τῆς ἔβαλαν τὶς φωνές:
–Βλέπεις τί κάνεις; τῆς εἶπαν... Διαβάζεις ἐσὺ τὸν «Σωτήρα» σου καὶ ἔχασες
τὰ ζῶα μας! Τί θὰ γίνουν τώρα; Θὰ τὰ
φᾶνε οἱ λύκοι...
–Ὄχι, δὲν θὰ τὰ φᾶνε, τοὺς ἀπάντησε
ἀτάραχη ἐκείνη. Ἐμένα ὁ «Σωτήρας» θὰ
μοῦ τὰ φέρει πίσω καλά.
–Σιγὰ μὴ σοῦ τὰ φέρει ὁ «Σωτήρας»,
τῆς φώναζαν. Τώρα θὰ μᾶς τὰ ἔχει κάνει
μεζὲ ἡ ἀρκούδα.
–Ἐμένα ὁ «Σωτήρας» θὰ μοῦ τὰ φέρει
πίσω ὁπωσδήποτε, ἐπέμενε ἤρεμη ἐκείνη.
Πέρασε ἡ νύχτα μὲ τὴν ἀγωνία τῶν χωριανῶν... Ἡ Γιαννούλα δὲν ἔδειχνε καμία ἀνησυχία. Καὶ τὸ πρωί, τί θαυμαστό!
Τὰ χαμένα γιδοπρόβατα περίμεναν στὴ
μέση τοῦ χωριοῦ τὸ ἄλλο κοπάδι καὶ
βγῆκαν μαζί τους γιὰ τὴ βοσκή!
–Βλέπετε; ἔλεγε στοὺς συγχωριανούς.
Ὁ «Σωτήρας» μᾶς τὰ ἔφερε πίσω μιὰ χαρά!
–Ναί, ἦταν εὐλογημένη πράγματι ψυχὴ ἡ Γιαννούλα μας, Στέργιο! Καὶ τὴν ἀνάπαυσε ὁ Θεός! Αἰωνία ἡ μνήμη της!
–Ἀμήν, πρόσθεσε... καὶ σκούπισε συγκινημένος δυὸ δάκρυα... χαρᾶς μᾶλλον
παρὰ πόνου...
Ο ΣΩΤΗΡ2049
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου