(16 Αὐγούστου)
Στὴν ἔνδοξη ἁλυσίδα τῶν ἁγίων ἀναργύρων ἰατρῶν ἀνήκει καὶ ὁ αγιος Διομήδης ὁ μάρτυς.
Οἱ ρίζες τῆς καταγωγῆς του ἦταν ἀπὸ
τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας. Οἱ γονεῖς του ἀνῆκαν σὲ τιμημένο καὶ ἀριστοκρατικὸ γένος. Ἀπὸ νωρὶς φρόντισαν νὰ μεγαλώσουν τὸ μικρό τους παιδὶ μὲ εὐγένεια ἤθους καὶ ἀνώτερη παιδεία. Ἔχοντας κλίση στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη ὁ Διομήδης δι-
δάχθηκε ἀπὸ σοφοὺς καὶ ἄριστους διδασκάλους τῆς ἐποχῆς του τὰ ἰατρικά.
Ὅταν ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του, γεμάτος χαρὰ ἄρχισε τὸ ἱερὸ κοινωνικό του
ἔργο. Ἔτρεχε σὲ ὅλες τὶς γειτονιὲς τῆς
Ταρσοῦ καὶ θεράπευε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια
καὶ ὑπομονὴ τοὺς ἀρρώστους. Μαζὶ μὲ τὰ
φάρμακα ποὺ τοὺς χορηγοῦσε δὲν παρέ-
λειπε ποτὲ νὰ προσφέρει καὶ τὰ πνευμα-
τικὰ φάρμακα τῶν ἁγίων συμβουλῶν τοῦ
Εὐαγγελίου στὶς κουρασμένες καὶ ἀσθενικὲς ψυχές. Καὶ ἔτσι γαλήνευε τὶς ταραγμένες συνειδήσεις μὲ βάλσαμο τὸν λόγο
τοῦ Θεοῦ, ποὺ συνοδευόταν πάντα μὲ
τὴν ἀφιλοκέρδειά του καὶ τὸ ἅγιο παράδειγμά του. Ὅλοι θαύμαζαν τὸν Διομήδη
καὶ μιλοῦσαν ἐπαινετικὰ γι’ αὐτόν. Ἦταν ὁ
ἄνθρωπος τῆς θυσίας καὶ τῆς ἔμπρακτης
χριστιανικῆς ἀγάπης.
Στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ τοῦ σκληροῦ διώκτη τοῦ χριστιανισμοῦ (300), ὁ Διομήδης βρισκόταν στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἤξερε καλὰ ὅτι πολὺ κοντὰ στὴν πόλη τους ἦταν καὶ ἡ Νικομήδεια, μιὰ πόλη ποὺ ὁ Διοκλητιανὸς τὴν εἶχε καταστήσει
κέντρο του καὶ πρωτεύουσά του. Καὶ ἀπὸ
ἐκεῖ ἐπόπτευε τὰ πάντα καὶ πολεμοῦσε μὲ
λύσσα ὅ,τι ἦταν χριστιανικό.
Ὁ πιστὸς Χριστιανὸς Διομήδης δὲν κάμ-
φθηκε ἀπὸ φόβους καὶ ἀπειλές. Πολλοὶ
τοῦ ἔλεγαν νὰ προσέχει, νὰ μὴν ἐκτίθεται,
γιατὶ κινδύνευε ἡ ζωή του. Αὐτὸς ὅμως
ἀδιαφοροῦσε καὶ ἀτάραχος συνέχιζε νὰ
δίνει «τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ» μέσα ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμά του. Γιὰ τὴν πόλη
ὅλη ὁ Διομήδης ἦταν ὁ γιατρὸς ὁ πιστός,
ποὺ ἔφεγγε δυνατὰ σὰν φάρος μὲ τὴ ζωή
του. Ὅλους τοὺς φώτιζε καὶ τοὺς θέρμαινε μὲ τὴν καλοσύνη του. Τὸ φῶς τῆς καλοσύνης του εἶχε εἰσέλθει ἀκόμη καὶ μέσα
στὰ σκοτεινὰ κελλιὰ τῆς δημόσιας φυ-
λακῆς τῆς Νίκαιας. Ἔχοντας ἀποσπάσει
τὴν εὔνοια τοῦ δεσμοφύλακα μποροῦσε
ἀνεμπόδιστα νὰ κάνει συχνὲς ἐπισκέψεις
στοὺς φυλακισμένους ὑποψήφιους μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς Πίστεως. Σὰν
ἄλλος καλὸς Σαμαρείτης ἔσκυβε μὲ πολὺ
σεβασμὸ στὶς ἅγιες πληγὲς τῶν μαρτύ-
ρων, τὶς ἀσπαζόταν καὶ τὶς περιποιεῖτο μὲ
ἐπιμέλεια θαυμαστή. Στὸ πρόσωπο τῶν
κρατουμένων ἔβλεπε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ
«δεσμώτη». Καὶ παρότρυνε τοὺς μάρτυρες: «Μὴ δειλιάσετε!... Προχωρῆστε, σὲ
λίγο σᾶς περιμένει στεφάνι δόξας μεγάλης».
Ἡ δυναμικὴ αὐτὴ χριστιανικὴ παρουσία
καὶ παρρησία τοῦ Διομήδους δὲν ἄργησε
νὰ γίνει γνωστὴ στὸν αὐτοκράτορα. Ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ συλληφθεῖ ἀμέσως
ὁ ἐπικίνδυνος αὐτὸς Χριστιανὸς γιατρὸς
καὶ ἁλυσοδεμένος νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ ἀνάκριση.
Ἡ πορεία ἀπὸ τὴν Ταρσὸ στὴ Νικομήδεια δὲν ἦταν μακρά. Σὲ ὅλη τὴ διαδρομὴ ὁ Διομήδης προσευχόταν. Ἔλαμπε ὁλόκληρος ἀπὸ χαρά. Ἦταν εὐτυχισμένος γιατὶ σὲ λίγο θὰ
πρόσφερε τὸ αἷμα του σπονδὴ στὴ μεγάλη του ἀγάπη.
Ἡ ψυχή του βιαζόταν νὰ συναντήσει τὸν Κύριο.
Πλησίαζαν στὴ Νικομήδεια. Ὁ Διομήδης παρακάλεσε τοὺς συνοδούς του στρατιῶτες νὰ σταματήσουν γιὰ λίγο. Ἤθελε νὰ ἡσυχάσει κάπου μόνος του. Τὸν ἐμπιστεύθηκαν. Καὶ τοῦ ἔδωσαν τὴν ἄδεια. Καὶ τότε...
Ὁ Διομήδης ἀποσύρθηκε, γονάτισε στὸ χῶμα καὶ
μέσα στὴν ἡσυχία τῆς φύσεως ὕψωσε τὰ χέρια του στὸν Κύριο καὶ Θεό μας καὶ ἀνέπεμψε δεήσεις γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ἐχθροὺς καὶ φίλους, πιστοὺς καὶ δημίους... Πόσο
θερμὲς θὰ ἦταν αὐτὲς οἱ δεήσεις! Καὶ πόσα ἄλλα μυστικὰ τῆς καρδιᾶς του σκιρτήματα δὲν θὰ ξεδίπλωσε τὴν ἱερὴ αὐτὴ ὥρα σ’ Ἐκεῖνον, γιὰ τὸν ὁποῖο σὲ λίγο θὰ θυσιαζόταν!
Ἐντελῶς ὅμως ἀπροσδόκητα τὴν ὥρα ἐκείνη, τὴν ἱερὴ καὶ ἥσυχη, ὁ Κύριος θέλησε νὰ παραλάβει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀγαπητοῦ του δούλου. Τὸ κορμὶ τοῦ Διομήδη ἔγειρε
καὶ ἔπεσε νεκρὸ κάτω στὴ γῆ πρὶν προλάβουν στὴ Νικομήδεια οἱ δήμιοι νὰ τὸ ἐξουθενώσουν καὶ τὸ ἐξοντώσουν. Ὅταν οἱ φύλακες ἀντιλήφθηκαν τὸν θάνατο τοῦ θύματός τους, φοβήθηκαν πιθανὴ τιμωρία τους ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. Γι’ αὐτὸ ἔσπευσαν καὶ ἀποκεφάλισαν τὸν νεκρό. Τὴν ὥρα ἐκείνη θεία δίκη τοὺς τιμώρησε. Ἔχασαν ἀμέσως
τὸ φῶς τους. Ἔτσι μὲ πολλὴ δυσκολία, ταπεινωμένοι καὶ τυφλωμένοι, ἔφθασαν στὸν
Διοκλητιανὸ προσφέροντάς του τὴν κεφαλὴ τοῦ μάρτυρα.
Ὁ αὐτοκράτορας ἐξοργίστηκε καὶ διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ ἐπιστρέψουν πίσω καὶ
νὰ φέρουν καὶ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα τοῦ νεκροῦ Διομήδη. Πειθαρχώντας στὴν ἐντολὴ
τοῦ τυράννου ἔφυγαν οἱ στρατιῶτες γιὰ τὸν τόπο στὸν ὁποῖο εἶχε ἐκπνεύσει ὁ Διομήδης. Τὴν ὥρα ποὺ ἔσκυβαν καὶ τοποθετοῦσαν τὴν κεφαλὴ τοῦ Μάρτυρα στὸ ὑπόλοιπο σῶμα του, ἔγινε θαῦμα ἀνέλπιστο. Οἱ τυφλοὶ ἀνέβλεψαν!
Χαρὰ ἀνεκλάλητη πλημμύρισε ὅλους! Οἱ σκληροὶ στρατιῶτες πίστεψαν ἀμέσως
στὸν Χριστό. Φωτίστηκαν μὲ τὸ φῶς τῆς Ἀλήθειας καὶ ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν ψυχή τους
τὸ σκότος «τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων». Καὶ διαλάλησαν σὲ ὅλους τὴ δύναμη τῆς θρη-
σκείας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζί τους καὶ ἕνα πλῆθος εἰδωλολατρῶν ἄφηνε
τὴν ψεύτικη θρησκεία τους καὶ ἔπαιρνε τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου. Ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν
μεγαλυνόταν καὶ δοξαζόταν. Τὰ τεχνάσματα τῶν πολεμίων τοῦ Χριστοῦ διαλύονταν.
Στὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Μάρτυρα διακόνησε μία εὐσεβὴς καὶ εὐγενὴς κυρία, ἡ Πετρωνία, τὴν ὁποία εἶχε εὐεργετήσει ὁ Διομήδης μὲ θαῦμα σὲ προσωπική της ἀσθένεια...
❁ ❁ ❁
Διομήδης ὁ ἰατρός, ὁ πιστός!
Μᾶς συγκινεῖ μὲ τὴ ζωή του. Καὶ μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἀσκεῖ τὸ ἐπάγγελμά του μὲ τιμιότητα καὶ ἀγάπη καὶ ζεῖ μέσα στὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου γίνεται ἀξιαγάπητος καὶ ζηλευτὸς καὶ ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐὰν δὲ καὶ θυσιασθεῖ γι’ Αὐτόν, γίνεται πρότυπο ἰσχυρὸ γιὰ ὅλες τὶς χριστιανικὲς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων. Ο ΣΩΤΗΡ2050
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου