24 Σεπτεμβρίου, 2019

ΕΝΑΤΗ ΩΔΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


Ολες οἱ προηγούμενες ὀκτὼ ὠδὲς ποὺ ἑρμηνεύσαμε, ἦταν ὠδὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ ἐνάτη ὠδή, ἡ ὠδὴ τῆς Θεοτόκου, εἶναι τῆς Καινῆς Διαθήκης.
 Ὅλες οἱ προηγούμενες ἦταν ὠδὲς εὐχαριστήριες πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ εὐεργεσίες ὑλικές, σωματικὲς καὶ γιὰ τὴν προσωρινὴ σωτηρία ἀπὸ κάποιον κίνδυνο ἐκείνων ποὺ τὶς πρόσφεραν πρὸς τὸν Θεό, ὅπως π.χ. ἡ ὠδὴ τοῦ Μωυσῆ, τοῦ Ἰωνᾶ, τῶν Τριῶν Παίδων. Ἡ ὠδὴ ὅμως τῆς Θεοτόκου διαφέρει ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες. Εἶναι μέν εὐχαριστήρια, ὄχι ὅμως γιὰ κάποια σωματικὴ καὶ γήινη εὐεργεσία, ἀλλὰ γιὰ οὐράνια καὶ μοναδικῆς, ὕψιστης ἀξίας πνευματικὴ χάρη. Ὄχι γιὰ προσωρινὴ σωτηρία ἀπὸ σωματικὸ κίνδυνο, ἀλλὰ γιὰ αἰώνια σωτηρία. Γιὰ τὴ σωτηρία ποὺ προφήτευσε ὁ μεγάλος προφήτης Ἡσαΐας λέγοντας: «Ἰσραὴλ σῴζεται ὑπὸ Κυρίου σωτηρίαν αἰώνιον» (Ἡσ. με΄ [45] 17). Σωτηρία ποὺ δόθηκε διὰ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱοῦ τῆς Παρθένου, σωτηρία ποὺ δὲν ἔχει τέλος. Καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη. Ἡ ἐνάτη ὠδὴ εἶναι γέννημα ἐξαγιασμένου νοῦ, ὠδὴ ποὺ ἀναπηδᾶ ἀπὸ παρθενικὴ καρδιὰ καὶ προφέρεται ἀπὸ τὸ ἁγιότατο στόμα τοῦ σκεύους τῆς ἐκλογῆς τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ, τῆς ἀειπαρθένου Θεοτόκου. 
Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἀντιγράφοντας τὸν σοφὸ Νικηφόρο Ξανθόπουλο, παρατηρεῖ ὅτι ἡ ὠδὴ αὐτὴ ὁρίσθηκε ἐνάτη γιὰ τὸν ἀκόλουθο μυστικὸ λόγο: Γιὰ νὰ δειχθεῖ «συμβολικῶς διὰ τοῦ ἐννέα ἀριθμοῦ, ὅτι ἡ Θεομήτωρ τὸν ἕνα τῆς Τριάδος ἐγέννησεν». Ἐπειδὴ ὁ ἀριθμὸς τρία «πολλαπλασιάζοντας τὸν ἑαυτόν του, γεννᾶ τὸν ἐννέα (...) καὶ ἀντιστρόφως, ὁ ἐννέα ἀριθμὸς τρὶς φορὲς περιέχει τὸν τρία»1. Ἡ εὐλαβὴς ἀλληγορία ὑποκρύπτεται καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐνάτης ὠδῆς: στὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία διαιρεῖ τὴν ὠδὴ αὐτὴ σὲ ἕξι στίχους, ψάλλοντας τὸν κάθε στίχο μὲ τὸ ὑπέροχο μεγαλυνάριο τροπάριο, «Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον σὲ μεγαλύνομεν». Τὴν διαιρεῖ σὲ ἕξι στίχους γιὰ νὰ παραστήσει συμβολικῶς διὰ τοῦ ἀριθμοῦ «ἕξ, ὅτι ἡ Θεοτόκος ἐγέννησε τὸν Θεὸν Λόγον», ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τὸν κόσμο σὲ ἕξι ἡμέρες2. Ὅπως δὲ ἀναφέραμε, καθορίστηκε νὰ ψάλλονται οἱ ἕξι στίχοι τῆς ὠδῆς αὐτῆς μὲ τὸ ἐμπνευσμένο τροπάριο «Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ...», γιὰ δὺο λόγους: α) Διότι ὁ ποιητὴς Κοσμᾶς τὸ συνέ- θεσε στὴν ἐνάτη ὠδὴ τοῦ Τριωδίου τῆς Μ. Παρασκευῆς (ψάλλεται τὸ ἑσπέρας τῆς Μ. Πέμπτης), ὥστε μὲ τὰ «ὑψηλὰ καὶ ὄντως θεομητροπρεπῆ νοήματα καὶ ἐγκώμια» νὰ παρηγορήσει τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ θλιβόταν βαθύτατα γιὰ τὸ σταυρικὸ Πάθος τοῦ Υἱοῦ της. Καὶ γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι τὸ τροπάριο αὐτὸ «εἶναι προσηρμοσμένον κατὰ τὴν ἐνάτην ὠδὴν τῆς Θεοτόκου», στὸ τέλος τοῦ τροπαρίου αὐτοῦ «ἀναφέρεται ἡ ἀρχὴ τῆς ὠδῆς». Διότι τὸ «μεγαλύνωμεν», ποὺ περιέχεται στὸ τροπάριο, εἶναι δάνειο ἀπὸ τὸν λόγο τῆς Θεοτόκου «μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον». β) Διότι κατὰ τὴν παράδοση ἡ Θεοτόκος Μαρία παρηγορήθηκε τόσο πολὺ ἀπὸ τὸ τροπάριο αὐτό, ὥστε «ἐφάνη εὐθὺς εἰς τὸν ἱερὸν Κοσμᾶν, καὶ μὲ πρόσωπον γεμᾶτον ἀπὸ χάριν καὶ φαιδρότητα» τὸν εὐχαρίστησε καὶ τοῦ εἶπε «ὅτι εἰς τὸν ὕμνον αὐτὸν ἐπαναπαύεται περισσότερον, παρὰ εἰς ὅλους τοὺς ἄλλους ὕμνους. Καὶ ὅτι ὅπου ὁ ὕμνος αὐτὸς ψάλλεται, ἐκεῖ καὶ αὐτὴ ἀρρήτῳ καὶ θείᾳ δυνάμει θέλει εὑρίσκεται παροῦσα καὶ θέλει ἀντευλογεῖ τοὺς αὐτὴν εὐλογοῦντας»3. Εἶναι ἐπίσης ἄξιο προσοχῆς ὅτι ἡ θαυμάσια καὶ γλυκύτατη αὐτὴ ὠδὴ ὁρίσθηκε νὰ ψάλλεται στὸ τέλος σχεδὸν τοῦ Ὄρθρου, ὅταν ἀρχίζει νὰ ἀνατέλλει στὸν ὁρίζοντα «ἡ κροκοειδὴς καὶ λευκοφόρος αὐγή». Διότι ὅπως ἡ αὐγὴ διώχνει τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, προμηνύει τὴν ἡμέρα καὶ φέρει στὸν κόσμο τὸν αἰσθητὸ ἥλιο, ἔτσι καὶ ἡ Κυρία Θεοτόκος, «ἡ μυστικὴ αὐγή», ἀφοῦ ἔδιωξε τὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τῆς ἁμαρτίας, προανήγγειλε καὶ προγνωστοποίησε «τὴν νοητὴν ἡμέραν τῶν ψυχῶν καὶ ἔφερεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὸν νοητὸν Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης»4. 
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ σοφὸς Σολομῶν στὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων, προτυπώνοντας τὸ πανάγιο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἔγραψε: «Ποιὰ εἶναι αὐτή, ποὺ ἀναφαίνεται σὰν αὐγή;...» (ᾎσμ. ς΄ 10). Διότι, πράγματι· ἡ Ἀνύμφευτος Νύμφη γέμισε ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴν χάρη Ἐκείνου τὸν Ὁποῖο κυοφόρησε, παρουσίασε δὲ μοναδικὴ καθαρότητα, ἀσύγκριτη λαμπρότητα καὶ ἀνυπέρβλητη ἁγιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας ψάλλει στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο: «Ὄρθρος φαεινός, χαῖρε, ἡ μόνη, τὸν ἥλιον φέρουσα Χριστόν, φωτὸς κατοικητήριον· χαῖρε τὸ σκότος λύσασα καὶ τοὺς ζοφώδεις δαίμονας ὁλοτελῶς ἐκμειώσασα»5. Ἡ Παναγία μας εἶναι «ὄρθρος», διότι προαναγγέλλει τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι τὸ κατοικητήριο τοῦ φωτός. Διέλυσε μὲ τὸν ἅγιο Τόκο της τὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἀποδυνάμωσε ἐντελῶς τοὺς σκοτεινοὺς καὶ παγκάκους δαίμονες. «Στὴ θεοϋπόστατη σάρκα τῆς Πανάγνου ρόδισε ἡ αὐγὴ τοῦ μεγάλου μυστηρίου. Διαγράφτηκε τὸ προμήνυμα τοῦ ὑπέρλαμπρου γεγονότος (...). Ἡ Θεοτόκος, στὴν ὁποία κατοίκησε τὸ φῶς, ἔλυσε τὰ σκοτάδια τῆς ἀγνωσίας καὶ τῆς πλάνης. Οἱ ἄνθρωποι λευτερώθηκαν ἀπὸ τὸ ψεῦδος τῆς εἰδωλολατρίας (...). Ἡ Θεοτόκος καθάρισε τὸν βιότοπο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ λύματα τῆς ἁμαρτίας ποὺ μόλυναν ἀπτόητα τὶς πονεμένες καρδιὲς καὶ μετέτρεπαν σὲ σκοτεινιασμένη κόλαση τὴ ζωή τους»6. Ἀπὸ τὸ ἑπόμενο ἄρθρο θ’ ἀρχίσουμε τὴν ἑρμηνεία καὶ τὴν ἐμβάθυνση στὰ ἅγια νοήματα τῆς ὑπέροχης ἐνάτης ὠδῆς. 
1. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Κῆπος Χαρίτων, σελ. 192. 
2. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ὅ.π., σελ. 193. 
3. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ὅ.π., σελ. 194. 
4. Αὐτόθι. 
5. Ἀκάθιστος Ὕμνος, Ὠδὴ γ΄, Δόξα Πατρί... 
6. ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Χαῖρε νύμφη, ἀνύμ- φευτε, ἐκδ. Ἀποστ. Διακονίας, Ἀθῆναι 1993, σελ. 23, 24. ΟΣΩΤΗΡ2052

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου