Στὴν ἀπόκρημνη δασώδη πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ἔστησαν τὸ Ἡσυχαστήριό τους ὁ π. Σεραπίων μὲ τὴν καλή του συνοδεία. Σωστὴ ἀετοφωλιά, καθὼς ξεφυτρώνουν
ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ βουνοῦ τὰ ἄγρια βράχια.
Τὰ γεράκια κατὰ καιροὺς διασχίζουν τὸν οὐρανὸ καὶ μὲ τὸ ὀξὺ διαπεραστικὸ βλέμμα τους
κατοπτεύουν τὸ ἔδαφος γιὰ τὴ λεία τους. Ζυγιάζονται καὶ μὲ μιὰ κάθετη
ἐφόρμηση τὴν ἁρπάζουν, γιὰ νὰ ἐξαφανισθοῦν κατόπιν μέσα στοὺς ἀπόκρημνους ἔρημους βράχους.
Τὸ μικρὸ Ἡσυχαστήριο εἶναι ἀφιερωμένο στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τὸ καταλαβαίνεις ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ βρίσκεσαι
μπροστὰ στὴ μεγάλη βαριὰ ξύλινη μοναστηριακὴ πύλη, μὲ τὴ σκαλισμένη στὴν ἐξωτερική της πλευρὰ παράσταση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Οἱ Μοναχοί, νεότεροι καὶ πρεσβύτεροι στὴν ἡλικία, ὅλοι τους ἐργατικοί, σωστὸ μελίσσι, ξεχύνονται στὰ διακονήματά τους μετὰ τὴν πρωινή τους Ἀκολουθία. Ἐργάζονται ἤρεμα, σιωπηλὰ καὶ ἀθόρυβα.
Τὸ μικρὸ
στὴν ἀρχὴ Ἡσυχαστήριό τους, μέσα σὲ λίγα χρόνια ἔγινε ὁλόκληρο μοναστηριακὸ συγκρότημα. Τώρα πλέον τὸ Καθολικὸ τοῦ Μοναστηριοῦ δεσπόζει στὸ κέντρο καὶ γύρω - γύρω ἁπλώνονται τὰ κελλιὰ τῶν Μοναχῶν.
Οἱ τοῖχοι τῆς αὐλῆς σκαλισμένοι μὲ παλαιοχριστιανικὲς παραστάσεις καὶ
μὲ ἀνάλογους χρωματισμούς. Ὅλα φτιαγμένα μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια καὶ μὲ
μεράκι.
Στὶς καθημερινὲς Ἀκολουθίες καὶ προπάντων τὶς Κυριακὲς καὶ μεγάλες γιορτὲς ἔρχονται ἀρκετοὶ προσκυνητές, ὄχι μόνο ἀπὸ τὶς γύρω περιοχὲς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μακρινὲς μεγαλουπόλεις καὶ κεφαλοχώρια. Τὸ σεμνὸ
καὶ ταπεινὸ ὕφος τῶν ψαλτῶν Μοναχῶν, τὸ χαμηλὸ φῶς τῶν καντηλιῶν
μπροστὰ στὶς ἱερὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων τοῦ
τέμπλου, οἱ μετρημένες κινήσεις τοῦ λειτουργοῦ καὶ τῶν Μοναχῶν ποὺ
διακονοῦν στὸ Ναό, σὲ ὑποβάλλουν,
δημιουργοῦν κατάνυξη καὶ σὲ βοηθοῦν
νὰ συμμαζέψεις τὸ νοῦ σου καὶ νὰ
προσευχηθεῖς.
Μιὰ Κυριακή, στὸ ἄβατο αὐτὸ ἀπὸ
γυναῖκες Ἡσυχαστήριο, ἦρθε νὰ ἐκκλησιασθεῖ μαζὶ μὲ τὸ φίλο του, πνευματικὸ τέκνο τοῦ Γέροντα, ἕνας περίπου
ἑξηντάχρονος ἄνδρας, ὁ κυρ-Γιάννης.
Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκε στὸ Ναό, τὸ
βλέμμα του μένει καρφωμένο στὶς εἰκόνες τοῦ τέμπλου. Τὸ τελείως φαλακρὸ
κεφάλι του καὶ τὸ κουρασμένο πρόσωπό του φέρουν ἐμφανὴ τὰ σημάδια τῆς
χημειοθεραπείας καὶ τῶν ἄλλων φαρμάκων ποὺ παίρνει. Ὁ π. Σεραπίων
ἀπὸ τὸ στασίδι του τὸν παρακολουθεῖ
μὲ πολλὴ συμπάθεια. Μετὰ τὸ ἀντίδωρο ποὺ μοίρασε ὁ λειτουργός, ὁ ἐφημέριος τῆς ἑβδομάδας, τοὺς κάλεσε νὰ
πάρουν καφὲ στὸ ἀρχονταρίκι. Ἐκεῖ
γνωρίσθηκε μὲ τὸν κυρ-Γιάννη, ποὺ
καθόταν σιωπηλὸς δίπλα στὸ φίλο
του. Ἦταν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε λίγα λόγια γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς μετάνοιας καὶ ἔφυγαν.
Τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ ὁ κυρ-Γιάννης
μὲ τὸ φίλο του πρωί - πρωὶ ἦρθαν πάλι
νὰ ἐκκλησιασθοῦν στὸ Ἡσυχαστήριο.
Ἀναπαύθηκαν ψυχικὰ πολὺ τὴν προηγούμενη Κυριακή. Εἶχαν συζητήσει οἱ
δυὸ φίλοι αὐτὲς τὶς ἡμέρες καὶ τὰ ὅσα
ἄκουσαν γιὰ τὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση. Ὁ κυρ-Γιάννης ὅμως μένει ἀμετάπειστος, παρὰ τὶς φιλότιμες προσπάθειες τοῦ φίλου του.
Μετὰ τὸν καφὲ στὸ ἀρχονταρίκι καὶ
τὴν ὥρα ποὺ ὁ κυρ-Γιάννης ἔπαιρνε
τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν Γέροντα, μὲ πολλὴ
ἀγάπη ὁ π. Σεραπίων τοῦ λέει:
–Κυρ-Γιάννη, θέλω κάποια ὥρα νὰ
τὰ ποῦμε οἱ δυό μας.
–Τί νὰ ποῦμε, Γέροντα; Στὴ ζωή μου
σπάνια ἐκκλησιάζομαι. Παρὰ τὰ ἑξήντα μου χρόνια δὲν ἔχω ποτὲ ἐξομολογηθεῖ. Μὲ βρῆκε τώρα καὶ αὐτὴ ἡ ἀρρώστια... Μὲ βλέπεις πῶς εἶμαι. Κάνω
μόνο ὑπομονή...
Τοῦ ἔδωσε ὁ Γέροντας τὴν εὐχή του,
ἀφοῦ προηγουμένως μὲ πολλὴ συμπάθεια τὸν ἐνθάρρυνε μὲ λίγα λόγια
ποὺ τοῦ εἶπε.
Ἡ καλοσύνη καὶ τὰ λόγια τοῦ Γέροντα, οἱ προτροπὲς τοῦ φίλου του βάζουν τὸν κυρ-Γιάννη σὲ πολλὲς σκέψεις. Ὅλες τὶς ἡμέρες μέσα του γίνεται μία πάλη. Μία φωνὴ τοῦ λέει: Πρέπει νὰ πᾶς νὰ ἐξομολογηθεῖς. Ἄλλη
τὸν ἀνακόπτει: Γιατί νὰ ἐξομολογηθεῖς στὸν Γέροντα; Μπορεῖς νὰ τὰ πεῖς
ὅλα κατ’ εὐθείαν στὸν Θεό. Ὕστερα
ἀπὸ τέτοια ἐσωτερικὴ γιγαντομαχία τελικὰ παίρνει τὴν ἡρωικὴ ἀπόφαση νὰ
ἀνηφορίσει στὸ Ἡσυχαστήριο καὶ εἰλικρινά, μὲ βαθιὰ μετάνοια νὰ πάρει τὴ
χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν του.
Στὸ μέσον τῆς ἑβδομάδος χτυπᾶ τὸ
τηλέφωνο τοῦ π. Σεραπίωνος.
–Γέροντα, θέλω ν’ ἀνεβῶ στὸ Ἡσυχαστήριο γιὰ νὰ τὰ ποῦμε· μάλιστα, ἂν
μπορῶ, αὔριο τὸ πρωί.
Τὴν ἑπόμενη μέρα μέσα στὸ ναὸ τοῦ
Ἡσυχαστηρίου ὁ κυρ-Γιάννης ἐξομολογεῖται μὲ συντριβὴ καὶ μὲ μάτια συνεχῶς βουρκωμένα. Ἀπὸ τὸ στόμα του
ξεχύνονται οἱ ἀναθυμιάσεις τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς του. Ὅταν τελείωσε τὸ Μυστήριο, τοῦ διάβασε ὁ Γέροντας τὴν
εὐχὴ καὶ τοῦ συνέστησε τὸ Πάσχα νὰ
κοινωνήσει.
Ὁ κυρ-Γιάννης ζεῖ πλέον τώρα μιὰ
καινούργια κατάσταση. Μοιάζει ἡ ψυχή
του μὲ τὸν οὐρανὸ ποὺ φαίνεται καθαρός, διαυγὴς ὕστερα ἀπὸ σφοδρὴ καταιγίδα.
Δὲν πέρασαν πολλὲς μέρες καὶ ὁ κυρ-Γιάννης βάρυνε. Εἶναι βυθισμένος
ὧρες ὁλόκληρες, μὲ κλειστὰ τὰ μάτια
του, χωρὶς ὄρεξη γιὰ φαγητό, καὶ ἡ φωνή του μόλις ἀκούγεται. Τὸ πληροφορήθηκε ὁ π. Σεραπίων καὶ ἀμέσως τηλεφωνεῖ στὴ σύζυγό του νὰ φροντίσει
γιὰ τὴ θεία Κοινωνία τώρα καὶ νὰ μὴν
περιμένει τὸ Πάσχα.
–Πάτερ μου, τοῦ ἀπάντησε ἐκείνη, ὄχι θεία Κοινωνία, θὰ φοβηθεῖ, θὰ
μελαγχολήσει. Θὰ καταλάβει ὅτι τὸν
ἔχουμε ξεγράψει, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κοινωνοῦμε.
Παρὰ τὶς προσπάθειες τοῦ Γέροντα
νὰ τὴν πείσει, αὐτὴ ἐπιμένει… Ὁ Γέροντας ζήτησε νὰ μιλήσει μὲ τὸν ἴδιο. Μόλις ἀκουγόταν ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ
τηλεφώνου ἀσθενικὴ ἡ φωνὴ τοῦ Γιάννη.
–Γιάννη, ὁ π. Σεραπίων εἶμαι. Θέλεις
νὰ κοινωνήσεις; Ἡ θεία Κοινωνία εἶναι
φάρμακο γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς
καὶ τοῦ σώματος.
–Ναί, πάτερ μου, ἀπάντησε ὁ κυρ-
Γιάννης. Ναί, τὸ θέλω πολύ! Μπορῶ
καὶ σήμερα;
–Μπορεῖς, παιδί μου! Καὶ νὰ τὸ φροντίσεις ὁπωσδήποτε.
Δὲν ἄργησε ὁ ἱερεὺς νὰ φανεῖ μὲ τὰ
Τίμια Δῶρα. Κοινώνησε συγκινημένος
καὶ μὲ εὐλάβεια αὐτὸς ποὺ χρόνια ἦταν
ἀκοινώνητος. Καὶ τί θαυμαστό! Σὲ λίγο
ὁ κυρ-Γιάννης κατὰ ἀνεξήγητο τρόπο
συνῆλθε. Ἄνοιξε τὰ μάτια του καλά,
ζωήρεψε… Κατάπληκτη ἡ γυναίκα του
ἀπὸ τὸ θαῦμα ποὺ βλέπει καὶ ζεῖ, ζητεῖ
νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ αὐτὴ. Σὲ νέα τηλεφωνικὴ ἐπικοινωνία ὁ π. Σεραπίων τῆς
διεμήνυσε ὅτι μποροῦσε νὰ κοινωνήσει ὁ κυρ-Γιάννης καὶ τὸ Πάσχα.
Θαῦμα μεγάλο καὶ διπλὸ ἔπειτα ἀπὸ
60 χρόνια! Δοξασμένος ὁ Θεός!
Ο ΣΩΤΗΡ2052
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου