15 Ιανουαρίου, 2020

Σᾶς συμβαίνει κάτι, κύριε;...Ἀληθινὴ ἱστορία


  Ποῦ θὰ πάει αὐτὴ ἡ κατάσταση, κυρία Ἄννα; Νέκρωσε ἡ ἀγορά μας. Τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο τὰ καταστήματα στὴν κεντρικὴ λεωφόρο Δημοκρατίας κλείνουν, ἀλλὰ καὶ ἡ πα- ραλιακὴ κοντεύει νὰ ἐρημώσει. 
Βγῆκα προχθὲς μιὰ βόλτα πρὸς τὸν Φάρο μας καὶ πόνεσε ἡ ψυχή μου. Ἐσὺ σὰν δικηγόρος πῶς τὰ βλέπεις τὰ πράγματα; –Πῶς νὰ τὰ δῶ, Νίκη μου! Κλαίω κι ἐγὼ μέσα μου μὲ αὐτὰ ποὺ βλέπω. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς λυπηθεῖ καὶ νὰ βάλει τὸ χέρι του. Ἔρχονται κάθε μέρα στὸ Γραφεῖο μου νοικάρηδες, ποὺ θέλουν νὰ ἀλλάξουν τὰ Μισθωτήρια καὶ δὲν συμφωνοῦν μὲ τοὺς ἰδιοκτῆτες, καὶ ραγίζει ἡ καρδιά μου. 
 –Πόσα ἀκοῦτε καὶ ξέρετε ἀλήθεια ἐσεῖς οἱ δικηγόροι! Ὅλα τὰ βάσανα καὶ τοὺς καημοὺς τοῦ κόσμου! 
 –Κάποτε ­ κάποτε ἀκοῦμε καὶ ζοῦμε καὶ μερικὰ εὐχάριστα καὶ πολὺ συγκινητικά. Ἂν δὲν εἶσαι βιαστική, νὰ σοῦ διη- γηθῶ ἕνα ἀπὸ αὐτά. 
 –Πολὺ εὐχαρίστως. 
 –Πλησίαζαν οἱ γιορτὲς τῶν Χριστου­γέννων. Μᾶς εἰδοποίησαν οἱ συγγενεῖς μας ὅτι θὰ ἔρχονταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονί­κη νὰ κάνουν μαζί μας τὶς γιορτὲς ἐδῶ στὴν Ἀλεξανδρούπολη. Περίμενα μὲ χα­ρὰ τὰ ἀνιψάκια μου. Τακτοποιοῦσα στὸ σπίτι τὰ κρεβάτια γιὰ νὰ βολευτοῦμε ὅ-­ λοι. Σκεφτόμουν καὶ τὰ δῶρα ποὺ ἔ­πρεπε νὰ προσφέρω στὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ τὰ δωράκια ποὺ ἔπρεπε νὰ στείλω στὰ βαφτιστήρια μου. Οἰκογενειακές, κοινωνικὲς ὑποχρεώσεις, βλέπεις. 
 –Ἀσφαλῶς. 
 –Διέκοψα λοιπὸν ἕνα ἀπόγευμα τὴν ἐργασία μου καὶ κατέβηκα στὸ δρόμο γιὰ νὰ ψωνίσω τὰ δῶρα μου, διότι σὲ λίγες μέρες τὸ σπίτι μας θὰ γέμιζε ἀπὸ παιδάκια καὶ χαρούμενες φωνές. Καὶ ὅλα τὰ παιδιά, μαθημένα ἀπὸ ἄλλοτε, θὰ περίμεναν τὸ δῶρο του τὸ καθένα. Προχωροῦσα στὸ πεζοδρόμιο κατ’ εὐθείαν γιὰ τὸ μεγάλο κατάστημα μὲ τὰ «ἐπώνυμα» ροῦχα ποὺ βρίσκεται στὴν κεντρικὴ λεωφόρο, ἀλλὰ κάτι μὲ παρακίνησε καὶ τὸ προσπέρασα χωρὶς κὰν νὰ προσέξω τὶς ὡραῖες βιτρίνες του. Προχώρησα λίγο παρακάτω. Στὸ ἑπόμενο τετράγωνο ἦταν ἕνα μικρὸ κατάστημα ποὺ πουλοῦσε ροῦχα γιὰ μικρὰ παιδιά. Δὲν τὸ εἶχα προσέξει ὅμως ποτέ μου αὐτὸ τὸ κατάστημα, διότι πάντα ἀγόραζα ροῦχα «ἐπώνυμα» ἀπὸ μεγάλα καταστήμα- τα γιὰ τὰ παιδιά μου. Στάθηκα μπροστὰ στὴ βιτρίνα του καὶ τὸ μάτι μου ἔπεσε πάνω σ’ ἕνα πανέμορφο φορεματάκι, ποὺ μοῦ φάνηκε ὅτι ἦταν ὅ,τι ἔπρεπε γιὰ τὴν κορούλα μου. Μπῆκα λοιπὸν ἀμέσως μέσα καὶ βλέποντας ὁλόγυρα διαπίστωσα ὅτι διέθετε ὡραῖα ρουχαλάκια καὶ μάλιστα ταιριαστὰ γιὰ ὅλες τὶς ἡλικίες τῶν παιδιῶν ποὺ ἤθελα ἐγώ. Ὁ καταστηματάρχης ἦταν εὐγενέστατος καὶ ἐξυπη- ρετικότατος. Ὅταν ὅμως τοῦ εἶπα ὅτι θέλω νὰ ἀγοράσω 12 παιδικὰ σύνολα, ἀπόρησε καὶ μὲ κοίταξε μὲ κάποια δυσπιστία. Στάθηκε γιὰ λίγο ἀμίλητος, μὲ κοίταξε κατάματα καὶ εἶπε: 
 –Σοβαρὰ μιλᾶτε; Θὰ τὰ ἀγοράσετε ὅλα; 
 –Μὰ φυσικά! Ἔχω τὰ δικά μου παιδιά, τρία πρὸς τὸ παρόν, περιμένω καὶ κάμποσα ἀνιψάκια μου ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Θὰ σᾶς τὰ πληρώσω τώρα, καὶ ἀφοῦ τὰ συσκευάσετε, κρατῆστε τα σὲ μιὰ ἄκρη καὶ θὰ περάσω ἀργότερα μὲ τὸ αὐτοκίνητο νὰ τὰ πάρω... Ὅμως τί πάθατε; Μήπως σᾶς συμβαίνει κάτι, κύριε; Γιατί δακρύζετε; Μήπως ἔγινα αἰτία ἐγὼ ἄθελά μου; Σᾶς βλέπω λίγο χλωμό... Ἐκεῖνος, Νίκη μου, μὲ κοίταζε σιωπηλὸς καὶ βουρκωμένος. Κάποια στιγμὴ ἔλυσε τὴ σιωπή του. 
 –Μέρες εἶχε νὰ μπεῖ πελάτης στὸ μαγαζί μου, κυρία μου. Καὶ σήμερα τὸ πρωὶ μπῆκαν τρεῖς κυρίες γιὰ τὸν ἔρανο τῆς ἀγάπης ποὺ ὀργάνωσε ἡ Μητρόπολή μας. Ἄνοιξα τὸ συρτάρι μου καὶ εἶχε μέσα μόνο τρία εὐρώ. «Ντρέπομαι», τοὺς εἶπα, «ἀλλὰ δὲν ἔχει δουλειὰ τὸ μαγαζί, δὲν ἔχω ἄλλα, σᾶς δίνω αὐτὰ ποὺ ἔχω γιὰ τὸν ἔρανο τῆς ἀγάπης, μόνο τρία εὐρώ. Λυπᾶμαι ποὺ δὲν ἔχω περισσότερα». Ὅταν ἔφυγαν οἱ κυρίες τοῦ ἐράνου, ἔστρεψα τὰ μάτια μου πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ βλέπετε ἐδῶ στὴ γωνία, καὶ Τοῦ εἶπα: «Θεέ μου, ξέμεινα ἐν­ τελῶς. Ἔδωσα καὶ τὰ τελευταῖα γιὰ τὴν ἀγάπη Σου. Ἐλπίζω ὅτι δὲν θὰ μ’ ἀφήσεις». Καὶ δὲν μ’ ἄφησε, κυρία μου! Γι’ αὐτὸ δακρύζω μπροστά σας! Τ’ ἀκοῦς, Νίκη μου; Συμβαίνουν καὶ τέτοια θαυμα­ στὰ περιστατικά! 
 –Συμβαίνουν, κυρία Ἄννα! Συμβαίνουν, διότι ὁ Θε­ός μας εἶναι πανάγαθος καὶ παντοδύναμος!
ΟΣΩΤΗΡ2058

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου