Τὸ γνωρίζω ὅτι στενάζεις, θεοφιλὴς ψυχή, ὄχι σπάνια. Δὲν εἶναι λίγες οἱ ἀφορμὲς καθημερινὰ ποὺ σὲ ὠθοῦν νὰ βγάλεις μέσα
ἀπὸ τὰ τρίσβαθα τῆς ὑπάρξεώς σου
βαθὺ ἀναστεναγμό, ποὺ δηλώνει πόνο
ψυχῆς καὶ ἀναζήτηση ἀνακούφισης. Ἀναστεναγμὸ συνοδευμένο ἀπὸ βαθὺ λυγμό, βά-
ρος ἐσωτερικό, ποὺ γυρεύει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ
καρδιὰ νὰ τὸ ἀποθέσει, νὰ τὸ ξεφορτωθεῖ.
Στενάζεις... Προβλήματα οἰκογενειακά, προσωπικά, θλίψεις, δυσκολίες, φόβοι, πειρασμοί, ἀπογοητεύσεις. Ἀπὸ τὴ μέριμνά σου γιὰ τὴ ζωή, ἀπὸ τὴν
ἀγωνία σου γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῶν παιδιῶν, ἀπὸ τὸν
ἀγώνα γιὰ τὸν πνευματικό σου καταρτισμό. Ἀπὸ
τὰ λάθη, τὶς ἀποτυχίες, τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀδυναμίας σου, τή συνειδητοποίηση τῆς μικρότητός σου.
Στενάζεις, καὶ κάποτε ὁ στεναγμός σου αὐτὸς εἶναι
κρυφός, ἄδηλος στοὺς ἄλλους, γνωστὸς μόνο σὲ σένα. Ἴσως τὸ σκοτεινὸ πέπλο
τῆς νύχτας νὰ τὸν καλύπτει, ἴσως ἡ ἀπομόνωση ἑνὸς μοναχικοῦ δωματίου. Καὶ
τότε ἀναρωτιέσαι: Ἄραγε ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ἐννοήσει τὴν ταλαιπωρία μου καὶ νὰ ἀκούσει τὸ στεναγμό μου;...
Ἀλλὰ Ἐκεῖνος ποὺ σὲ ἔπλασε καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ σένα, καὶ ἀκούει καὶ κατανοεῖ.
Ἐξάλλου δὲν εἶσαι ἡ μοναδικὴ ὕπαρξη ποὺ στενάζεις. Κοινὸς κλῆρος εἶναι αὐτὸς
ὅλων μας καὶ πανάρχαιος. Ἀπὸ τότε ποὺ ἡ προμήτωρ Εὔα ἁμάρτησε καὶ ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ τὰ λόγια «πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν
στεναγμόν σου» (Γεν. γ΄ 16), ἀπὸ τότε
ὁ στεναγμὸς ἔγινε κοινὸς κλῆρος τῆς
ἀνθρωπότητος ἀλλὰ καὶ ἀντίλαλος τοῦ
στεναγμοῦ τῆς ὅλης κτίσεως, ἡ ὁποία
ἀπὸ τότε «συστενάζει καὶ συνωδίνει» μαζὶ μὲ τὸν ξεπεσμένο δεσπότη της (Ρωμ.
η΄ 22).
Κλῆρος ὅμως ποὺ δὲν ἄφηνε
ἀσυγκίνητο τὸν Δημιουργὸ καὶ Πατέρα
μας, ἀλλὰ ποὺ Τὸν ὠθοῦσε σὲ ἀντίληψη
τοῦ πόνου μας. Ἔτσι τὸ εἶχε ἀπὸ παλιὰ
ὑποσχεθεῖ: «Ἀπὸ τῆς ταλαιπωρίας τῶν
πτωχῶν καὶ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων νῦν ἀναστήσομαι» (Ψαλ. ια΄ 6),
θὰ σηκωθῶ ἐπάνω καὶ θὰ κινηθῶ δραστικά, θὰ πάω νὰ ἐνδιαφερθῶ γιὰ τοὺς
φτωχούς, ταλαίπωρους ἀνθρώπους.
Καὶ ἦρθε ὁ Λυτρωτής μας καὶ σαρκώθηκε στὴ γῆ, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει
ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ στεναγμούς μας.
Καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δέχθηκε ὁ Ἴδιος νὰ
πονέσει, νὰ κακοπάθει, νὰ ὑποφέρει.
Ἦρθε ἀνάμεσά μας, ἕνας ἀπὸ μᾶς, καὶ
ἀναμίχθηκε μὲ τὸν πόνο καὶ τὸ στεναγμό
μας. Ὁ Θεὸς ἐπάνω στὴ γῆ στέναξε, κι
αὐτὸ μᾶς δίνει πολλὴ δύναμη...
Ἦταν τότε ποὺ ὁδήγησαν μπροστά
Του ἕναν κωφάλαλο καὶ Τὸν παρακάλεσαν νὰ βάλει ἐπάνω του τὸ παντοδύναμο χέρι Του.
Τότε, μᾶς πληροφορεῖ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Κύριος Ἰησοῦς τράβηξε ἰδιαιτέρως τὸν ἀσθενὴ μακριὰ ἀπὸ τὸ πλῆθος,
σὲ ἀπόμερο τόπο, καὶ ἀφοῦ ἔθεσε τὰ δά-
χτυλά Του στὰ αὐτιὰ τοῦ ἀρρώστου καὶ
στὴ γλώσσα του, σήκωσε τὰ μάτια Του
στὸν οὐρανὸ καὶ στέναξε. Ἔπειτα ἔδωσε
τὴ ζωαρχική Του ἐντολή: «Ἐφφαθά», διανοίξου! (Μάρκ. ζ΄ 32-34). Ὅμως ἐσύ, φιλόθεη ψυχή, μεῖνε σ’
αὐτό: ὅτι ὁ Κύριος στέναξε. «Ἀναβλέψας
εἰς τὸν οὐρανὸν ἐστέναξε» (στίχ. 34).
Μόνος του καὶ Αὐτός, ὅπως συνήθως
καὶ σύ. Ξέχωρα ἀπ’ τὸ πλῆθος, χωρὶς
ἀκόμη νὰ Τὸν ἀκούει οὔτε ὁ μετέπειτα
θεραπευμένος κωφάλαλος. «Ἐστέναξε ὁ
Κύριος», κι αὐτὸ πρέπει νὰ σοῦ μεταδίδει ἰσχυρὴ ἀνακούφιση.
«Ἐστέναξε» ὁ Κύριος, γιατὶ γι’ αὐτὸ ἦρθε στὴ γῆ, ὅπως τὸ εἶχε ὑποσχεθεῖ: γιὰ
νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν στεναγμὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τὸν θεραπεύσει, νὰ τὸν ἐξαλείψει. Κι ἐνῶ εἶναι ὁ Θεός, ποὺ βρίσκεται συνεχῶς καὶ ζεῖ μέσα σὲ πλήρη μακαριότητα καὶ χωρὶς καμιὰ ἀνάγκη, κι
ἐνῶ εἶναι ὁ ἰατρὸς ποὺ εἶχε τὸ φάρμακο στὰ χέρια Του καὶ θὰ μποροῦσε νὰ
τὸ εἶχε μεταδώσει στὸν ἄνθρωπο αὐτοστιγμεί, χωρὶς καθόλου ὁ Ἴδιος νὰ ἀνησυχήσει, ἐντούτοις συνέπαθε μὲ τὸ πλάσμα τῆς ἀγάπης Του.
Γι’ αὐτὸ καὶ στέναξε. «Ἐπικαμπτόμενος τοῖς πάθεσι τοῦ
ἀνθρώπου καὶ κατοικτείρων τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν». Ἐπειδὴ ἔσκυψε μὲ συγκατάβαση πάνω στὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου καὶ πλησίασε γεμάτος οἰκτιρμοὺς
τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ἄρρωστη ἀπὸ
ποικίλες νόσους, σωματικὲς καὶ ψυχικές,
«διὰ τὴν τῆς ἐντολῆς παράβασιν», ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας (Ζιγαβηνός).
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ σαρκωμένος Θεός, γι’ αὐτὸ «ἐστέναξε», γιὰ νὰ ξέρουμε
ὅτι μπορεῖ νὰ ἀκούει τοὺς στεναγμούς
μας καὶ νὰ κινεῖται πρὸς βοήθειάν μας
«διὰ σπλάγχνα ἐλέους» Αὐτοῦ. Γιὰ νὰ
μποροῦμε νὰ σηκώνουμε κι ἐμεῖς τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ ἀπευθύνουμε τὸν στεναγμό μας πρὸς τὴν ἄπειρη ἀγαθότητά Του. Καὶ νὰ ἀναμένουμε
τὰ πλούσια ἐλέη καὶ τοὺς οἰκτιρμούς Του
ἐπάνω στὴν ταπεινότητα καὶ μικρότητά
μας.
Ναί, γι’ αὐτὸ «ἐστέναξε» ὁ Θεάνθρωπος στὴ γῆ. Γιὰ νὰ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ
ἀνακουφιζόμαστε στὸ δικό μας στεναγμό. Καὶ νὰ ἐλπίζουμε ὅτι δὲν θὰ μᾶς
ἀφήσει, ἀλλὰ θὰ μᾶς πάρει μαζί Του
ἐκεῖ, στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα, «ἔνθα
ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός»·
ὅπου δὲν ὑπάρχει πόνος, λύπη καὶ ἀναστεναγμός.ΟΣΩΤΗΡ2064
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου