Τὴν ἐποχὴ τῆς ἀνοίξεως, ποὺ ἀνθίζουν τὰ κρίνα καὶ εὐωδιάζει ἡ φύση,
ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει καὶ αὐτὴ
τὰ δικά της ἀρώματα. Ἀπὸ τὸν πνευματικό της λειμώνα μᾶς προσφέρει πανεύοσμα ἄνθη, τὰ ἄνθη τῶν Ἁγίων.
Ἕνα τέτοιο
λουλούδι σπάνιας ὀμορφιᾶς καὶ ἐξαίσιας
εὐωδίας εἶναι καὶ ἡ νεομάρτυς ἁγία Μαρία
ἡ Μεθυμοπούλα ἀπὸ τὴν Κρήτη, ποὺ τὴν
ἑορτάζουμε τὴν 1η Μαΐου.
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάτω Φουρνὴ
τοῦ Μεραμβέλλου Ἡρακλείου.
Ἔζησε στὰ δύσκολα καὶ πικρὰ χρόνια
τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς. Ὅμως ἡ βαρυχειμωνιὰ τῆς δουλείας δὲν τὴν ἔπνιγε,
γιατὶ ἄφηνε τὴν ψυχή της νὰ γλυκαίνεται
ἀπὸ τὰ οὐράνια λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ
στάλαζαν μέσα της οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της.
Πόσο σημαντικὰ ἦταν ἐκεῖνα τὰ πρῶτα
χρόνια! Πόσο ὄμορφα!... Κάθε λόγος τοῦ
Σωτῆρος Χριστοῦ γινόταν γιὰ τὴ μικρὴ
Μαρία πράξη.
Ἔκτιζε μέσα στὴν καρδιά της μὲ συνέπεια καὶ χαρὰ ἕνα λαμπρὸ οἰκοδόμημα,
«ναὸ Θεοῦ», ποὺ ἔλαμπε ἀπὸ καθαρότητα καὶ ἁγνότητα. Καὶ αὐτὸς ὁ ἐσωτερικὸς πλοῦτος τῆς ἀρετῆς δὲν μποροῦσε
νὰ κρυφτεῖ. Ἔβγαινε καὶ πρὸς τὰ ἔξω. Τὰ
μάτια της ἀντιφέγγιζαν ἐκπληκτικὴ ὡραιότητα, ἐξέπεμπαν γαλήνη, τὴν εἰρήνη
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ πρόσωπό της
ἔλαμπε, γιατὶ ἔλαμπε καὶ ἡ ψυχή της. Σύνθημα τῆς νεαρῆς Μαρίας ἦταν: «Ποτὲ καὶ
καμιὰ ὑποχώρηση στὰ θελήματα τοῦ πονηροῦ καὶ ὕπουλου κόσμου».
Στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες ἦταν ἐπιμελὴς
καὶ πρόθυμη, στὸ νοικοκυριὸ ἀκριβὴς καὶ
πρώτη, στὰ πνευματικὰ ἄριστη...
Μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς Βίους
τῶν ἁγίων, ἐκκλησιαζόταν τακτικά, προσευχόταν μὲ πίστη, ὑπάκουε στοὺς γονεῖς
της. Ὅλοι τὴν ἀγαποῦσαν. Ἀλλὰ καὶ ἕνας
τήν... φθονοῦσε. Ὁ ἐχθρὸς διάβολος, ποὺ
προσπάθησε νὰ τὴν αἰχμαλωτίσει στὰ δίχτυα του. Μάταια ὅμως.
Στὴν περιοχὴ ποὺ ζοῦσε ἡ Μαρία, ἐπόπτευε τὴν τάξη ἕνας χωροφύλακας Τουρκαλβανός, ποὺ τὴν ἔβλεπε καὶ τὴν ἀγάπησε μὲ πονηρὸ πάθος. Καὶ ἄρχισε τὶς
ἐνοχλήσεις. Πρῶτα μὲ περιποιητικὰ λόγια
καὶ κολακεῖες καὶ ἔπειτα μὲ χαμόγελα καὶ
ὑποσχέσεις. Ἡ πιστὴ μαθήτρια τοῦ Χριστοῦ ἡ Μαρία ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
μὲ γενναία περιφρόνηση. «Δὲν εἶναι δυνατόν», ἔλεγε μέσα της, «νὰ παραδώσω
τὸ σῶμα μου καὶ τὴν ψυχή μου σὲ χέρια
ἄπιστου ἀνθρώπου. Πιὸ πάνω ἀπὸ τὶς
πρόσκαιρες ἡδονὲς προκρίνω τὴν οὐράνια ἡδονὴ καὶ χαρά, ποὺ προσφέρει
ὁ Χριστὸς στοὺς ἁγνοὺς καὶ ἀγωνιζόμενους φίλους Του». Καὶ προσευχόταν μὲ
πίστη νὰ τὴν ἀσφαλίσει ὁ Κύριος.
Ὁ πονηρὸς Τουρκαλβανὸς διαπιστώνοντας ὅτι οἱ προσπάθειές του ναυαγοῦσαν ὀργίσθηκε. Ἡ συμπάθειά του
πρὸς τὴν πανέμορφη κόρη ἔγινε
μίσος. Καὶ ἀπὸ τὸ μίσος του ὁδηγήθηκε στὴν ἀπόφαση νὰ τὴν
ἐξοντώσει. Ἔτσι δυστυχῶς λειτουργοῦν οἱ ἄνομοι ἄνθρωποι.
Ἡ Μαρία ἀσχολοῦνταν μὲ τὴ
σηροτροφία. Ἔτρεφε μεταξοσκώληκες καὶ ἔγνεθε τὸ μετάξι τους γιὰ τὴ συντήρηση τῆς
οἰκογένειας. Τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ
καλοκαίρι κάθε μέρα συνέλεγε
ἀπὸ τὶς μουριὲς μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια τὰ δροσερότερα φύλλα
καὶ τὰ ἅπλωνε μὲ πολλὴ προοχὴ στὶς ξύλινες κασέλες. Καὶ
κεῖ να τὰ μικρὰ ὁλόχιονα σκουλήκια ἀκατάπαυστα ἔτρωγαν καὶ μεγάλωναν, γιὰ νὰ δώσουν τὸ πολύτιμο μεταξένιο κουκούλι τους στοὺς εὐλογημένους προστάτες τους.
Πόσο καθαρὴ καὶ ἥσυχη ἦταν αὐτὴ ἡ
ἀσχολία! Ἔβλεπε καὶ στοχαζόταν ἡ μικρὴ
Μαρία: «Ἀλήθεια, πόσο πιὸ ὑπέροχο
εἶναι τὸ μετάξι τῶν ἀρετῶν μὲ τὸ ὁποῖο
ὑφαίνει ὁ πιστὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ γῆ
αὐτὴ τὴ στολὴ τῆς ψυχῆς του, τὴν ὁποία
θὰ φορέσει γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν Νυμφίο Χριστό! Πόσο λευκὴ ἀξίζει νὰ εἶναι,
γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ‘‘περιπατήσῃ’’ (Ἀποκ.
γ΄ 4) στοὺς κήπους τοῦ Παραδείσου μαζὶ
μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἁγίους Του!». Μὲ
αὐτὲς τὶς ἔννοιες φρόντιζε ἡ Μαρία νὰ
ὑψώνει τὴν ψυχή της κάθε μέρα πρὸς
τὰ ἄνω, στὸν οὐρανό!... μέχρι τὴν ἡμέρα
ποὺ ὁ Κύριος θέλησε νὰ τὴν παραλάβει
κοντά Του.
Ἦταν κάποια ὥρα ποὺ ἀνέμελα εἶχε
σκαρφαλώσει σὲ μουριὰ καὶ καλὰ στερεωμένη σὲ ἕνα κλαδί, σιγοτραγουδώντας
ἔκοβε καὶ συνέλεγε ἕνα - ἕνα ἀπὸ τὰ ὑγιέστερα μουρόφυλλα. Ξαφνικὰ ἀκούστηκε θόρυβος. Ἦταν τὰ βήματα ἀνθρώπου
ποὺ βιαστικὰ καὶ νευρικὰ προχωροῦσε
καὶ παραμέριζε τὶς ψηλὲς ἀγριοπρασινάδες. Κάποια στιγμὴ σταμάτησε. Καὶ νά, μπροστά της ὁ Τουρκαλβανός, ὁ χωροφύλακας, μὲ
τὸ ὑπηρεσιακό του ὅπλο καὶ τὸ
χέρι στὴ σκανδάλη. Εἶχε ἔρθει
ἐκεῖ γιὰ νὰ σκοτώσει τὸ πιὸ ἁγνὸ
λουλούδι.
Σημάδεψε καλὰ τὸ θύμα του
καὶ πυροβόλησε. Ἡ σφαίρα
βρῆκε τὴν ἁγνὴ κόρη στὴν
καρδιά. Στὴν καρδιὰ ποὺ
δὲν εἶχε πάψει ποτὲ νὰ χτυπᾶ γιὰ τὸν Χριστό. Αἱμόφυρτη, νεκρὴ ἔπεσε ἀπὸ τὸ δένδρο
ἡ ἁγνὴ Κρητικοπούλα, ἡ Μαρία.
Τὸ ἔγκλημα εἶχε ὁλοκληρωθεῖ.
Ὁ Ἀγαρηνὸς ἔφευγε πίσω ἱκανοποιημένος καὶ οἱ ἄγγελοι κατέφθαναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ παραλάβουν
τὴν πανέμορφη ψυχὴ τῆς νεομάρτυρος
Μαρίας, γιὰ νὰ τὴν παραδώσουν μὲ χαρὰ
στὰ χέρια τοῦ Νυμφίου της!... Πόση εὐωδία τότε ξεχύθηκε στὸν κόσμο τοῦ οὐρανοῦ!...
Ἀλλὰ καὶ στὴ γῆ τῆς ἁγιοτόκου καὶ λεβεντογέννας Κρήτης πόση εὐλογία ἔφερε τὸ μαρτυρικὸ σῶμα τῆς ἄφθορης καὶ
ἁγνῆς καὶ πιστῆς κόρης, τῆς Μαρίας τῆς
Μεθυμοπούλας! Ἦταν τὸ ἔτος 1826.
Δύο αἰῶνες πέρασαν ἀπὸ τότε!... Καὶ ὅμως ἡ μνήμη τῆς ἁγίας Μαρίας δὲν ἔσ βησε. Εἶναι δυνατὴ καὶ ἐμπνέει δυνατὰ τοὺς
πιστοὺς νέους ὄχι μόνο τῆς Κρήτης ἀλλὰ
καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος σὲ ζωὴ ἀσυνθηκολόγητη, δοσμένη στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθεια Του!...
❁ ❁ ❁
«Ὡς λειμῶνα σεμνότητος, καὶ ἁγνείας
ὑάκινθον, μυροβόλον πάντες ἀνευφημήσωμεν, τὸν θαλερῶς ἐξανθήσαντα, ἐν
ὥρᾳ τοῦ ἔαρος, καὶ μυρίσαντα πιστούς,
ἀνακράζοντες· εὔφρανον, τῇ σῇ χάριτι,
Μεραμβέλλου νεᾶνις τρισολβία, τοὺς ἐν
πίστει ἐκτελοῦντας, τὴν ἀεισέβαστον μνήμην σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου