05 Απριλίου, 2020

''ΠΕΣ ΕΝΑ ''ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ '' ΓΙΑ ΕΜΕΝΑ''



      Ο Ἀνδρέας ἦταν ἕνα ἔξυπνο καὶ σοβαρὸ παιδὶ μέσα στὴν οἰκογένειά του. 
Εἶχε  τελειώσει τὸ Πολυτεχνεῖο μὲ εἰδίκευση στοὺς ἠλεκτρονικοὺς ὑπολογιστές. 
Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες εἶχε πάρει καὶ τὸ ἀπολυτήριο τοῦ Στρατοῦ. 
Τώρα ἄνοιγε τὰ φτερά του γιὰ δουλειά, γιὰ οἰκογένεια... Πολλοὶ τὸν ἀγαποῦσαν καὶ περισσότεροι τὸν ζήλευαν γιὰ τὸν ἀκέραιο καὶ εὐθὺ χαρακτήρα του. 
Ὁ ἴδιος ὅμως εἶχε ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα: δὲν ἄντεχε τὸν πατέρα του. 
 Οἱ ἄκριτες παρεμβάσεις του καὶ οἱ συνεχεῖς παρατηρήσεις του, τὰ βλέμματά του τὰ ἐρευνητικά, κάποτε καὶ τὰ ἐπιτιμητικά, δὲν τὰ ἄντεχε. 
 Στὸν ἴδιο δίσταζε νὰ μιλήσει. Τὸν σεβόταν γιατὶ εἶχε κύρος. 
Ἔτσι κυλοῦσαν τὰ χρόνια τὰ μαθητικά, τὰ ἐφηβικὰ καὶ τώρα καὶ τὰ νεανικὰ χρόνια τοῦ Ἀνδρέα. Πολλὲς ἀφορμὲς τοῦ ἔδινε ὁ πατέρας καὶ τὸ ρῆγμα μεγάλωνε στὶς μεταξύ τους σχέσεις. 
Κάποια περιστατικὰ μᾶλλον ἦταν ἀσήμαντα. 
Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ σοβαρότερα. Πάντως ὅλα, καὶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα, καὶ τὰ ἀληθινὰ καὶ τὰ φανταστικὰ τὰ μεγαλοποιοῦσε ὁ διάβολος καὶ κούραζε καὶ βασάνιζε τοῦ ἔξυπνου νέου τὴν καρδιά. 
       Πολλὲς φορὲς ἀναζητοῦσε διέξοδο ξεκούρασης ὁ Ἀνδρέας στὸ κουτσομπολιὸ καὶ τὴν κατάκριση. 
Τά ’λεγε σ’ ἔμπιστους φίλους του τὰ περιστατικὰ ποὺ τὸν κούραζαν. Καὶ ἐκεῖ ἠρεμοῦσε. Ἠρεμοῦσε; «Δὲν τὸν ἀντέχω!...», «Δὲν τὸν πάω...», «Μὲ ἐκνευρίζει...». 
 Ἀγώνας συνεχὴς καὶ πάλη γιὰ τὴν ἀγάπη γινόταν στὴν ψυχὴ τοῦ καλοσυνάτου Ἀνδρέα. 
Κάθε φορὰ πού ’πεφτε στὴν κατάκριση, τὸ ἔνιωθε σὰν βάρος. «Ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁμάρτημα, τὸ φοβερὸ ἀγκάθι, πρέπει νὰ ἀπαλλαγῶ κάποτε», μονολο- γοῦσε. ...............................................................            Μέρες τώρα παρακολουθοῦσε ἕναν καινούργιο του φίλο, τὸ Δημήτρη, ποὺ πρόσφατα εἶχε γνωρίσει τὸν Χριστὸ καὶ εἶχε ἀναπαυθεῖ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ἐκκλησίας. 
Ἦταν ὅμως καὶ αὐτὸς τραυματισμένος ψυχικὰ ἀπὸ τὸν πατέρα του, γιατὶ ποτὲ δὲν τὸν εἶχε ἀγκαλιάσει μὲ στοργὴ καὶ ἐνδιαφέρον. 
Δούλευε χρόνια τώρα στὴν οἰκογενειακή τους ἐπιχείρηση χωρὶς νὰ παίρνει ἕνα μισθό, ἔστω ἕνα μικρὸ βοήθημα. 
 Εἶχε κάθε δικαίωμα ὁ Δημήτρης νὰ σχολιάζει καὶ νὰ κατακρίνει τὴν ἄδικη συμπεριφορὰ τοῦ πατέρα του. 
Ὅμως δὲν τό ’κανε ποτέ. Πάντα ἔβρισκε ἕνα λόγο ἐλαφρυντικὸ γι’ αὐτόν. 
 «Αὐτὲς εἶναι», ἔλεγε, «οἱ παιδαγωγίες τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρέπει νὰ κατακρίνουμε ὅ,τι ἄδικο ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ συμβαίνει στὴ ζωή μας, οὔτε νὰ σχολιάζουμε ὅ,τι ἄσχημο βιώσαμε ἀπὸ ἀνθρώπους. 
Ὁ Θεὸς ἂς συγχωρήσει τοὺς φταῖχτες μας. 
Μὲ τὴν ὑπομονὴ πάντα κερδίζεις. Γίνεσαι δυνατός! Ἔχεις εἰρήνη». 
Πόσο σοφὰ ἦταν τὰ λόγια αὐτά! 
 Πόσο τὸν εἶχε διδάξει τὸν Ἀνδρέα τὸ ἦθος τοῦ Δημήτρη! Πῶς εἶναι δυνατόν, ἔλεγε, ὁ κόσμος νὰ κρύβει τέτοια διαμάντια ὑπομονῆς καὶ ἀνεξικακίας! Ἐνῶ ἐγὼ εἶμαι τόσο μακριά! σκεφτόταν... Εὐεργέτη του τὸν θεωροῦσε τὸν Δημήτρη, τὸν νέο του φίλο! .................................................................................      ... Αὐτὰ σκεφτόταν πάλι σήμερα ὁ Ἀνδρέας στὸ δωμάτιό του. 
Ἦταν ἕνα ἥσυχο ἀπόγευμα Κυριακῆς. 
Ἤξερε ὅτι ὁ πατέρας του αὔριο θά ’φευγε γιὰ τὸ ἐξωτερικό, γιὰ μεγάλο ὑπηρεσιακὸ ταξίδι. 
Ὅσο καὶ νὰ ζήλευε τὴν ἀνεξίκακη ψυχὴ τοῦ νέου του φίλου, δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμα στὴν ὥρα γιὰ νὰ τὸν μιμηθεῖ! 
 Ὄρεξη γιὰ χαιρετοῦρες καὶ ἀντίο δὲν εἶχε γιὰ τὸν πατέρα του. 
Μόνος του στὸ δωμάτιο συνέχιζε κάποια ἐπιστημονική του μελέτη... Σὲ μικρό του διάλειμμα διασχίζοντας τὸ διάδρομο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ σαλόνι βλέπει τὸν πατέρα του ποὺ ἑτοίμαζε τὶς τελευταῖες ἀποσκευές, καὶ ἀκούει μιὰ φωνή. 
Αὐτὴ τὴ φορὰ τόσο ἤρεμη! ἱκετευτική! 
 –Ἀνδρέα, παιδί μου, πὲς ἕνα ‘‘Κύριε, ἐλέησον’’ γιὰ μένα. 
Ἦταν ἡ φωνή, ναί, ἡ φωνὴ τοῦ πατέρα του! 
 Ποτέ του ὁ Ἀνδρέας δὲν εἶχε ἀκούσει τέτοιο λόγο. Ράγισε ἡ ψυχή του. 
Τέτοια καρδιὰ ἔκρυβε ὁ πατέρας του! 
Τέτοια ταπείνωση, τέτοια πίστη, τέτοια ἁπλότητα! Ἔμεινε λίγα δευτερόλεπτα σὲ ἀμηχανία. 
 Ὁ πάγος στὴν ψυχή του εἶχε σπάσει, τὸ ρῆγμα εἶχε ξαναενωθεῖ, σκέφθηκε. «Ἔχω τέτοιο πατέρα!». Συγγνώμη δὲν εἶπε. 
Ἄλλωστε ποτὲ δὲν εἶχε φανερὰ ἀντιδράσει οὔτε ἐξωτερικεύσει τῆς ψυχῆς του τὰ κύματα. 
Σιωπηλὸς μπῆκε στὸ δωμάτιό του. 
Ὕψωσε τὰ βουρκωμένα μάτια του στὸ εἰκονοστάσι. Καὶ εἶπε στὸν Κύριο: «Κύριε, ἐλέησε ἐμένα πρῶτα τὸν ἐγωιστὴ καὶ μετὰ τὸν ταπεινὸ πατέρα μου! Βοήθησέ με, Κύριε, νὰ μὴν παρεξηγῶ, νὰ μὴν ἀντιδρῶ καὶ νὰ μὴν κατακρίνω τοῦ πατέρα μου τὶς συμπεριφορές. 
Εἶναι τόσο ἁπλὸς καὶ εἰλικρινὴς ὁ μορφωμένος πατέρας μου!». ΟΣΩΤΗΡ2064
.
ΠΑΤΜΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου