Ζοῦσε
κάποτε στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς
ἕνας
πλούσιος καί σοφός βασιλιάς, ὁ
Λέοντας
Χρυσόκαρδος. Ἦταν γεν-
ναῖος
σάν λιοντάρι· φοβερός στούς
ἐχθρούς
του. Ποτέ δέν τόλμησε βάρβαρος
ἐπιδρομέας
νά κοιτάξει πρός τό βασίλειό
του.
Ἦταν ὅμως καί γεμάτος καλωσύνη γιά
τούς
ὑπηκόους του. Χρυσή ἦταν ἡ καρδιά
του
καί χρυσά ἔργα ἔκαναν τά χέρια του.
Κανείς
ποτέ μέσα στό ἀπέραντο βασίλειό
του
δέν φτώχεψε καί δέν πείνασε.
Ὁ
Λέοντας ὁ Χρυσόκαρδος εἶχε δυό παι-
διά,
πρίγκιπες νά ποῦμε. Τόν Ἀκάκιο καί τόν Λίγουρα.
Μεγάλωναν καί τά δυό μέσα στά πλούτη
καί στήν ἀγάπη τοῦ βασιλιᾶ καί τῆς εὐγενικῆς
βασίλισσας Καλοδότης.
Τά
χρόνια περνοῦσαν. Ὁ Ἀκάκιος καί ὁ Λί-
γουρας
ψήλωναν, ὀμόρφαιναν. Πῶς τούς
καμάρωναν
ὅλοι! Ἄραγε ποιός ἀπό τούς
δυό
θά γίνει ὁ διάδοχος τοῦ θρόνου; Ἦταν,
βλέπετε,
δίδυμοι, μιά κοψιά, ἕνα μπόι.
Κι
ἔφτασε κάποτε ἡ ἐπίσημη μέρα. Κάλεσε
τά
δυό παιδιά του ὁ Λέοντας Χρυσόκαρδος
στήν
αἴθουσα τοῦ θρόνου. Γύρω του σέ χα
μηλότερους
θρόνους ἦταν καθισμένοι ὅλοι
οἱ
ἄρχοντες καί μεγιστάνες. Στή μέση τῆς
αἴθουσας,
ὄρθιοι, μέ τίς ἐπίσημες στολές
τους
καί τά χρυσά σπαθιά στή ζώνη, στέκονταν
ἀκίνητοι οἱ δυό πρίγκιπες, ὁ ἕνας
δίπλα στόν
ἄλλο. Ὅλοι περίμεναν.
Ὁ
σοφός βασιλιάς τότε εἶπε:
—
Ὅποιος
ἀπό τούς δυό φέρει στό παλάτι
τά
ἀθάνατα καί αἰώνια πλούτη, αὐτός
θά
πάρει
τό θρόνο. Σᾶς δίνω διορία ἕναν ὁλό-
κληρο
χρόνο.
Ξεκίνησαν
λοιπόν τά δυό ἀρχοντόπουλα νά βροῦν
τά ἀθάνατα πλούτη. Ὁ ἕνας τράβηξε κατά
τό βορρά καί ὁ ἄλλος κατά τό νότο.
Ὁ
Λίγουρας, πού ἀπό μικρός λιγουρευό-
ταν
τό θρόνο κι ἦταν ἀχόρταγος γιά πλού -
τη
καί βασιλεῖες, πῆρε μαζί του ἕνα
ὁλόκληρο
τάγμα ὁπλισμένων στρατιωτῶν.
Σέ
ὅποιο χωριό ἤ πολιτεία ἔμπαινε, γινόταν ὁ
φόβος καί ὁ τρόμος.
Στή
Διαμαντόπολη ἀπείλησε ὅλους τούς
κατοίκους
πώς ἄν δέν τοῦ παραδώσουν ὅλο τό
θησαυρό τοῦ ἀδαμαντωρυχείου, θά βαζε
φωτιά στά σπίτια τους! Οἱ καημένοι οἱ Διαμαντοπολίτες
τρεῖς μῆνες νύχτα καί μέρα
ἔσκαβαν βαθιά στά βράχια, γιά νά βγάλουν
ὅλο τό διαμάντι. Μάλιστα πολλοί ἀρρώστησαν
βαριά ἀπό τόν κόπο.
Ὕστερα
ὁ Λίγουρας ὁ ἀχόρταγος πῆγε σʼ
ἄλλη
πόλη καί μάζεψε ὅλο τό χρυσάφι ἀπό τά
σπίτια. Ὅποιος τοῦ ἀρνιόταν, ἔτρωγε τῆς
χρονιᾶς του ἀπό τούς στρατιῶτες.
Κατέβηκε
καί στά καμποχώρια καί διέταξε
νά
πουλήσουν ὅλη τή σοδειά καί νά τοῦ παραδώσουν
τό χρῆμα. Ὅμως οἱ γεωργοί
ἀρνήθηκαν,
γιατί ἡ σοδειά ἐκείνη τή χρονιά ἦταν
λίγη. Τότε ὁ Λίγουρας μέ τούς στρατιῶτες
του ἔκαψε τόν κάμπο μέ τά σπαρτά ἀπʼ
ἄκρη σʼ ἄκρη.
Ἔφτασε
καί στούς τσοπαναραίους πού
᾽χαν
τίς στάνες τους στίς πράσινες βουνο-
πλαγιές.
Ζήτησε νά τοῦ παραδώσουν ὅ,τι
εἶχαν
καί δέν εἶχαν. Ἔπεσαν γονατιστοί στά πόδια
του οἱ τσοπάνηδες: «Ἄρχοντά μας, λυπήσου
μας. Ἄφησέ μας τά πρόβατα. Για τό
παλάτι δουλεύουμε ὁλοχρονίς. Ἄν μᾶς
τά πάρεις, πῶς θά ζήσουμε;». Ὁ Λίγουρας
ὅμως, πού λιγουρευόταν πλούτη
κι ἐξουσία, τίποτε καί κανέναν δέν
λυπήθηκε. Φόβος καί τρόμος τό πέρασμά
του.
Ἀπό
τήν ἄλλη μεριά τοῦ βασιλείου –
στίς
πόλεις καί τά χωριά τοῦ νότου– ὁ
Ἀκάκιος
πάσχιζε κι αὐτός νά βρεῖ τά
ἀθάνατα
πλούτη. Ὅμως, τό ἀρχοντό-
πουλο
αὐτό πού ἦταν ἄκακο στήν καρ-
διά
κι ὅλους τούς ἀγαποῦσε, βάδιζε
μονάχο
του· δέν εἶχε στρατιῶτες κι
ὅπλα,
οὔτε ἄλογο δέν εἶχε πιά, γιατί
τό
χάρισε σέ ἕναν ἀγωγιάτη.
Ἀπʼ
ὅπου κι ἄν περνοῦσε γινόταν καλοδε-
χούμενος
μέ γέλια καί χαρές. Γιά χάρη του
ἔστηναν
χορούς καί πανηγύρια. Ἡ φήμη τοῦ ἄκακου
Ἀκάκιου εἶχε ἁπλωθεῖ σʼ ὅλο τό νότιο
βασίλειο.
Τά
λόγια του ἦταν γλυκά καί ἄγγιζαν τίς
καρδιές.
Ἀφοῦ, νά σκεφτεῖτε, κατάφερε νά
συμφιλιώσει
δυό ὁλόκληρες πολιτεῖες πού
εἶχαν
μίσος μεταξύ τους. Μάλιστα οἱ κάτοι-
κοι
αὐτῶν τῶν πόλεων, γιά νά εὐχαριστή-
σουν
τόν Ἀκάκιο, ἄνοιξαν τούς θησαυρούς
τους
καί τοῦ ἔδωσαν χρυσάφια μέ τό τσου-
βάλι.
Πῆρε
τούς θησαυρούς ὁ Ἀκάκιος, τούς
φόρτωσε
σέ σαράντα κάρα καί ξεκίνησε γιά τό
παλάτι. Στό δρόμο ὅμως συνάντησε χῆρες
κι ὀρφανά, συνάντησε σκαφτιάδες τῆς
γῆς, βρῆκε ψαράδες κουρασμένους, εἶδε
χωριά ὅπου στέρεψαν ἀπʼ τήν ἀναβρο-
χιά
οἱ πηγές καί οἱ ποτίστρες τῶν ζώων. Σέ
κάθε
του βῆμα ὁ Ἀκάκιος σταματοῦσε,
ἄνοιγε
τούς θησαυρούς καί σʼ ὅλους μοί-
ραζε
κατά τίς ἀνάγκες τους. Μέρα δέν πέ-
ρασε
πού νά μήν δώσει τήν ἀγάπη του.
Μῆνες
πολλοί περάσανε. Τά τσουβάλια μέ
τό
χρυσάφι τελείωσαν. Τώρα ὁ Ἀκάκιος
περπατοῦσε
πεζός. Καί σάν δέν εἶχε τί ἄλλο νά
προσφέρει, σήκωνε συχνά τά μανίκια καί βοηθοῦσε
τήν ἐργατιά. Πῶς νά μή φτάσει ἡ φήμη
του μέχρι πέρα μακριά!
*
* *
Ξημέρωνε
Πρωτοχρονιά, ὅταν οἱ δύο
πρίγκιπες
ἔφτασαν στό παλάτι. Εἶχε πε-
ράσει
ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Πρωί
πρωί
παρουσιάστηκαν στήν αἴθουσα τοῦ
θρόνου,
γιά νά δείξουν τά πλούτη πού
᾽χαν
μαζέψει.
Ὁ
ἀχόρταγος Λίγουρας ἔσερνε ξωπίσω
του
σωρούς τά διαμάντια καί τά χρυσάφια.
Τά
μάτια του ὅμως πετοῦσαν ἄγριες σπίθες καί
τά ροῦχα του εἶχαν σταλαγματιές ἀπό αἷμα.
Δίπλα του ὁ καλόκαρδος Ἀκάκιος περίμενε
τήν ἀπόφαση τοῦ πατέρα του μέ
χέρια
ἀδειανά· ὅμως τό πρόσωπό του ἦταν χαρούμενο,
τά μάτια του γεμάτα γλύκα καί ἀπό
τά τίμια χέρια του ἔβγαινε φῶς.
Ὁ
Λέοντας Χρυσόκαρδος σηκώθηκε ἀπό
τό
θρόνο του. Ἔβγαλε τήν κορώνα του καί
πλησίασε
τούς γιούς του. Ἔσκυψαν κι οἱ
δυό
τό κεφάλι. Καί τότε... ὁ σοφός βασιλιάς
φίλησε
στό μέτωπο καί στά χέρια τόν Ἀκά-
κιο
καί τοῦ φόρεσε τή βασιλική κορ ῶνα.
Εἶπε
μόνο αὐτά τά λόγια:
—
Ὁ
Ἀκάκιος ἔφερε στό παλάτι τά ἀθά-
νατα
πλούτη, τά πλούτη τῆς καλωσύνης καί τῆς
ἀγάπης. Δέν πέρασε οὔτε μία μέρα ὁλόκληρο
τό χρόνο πού νά μήν κάνει τό καλό.
Ἀπό
σήμερα εἶναι ὁ νέος βασιλιάς σας. Ὅσο γιά
τόν ἀχόρταγο Λίγουρα, τοῦ ταιριάζει
νά καθαρίζει
τό στάβλο, γιά νά πληρώσει τήν κακία
του!
Ἀστραπή
μαθεύτηκαν τά νέα σʼ ὅλο τό βα-
σίλειο.
Ἀπό παντοῦ ἔρχονταν ἄνθρωποι νά χαιρετήσουν
τόν Ἀκάκιο μέ τήν καλή καρδιά.
Κι
ἔζησαν αὐτοί καλά κι
ἐμεῖς καλύτερα καί χρόνια πολλά μέ
τά ἀθάνατα πλούτη στήν καρδιά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου