''Ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ σὲ σώσει χωρὶς τὴ θέλησή σου.''
Θεὸς δὲν εἶναι μόνο παντοδύναμος καὶ πανάγιος· εἶναι καὶ γεμάτος ἔλεος καὶ εὐσπλαχνία. Τὸ δὲ «ἔλεος αὐτοῦ», λέγει στὴν ὠδή της ἡ ἀπειρόγαμος Κόρη, «εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν» (Λουκ. α΄ 50). Ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ ἐξύμνησε τὴν ἄπειρη συγκατάβαση τοῦ ἁγίου Θεοῦ πρὸς τὸ πρόσωπό της (Λουκ. α΄ 48), τώρα κάνει λόγο γιὰ τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὸ ἄπειρο ἔλεός Του.
Τὸ ἔλεός Του δὲν ἐδόθη μόνο σὲ μένα, λέγει ἡ Παρθένος, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ Τὸν φοβοῦνται, δηλαδὴ ποὺ Τὸν σέβονται καὶ Τὸν εὐλαβοῦνται βαθύτατα. Διότι ὅσοι δὲν Τὸν φοβοῦνται, εἶναι παντελῶς ἀνάξιοι, καὶ ἀφοῦ δὲν ζοῦν ἐν μετανοίᾳ, «οὐκ εὐλογοῦνται»1.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸς ὁ λόγος αὐτὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πρέπει πολὺ νὰ τὸν προσέξουμε. Τὸ ἔλεός Του, τονίζει ἡ Παρθένος, δίδεται μόνο στοὺς ἀξίους καὶ ὄχι στοὺς ἀναξίους. Ἀνάξιοι δὲ εἶναι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί. Ἐάν, γράφει ὁ ὅσιος Νικόδημος, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ διδόταν «καὶ εἰς τοὺς ἀναξίους, ὅλοι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοὶ ἤθελαν σωθῆ καὶ τινὰς δὲν ἤθελε κολασθῆ· τοῦτο δέ», συμπληρώνει, «ἐναντιοῦται εἰς τὴν θείαν δικαιοσύνην καὶ ἀποδείχνει τὸν Θεὸν ἄδικον»2. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ ψαλμικὸ «ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι» (Ψαλ. ς΄ 3) παρατηρεῖ: Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἐλέους, δὲν εἴμαστε ὅμως ὅλοι ἄξιοι νὰ ἐλεηθοῦμε. Διότι ἂν καὶ ὑπάρχει ἔλεος, ὅμως ἐπιζητεῖ τὸν ἄξιο, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Μωυσῆ: «Ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω» (Ἐξ. λγ΄ [33] 19). Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἔκανε κάτι ἄξιο γιὰ νὰ ἐλεηθεῖ, θὰ πεῖ: «Ἐλέησόν με». Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἐκδίωξε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ νὰ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ αὐτὴ τὴ συγχώρηση, ματαίως θὰ πεῖ τὸ «ἐλέησον».
Διότι ἂν τὸ ἔλεος ἐπρόκειτο νὰ φθάσει σὲ ὅλους, κανεὶς δὲν θὰ ἐτιμωρεῖτο. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἔλεος ἔχει κάποια κρίση· ἀναζητεῖ τὸν κατάλληλο καὶ ἄξιο3. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος «μετὰ δικαιοσύνης ἐλεεῖ», γι’ αὐτὸ εἶναι «ἐλεήμων καὶ δίκαιος» (Ψαλ. ριδ΄ [114] 5)4. Ὥστε τὸ ἔλεος δίδεται ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη Θεὸ «μὲ δικαιοσύνην καὶ ὄχι ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχεν». Αὐτὸ βεβαιώνει καὶ ὁ Δαβὶδ ψάλλοντας: Ὅσο ἀκαταμέτρητη εἰς ὕψος εἶναι ἡ ἀπόσταση τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τὴ γῆ, τόσο καὶ ὁ Κύριος ὕψωσε κραταιὸ καὶ μέγα τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαχνία Του ὄχι σὲ ὅλους ἀλλ’ «ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν» (Ψαλ. ρβ΄ [102] 11). Ἡ Θεοτόκος πρόσθεσε καὶ τοῦτο: Τὸ ἔλεος τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ δὲν ἐδείχθη μόνο σὲ μένα, ἀλλὰ εἶναι παντοτινὸ καὶ μεταβιβάζεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ σ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ Τὸν σέβονται βαθύτατα καὶ Τὸν εὐλαβοῦνται. Οἱ λέξεις «εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν» τὸ «ἀεὶ σημαίνουσι», σημαίνουν τὸ πάντοτε5. Ἤ, κατὰ τὸν ἱερὸ Θεοφύλακτο, σημαίνουν ὅτι ἐλεοῦνται καὶ στὴ γενεὰ τοῦ παρόντος αἰῶνος καὶ στὴ γενεὰ τοῦ μέλλοντος, τοῦ ἀπεράντου αἰῶνος. Διότι οἱ φοβούμενοι τὸν Θεὸ λαμβάνουν καὶ ἐδῶ ἑκατονταπλάσια ἀμοιβή, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ θὰ λάβουν «πολλῷ πλείονα»6. Ἀλλ’ ὁ παντοκράτωρ καὶ πολυέλεος Θεὸς φανέρωσε ἤδη τὸ ἔλεός Του ὅσο ποτὲ ἄλλοτε μὲ τὸ νὰ ἀποστείλει τὸν μονογενὴ Υἱό Του, ὁ Ὁποῖος ἔφερε «αἰωνίαν δικαίωσιν καὶ αἰωνίαν σωτηρίαν», ἡ ὁποία μεταβιβάζεται «ἀπὸ τῆς μιᾶς γενεᾶς εἰς τὴν ἄλλην, διότι τὰ εὐαγγελικὰ προνόμια κατέστησαν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ κληρονομικὰ εἰς τοὺς πιστοὺς καὶ εἰς τὸ διηνεκές (παντοτινά, χωρὶς διακοπή) ἀνανεούμενα»7. Βεβαίως ὁ πολυεύσπλαχνος Θεὸς ἐπιβλέπει μὲ βλέμμα εὐμενείας καὶ ἐλέους σ’ ἐκείνους ποὺ προσβλέπουν πρὸς Αὐτὸν μὲ βαθύτατο σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια καὶ ταυτόχρονα προσέρχονται σ’ Αὐτὸν μὲ εἰλικρινὴ ἐξομολόγηση καὶ ἀπόφαση μετανοίας. Γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος πολὺ ἐπιτυχημένα ἑρμηνεύοντας τὸ ψαλμικὸ ρητὸ «Γένοιτο, Κύριε, τὸ ἔλεός σου ἐφ’ ἡμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπὶ σέ» (Ψαλ. λβ΄ [32] 22): Βλέπεις μὲ πόση σοφία προσευχήθηκε ὁ προφήτης Δαβίδ; Τὴ δική του διάθεση ἔκαμε μέτρο, μὲ τὸ ὁποῖο νὰ ἀντιμετρήσει καὶ νὰ δώσει πλουσιοπάροχα καὶ ἄλλους ἀκόμη οἰκτιρμοὺς ὁ Θεός. Λέγει: Σὲ παρακαλῶ νὰ εἶναι σὲ μᾶς τόση ἡ εὐσπλαχνία Σου, Κύριε, ὅση εἶναι καὶ ἡ ἐλπίδα τὴν ὁποία προηγουμένως ἐμεῖς ἀναθέσαμε σὲ Σένα8. Ὁ ἀββὰς Ἡσύχιος μᾶς δίδαξε: «Ὁ ἑαυτὸν μὴ ἐλεήσας, πῶς παρὰ τοῦ Κριτοῦ ἐλεηθῆναι δύναται;». Ἡ ἀπάντηση βέβαια εἶναι: Μὲ κανέναν τρόπο δὲν θὰ ἐλεηθεῖ. Παράλληλη εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Μέγας Ἀντώνιος σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν παρακάλεσε λέγοντάς του: «Ἐλέησόν με, Ἀββᾶ, καὶ εὖξαι (εὐχήσου) ὑπὲρ ἐμοῦ». Ὁ καθηγητὴς τῆς ἐρήμου τοῦ ἀπάντησε: «Οὔτε ἐγὼ σὲ ἐλεῶ, οὔτε ὁ Θεός, ἐὰν μὴ σὺ σαυτὸν ἐλεήσῃς», ἐὰν δὲν ἐλεήσεις ἐσὺ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό σου. Ποιὸς εὐσπλαχνίζεται, διδάσκει καὶ ὁ σοφὸς Σειράχ, τοὺς θηριοδαμαστὲς καὶ μάγους, ποὺ ἀπὸ μόνοι τους ἀσχολοῦνται μὲ τὰ φίδια καὶ τὰ θηρία, ἂν δαγκωθοῦν ἀπὸ αὐτὰ καὶ θανατωθοῦν; (Σοφ. Σειρ. ιβ΄ [12] 13). Ἔτσι καὶ ὁ Θεός, συμπληρώνει ὁ ὅσιος Νικόδημος, δὲν ἐλεεῖ, οὔτε σπλαχνίζεται τὸν χριστιανὸ ποὺ ρίχνει ἀλόγιστα τὸν ἑαυτό του στὴν ἁμαρτία καὶ ἁμαρτάνοντας δέχεται τὸ δηλητήριό της καὶ τελικὰ θανατώνεται ψυχικά. Καὶ ὁ προφήτης Ἡσαΐας σχολιάζοντας τὴν ἀποστασία τοῦ παλαιοῦ Ἰσραὴλ γράφει: Δὲν εἶναι λαὸς ποὺ ἔχει σύνεση καὶ φρόνηση, οἱ ὁποῖες ἐμπνέονται ἀπὸ θεῖο φόβο. Γι’ αὐτὸ κατ’ οὐδένα τρόπο δὲν θὰ τοὺς λυπηθεῖ ἐκεῖνος ποὺ τοὺς δημιούργησε, οὔτε θὰ δείξει σ’ αὐτοὺς ἔλεος Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἔπλασε (Ἡσ. κζ΄ [27] 11). Ὁ Θεὸς σὲ ἔπλασε, ἄνθρωπε, λέγει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, χωρὶς ἐσένα· ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ σὲ σώσει χωρὶς τὴ θέλησή σου. Ἑπομένως· θέλεις, χριστιανέ, νὰ ἐλεηθεῖς ἀπὸ τὸν Θεό; Ἄφησε τὴν ἁμαρτία, σύνελθε ἀπὸ τὴ ζάλη τῆς ἀποστασίας, ἀναλογίσου τὸν ὄλεθρο στὸν ὁποῖο ὁδηγεῖσαι, καὶ μετανόησε. Καὶ ἀφοῦ ἐξομολογηθεῖς, ἀνάπεμπε ἐκ ψυχῆς καὶ μὲ θερμὴ ἱκεσία στὸν ἐλεήμονα Θεό, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν», ζώντας βέβαια ταυτόχρονα καὶ ζωὴ μετανοίας.
1. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν, κεφ. 1, PG 123, 709D-712Α.
2. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Κῆπος Χαρί- των, σελ. 219.
3. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ψαλ. 6,1, PG 55, 72.
4. ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Εἰς Ψαλ. 114, PG 12, 1576Α.
5. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Εἰς τὸ κατὰ Λου- κᾶν Εὐαγγέλιον, κεφ. 1, PG 129, 873A.
6. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ, ὅ.π., PG 123, 712.
7. Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι, σελ. 66.
8. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς Ψαλ. λβ΄ [32], 10, PG 29, 349.ΟΣΩΤΗΡ2066
Θεὸς δὲν εἶναι μόνο παντοδύναμος καὶ πανάγιος· εἶναι καὶ γεμάτος ἔλεος καὶ εὐσπλαχνία. Τὸ δὲ «ἔλεος αὐτοῦ», λέγει στὴν ὠδή της ἡ ἀπειρόγαμος Κόρη, «εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν» (Λουκ. α΄ 50). Ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ ἐξύμνησε τὴν ἄπειρη συγκατάβαση τοῦ ἁγίου Θεοῦ πρὸς τὸ πρόσωπό της (Λουκ. α΄ 48), τώρα κάνει λόγο γιὰ τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὸ ἄπειρο ἔλεός Του.
Τὸ ἔλεός Του δὲν ἐδόθη μόνο σὲ μένα, λέγει ἡ Παρθένος, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ Τὸν φοβοῦνται, δηλαδὴ ποὺ Τὸν σέβονται καὶ Τὸν εὐλαβοῦνται βαθύτατα. Διότι ὅσοι δὲν Τὸν φοβοῦνται, εἶναι παντελῶς ἀνάξιοι, καὶ ἀφοῦ δὲν ζοῦν ἐν μετανοίᾳ, «οὐκ εὐλογοῦνται»1.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸς ὁ λόγος αὐτὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πρέπει πολὺ νὰ τὸν προσέξουμε. Τὸ ἔλεός Του, τονίζει ἡ Παρθένος, δίδεται μόνο στοὺς ἀξίους καὶ ὄχι στοὺς ἀναξίους. Ἀνάξιοι δὲ εἶναι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί. Ἐάν, γράφει ὁ ὅσιος Νικόδημος, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ διδόταν «καὶ εἰς τοὺς ἀναξίους, ὅλοι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοὶ ἤθελαν σωθῆ καὶ τινὰς δὲν ἤθελε κολασθῆ· τοῦτο δέ», συμπληρώνει, «ἐναντιοῦται εἰς τὴν θείαν δικαιοσύνην καὶ ἀποδείχνει τὸν Θεὸν ἄδικον»2. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ ψαλμικὸ «ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι» (Ψαλ. ς΄ 3) παρατηρεῖ: Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἐλέους, δὲν εἴμαστε ὅμως ὅλοι ἄξιοι νὰ ἐλεηθοῦμε. Διότι ἂν καὶ ὑπάρχει ἔλεος, ὅμως ἐπιζητεῖ τὸν ἄξιο, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Μωυσῆ: «Ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω» (Ἐξ. λγ΄ [33] 19). Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἔκανε κάτι ἄξιο γιὰ νὰ ἐλεηθεῖ, θὰ πεῖ: «Ἐλέησόν με». Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἐκδίωξε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ νὰ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ αὐτὴ τὴ συγχώρηση, ματαίως θὰ πεῖ τὸ «ἐλέησον».
Διότι ἂν τὸ ἔλεος ἐπρόκειτο νὰ φθάσει σὲ ὅλους, κανεὶς δὲν θὰ ἐτιμωρεῖτο. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἔλεος ἔχει κάποια κρίση· ἀναζητεῖ τὸν κατάλληλο καὶ ἄξιο3. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος «μετὰ δικαιοσύνης ἐλεεῖ», γι’ αὐτὸ εἶναι «ἐλεήμων καὶ δίκαιος» (Ψαλ. ριδ΄ [114] 5)4. Ὥστε τὸ ἔλεος δίδεται ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη Θεὸ «μὲ δικαιοσύνην καὶ ὄχι ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχεν». Αὐτὸ βεβαιώνει καὶ ὁ Δαβὶδ ψάλλοντας: Ὅσο ἀκαταμέτρητη εἰς ὕψος εἶναι ἡ ἀπόσταση τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τὴ γῆ, τόσο καὶ ὁ Κύριος ὕψωσε κραταιὸ καὶ μέγα τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαχνία Του ὄχι σὲ ὅλους ἀλλ’ «ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν» (Ψαλ. ρβ΄ [102] 11). Ἡ Θεοτόκος πρόσθεσε καὶ τοῦτο: Τὸ ἔλεος τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ δὲν ἐδείχθη μόνο σὲ μένα, ἀλλὰ εἶναι παντοτινὸ καὶ μεταβιβάζεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ σ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ Τὸν σέβονται βαθύτατα καὶ Τὸν εὐλαβοῦνται. Οἱ λέξεις «εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν» τὸ «ἀεὶ σημαίνουσι», σημαίνουν τὸ πάντοτε5. Ἤ, κατὰ τὸν ἱερὸ Θεοφύλακτο, σημαίνουν ὅτι ἐλεοῦνται καὶ στὴ γενεὰ τοῦ παρόντος αἰῶνος καὶ στὴ γενεὰ τοῦ μέλλοντος, τοῦ ἀπεράντου αἰῶνος. Διότι οἱ φοβούμενοι τὸν Θεὸ λαμβάνουν καὶ ἐδῶ ἑκατονταπλάσια ἀμοιβή, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ θὰ λάβουν «πολλῷ πλείονα»6. Ἀλλ’ ὁ παντοκράτωρ καὶ πολυέλεος Θεὸς φανέρωσε ἤδη τὸ ἔλεός Του ὅσο ποτὲ ἄλλοτε μὲ τὸ νὰ ἀποστείλει τὸν μονογενὴ Υἱό Του, ὁ Ὁποῖος ἔφερε «αἰωνίαν δικαίωσιν καὶ αἰωνίαν σωτηρίαν», ἡ ὁποία μεταβιβάζεται «ἀπὸ τῆς μιᾶς γενεᾶς εἰς τὴν ἄλλην, διότι τὰ εὐαγγελικὰ προνόμια κατέστησαν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ κληρονομικὰ εἰς τοὺς πιστοὺς καὶ εἰς τὸ διηνεκές (παντοτινά, χωρὶς διακοπή) ἀνανεούμενα»7. Βεβαίως ὁ πολυεύσπλαχνος Θεὸς ἐπιβλέπει μὲ βλέμμα εὐμενείας καὶ ἐλέους σ’ ἐκείνους ποὺ προσβλέπουν πρὸς Αὐτὸν μὲ βαθύτατο σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια καὶ ταυτόχρονα προσέρχονται σ’ Αὐτὸν μὲ εἰλικρινὴ ἐξομολόγηση καὶ ἀπόφαση μετανοίας. Γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος πολὺ ἐπιτυχημένα ἑρμηνεύοντας τὸ ψαλμικὸ ρητὸ «Γένοιτο, Κύριε, τὸ ἔλεός σου ἐφ’ ἡμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπὶ σέ» (Ψαλ. λβ΄ [32] 22): Βλέπεις μὲ πόση σοφία προσευχήθηκε ὁ προφήτης Δαβίδ; Τὴ δική του διάθεση ἔκαμε μέτρο, μὲ τὸ ὁποῖο νὰ ἀντιμετρήσει καὶ νὰ δώσει πλουσιοπάροχα καὶ ἄλλους ἀκόμη οἰκτιρμοὺς ὁ Θεός. Λέγει: Σὲ παρακαλῶ νὰ εἶναι σὲ μᾶς τόση ἡ εὐσπλαχνία Σου, Κύριε, ὅση εἶναι καὶ ἡ ἐλπίδα τὴν ὁποία προηγουμένως ἐμεῖς ἀναθέσαμε σὲ Σένα8. Ὁ ἀββὰς Ἡσύχιος μᾶς δίδαξε: «Ὁ ἑαυτὸν μὴ ἐλεήσας, πῶς παρὰ τοῦ Κριτοῦ ἐλεηθῆναι δύναται;». Ἡ ἀπάντηση βέβαια εἶναι: Μὲ κανέναν τρόπο δὲν θὰ ἐλεηθεῖ. Παράλληλη εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Μέγας Ἀντώνιος σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν παρακάλεσε λέγοντάς του: «Ἐλέησόν με, Ἀββᾶ, καὶ εὖξαι (εὐχήσου) ὑπὲρ ἐμοῦ». Ὁ καθηγητὴς τῆς ἐρήμου τοῦ ἀπάντησε: «Οὔτε ἐγὼ σὲ ἐλεῶ, οὔτε ὁ Θεός, ἐὰν μὴ σὺ σαυτὸν ἐλεήσῃς», ἐὰν δὲν ἐλεήσεις ἐσὺ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό σου. Ποιὸς εὐσπλαχνίζεται, διδάσκει καὶ ὁ σοφὸς Σειράχ, τοὺς θηριοδαμαστὲς καὶ μάγους, ποὺ ἀπὸ μόνοι τους ἀσχολοῦνται μὲ τὰ φίδια καὶ τὰ θηρία, ἂν δαγκωθοῦν ἀπὸ αὐτὰ καὶ θανατωθοῦν; (Σοφ. Σειρ. ιβ΄ [12] 13). Ἔτσι καὶ ὁ Θεός, συμπληρώνει ὁ ὅσιος Νικόδημος, δὲν ἐλεεῖ, οὔτε σπλαχνίζεται τὸν χριστιανὸ ποὺ ρίχνει ἀλόγιστα τὸν ἑαυτό του στὴν ἁμαρτία καὶ ἁμαρτάνοντας δέχεται τὸ δηλητήριό της καὶ τελικὰ θανατώνεται ψυχικά. Καὶ ὁ προφήτης Ἡσαΐας σχολιάζοντας τὴν ἀποστασία τοῦ παλαιοῦ Ἰσραὴλ γράφει: Δὲν εἶναι λαὸς ποὺ ἔχει σύνεση καὶ φρόνηση, οἱ ὁποῖες ἐμπνέονται ἀπὸ θεῖο φόβο. Γι’ αὐτὸ κατ’ οὐδένα τρόπο δὲν θὰ τοὺς λυπηθεῖ ἐκεῖνος ποὺ τοὺς δημιούργησε, οὔτε θὰ δείξει σ’ αὐτοὺς ἔλεος Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἔπλασε (Ἡσ. κζ΄ [27] 11). Ὁ Θεὸς σὲ ἔπλασε, ἄνθρωπε, λέγει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, χωρὶς ἐσένα· ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ σὲ σώσει χωρὶς τὴ θέλησή σου. Ἑπομένως· θέλεις, χριστιανέ, νὰ ἐλεηθεῖς ἀπὸ τὸν Θεό; Ἄφησε τὴν ἁμαρτία, σύνελθε ἀπὸ τὴ ζάλη τῆς ἀποστασίας, ἀναλογίσου τὸν ὄλεθρο στὸν ὁποῖο ὁδηγεῖσαι, καὶ μετανόησε. Καὶ ἀφοῦ ἐξομολογηθεῖς, ἀνάπεμπε ἐκ ψυχῆς καὶ μὲ θερμὴ ἱκεσία στὸν ἐλεήμονα Θεό, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν», ζώντας βέβαια ταυτόχρονα καὶ ζωὴ μετανοίας.
1. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν, κεφ. 1, PG 123, 709D-712Α.
2. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Κῆπος Χαρί- των, σελ. 219.
3. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ψαλ. 6,1, PG 55, 72.
4. ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Εἰς Ψαλ. 114, PG 12, 1576Α.
5. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Εἰς τὸ κατὰ Λου- κᾶν Εὐαγγέλιον, κεφ. 1, PG 129, 873A.
6. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ, ὅ.π., PG 123, 712.
7. Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι, σελ. 66.
8. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς Ψαλ. λβ΄ [32], 10, PG 29, 349.ΟΣΩΤΗΡ2066
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου