27 Αυγούστου, 2020

Η ΜΑΝΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ

ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΠΟΥ ΑΠΕΙΛΟΥΝ, ΣΚΥΛΙΑ ΔΙΨΑΣΜΕΝΑ ΓΙΑ ΑΙΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ!  ΕΙΜΑΣΤΕ  ΕΤΟΙΜΟΙ  ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΝΑ ΞΑΝΑΖΗΣΟΥΝ ΤΕΤΟΙΟ ΠΡΑΓΜΑ!!

Οἱ τσέτες*! Οἱ τσέτες! Οὐρλιαχτό τρόμου ἀπʼ ἄκρη σʼ ἄκρη στήν Τσατάλτσα. 
— Οἱ τσέτες! Βγᾶτε στό βουνό, Χριστιανοί! Χαλασμός στή μικρή κωμόπολη τῆς ἐπαρχίας Ἀμισοῦ** στόν Πόντο. Δέν ἦταν ἡ πρώτη φορά πού οἱ φανατισμένοι ἐθνικιστές τοῦ Τοπάλ-Ὀσμάν ἔμπαιναν στήν Τσατάλτσα. Ὁρκισμένοι ἐχθροί τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου ἔπεφταν σάν δαιμονισμένο λεφούσι στά γυναικόπαιδα. Ἔσφαζαν, ἀτίμωναν, βασάνιζαν, ἅρπαζαν κι ἔκαιγαν στό πέρασμά τους. Κι ὅσο ἔβλεπαν τό αἷμα τό χριστιανικό νά τρέχει, τόσο σκύλιαζαν κι ἄναβε μέσα τους ἄγρια ἡ λαχτάρα γιά πιό φρικιαστικά βασανιστήρια, πʼ ἀνθρώπου νοῦς ἀδυνατεῖ νά συλλάβει. Τούτη τήν φορά ὅμως, πού οἱ τσέτες φάνηκαν ἀπό μακριά μέσα στόν κάμπο, ἡ ἐπιδρομή ἔδειχνε νά ᾽ναι ἡ τελειωτική. Μέσα σέ ἀλόγων κουρνιαχτό, μέ ξέφρενους καλπασμούς καί βάρβαρες κραυγές ἀνέβαιναν πρός τό χωριό οἱ τσέτες. 
— Οἱ τσέτες! Στό βουνό! Γρήγορα στό βουνό! Ἀνταριασμένοι τρέχανε οἱ Χριστιανοί πρός τό ὕψωμα τʼ Ἁη-Γιώργη πού θά τούς ἔβγαζε στή δασωμένη μεριά τοῦ βουνοῦ. Ἀλαφιασμένη ὅρμησε στήν αὐλή της κι ἡ Ἀνατολή. Τρελλή ἀπό τήν ἀγωνία ἀναζήτησε μέ τή ματιά της τό ὀχτάχρονο βλαστάρι της, τόν Ἡρακλῆ της, πού ΄χε βγεῖ ἀπό ὥρα γιά παιχνίδι. Τʼ ἀνθρώπινο ποτάμι πού ἔτρεχε, τήν παρέσυρε. Ἀθέλητα ἔτρεχε κι αὐτή. 
— Ἡρακλῆ! Ἡρακλῆ! 
ἔμπηξε φωνή ἀπελπισίας ἡ νέα γυναίκα. Μά τά λόγια της χάνονταν μέσα στά οὐρλιαχτά τοῦ κόσμου. 
— Ποῦ εἶναι τό παιδί, Παναγία μου;!... Ἡρακλῆηη! Ἡ καρδιά της νόμισε θά σπάσει. Φτάσαν στόν Ἁη-Γιώργη. Πίσω στόν κάμπο οἱ τσέτες πλησίαζαν. Κατακαημένη Πατρίδα! Ριμαγμένο κορμί τοῦ Πόντου! Σταυροκοπήθηκαν οἱ χωριανοί κι ἄρχισαν πάλι τρελλό τρέξιμο. 
— Τρέχα, Ἀνατολή! Τί κοιτᾶς; Πάει πιά ἡ Τσατάλτσα! 
 Μά πιά τίποτα δέν ἀκούει. Κανέναν δέν βλέπει. Τό βλέμμα της ἀγρίεψε. Τῆς φάνηκε γιά μιά στιγμή πώς εἶδε τό βλαστάρι της στά χέρια τους· πώς, νά, τό χτυποῦν καί τό δένουν στά καπούλια τῶν ἀλόγων τους. Τῆς φάνηκε πώς ἄκουσε τόν Ἡρακλῆ της νά φωνάζει «μάνα! μάνα, σῶσε με!». Τῆς φάνηκε πώς... Παραλογίζεται. Ἀλαλιασμένη παίρνει τόν κατήφορο οὐρλιάζοντας. 
— Ἡρακλῆ! Ἡρακλῆ! 
 Τή βλέπουν οἱ χωριανοί, μά ποῦ καιρός γιά χασομέρι. Οἱ τσέτες καῖνε κιόλας τά πρῶτα σπίτια. Κι αὐτή τρέχει πάνω τους. Σέ μιά στιγμή κουλουριασμένο σʼ ἕνα χάλασμα δίπλα ἀντικρύζει τό παιδί της. Τά γαλανά ματάκια κατακόκκινα ἀπʼ τό κλάμα τήν κοιτοῦν μέ ἀπόγνωση. Ὕαινα νά ᾽ταν, δέν θά χυμοῦσε ἔτσι. Τόν σφίγγει πάνω της. — Ποῦ ἤσουν, μάνα; Ἦρθαν οἱ τσέτες! 
— Τρέχα, Ἡρακλῆ μου, καί θά γλιτώσουμε. 
— Θά μᾶς πιάσουν, μάνα! 
Τό μικρό κορμάκι τραντάζεται ἀπʼ τό τρέμουλο. 
— Ὄχι, πουλί μου. Τρέχα! 
 Χουφτώνει τό χέρι τοῦ παιδιοῦ κι ἀνηφορίζει πρός τόν Ἁη-Γιώργη. Πίσω τους ἡ Τσατάλτσα καίγεται. — Παναγία μου, νά προλάβουμε! Πιό γρήγορα, Ἡρακλῆ! 
Τά ὀχτάχρονα ποδαράκια ἀδυνατοῦν νά φτάσουν τῆς μάνας τό γρήγορο τρέξιμο. Ἡ καρδούλα του πᾶ νά σπάσει. Λαχανιασμένος, ἱδρωμένος, ξέπνοος ἀπό τό ἀγκομαχητό καί τήν ἀγωνία σέρνεται κυριολεκτικά κρατημένος ἀπό τό χέρι της. Νά, φτάνουν στόν Ἁη-Γιώργη. Σέ μιά στιγμή κοιτάζει πίσω. Προσπαθεῖ κάτι νά πεῖ, μά ἡ φωνούλα του πνίγεται. Δείχνει μέ τό δάχτυλο. Οἱ τσέτες τούς εἶδαν! 
— Μάνα, ψιθυρίζει μισολιπόθυμος. 
— Παναγία μου, σῶσε μας! Χανόμαστε! 
Ξωπίσω τους χυμοῦν δυό τσέτες σπιρουνιάζοντας τʼ ἄλογα. Κι ἡ μάνα ἡ Ἀνατολή κραυγή ἀπό τά σωθικά της βγάζει: 
— Τρέχα, Παναγία! Μάνα εἶσαι κι ἐσύ. Γλίτωσέ μας! 
 Βλέπει μπροστά της σχισμή βράχου. Χώνει τό παιδί. Μπαίνει ἡ ἴδια μπροστά καί τραβᾶ μέ τό χέρι της ἕνα πουρναρόκλαδο γιά νά καλυφθεῖ. Σπρώχνει τό μικρό της πίσω. Μιά ἀπαίσια σκέψη τήν διαπερνᾶ, καθώς αἰσθάνεται τό σῶμα τοῦ γιοῦ της βαρύ πάνω στήν πλάτη της. 
 — Λές;... 
Καλύτερα. Καλύτερα νεκρός ὁ Ἡρακλῆς της παρά στά χέρια τους. Τή λούζει κρύος ἱδρώτας. Ὅμως μένει στητή πιέζοντας πρός τά πίσω τό παιδί. Ἄς περάσουν πάνω ἀπό τό κορμί της. Ζωντανό δέν θά τούς τόν δώσει. Οἱ στιγμές περνοῦν βασανιστικά. Οἱ δυό τσέτες, πού τούς καταδίωξαν, βρίσκονται μπροστά της. Ἡ Ἀνατολή τούς κοιτᾶ κατάματα. Δέν δείχνουν, ὅμως, νά τή βλέπουν. Γυρίζουν τά κεφάλια τους δεξιά, ἀριστερά. Τήν ψάχνουν; Παίζουν μαζί της; Ὄχι. Τήν κοιτοῦν, ἀλλά δέν τήν βλέπουν. Κρατᾶ τήν ἀναπνοή της μπρός στό μυστήριο πού ζεῖ. Λίγα λεπτά ἀκόμη καί τό θαῦμα ὁλοκληρώνεται. Οἱ τσέτες βρίζοντας ἀπομακρύνονται. Τήν ἔχασαν. Ἄνοιξε ἡ γῆ καί τήν κατάπιε. Γύρω της αἰσθάνεται γαλήνη. Κάνει μισό βῆμα μπρός. Ξεσφίγγει τό παιδί. Βγαίνει σιγά σιγά ἀπό τό βράχο. Γυρίζει πίσω κι ἀκούει τόν Ἡρακλῆ της. 
— Μάνα μου, τό στῆθος μου πονᾶ. 
 Τόν παίρνει στήν ἀγκαλιά της καί τόν ξαπλώνει στό χῶμα. 
— Ἡσύχασε, πουλί μου. 
— Μάνα, ποῦ εἶναι οἱ τσέτες; 
— Τούς ἔδιωξε ἡ Παναγία, ψυχή μου. Τούς τύφλωσε καί τούς ἔδιωξε. 
— Ἦταν ἐδῶ ἡ Παναγία;
— Ἐδῶ, Ἡρακλῆ μου, τήν εἶδα! 
 Τ.Ο.Α.
 ————————— 
 * Τσέτες: Τοῦρκοι ἀντάρτες πού ἔδρασαν ἐναντίον τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ κατά τή μικρασιατική ἐκστρατεία. 
 ** Ἀμισός: Σαμψούντα


ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΝΙΚΗ ΜΑΙΟΣ 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου