Απὸ τὰ μαρτυρικὰ καὶ αἱματοβαμμένα χώματα τῆς θεσσαλικῆς γῆς ξεπροβάλλει ἡ χαριτωμένη μορφὴ τοῦ Κωνσταντίνου, τὸν ὁποῖο ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Μάιο τοῦ 2007 κατέταξε στὸν ἔνδοξο χορὸ τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων της καὶ ἑορτάζει κάθε χρόνο στὴν καρδιὰ τοῦ καλοκαιριοῦ, στὶς 18 Αὐγούστου, ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του. Ἡ καταγωγὴ τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἡ Καππούα (τὸ σημερινὸ χωριὸ Καππὰ τοῦ Δήμου Ἰθώμης τῆς Καρδίτσας). Ἔζησε πρὸς τὸ τέλος τοῦ 16ου αἰῶνος, σὲ μιὰ περίοδο ποὺ ὁ Ἑλληνισμὸς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ σφιχτοδενόταν μὲ τὶς βαριὲς ἁλυσίδες τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς. Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως ἀπολάμβανε ἐλευθερία, γιατὶ ἦταν μουσουλμάνος (Σαῒμ τὸν ὀνόμαζαν). Ζοῦσε μὲ κάθε ἄ νεση στὸ ἀρχοντικὸ τοῦ πατέρα του, πού ἦταν Τοῦρκος ἀξιωματοῦχος στὴν περιοχὴ τοῦ Φαναρίου τῆς Καρδίτσης. Ὁ μικρὸς Σαΐμ, ἂν καὶ ἔβλεπε καθημερινὰ στὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα του τὴν ὀργὴ καὶ τὸ μίσος πρὸς τοὺς χριστιανούς, δὲν ἐπηρεαζόταν. Διατηροῦσε μέσα του συμπάθεια πρὸς τοὺς καταπονημένους ραγιάδες, τοὺς Ἕλληνες. Ὁ φωτεινὸς φάρος τῆς περιοχῆς τους, τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καππούας, δὲν ἄργησε νὰ ρίξει στὴν ψυχὴ τοῦ ἄκακου μουσουλμάνου τὶς ἀκτίνες τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας. Πλησίασε λοιπὸν μὲ πνευματικὴ δίψα ὁ μικρὸς Σαῒμ ἕνα λόγιο μοναχὸ ἀπὸ τὴ Μονὴ καὶ τὸν ρώτησε νὰ μάθει γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου τὸν σαγήνευσε. Τὰ σκοτάδια τῆς ψυχῆς του διαλύθηκαν. Σύντομα ὁλοπρόθυμα καὶ ὑπεύθυνα δέχθηκε νὰ βαπτισθεῖ. Στὰ καθαρτικὰ ὕδατα τῆς ἁγίας κολυμβήθρας ἄφηνε σὲ λίγο τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο καὶ ντυνόταν τὸν καινούργιο, μὲ τὸ ὄνομα πλέον «Κωνσταντῖνος»! Τί ἱερὴ στιγμὴ ἦταν γι’ αὐτόν! Ἡ ἐνέργεια ὅμως αὐτὴ ἄναψε τὴν ὀργὴ τοῦ Τούρκου πατέρα του. Θεώρησε γιὰ ὅσα ἔγιναν ὑπαίτιο τὸ Μοναστήρι καὶ ἀπείλησε ὅτι θὰ θανατώσει τοὺς τρεῖς μοναχούς του. Ὅμως ἡ θεία Πρόνοια μερίμνησε καὶ προστάτευσε τοὺς πιστοὺς μοναχούς. Γιατὶ ἐγκαίρως εἰδοποιήθηκαν γιὰ τὶς ἄγριες διαθέσεις τοῦ Τούρκου ἀγᾶ καὶ κατέφυγαν νὰ σωθοῦν στὰ ἀπόρθητα Μετέωρα. Ἡ Μονὴ τυλίχθηκε στὶς φλόγες. Ὁ σκληρὸς πατέρας στράφηκε ἔπειτα στὸ νεαρὸ βλαστάρι του, τὸ παιδί του. Δὲν ἀνεχόταν νὰ τὸ βλέπει χριστιανό. Τὸν παρακαλοῦσε λοιπὸν καὶ τὸν ἱκέτευε νὰ μετανιώσει γιὰ ὅσα εἶχε κάνει. Τοῦ ἔταξε μάλιστα πλούτη καὶ τιμὲς καὶ ἐξέλιξη λαμπρή, ἂν τὸν ἄκουγε. Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως σταθερὰ τὰ ἀρνήθηκε ὅλα λέγοντας: «Οὐδέποτε θὰ ἐπιστρέψω στὴν παλιά μου θρησκεία. Γεννήθηκα μουσουλμά νος, ἀλλὰ χριστιανὸς θὰ πεθάνω». Θύμωνε μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ πατέρας του. Δὲν ἄντεχε ὅμως καὶ νὰ τὸν τιμωρήσει μὲ θάνατο. Προτίμησε νὰ τὸν κλείσει σὲ κάποιον τόπο μόνο του καὶ περιφρονημένο. Θὰ τὸν ἄφηνε ἐκεῖ νὰ σκεφθεῖ ὅσο χρόνο ἤθελε. Τότε μόνο θὰ τὸν ἐλευθέρωνε, ἂν μετάνιωνε γιὰ τὸ λάθος του καὶ ἐπέστρεφε πάλι στὸν Μωάμεθ. Διέταξε λοιπὸν μὲ ὀργὴ τὴν προσωπική του φρουρὰ νὰ τὸν συλλάβουν. Καὶ ἔριξαν «τὸ ὄμορφο μπεόπουλο στὸ σκοτεινὸ καὶ μουχλιασμένο μπουντρούμι». Ἐκεῖ ὅμως ὁ πιστὸς Κωνσταντῖνος ἔβλεπε μὲ τῆς ψυχῆς του τὰ μάτια πιὸ λαμπρὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνέπνεε τὸ πιὸ εὐωδιαστὸ ἄρωμα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς του. Κάθε πρωὶ μὲ τὴν αὐγὴ τῆς ἡμέρας καὶ κάθε δειλινὸ περνοῦσαν οἱ ἀγαρηνοὶ καὶ τὸν ρωτοῦσαν ἂν μετάνιωσε. Ὁ πατέρας του μὲ λαχτάρα περίμενε νὰ ἀκούσει τὴν ἀπάντηση. Πάντα ὅμως ἔπαιρνε τὴν ἀπογοητευτικὴ εἴδηση. Ὁ γιός του καθημερινὰ ἀπαντοῦσε: «Τὸν Χριστόν μου δὲν θὰ τὸν ἀρνηθῶ ποτέ, ὅ,τι καὶ νὰ μοῦ κάνετε. Δὲν φοβᾶμαι τίποτε. Εἶναι δίπλα μου καὶ μὲ ἐνισχύει»! Ὁ πατέρας δὲν ἄντεξε ἄλλο τὸν ἐμπαιγμὸ τοῦ γιοῦ του. Ἡ ψυχή του ὅλο καὶ φούσκωνε σὰν τὴν ταραγμένη θάλασσα. Διέταξε λοιπὸν νὰ τὸν ξυλοκοπήσουν ἄγρια μὲ ξύλα γερὰ καὶ δυνατά. Ὁ ἄκακος Κωνσταντῖνος δεχόταν τὸ μαρτύριο ἀδιαμαρτύρητα. Καὶ ὅσο τὸν κτυποῦσαν στὸ σῶμα, τόσο ἁπλώνονταν στὴν ψυχή του βαθύτερα οἱ ρίζες τοῦ δένδρου τῆς πίστεως. Καὶ ἔλεγε χαρούμενος: «Πεθαίνω γιὰ τὸν Χριστὸ χωρὶς νὰ τὸν προδώσω»! Ὁ πατέρας διέταξε καὶ νέα βασανιστήρια καὶ ἐξουθενώσεις. Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως ἔστεκε ἀκλόνητος, ἀλύγιστος σὰν ἀτσάλι, χριστιανός! Πόσο ἡ θεία Χάρις ἐνισχύει τοὺς φίλους τοῦ Χριστοῦ! Σὲ λίγο ἀκούστηκε καὶ ἡ τελευταία ἀπόφαση πὼς θὰ τὸν ἀπαγχονίσουν. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀντιμετώπισε τὴν εἴδηση μὲ ἀπόλυτη νηφαλιότητα. Μὲ λόγια λιτά, ποὺ ἁρμόζουν σὲ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, εἶπε: «Σᾶς τὸ ξαναλέω. Δὲν φοβᾶμαι τὸν θάνατο. Ἀπὸ τὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν μπορεῖτε νὰ μὲ χωρίσετε. Γιὰ τὴν ἀγάπη Του ὅλα τὰ περιφρονῶ. Καὶ τὴ ζωή μου ἀκόμα τὴν προσφέρω μὲ χαρὰ σ’ Αὐτὸν θυσία»! Σὲ λίγο ἡ συνοδεία ἀπὸ τοὺς δημίους, τὸ θύμα καὶ τὸν ἀξιωματοῦχο πατέρα του ἔφθανε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη (στὴν περιοχὴ ὅπου εἶναι σήμερα χτισμένο τὸ χωριὸ Καππά). Ἐκεῖ κάτω ἀπὸ τὸν μεγάλο πλάτανο, στὸ πιὸ γερὸ κλωνάρι του, ἔδεσαν σκληρὴ τριχιὰ καὶ κρέμασαν τὸ ἄκακο ἀρνὶ τοῦ Χριστοῦ, τὸν Κωνσταντῖνο. Τρεῖς φορὲς ὅμως κόπηκε τὸ σχοινὶ καὶ ὁ ὑποψήφιος μάρτυρας ἔπεφτε κάτω ὀρθὸς καὶ ζωντανός. Μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων φανερωνόταν θαῦμα, γιὰ νὰ τοὺς συγκινήσει. Μάταια ὅμως. Κανένας δὲν κάμφθηκε, οὔτε καὶ ὁ πατέρας τοῦ μάρτυρα, ποὺ τελικὰ διέταξε τοὺς ἀγαρηνοὺς φρουρούς του νὰ ἀποκεφαλίσουν μπροστά του τὸ παιδί του. Ἦταν 18 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1610. Οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ μὲ ἱερὸ δέος παρέλαβαν τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ ἁγιασμένου τους νεομάρτυρα Κωνσταντίνου καὶ τὸ ἔθαψαν στὴν τοποθεσία «Τρία δένδρα». Ἂς ἔχουν περάσει τέσσερις αἰῶνες ἀπὸ τότε. Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου εἶναι ὁλοζώντανη στὸ νομὸ τῆς Καρδίτσας. Οἱ κάτοικοί του θυμοῦνται μὲ εὐγνωμοσύνη τὶς θαυματουργικὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Ἁγίου ἰδίως κατὰ τὰ χρόνια τῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς. Προφέρουν μὲ συγκίνηση τὸ ὄνομά του καὶ ψέλνουν πανηγυρικὰ τὸν ὕμνο του: «Κωνσταντῖνον Καππούας, τὸν Νεομάρτυρα, ὡς στρατιώτην γενναῖον τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, μακαρίσωμεν πιστοὶ καὶ ἐπαινέσωμεν˙ ὅτι δυσσέβειαν πατρὸς καταλείψας σθεναρῶς, ἐκήρυξε τὸν Σωτῆρα, καὶ νομίμως ὑπεραθλήσας, τὴν κάραν δέδωκεν ὡς δῶρον Χριστῷ». ΟΣΩΤΗΡ2072
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου