22 Σεπτεμβρίου, 2020

Ἀρχιμ. Ἀγαθάγγελος Μιχαηλίδης ὁ «Ἁπλοῦς» Σεβ. Μητροπολίτου Μονεμβασίας καί Σπάρτης κ. Εὐσταθίου

                               

Τον περασμένο Μάρτιο 2011 συμπληρώθηκαν εἴκοσι χρόνια ἀπὸ τὴν ἐκδημία τοῦ Γέροντα Ἀγαθαγγέλου. Τὰ χρόνια εἶναι πολλά, ὅμως σ΄αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐγνώρισαν ἀπὸ κοντὰ καὶ ἰδιαίτερα στὰ πνευματικά του παιδιὰ τὸ χρονικὸ αὐτὸ διάστημα φαίνεται σὰν μιὰ ἡμέρα ἀφοῦ εἶναι ἔντονη ἡ παρουσία του στὴ ζωή τους. Δὲν ὑπάχει ἡμέρα ποὺ νὰ μὴ τὸν φέρνουμε παρόντα. Δὲν ὑπάρχει στιγμὴ ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦμε σὰν εὐκαιρία γιὰ νὰ σκεφθοῦμε τί θὰ ἔλεγε ἢ τί θα έκανε ὁ Γέροντας ἂν ἦταν σωματικὰ παρών. Ἔτσι προσφέρεται καὶ παρηγοριὰ σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν εἶχαν διακριτικὸ πνευματικὸ πατέρα, σύμβουλο καὶ βοηθό, χειραγωγὸ καὶ δάσκαλο στὸ δύσκολο δρόμο τῆς ζωῆς τους. 

 Σήμερα στὴν στήλη αὐτὴ τοῦ περιοδικοῦ μας ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στὶς σύγχρονες πατερικὲς μορφὲς θὰ χαράξουμε λίγες σκέψεις μὲ τὴν ἐπίγνωση ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ἐπαινέσουμε ἐπάξια μὲ λόγια, ἐκεῖνον ποὺ διακρίθηκε στὴ ζωή του μὲ ἔργα. Ὁ Γέροντας ἔζησε στὴν ἐπὶ γῆς στρατευομένη Ἐκκλησία 83 χρόνια καὶ ἡ ζωή του ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκε ἦταν πολυσήμαντη. Ἐγεννήθηκε στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας τὸ 1908 στὴν πατρίδα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ποὺ ἰδιαίτερα ἀγαποῦσε καὶ εὐλαβεῖτο. Στὴν τρυφερὴ ἡλικία τῶν 14 ἐτῶν ἦλθε στὴν Θεσσαλονίκη μετὰ τὴν Μ ι κ ρ α σ ι α τ ι κ ὴ καταστροφὴ τὸ 1922 πρόσφυγας μαζὶ μὲ τὴν χήρα μητέρα του καὶ τὶς δύο ἀδελφές του. Ἀπερίγραπτα τα βάσανά του, ἡ φτώχεια του ἀνάμεσα σ’ἕνα καταυλισμὸ ὁμοιοπαθῶν πονεμένων καὶ ξεριζωμένων ἀπὸ τὶς πατρογονικὲς ἑστίες τους συμπατριωτῶν του. Γιὰ νὰ εἶναι χρήσιμος στὴν οἰκογένειά του ποὺ εἶχε στερηθεῖ τὸν προστάτη της ἀπὸ πολὺ ἐνωρίς, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ζήσει ὁ ἴδιος ἔγινε βοηθὸς σὲ ἕνα τσαγκάρικο καὶ ἔτσι ἀφ’ ἑνὸς ἀξιοποιοῦσε τὸν χρόνο του καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἐξοικονομοῦσε ἕνα μικρὸ ποσὸ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς οἰκογενείας του. Ἀπὸ μικρὸς ἔμαθε νὰ βγάζει μὲ τὴν τιμιότητα καὶ τὸν ἱδρώτα του τὸ ψωμὶ του γι’ αὐτὸ ἀγάπησε πολὺ τὴν δουλειὰ καὶ τοὺς ἐργαζομένους καθόλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του. Ἔμαθε ἀκόμη καὶ ἀργότερα ἐδίδασκε τὰ παιδιὰ στὸ Κατηχητικὸ Σχολεῖο, ὅτι «ὅποιος ἐργάζεται δὲν περιεργάζεται» καὶ ὅτι «ὅποιος δὲν ἔχει δουλειὰ τοῦ βρίσκει ὁ Σατανᾶς ἀπασχόληση». Ὅμως ὁ πόθος του γιὰ μάθηση καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἱερωσύνη τῆς ὁποίας τὴν κλίση ἔνοιωσε ἀπὸ μικρός του δημιουργοῦσε πόνο, λαχτάρα, παράπονο, ποὺ κατέληγαν ὅλα αὐτὰ σὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ ἱκεσία πρὸς τὸν Φιλάνθρωπο καὶ Πανάγαθο Θεό. «Θεέ μου βοήθησε μὲ νὰ μάθω γράμματα νὰ διαβάζω τὸ Εὐαγγέλιό Σου τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς βίους τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ἱερὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἀξίωσε μὲ νὰ γίνω λειτουργός Σου σ’ ἕνα ἐπίγειο θυσιαστήριο, ἃς εἶναι τὸ πιὸ μικρὸ καὶ τὸ πιὸ φτωχό…». Ἡ φιλομάθειά του ἀφ’ ἑνὸς καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὁ ζῆλος καὶ ὁ πόθος τῆς Ἱερωσύνης τὸν ὁδήγησε σὲ ἐνέργεια πρωτότυπη καὶ συγκλονιστική. Ὅλες τὶς πιὸ πάνω σκέψεις του τὶς ἔκανε ἐπιστολὴ ποὺ ἔγραψε μὲ τὰ λίγα γράμματα ποὺ ἤξευρε καὶ τὴν ἐμούσκεψε μὲ τὰ θερμὰ δάκρυά του. Τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ τὴν ἀπήυθυνε στὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα τοῦ Ἁγίου Ὅρους στὴν ὁποία εἶχε μεγάλη ἀγάπη καὶ εὐλάβεια, γιατί οἱ ξεριζωμένοι πρόσφυγες εὕρισκαν κοντά της τὴν παρηγοριὰ ἀφοῦ ἦταν Μητέρα τοῦ πόνου καὶ εἶχαν διαβάσει ἢ ἀκούσει πολλὲς θαυματουργικές ἐπεμβάσεις της. Ἔψαχνε νὰ βρεῖ τρόπο γιὰ νὰ στείλει τὴν ἐπιστολὴ στὴν Μονὴ Ἰβήρων γιατί δὲν εἶχε οὔτε τὰ εἰσητήρια γιὰ νὰ φθάσει ἐκεῖ ὁ ἴδιος προσκυνητὴς ὅπως πολύ το ἤθελε. Μιὰ ἡμέρα ἔμαθε ὅτι ἕνας συμπατριώτης του παπλωματὰς θὰ ἐπήγαινε στὸ Ἅγιο Ὅρος γιὰ παραγγελίες καὶ θὰ περνοῦσε καὶ ἀπὸ τὴν Μονὴ Ἰβήρων. Τότε ὁ μικρὸς Ἀθανάσιος τρέχει κοντά του καὶ τὸν παρακαλεῖ, «Πάρε σὲ παρακαλῶ αὐτὸ τὸ Γράμμα καὶ ὅταν θὰ πᾶς στὴ Μονὴ Ἰβήρων νὰ τὸ διαβάσεις μπροστὰ στὴ Θαυματουργικὴ Εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας». Ἐκεῖνος ἐφάνηκε πρόθυμος χωρὶς νὰ δείξει καὶ τὴν περιέργειά του. Ὅταν ἔφθασε στὴν Μονή, ἐζήτησε νὰ προσκυνήσει τὴν Εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας γιὰ λογαριασμό του καὶ γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωκε στὸν μικρὸ Ἀθανάσιο. Ἄνοιξε τὸ γράμμα καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει «Καλή μου Παναγία, Μητέρα τοῦ Κυρίου μας καὶ δική μας Μητέρα, Σὺ ποὺ εἶσαι στοργικὴ ἀλλὰ καὶ πονεμένη, Σὺ ποὺ εἶσαι τὸ καταφύγιο ὅλων των ἀνθρώπων, Σὺ ποὺ κανενὸς ἀνθρώπου δὲν παραβλέπεις τὸ αἴτημα καὶ ἐνεργεῖς ἀμέσως καὶ γιὰ τὸ καλὸ ἐκείνου ποὺ σὲ παρακαλεῖ, ἄκουσε καὶ τὴ δική μου προσευχή. Βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς παιδικῆς μου ψυχῆς. Εἶμαι φτωχὸ καὶ ὀρφανὸ παιδί. Ἔχασα τὸν πατέρα μου, τὸ σπίτι μας, τὴ πατρίδα μας… Θέλω νὰ σπουδάσω. Νὰ μάθω γράμματα καὶ τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα. Θέλω νὰ γίνω ἱερέας μὰ δὲν ἔχω τὰ μέσα. Βοήθησε, Σὺ ποὺ γνωρίζεις ἀνθρώπους καὶ τρόπους…». Καὶ τελείωνε μὲ τὴ συγκλονιστικὴ φράση «Σὺ εἶσαι Μητέρα στοργική. Ἀπὸ ἐσένα περιμένω τὴ συμπαράσταση». Τοῦ παπλωματὰ τὰ μάτια καθόλη τὴν διάρκεια τῆς ἀναγνώσεως εἶχαν γίνει βρύσες. Διηγήθηκε τὸ περιστατικὸ στοὺς πατέρες τῆς Μονῆς καὶ ὁ εὑρισκόμενος ἐκεῖ ἀπεσταλμένος τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος γιὰ ὑπόθεση τῆς Μονῆς του ἀνέλαβε νὰ τοῦ ἐξασφαλίσει ὅλα τα ἀπαραίτητα προκειμένου νὰ φοιτήσει στὴν Ἀθωνιάδα καὶ νὰ διευκολυνθεῖ μὲ ὑποτροφία ποὺ θὰ τοῦ ἔδιδε ἡ Μονὴ μέχρι νὰ χειροτονηθεῖ Διάκονος. Ἄραγε νὰ εἶχε διαβάσει τὸ σχεδὸν παρόμοιο περιστατικὸ ποῦ συνέβη μὲ τὸν ἅγιο Νεκτάριο; Ἄραγε νὰ εἶχε ἀκούσει ὅτι καὶ ἐκεῖνος εἶχε στείλει γράμμα «στὸν Κύριο ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς τὸν οὐρανόν;» Ὅπως καὶ ἂν εἶχε τὸ πράγμα οἱ ἅγιοι μοιάζουν σὲ πολλὰ ἢ καὶ σὲ ὅλα. Μὲ αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ τρόπο ξεκίνησε τὴν εὐλογημένη σταδιοδρομία του καὶ κατέγραψε χρυσὲς σελίδες στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς του. Σὲ ἡλικία 21 ἐτῶν ἔγινε Μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀγαθάγγελος στὴν Μονὴ Ξενοφῶντος καὶ Διάκονος. Μετὰ τὴν φοίτησή του στὴν Ἀθωνιάδα ἦλθε στὴν Ἀθήνα σὲ δύσκολους καιρούς, ποὺ τοὺς τρέμει ὁ λογισμὸς καὶ ἐσπούδασε τὴν Θεολογία στὸ Πανεπιστήμιο ἐνῶ ταυτόχρονα ὑπηρετοῦσε ὡς Διάκονος στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Στὴν συνέχεια ὁ πανέξυπνος καὶ δραστήριος Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Δασκαλάκης) τὸν ἐπῆρε στὴν Καλαμάτα καὶ ἀφοῦ τὸν χειροτόνησε Πρεσβύτερο, τὸν διόρισε Γενικὸν Ἀρχιερατικὸν Ἐπίτροπο στὴν ἀρχὴ καὶ Πρωτοσύγκελλο στὴ συνέχεια τῆς Μητροπόλεως Μεσσηνίας καὶ Ἐφημέριο στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Καλαμάτας. Ἐκεῖ, στὴν Μητρόπολη Μεσσηνίας ὑπηρέτησε ὡς Πρωτοσύγκελλος καὶ Ἡγούμενος ἐπὶ 23 ἔτη καὶ ἐν συνεχεία προσελήφθη ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἱερωνύμου τοῦ Α΄ ὡς Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πεντέλης καὶ ἐφημέριος κατ’ ἀρχὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου Χαλανδρίου καὶ ἐν συνεχεία καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ἐνεργοῦ ὑπηρεσίας του εἰς τὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ Πατησίων. Μετὰ τὴν συνταξιοδότησή του ἀπεσύρθη καὶ ἐγκαταβίωσε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Καλαμίου Ἀργολίδος καὶ ἐδοκίμασε τὸν σεβασμὸ καὶ τὶς περιποιήσεις καὶ ἐξυπηρετήσεις τῆς σεβαστῆς Γερόντισσας Μελάνης ποὺ εἶχε χρηματίσει πνευματικό του τέκνο καὶ ὅλης της Ἀδελφότητος ὅπως προηγουμένως εἶχε δεχθεῖ τὴν συμπαράσταση σ’ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς γεροντικῆς ἡλικίας του τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν ποὺ ἐθυσίασαν καὶ τὴν ἐπαγγελματικὴ σταδιοδρομία τοὺς, ὅπως ἡ κ. Ἰωάννα Μαρκοπούλου γιὰ νὰ μὴ λείψει τίποτε στὸ Γέροντα. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ποτὲ δὲν ἔδωσε σημασία στὸν ἑαυτό του καὶ ἔζησε μὲ χαρακτηριστικὴ ἁπλότητα καὶ μὲ σύνθημά του «ὅλα γιὰ τοὺς ἄλλους, τίποτε ἢ ἐλάχιστα γιὰ τὸν ἑαυτό μου», εὐρῆκε ἀνταπόδοση ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἀκόμη ὁ οἰκεῖος Ἱεράρχης Ἀργολίδος Ἰάκωβος καὶ τὰ πνευματικά του παιδιὰ τοῦ προσέφεραν ὅτι μποροῦσαν, ὅτι ἐπιθυμοῦσε, ὅτι τοῦ ἔπρεπε. Συνεχεῖς ἀκολουθίες, ψαλμωδίες, Θεία Λειτουργία, Θεία κοινωνία. Ἦταν ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης, τῆς δραστηριότητας τῆς καλωσύνης καὶ τῆς ἁπλότητας. Ὁ χαρακτηρισμὸς «Ἁπλοῦς» ἐκφράζει τὴν πραγματικότητα. Γιατί ὁ Γέροντας ἦταν ἁπλοῦς στὴν γνώμη, ἁπλοῦς στὸν διάλογο, ἁπλοῦς στὸ κήρυγμα, ἁπλοῦς καὶ στὰ γραπτὰ κείμενα. Ὁ χαρακτηρισμὸς ἁπλοῦς ἔχει σχέση καὶ μὲ τὴ λιτότητα καὶ μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς, με τὴν παντελῆ ἀπουσία τῆς πολυτέλειας καὶ τῆς σπατάλης. Δηλώνει ἀκόμη τὴν εἰλικρίνεια στὶς σχέσεις μὲ τοὺς συνανθρώπους, τὸ ἄδολο τῆς ψυχῆς ἀκριβῶς ὅπως θέλει τὸν ἀποστολικὸ ἄνδρα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος «ἄδολος καὶ ἁπλοῦς ἐστὶν ὅ τῶν ἀποστολικῶν ἀνδρῶν τρόπος». Ὁ Σεβαστός μας Γέροντας γιὰ 61 ὁλόκληρα χρόνια ποὺ ἔφερε τὸ τιμημένο ράσο ἔζησε ζωὴ ἀνεπίληπτη καὶ ἄφησε δυνατὸ παράδειγμα ἀφοσιώσεως στὰ ἱερατικά του καθήκοντα ποὺ ἐπετέλεσε μὲ σπουδὴ καὶ ζῆλο ἀξιοθαύμαστο. Ὡς ἄγαμος κληρικὸς φεύγοντας ἀπὸ τὸν μάταιο κόσμο ἄφησε μόνο τὴν εὐχή του στοὺς στενοὺς συγγενεῖς του, ἐνῶ ὅλο το μισθὸ ἢ τὴ σύνταξή του ἢ ὅτι ἄλλο τοῦ ἐμπιστεύθηκαν τὰ πνευματικά του παιδιὰ ἢ οἱ συνεργάτες του τὰ ἐπένδυσε στὴν θεάρεστη φιλανθρωπία, τὸ ἐφάπαξ ὁλόκληρο ἔδωκε σὲ ὀρφανὰ κορίτσια προκειμένου νὰ βοηθήσει στὰ ἔξοδα τοῦ γάμου τους. Το σύνθημα του ἦταν «τὶς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τὶς σκανδαλίζεται καὶ οὒχ ἐγὼ πυροῦμαι». Ἡ προσφορά του στὸν τομέα τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῆς συμμετοχῆς του στὸν πόνο καὶ στὴ δοκιμασία τῶν συνανθρώπων του, εἴτε αὐτοὶ ἦταν ἐνορίτες του, εἴτε οἱ διερχόμενοι ἀπὸ τὸ γραφεῖο του ἢ ἀπὸ τὸ ἀπέριττο καὶ μόνο γιὰ ἀσκητὲς κελλί του, δὲν ἦταν μόνο συνεχὴς ἀλλὰ καὶ πρωτότυπη καὶ πρωτόγνωρη. Ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς «Μακάριος ὁ ἀνὴρ ὁ ἐλεῶν ὅλην τὴν ἡμέραν» εἶχε τὴν πλήρη ἐφαρμογή του στὴν ζωὴ τοῦ ἁγίου Γέροντα. Ἀλλὰ καὶ πρωτοτυπία εἶχαν οἱ φιλάνθρωπες ἐνέργειές του, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη εἶναι ἐφευρετικὴ κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο. Καὶ γιὰ ν’ ἀποδειχθεῖ τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλὲς περιορίζομαι ν’ ἀναφέρω δύο περιστατικὰ ποὺ τὰ ἔζησα ἀπὸ κοντά. Ὅταν κάποια ἡμέρα ἐπληροφορήθηκε ὅτι κατέληξε τὸ ἄλογο ἑνὸς ἐνορίτη του ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦσε γιὰ μεταφορὰ ἐμπορευμάτων καὶ ἄλλων ἀντικειμένων καὶ συντηροῦσε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ὑπὲρπολύτεκνη οἰκογένειά του, ἐπῆγε στὸ σπίτι τὴν ἴδια τὴν ἡμέρα. Στοὺς «πενθοῦντες» καὶ «ὀδυρομένους» ἀνεκοίνωσε τὴν εὐχάριστη εἴδηση «Ἐ παιδιά μου, σὲ μισῆ ὥρα ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι σας θὰ εὑρίσκεται ἕνα ἄλογο νέο καὶ πιὸ γερὸ γιὰ τὶς δουλειές σας». Εἶχε σπεύσει ὁ ἴδιος καὶ τὸ ἀγόρασε καταβάλλοντας καὶ προκαταβάλλοντας τὸν μισθό του. Ὅταν πάλι σὲ μιὰ περιοχὴ τῆς Μεσσηνίας ἡ φωτιὰ κατέστρεψε σπίτι καὶ ἔκαψε δένδρα καὶ μάλιστα ἐλιὲς καὶ οἱ ἄνθρωποι ἦταν καταπικραμένοι ἀφοῦ τὰ ἔχασαν ὅλα σὲ μιὰ στιγμὴ, ὁ Παππούλης τοὺς στήριξε μὲ τὸ καρδιακὸ κήρυγμα μὲ τὴν Ἱερὴ Παράκληση ποὺ ἔψαλε στὸ χωριό τους καὶ μὲ μιὰ κατσίκα γαλακτοφόρα τὴν ὁποία ἀγόρασε καὶ ἔδωσε σὲ μιὰ οἰκογένεια μὲ 6 παιδιὰ ἐξασφαλίζοντας τὸ γάλα τους. Ὁ ἁγιασμένος πνευματικός μας πατέρας ξεκούρασε κάτω ἀπὸ τὸ πετραχήλι τοῦ ἑκατοντάδες καὶ χιλιάδες ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἔδειξε τὸν ἴσιο δρόμο μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ μὲ χαρακτηριστικὴ διάκριση, χρησιμοποιώντας περισσότερο ἐπιείκεια, γιὰ τὴν ὁποία εἶχε κατηγορηθεῖ καὶ λιγότερο τὴν αὐστηρότητα ποὺ κάποτε σκληρύνει τὸν ἄνθρωπο. Ἦταν φιλακόλουθος περισσότερο καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ζοῦν στὰ Μοναστήρια ἀφοῦ οὐδέποτε ἐκοιμήθη τὸ βράδυ χωρὶς Ἑσπερινὸ καὶ χωρὶς τὸ Ἀπόδειπνο ἀκόμη καὶ τότε ποὺ γύριζε ἀπὸ θερινὲς ἢ χειμερινὲς περιοδεῖες κατάκοπος. Ἀξιοθαύμαστη καὶ ἀξιομίμητη ὑπῆρξε καὶ ἡ ἀφοσίωσή του στὴ λειτουργική του ζωή. Καθημερινῶς ἐτελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἡμέρες ποὺ τὸ τυπικό τῆς Ἐκκλησίας ὤριζε διαφορετικά. Καὶ αὐτὰ ὅλα, ὄχι μόνο τότε ποὺ ἦταν νέος ἀλλὰ καὶ μέχρι βαθυτὰτου γήρατος. Ὑπῆρξε γεμάτος καλωσύνη καὶ ἀνεξίκακος πρὸς κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, Ἤπιε καὶ ἐκεῖνος πολλὰ πικρὰ ποτήρια ἀχαριστίας καὶ ἀγνωμοσύνης τότε μάλιστα ποὺ ἐπὶ τετραετίαν ὅλην ἡ Μητρόπολη Μεσσηνίας ἦταν χηρεύουσα καὶ ἡ διοίκησή της εἶχε πέσει στοὺς ὤμους του ἀφοῦ ὁ τοποτηρητὴς Μητροπολίτης Γόρτυνος Εὐστάθιος παρὰ τὴν ἐπιθυμία του καὶ τὶς φιλότιμες προσπάθειές του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ εὑρίσκεται συνεχῶς στὴν Καλαμάτα. Πάντα γιὰ ὅλους καὶ ἰδιαίτερα γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπίκραναν εὕρισκε ἕνα καλὸ λόγο νὰ εἰπεῖ γιὰ νὰ τοὺς δικαιολογήσει καὶ νὰ τοὺς φέρει σὲ μετάνοια. Ἐδέχθη ταπεινώσεις, παραμερισμοὺς καὶ ἀδικίες χωρὶς νὰ δυσφορεῖ ἢ νὰ ἀγανακτήσει. Τὰ ἀντιμετώπιζε μὲ πατερικὴ καρτερία καὶ ὑπομονὴ καὶ συχνὰ-πυκνὰ ἐπαναλάμβανε «καὶ ἐδῶ παράδεισος καὶ ἐκεῖ παράδεισος δὲν γίνεται. Κάπου πρέπει νὰ ὑπάρχει ἡ κόλαση» καὶ πρόσθετε «τὰ ἀγαθὰ κόποις κτῶνται καὶ πόνοις κατορθοῦνται». Ἔζησε καθόλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του «ὡς ξένος καὶ παρεπήδημος ἐν γῆ ἀλλοτρία» καὶ πιστεύουμε ὅτι ὁ Κύριός μας τὸν ὁποῖον δοξολογοῦσε σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς τοῦ μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ μὲ τὰ χρυσοστομικὰ λόγια «δόξα τῷ Θεῶ πάντων ἕνεκεν» τοῦ ἐχάρισε «τὴν ποθεινὴν πατρίδα» καὶ τοῦ ἱκανοποίησε τὸν ἅγιο πόθο τῆς καρδιᾶς του, νὰ εἶναι μαζί Του. «Ἐγεύθη τῶν ἄνω» γι’ αὐτὸ «κατεφρόνησε τῶν κάτω». «Ἐπέθανε πρὶν πεθάνει καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἐπέθανε ὅταν ἐπέθανε». Τὰ πνευματικὰ παιδιὰ του τὸν ἐστερήθηκαν 21 χρόνια τώρα, ἀλλὰ τὸν αἰσθάνονται ὅπως γράψαμε στὴν ἀρχὴ «ὡς παρόντα». Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς μνημονεύει εἰς «τὸ ὑπερουράνιον καὶ νοερὸν θυσιαστήριον» ὅπου προσεδρεύει μετὰ τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν φίλων «τοῦ ἐσφαγμένου ἀρνίου». Οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι ζοῦν πάντοτε κοντά μας, ἀνάμεσά μας καὶ οἱ εὑρισκόμενοι στὴν ἐπὶ γῆς στρατευομένη Ἐκκλησία καὶ οἱ εὑρισκόμενοι στὴν ἐν οὐρανῶ θριαμβεύουσαν «Συναγωνίζονται» στὶς προσευχές μας. Τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ τὸ ἅγιο παράδειγμα δὲν σβήνει ποτέ, οὔτε ὁ λόγος τους λησμονεῖται. «Ἀκούεται πάντοτε ὡς βροντὴ γιατί ὁ βίος τους ἔλαμπε σὰν ἀστραπὴ» ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὅσοι τόν ἐγνωρίσαμε εἴμαστε ἰδιαίτερα εὐνοημένοι ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅσοι καθοδηγηθήκαμε ἀπὸ τὸν κρυστάλλινο ὀρθόδοξο λόγο του καὶ ἀπὸ τὴν ἐνάρετη βιοτὴ καὶ πολιτεία του. Ὅσοι ξεκουραστήκαμε καὶ ἐλευθερωθήκαμε κάτω ἀπὸ τὸ ἅγιο πετραχήλι του, ποὺ τὸ ἐτίμησε, ὅπως ἔπρεπε, ἃς ζοῦμε μὲ τὴν γλυκιὰ ἐλπίδα τῆς συναντήσεώς μας ἐκεῖ «ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται», ἀφοῦ ἀκολουθήσουμε τὰ ἴχνη του καὶ τὰ σωτήρια παραγγέλματά του καὶ ζηλέψουμε τὴν ἁγία ζωή του ποὺ ὑπῆρξε μιὰ «ἁγία διαμαρτυρία στης ἀποστασίας τὸν καιρό».ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΩΝ 179
ΣΗΜ.1. Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΓΘΑΓΓΕΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΜΑΡΤΥΡΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΣΤΗΝ Ν.ΚΑΡΒΑΛΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ,ΣΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ,ΣΤΗΝ ΔΕΞΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΙΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ Η ΑΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕ ΔΑΠΑΝΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,ΟΠΩΣ  ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ.
2.ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΠΟΛΛΩΝ Ο ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΣ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ,Ο ΣΕΒΑΣΜ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ,Ο ΠΑΤΗΡ ΕΠΙΘΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ κα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου