16 Οκτωβρίου, 2020

« Ἐκ βαθέων»

Ψαλ. ΡΚΘ΄ (129) 1-2 

  Ὁ Ψαλμὸς αὐτὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ Ψαλμοὺς τῆς μετανοίας. Οἱ ἄλλοι 6 εἶναι οἱ: 6ος, 31ος, 37ος, 50ός, 101ος, καὶ 142ος. 
Ὁ συγγραφέας του εἶναι ἄγνωστος. Ὁμιλεῖ δὲ ἐξ ὀνόματος ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ ἔθνους. 
Κατὰ τὸν Κωνστ. Καλλίνικο, ὁ Ψαλμὸς αὐτὸς «ἀποτελεῖ πραγματικὸν ἀναβαθμὸν τῆς ψυχῆς». Διότι ὁ Ψαλμωδὸς ἀπὸ τὸν βυθὸ τῶν ἀνομιῶν στὶς ὁποῖες συμπνίγεται, «βαθμηδὸν καὶ κατ’ ὀλίγον ἀναβαίνει εἰς τὰ ὕψη τῆς πληρεστάτης ἐπὶ τὸν Κύριον ἐλπίδος», ἀπὸ τὸν Ὁποῖον ἀναμένει καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸ ἔθνος του τὴν ἐξιλέωση καὶ τὴ δικαίωση. 
Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι στοὺς ὀκτὼ στίχους τοῦ Ψαλμοῦ αὐτοῦ ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὀκτὼ φορές. Τοῦτο φανερώνει τὴν ὁλοένα αὐξανομένη μὲ ἐλπίδα στροφὴ τοῦ Ψαλμωδοῦ πρὸς τὸν ἐλεήμονα καὶ φιλάνθρωπο Θεό. 
 Ὁ κλιμακωτὸς ρυθμὸς εἶναι καὶ στὸν Ψαλμὸ αὐτὸν ἐμφανὴς διὰ τῆς ἐπαναλήψεως ὁρισμένων λέξεων: «τῆς φωνῆς μου... τὴν φωνήν...» (στίχ. 2)· «ὑπέμεινά σε... ὑπέμεινεν...» (στίχ. 5)· «ἤλπισεν... ἐλπισάτω» (στίχ. 6)· «λύτρωσις... λυτρώσεται» (στίχ. 7, 8). 
 Ὁ Ψαλμωδὸς ἀναφωνεῖ: Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς δυστυχίας μου καὶ τὴν ἄβυσσο τῶν συμφορῶν μου ἐκραύγασα σὲ Σένα, Κύριε (στίχ. 1). 
Δὲν γνωρίζουμε τί ἀκριβῶς ἔκαμε τὸν Ψαλμωδὸ νὰ ἀφήνει κραυγὴ ἀγωνιώδους ἱκεσίας πρὸς τὸν ἐν ὑψίστοις Θεό. 
Πάντως κράζει ὡς ἐκπρόσωπος ὅλου τοῦ ἔθνους του καὶ ἱκετεύει ἐκ μέρους του νὰ γίνει ἀκουστὸς ἀπὸ τὸν Θεό. 
«Ἐκ βάθους», λέγει, «τῆς καρδίας ἐκέκραξά σοι, καὶ οὐκ ἐξ ἄκρων χειλέων. 
Κραυγὴν δὲ λέγει τὴν μεγάλην βοὴν οὐ τῇ σφοδρότητι τοῦ πνεύματος, ἀλλὰ τῇ συντονίᾳ τῆς διαθέσεως»1. 
 Κατὰ τὸν ἱερὸ Xρυσόστομο, «ἐκ βαθέων» σημαίνει ὄχι ἁπλῶς ἀπὸ τὸ στόμα οὔτε μὲ τὴ γλώσσα· διότι τὰ λόγια φεύγουν καὶ ὅταν ἡ σκέψη πλανᾶται· ἀλλὰ ἐκ βαθυτάτης καρδίας, μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον καὶ προθυμία καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ θεμέλια τοῦ νοῦ μας. Ὅσες προσευχὲς ἀνέρχονται ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς ψυχῆς καὶ ἔχουν τὶς ρίζες τους στὸ βάθος της, παραμένουν ἀσφαλεῖς καὶ σταθερὲς χωρὶς ποτὲ νὰ ἀνατραποῦν, καὶ ἂν προσέλθουν ἄπειρες σκέψεις καὶ ἂν ἐπιτεθεῖ ὁλόκληρη ἡ παράταξη τοῦ διαβόλου. Ἀντίθετα, ὅσες προσευχὲς προέρχονται ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τὰ χείλη καὶ δὲν ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, δὲν μποροῦν ν’ ἀνέλθουν στὸν Θεὸ ἕνεκα τῆς ὀκνηρίας τοῦ προσευχομένου. 
 Οἱ Ἅγιοι, συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, προσηύχοντο μὲ τόση θέρμη καὶ ἐνδιαφέρον, ὥστε καὶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα νὰ καταπονοῦν. 
Ὁ μακάριος Ἠλίας ὅταν προσευχόταν, πρῶτον μὲν ἐπιζητοῦσε τὴν ἠρεμία, ἔπειτα τοποθετοῦσε τὴν κεφαλὴ μεταξὺ τῶν γονάτων του καὶ μὲ πολλὴ θερμότητα καὶ ἐκστατικότητα ἀνέπεμπε τὶς προσευχές. 
Ἂν ἐπιθυμεῖς νὰ τὸν δεῖς νὰ προσεύχεται ὄρθιος, πρόσεξε πάλι ὅτι ὑψώνει πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν οὐρανό, τὸν νοῦ καὶ μάλιστα τόσο πολύ, ὥστε νὰ προκαλέσει καὶ φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. 
Ἔτσι ἔγινε καὶ ὅταν ἤθελε νὰ ἀναστήσει τὸ παιδὶ τῆς χήρας τῶν Σαρεπτῶν, ἀφοῦ συγκεντρώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὸν ἑαυτό του, χωρὶς νὰ περισπᾶται καὶ νὰ χασμουριέται, ὅπως ἐμεῖς, ἀλλὰ γεμάτος θέρμη ἀπὸ τὴν προθυμία τῆς προσευχῆς. 
Ὁ ἅγιος Ἱεράρχης ὑπενθυμίζει καὶ τὸ παράδειγμα τῆς προσευχῆς τῆς Ἄννας, τῆς μητέρας τοῦ Σαμουήλ (βλ. Α΄ Βασ. α΄ 10-11) καὶ προσθέτει: Ὅταν λοιπὸν προσεύχεσαι, μὴ ζητᾶς μόνο νὰ λάβεις ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμεῖς, ἀλλὰ καὶ πῶς δι’ αὐτῆς τῆς προσευχῆς θὰ κάνεις καλύτερη τὴν ψυχή σου. Ὅποιος προσεύχεται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, εὑρίσκεται πάνω ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες, ἀναπτερώνει τὸν νοῦ, ἀνακουφίζει τὴ σκέψη καὶ δὲν κυριεύεται ἀπὸ κανένα πάθος. 
Ὁ Ψαλμωδὸς ὡς κραυγὴ δὲν ἐννοεῖ τὸν τόνο τῆς φωνῆς, ἀλλὰ τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς2. 
 Εἶναι ἐξαιρετικὸ προνόμιο τοῦ ἀνθρώπου, γράφει ὁ Παν. Ν. Τρεμπέλας, τὸ ὁποῖο τοῦ χαρίστηκε, νὰ μπορεῖ ἀπὸ τὰ βάθη ὅπου κατέπεσε, τὸ νὰ κράζει πρὸς τὸν Κύριο καὶ νὰ εἰσακούεται ἀπὸ Αὐτόν. Ἐπίσης, προσθέτουμε, νὰ εἰσακούεται καὶ σ’ ὅποια δεινὴ κατάσταση κι ἂν εὑρίσκεται. 
Ὁ Ἱερεμίας προσευχήθηκε μέσα ἀπὸ τὸν λάκκο τῆς φυλακῆς, ὁ Δανιὴλ μέσα ἀπὸ τὸν λάκκο τῶν λεόντων καὶ ὁ Ἰωνᾶς μέσα ἀπὸ τὴν κοιλία τοῦ κήτους. Ὁ Ψαλμωδὸς παρακαλεῖ νὰ φθάσει ἡ δέησή του ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του μέχρι τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ ἀκουστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. «Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου», ἀναφωνεῖ. Ἂς γίνουν προσεκτικὰ τὰ αὐτιά Σου στὴν προσευχή μου (στίχ. 2). 
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι βέβαια ἀνθρωπόμορφος· δὲν ἔχει μάτια, στόμα, αὐτιά, χέρια, πόδια. 
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀσώματος καὶ ἀσχημάτιστος. «Πνεῦμα ὁ Θεός». Ἁπλῶς ἡ Ἁγία Γραφὴ συνηθίζει νὰ ὀνομάζει τὶς ἄϋλες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀνθρωποπρεπῶς, δηλαδὴ μὲ τὰ ὑλικὰ ἀνθρώπινα μέλη συμβολικῶς καὶ κατὰ συγκατάβαση, ὥστε νὰ γνωρίσουμε ἀπὸ τὰ «καθ’ ἡμᾶς», τὰ «ὑπὲρ ἡμᾶς», αὐτὰ ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ μᾶς. 
 «Γενηθήτω τὰ ὦτά σου προσέχοντα εἰς τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου», λέγει ὁ Ψαλμωδὸς μετὰ τὴν «ἐκ βαθέων» κραυγή. 
Μὲ τὴ λέξη «ὦτα», σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐννοεῖ «τὴν διάθεσιν τῆς ἀκροάσεως»
Καὶ πάλι «φωνὴν» ὀνομάζει ὄχι τὴν ἔνταση τοῦ πνεύματος οὔτε ὑπαινίσσεται τὴν κραυγή, ἀλλὰ τὴν ἔντονη ψυχικὴ διάθεση. 
 Ἂς μᾶς συγκινήσει κάποτε ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἄβυσσος τῆς θείας εὐσπλαχνίας. «Ποία τύφλωσις τοῦ δυστυχοῦς ἀνθρώπου», τονίζει ὁ Παν. Ν. Τρεμπέλας, «ὅταν ἐνῷ ὑπάρχει τὸ μέσον πρόχειρον νὰ σωθῇ ἀπὸ τὸ βαθὺ τέλμα, εἰς τὸ ὁποῖον ὠλίσθησε, δὲν ἐξαπλώνῃ τὴν χεῖρα του νὰ τὸ ἁρπάσῃ. «Κύριε», ἀναφωνεῖ, «ἄνοιξόν μας τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς νὰ διακρίνωμεν μὲ αὐτοὺς ὁλονὲν διαυγέστερον τὸ πέλαγος τοῦ ἐλέους Σου καὶ μὲ πλεονάζουσαν εὐγνωμοσύνην πρὸς Σὲ νὰ εἴμεθα πάντοτε πρόθυμοι, ὅπως μετὰ σπουδῆς ἀντλῶμεν ἐξ αὐτοῦ σωτήρια νάματα»3. 
 1. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Εἰς Ψαλ. ρκθ΄ [129], PG 128, 1212BC. 
 2. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ψαλ. ρκθ΄ [129], PG 55, 373-374. 
 3. Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἡ Π. Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, τόμ. 10ος: Ψαλμοί, ἔκδ. Ο ΣΩΤΗΡ.
ΟΣΩΤΗΡ2184

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου