20 Νοεμβρίου, 2020

Ἀρχιμανδρίτης Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος Ἱερομονάχου π. Εὐσεβίου Ρασσιᾶ

                                               
        
Ο Χριστός μας, “τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν,τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον”, δὲν θὰ πάψει ποτὲ νὰ λάμπει καὶ νὰ δοξάζεται μέσα ἀπὸ ἐνάρετους ἀνθρώπους καὶ ἐκλεκτούς, ποὺ ἔζησαν καὶ ζοῦν καὶ στὶς ἡμέρες μας σὰν ἐπίγειοι ἄγγελοι καὶ οὐράνιοι ἄνθρωποι. 
 Ἔχοντας τὸν Χριστὸ στὴν καρδιὰ καὶ στὴν ψυχή τους καὶ τὸν συνάνθρωπο σὰν νὰ εἶναι ἡ ζωή τους. 
 Μιὰ τέτοια μορφὴ πνευματική, ἀσκητική, βαθιὰ θεολογικὴ καὶ συνάμα παρηγορητικὴ, ἦταν ὁ μακαριστὸς καὶ φωτισμένος Γέροντας π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος. 
 Γεννήθηκε στὶς 27 Δεκεμβρίου τοῦ 1930 στὸ Βουρνάζι - σημερινὴ ὀνομασία Καλοβρύση- , ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς Μεσσηνίας. 
Ἦταν τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ ἕξι συνολικὰ παιδιὰ τῆς οἰκογενείας Ἰωάννου καὶ Γεωργίας Θεοδωροπούλου και ἔλαβε τὸ κατὰ κόσμον ὄνομα Ἐτεοκλής. 
Οἱ γονεῖς του ἦταν ἄνθρωποι εὐλαβεῖς. Τελείωσε τὸ Δημοτικὸ καὶ τὸ Γυμνάσιο στὴν πόλη τῆς Καλαμάτας καὶ τὸ ἔτος 1949 ἔδωσε ἐξετάσεις καὶ εἰσήχθη ἀπὸ τοὺς πρώτους στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. 
Ἡ Θεολογία ἦταν τὸ ὅραμα και ὁ σκοπός του. Χειροτονήθηκε διάκονος τὸ 1956 καὶ πρεσβύτερός τό 1961. Ἀξίζει ἐπίσης νὰ σημειωθεῖ ὅτι πολλὲς φορὲς τοῦ προτάθηκε νὰ γίνει Ἐπίσκοπος. Ὄμως στάθηκε ἀνένδοτος. Ἔλεγε: «Θέλω νὰ πεθάνω πρεσβύτερος! Μοῦ εἶναι πολύ, ποὺ εἶμαι καὶ πρεσβύτερος!». Διακόνησε κυρίως ὡς πνευματικὸς ἐπὶ 30 σχεδὸν ἔτη στὸ ὀρθόδοξο θρησκευτικὸ σύλλογο «Τρεῖς Ἱεράρχαι», στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας. 
Ἀσχολήθηκε ἐπίσης μὲ τὴ συγγραφὴ βιβλίων, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὰ προβλήματα καὶ τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ φέρουν - ἐκτός των ἄλλων - κι ἔντονό το ἀγωνιστικὸ στοιχεῖο. 
Τὰ βιβλία του κατὰ τὴ γνώμη πολλῶν, εἶναι πρωτότυπα, ἀποτελοῦν πραγματικὴ συμβολὴ στὴν ὀρθόδοξη Θεολογία, ἰδίως στὸ Κανονικὸ Δίκαιο, στὸ ὁποῖο εἶχε καταστεῖ αὐθεντία. 
Παραλλήλως εἶχε ἀρίστη ἐγκυκλοπαιδικὴ συγκρότηση καὶ ἦταν τέλειος χειριστὴς καὶ ὑπέρμαχος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. 
 Ὁ π. Ἐπιφάνιος εἶχε πλήρη συνείδηση, ὅτι ἡ ἀληθὴς προσευχὴ εἶναι ἡ κορυφαία ἔκφραση τῆς διὰ μέσου της ἀσκήσεως, ἐγκράτειας, ταπεινώσεως καὶ ἀγάπης ἀναφορᾶς καὶ ἀνατάσεως ὁλοκλήρου τῆς ὑπάρξεως τοῦ προσευχομένου σὲ ὕμνο, δοξολογία καὶ εὐχαριστία καὶ σὲ ἀΐδιο πόθο κοινωνίας μὲ τὸ ὑπέρτατο ἐφετὸ τῶν πιστῶν, τὴν Ἁγία Τριάδα. 
Εἶχε πλήρη συνείδηση, ὅτι ἡ προσευχὴ αὐτὴ ποὺ τελειοῦται στὴν Θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τὸ ὑπέρτατο προνόμιο ποὺ παρεχώρησε ὁ ἐν Τριάδι Θεὸς στὸν ἄνθρωπο καὶ συγχρόνως τὸ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς οὐσιαστικῆς καὶ ἀληθινῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ, συμφώνως καὶ μὲ τὴν διαπίστωση τοῦ Ἁγίου Νείλου τοῦ ἀσκητῆ: «Εἰ προσεύχη ἀληθῶς θεολόγος εἶ καὶ εἰ θεολόγος εἶ προσεύχη ἀληθῶς». 
Καὶ εἶναι γεγονός, ὅτι γιὰ τὸν π. Ἐπιφάνιο ἡ προσευχὴ ἦταν στάση καὶ τρόπος ζωῆς ἦταν ἡ ἴδια ἡ ζωή του
Μιὰ ζωὴ ποὺ σὲ κάθε ἔκφανση καὶ ἔκφραση της ἦταν προσευχομένη διακονία γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τὴν προάσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας. 
Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες ὧρες ὕπνου (περίπου 2 – 4 τὸ 24ωρο), ὁ ὑπόλοιπος χρόνος τῆς ζωῆς του ἦταν μιὰ συνεχὴς προσφορὰ ἀγάπης καὶ θυσίας, ἕνα συνεχὲς βίωμα ὅλων τῶν ἀρετῶν, μιὰ συνεχὴς δοξολογία μὲ ἔργα καὶ λόγια τῆς Ἁγίας Τριάδος. 
Ἀσθενικός στό σῶμα μὲ σκόλοπα στὴν σάρκα, τηροῦσε τὸ ἐκκλησιαστικὸ τυπικό τῶν Ἱερῶν ἀκολουθιῶν μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια, ἀκόμη καὶ ἐὰν ὁ συνεχὴς φόρτος ἐργασίας καὶ τὰ καθ’ ἡμέρα καὶ νύκτα ἐπείγοντα προβλήματα, ὄχι βεβαίως δικά του, ἀλλὰ τῶν πνευματικῶν του τέκνων, τὸν ἀνάγκαζαν σὲ ἀναβολὴ καὶ τέλεση τῶν σχετικῶν ἀκολουθιῶν (Ἑσπερινός, Ἀπόδειπνο κλπ.) ἔστωκαὶ στὶς 2 τὸ πρωί. 
Ἡ προσευχὴ γιὰ τὸν π. Ἐπιφάνιο ἦταν πιὸ ἀπαραίτητη ἀπὸ ὅτι ἡ ἀναπνοὴ γιὰ τὸ σῶμα συμφώνως μὲ τὴν ρήση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον». 
Ἡ σκέψη του, ἡ βούλησή του, οἱ πόθοι του ἦταν συνεχῶς στραμμένοι πρὸς τὸν μοναδικὸ ἔρωτα τῆς ζωῆς του, τὸν Νυμφίο Χριστὸ καὶ τὴν πρὸς Αὐτὸν καθοδήγηση τῶν πνευματικῶν του τέκνων. 
 Παρὰ τὴν ἀσθένεια τῆς σαρκὸς ὁ π. Ἐπιφάνιος μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση καὶ νηστεία, εἶχε ἀποκοπεῖ πλήρως ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες καὶ εἶχε μεταφέρει ὅλη τὴν ἀγάπη του καὶ τοὺς πόθους του στὴν οὐράνιο Βασιλεία, δυνάμενος νὰ ἐπαναλάβει μετὰ τοῦ Παύλου: «ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχάσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δὶ’ οὐ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγῶ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6, 14). 
Ἡ ὑπερβάλλουσα πνευματικότητα τοῦ μακαριστοῦ π. Ἐπιφανίου, ποὺ συμπυκνοῦται στὴν ἀδιάλειπτη καὶ νοερὰ προσευχὴ, εἶχε διαδοθεῖ εὐρέως, παρὰ τὴν ἀφάνεια καὶ τὸ «λάθε βιώσας» ποὺ τόσο ἐπεδίωκε, καὶ ἐκτιμᾶτο ὅλως ἰδιαιτέρως σὲ περιοχὲς ποὺ κατ’ ἐξοχὴν διακρίνονται γιὰ τὴν ἐπίδοσή τους στὶς πνευματικὲς αὐτὲς ἀσκήσεις, ὅπως τὸ Ἅγιον Ὅρος. 
Τὸ μέγεθος τῆς ἐκτιμήσεως αὐτῆς ποὺ ἔφθανε στὰ ὅρια τῆς ἀναγνωρίσεώς του ὡς αὐθεντίας, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ἑξής γεγονός. 
 Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια τοῦ ζήτησε μία ἀδελφὴ νὰ τὴν καθοδηγήσει στὴ νοερὰ προσευχή.
-Ἐγὼ, τῆς ἀπάντησε, εἶμαι μὲν Ἱερομόναχος ἀλλὰ ζῶ στὸν κόσμο. Μπορῶ νὰ σοῦ ὑποδείξω μερικοὺς ἁπλοὺς τεχνικοὺς τρόπους, ἀλλὰ καλὰ θὰ κάνεις νὰ συμβουλευθεῖς κανένα Ἁγιορείτη Πατέρα, ὁ ὁποῖος νὰ ἀσκεῖται στὴ νοερά προσευχή. 
 Καὶ τῆς ὑπέδειξε ἕναν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀσκεῖτο μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του στὴν νοερὰ προσευχή. Γιὰ νὰ λάβει τὴν ὅλως ἀπροσδόκητη, ἀπάντηση:  
-Μά, Γέροντα, ἐκεῖνος μὲ ἔστειλε σὲ σᾶς! 
 Μετὰ ἀπὸ πολλοὺς κόπους, ἀσκήσεις καὶ ἀγῶνες ἀλλὰ καὶ μὲ βαριὲς δοκιμασίες ὁ π.Ἐπιφάνιος ταξίδεψε πρὸς τὸν Κύριον ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ κήρυξε, ὄχι μόνο μὲ τὰ σπουδαῖα συγγράμματά του καὶ τὶς φωτισμένες συμβουλὲς του, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁγία ζωή του. 
Ἐκοιμήθη τὴν Παρασκευὴ 10 Νοεμβρίου 1989 καὶ ὥρα 4:26 τὸ ἀπόγευμα. 
 Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία του ἦταν μιὰ ἐξόδιος ἀκολουθία ἑνὸς ἁγίου. Χιλιάδες πενθοῦντος λαοῦ κατέκλυσαν τὸν Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης Ἀθηνῶν, γιὰ νὰ συμμετάσχουν στὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία καὶ νὰ κατευοδώσουν πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τὸν πεφιλημένο καὶ πολυσέβαστο πνευματικό τους Πατέρα. Τὸ θλιβερὸ ἄγγελμα τῆς ἐκδημίας τοῦ μακαριστοῦ π. Ἐπιφανίου εἶχε πανορθόδοξη ἀπήχηση δεδομένου, ὅτι ἡ φήμη του εἶχε ὑπερβεῖ ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε, τὰ ἐθνικά μας σύνορα. 
 Διδαχές: 
 -Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐκείνη ποὺ μᾶς ἐμποδίζει νὰ πιστεύσουμε, ὄχι ἡ λογική. Γι’ αὐτὸ ἂν πεῖς σ’ ἕναν ἄπιστο νὰ ζήσει ἕξι μῆνες κατὰ τὴν ἠθική του Εὐαγγελίου, καὶ τὸ κάνει, θὰ γίνει πιστὸς χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει. Τὸ: «Δὲν ὑπάρχει Θεὸς» τὸ λένε συνήθως ἄνθρωποι φαῦλοι καὶ ἀνήθικοι. Οὔτε βρέθηκε οὔτε θὰ βρεθεῖ ἄνθρωπος ἠθικός, ἐγκρατής, ἐνάρετος κ.λπ. ποῦ νὰ λέει τόσο εὔκολα: «Δὲν ὑπάρχει Θεός! -Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ κατάσταση τῆς κοινωνίας ὅπως τὴν περιέγραψε κάποιος ἱεροκήρυκας, ἕνας νέος ζήτησε τὴν γνώμη τοῦ Γέροντα. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: 
 -Ἄκουσε, παιδί μου. Πολλοὶ ξεκινοῦν ἀπὸ λανθασμένη βάση: Πῶς συμβαίνουν αὐτά, ἀφοῦ ζοῦμε σ’ ἕνα χριστιανικὸ κράτος; Ἐνῶ πρέπει νὰ θεωροῦμε ὅτι ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ ζοῦμε σ’ ἕνα κράτος εἰδωλολατρικό, ἀθεϊστικό, κ.λπ. καὶ νὰ εἴμαστε εὐχαριστημένοι ποὺ ἀκόμη δὲ μᾶς ἔχουν πετροβολήσει καὶ δὲ μᾶς ἔχουν σταυρώσει. Αὐτὴ εἶναι ἡ πικρὴ ἀλήθεια. 
-Ἡ καρδιά μου, παιδιά μου, ἔχει μόνο εἰσόδους καὶ καμιὰ ἔξοδο. Ἐὰν κάποιος εἰσέλθει σὲ αὐτὴ δὲν πρόκειται νὰ ἐξέλθει, ὅσα προβλήματα καὶ νὰ μοῦ δημιουργήσει. ΟΣΙΟΣΝΙΚΩΝ191

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου