Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε γιὰ τὸν Γέροντα Εὐμένιο: «Νὰ πηγαίνετε νὰ παίρνετε τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα Εὐμένιου, γιατί εἶναι ὁ κρυμμένος Ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας. Σὰν τὸν Γέροντα Εὐμένιο βρίσκει κανεὶς κάθε διακόσια χρόνια»
Ἀρχιμ. π. Εὐσεβίου Ρασσιᾶ
Ο Γέροντας Εὐμένιος γεννήθηκε τὸ
1931 στὴν Ἐθιὰ Μονοφατσίου τοῦ νομοῦ
Ἡρακλείου Κρήτης καὶ ἦταν τὸ ὄγδοο παιδὶ
μιᾶς φτωχῆς καὶ πιστῆς οἰκογένειας. Ἔγινε
μοναχὸς σὲ ἡλικία 17 χρονῶν, ἀγωνίστηκε
γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς του μὲ
ἀγάπη καὶ προσευχὴ καὶ δοκιμάστηκε
σκληρὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς λέπρας,
ἀλλὰ καὶ ἀργότερα, ἐνῶ ἦταν ἤδη ἱερέας,
ἀπὸ δαιμονικὴ ἐπιρροή, μὲ τὴν ὁποία βασανίστηκε ψυχοσωματικὰ καὶ ἐλευθερώθηκε
μετὰ ἀπὸ πολλὲς προσευχές, ἀγρυπνίες καὶ
ἐξορκισμοὺς σὲ μοναστήρια τῆς Κρήτης,
ὅπως στὶς μονὲς Κουδουμᾶ καὶ Παναγίας
Καλυβιανῆς.
Ἡ ἀσθένεια τῆς λέπρας τὸν
ἔφερε στὸ Νοσοκομεῖο Λοιμωδῶν στὴν
Ἁγία Βαρβάρα Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ θεραπεύτηκε,
ἀλλὰ βλέποντας τὸν ἀνθρώπινο πόνο,
ἀποφάσισε νὰ παραμείνει στὸ Νοσοκομεῖο
ὡς ἱερέας, γιὰ νὰ βοηθήσει ὅσο μποροῦσε
τὴν ἀνακούφιση τῶν συνανθρώπων του!
Ἐκεῖ λοιπὸν θὰ ἀρχίσει τὸ ποιμαντικό του
ἔργο, ποὺ μπροστά του γονατίζουν οἱ
ἔχοντες θεολογικὰ πτυχία καὶ
ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα.
Ἡ ἀγάπη του καὶ ὁ ἀσκητικός του ἀγώνας
ἔφεραν σ’ αὐτὸν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ
ταπεινὸς ἱερέας (λειτουργοῦσε στὸ ναὸ τῶν
ἁγίων Ἀναργύρων Ἰατρῶν Κοσμᾶ καὶ
Δαμιανοῦ, μέσα στὸ Λοιμωδῶν) ἔφτασε σὲ
μεγάλο ὕψος ἁγιότητας -τὸ ὁποῖο
διατηροῦσε κρυφὸ ὅσο μποροῦσε- καὶ
ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὸ προορατικὸ χάρισμα,
νὰ ζήσει ὑψηλὰ πνευματικὰ βιώματα καὶ
ὁράματα καὶ νὰ βοηθήσει πάρα πολλοὺς
ἀνθρώπους κάθε κοινωνικῆς τάξης καὶ
μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, ὄχι μόνο μὲ τὶς
συμβουλὲς καὶ τὴν προσευχὴ του ἀλλὰ καὶ
μὲ τὴν ἁγιασμένη παρουσία του.
Ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε ὅλο τὸν κόσμο, κάθε
ἄνθρωπο προσωπικά, καὶ ἦταν πάντοτε γελαστός, τὸ τρανταχτὸ γέλιο του ἦταν ἕνα
ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά του.
Ἐπίσης πολλὲς
φορὲς ἔβγαινε ἀπὸ τὸ Ἱερό, κατὰ τὴ λειτουργία, μὲ τὰ γένια τοῦ βρεγμένα ἀπὸ δάκρυα, ἀφοῦ προσευχόταν γιὰ ὅλους τους
πονεμένους καὶ δυστυχισμένους συνανθρώπους μας.
Ὁ παππούλης γελοῦσε, γελοῦσε πολύ.
Γελοῦσε καὶ μετέδιδε τὴ χαρά του. Χαιρόταν μὲ τοὺς ἁγίους, μὲ τὴν Κυρία Θεοτόκο,
μὲ τοὺς ἀγγέλους, καὶ μετέδιδε πάλι τὴ
χαρὰ τῶν ἁγίων, τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τῶν
ἀγγέλων, γι’ αὐτό, ὅποιος πήγαινε ἐκεῖ καὶ
ἦταν στενοχωρημένος καὶ κουρασμένος
ψυχικὰ ἢ σωματικά ἔφευγε γεμάτος χαρὰ
καὶ ἀνακούφιση. Ὅποιος τὸν πλησίαζε,
ἔβλεπε ἕναν ἱερέα, ἕναν καλόγερο, μὲ
ἔντονη χαρὰ στὸ πρόσωπό του. Αὐτὴ ἡ
χαρά, πολλὲς φορές, ἐκφραζόταν μὲ πολλὰ
γέλια, ποὺ ἀναμιγνύονταν μὲ τὰ λόγια του
ἢ ξεχύνονταν ἀπὸ τὶς ἄκρες των κλειστῶν
χειλιῶν του, ὅταν ἔμενε σιωπηλός. Τὸ καταλάβαινες ὅτι ἦταν γέλια ἑνὸς χαριτωμένου
ἀνθρώπου [δηλ. ἀνθρώπου μὲ θεία χάρη],
μιᾶς καρδιᾶς ξέχειλης ἀπὸ ἀληθινή, θεία γαλήνη καὶ χαρά, ποὺ χυνόταν ἔξω καὶ δρόσιζε, ξενίζοντας ἴσως κάποιες φορὲς τοὺς
ἄλλους. Ἦταν ἐμφανὲς ὅτι ὁ π. Εὐμένιος
προσπαθοῦσε νὰ συγκρατηθεῖ ἀπὸ ταπείνωση, νὰ μὴ φανεῖ αὐτὴ ἡ ἁγία
ἰδιαιτερότητα, μὰ δὲν τὸ κατάφερνε πάντοτε. Ὅταν φοροῦσε τὴν ἱερατική του στολὴ
καὶ ἔβγαινε στὴν Ὡραία Πύλη γιὰ τὸ
«Εἰρήνη πᾶσι» ἢ θυμίαζε τὴν Παναγία μας
στὸ τέμπλο,τὸ πρόσωπό του, συγκρινόμενo
μὲ τὰ ἀπαστράπτοντα ἄμφια, ἔλαμπε περισσότερο. Ἰδιαίτερα μπροστὰ στὴ Θεοτόκο, στὴν Τιμιωτέρα ἢ στοὺς
Χαιρετισμούς, τὴ χαιρετοῦσε πραγματικὰ
πλημμυρισμένος χαρὰ καὶ γελοῦσε μόνος
αὐτός, σὰν νὰ τοῦ εἶπε ἡ Θεοτόκος μία
εὐχάριστη εἴδηση.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος
ἔλεγε γιὰ τὸν Γέροντα Εὐμένιο: «Νὰ πηγαίνετε νὰ παίρνετε τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα
Εὐμένιου, γιατί εἶναι ὁ κρυμμένος Ἅγιος
τῶν ἡμερῶν μας. Σὰν τὸν Γέροντα Εὐμένιο
βρίσκει κανεὶς κάθε διακόσια χρόνια».
Στὸ
Νοσοκομεῖο Λοιμωδῶν εἶχε τὴν εὐλογία νὰ
γνωρίσει καὶ νὰ διακονήσει τὸν λεπρὸ
μοναχὸ Νικηφόρο, τὸν σήμερα Ἅγιο Νικηφόρο τὸν Λεπρὸ καὶ θαυματουργὸ ,ποὺ ἂν
καὶ τυφλὸς ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του, ἔγινε μεγάλος πνευματικὸς πατέρας τῶν χριστιανῶν
καὶ δάσκαλος τοῦ Γέροντα Εὐμένιου.
Οἱ
ἀσκήσεις του πολλὲς μὰ κρυφὲς, ὅπως τὰ
πολλὰ χαρίσματα ποὺ ἀξιώθηκε ὁ Γέροντας
Εὐμένιος . Μάλιστα ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν καὶ
τὸ διορατικὸ χάρισμα. Γιὰ τὸ διορατικὸ
αὐτὸ χάρισμα τὸν ἐρώτησε κάποτε ἕνας
μοναχὸς στὴν τράπεζα του μοναστηριου.
--“Τι εἶναι αὐτὸ τὸ
διορατικὸ ποὺ λένε ἔχει ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος.
Πῶς ἐνεργεῖ μᾶλλον, τὸ διορατικὸ χάρισμα;”
Μὲ μιὰ εὐγλωττία καὶ ἀφέλειά μοῦ
λέει:
--“Ά, αὐτὸ τὸ κατέχω καλά, μπορῶ νὰ
στὸ πῶ”.
--“Είμαι ὅλος αὐτιά”, τοῦ λέει ὁ μοναχός.
--“Βλέπεις τί ὑπάρχει ἐδῶ ἀπ’ ἔξω
στὴν αὐλή;”, τὸν ρωτάει.
--“Δεν βλέπω”, τοῦ
ἁπαντᾶ.
--“Τώρα”, τοῦ λέει, “περνάει μιὰ
γάτα μὲ μιὰ μεγάλη μαύρη βούλα ἐδῶ στὸν
λαιμό. Ἐμένα, βλέπεις, μὲ ἔχει ἀξιώσει ὁ
Θεὸς νὰ βλέπω καὶ πίσω ἀπὸ τὸν τοῖχο”.
Φάνηκε ἀστεῖο καὶ πολὺ ἁπλοϊκὸ στὸν μοναχό. Ὅταν συνῆλθε καὶ ἐνῶ ἔπινε τὸν καφέ
του, ἀμέσως μετὰ τὴν κουβέντα,
ἐμφανίσθηκε στὴν πόρτα μιὰ γάτα μὲ
μαύρη βούλα στὸ λαιμό. Κι αὐτὸς κατάλαβε
τὴν ἔκπληξή του καὶ ἄρχισε νὰ γελᾶ
ἀκατάσχετα. Τότε, κατάλαβε ὁ μοναχὸς ὅτι
εἶχε ἀπέναντί του ἕναν ἄνθρωπο ποὺ
κατεῖχε καλὰ αὐτὸ τὸ χάρισμα. Καὶ τὸ
ἔκρυβε, ὅμως, ὅσο μποροῦσε, γιὰ νὰ μὴν
προκαλεῖ, γιὰ νὰ μὴν τὸν θαυμάζουν οἱ
ἄνθρωποι, διότι ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πολὺ
κεκρυμμένης ἐργασίας.»
Τὰ δύο τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του τὰ πέρασε στὸ Νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς»
καὶ τὴν 23η Μαίου 1999 παρέδωσε τὸ
πνεῦμα του στὸν Κύριο καὶ τάφηκε σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του στὸν τόπο ποὺ
γεννήθηκε, στὴν Ἐθιὰ Κρήτης.
Πολλὲς οἱ
μαρτυρίες τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴν ἁγιότητα
τοῦ Γέροντα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς θαυμαστὲς
ἐπεμβάσεις του καὶ μετὰ τὴν κοιμησή του.
Διδαχὲς:
1.«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ μου, βοήθησέ με νὰ Σὲ
ἀγαπῶ πάντοτε περισσότερο ἀπὸ τὸν
ἑαυτό μου, περισσότερο ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο
καὶ νὰ μὴν χορταίνω νὰ Σὲ ἀγαπῶ».
2.«Ὅσο πιὸ μεγάλη ἀσθένεια,τόσο πιὸ μεγάλος σταυρός, τόσο πιὸ μεγάλη Ἀνάσταση.
Πῶ, πῶ, πῶ, μεγάλο δῶρο μοῦ ἔδωσες, Θεέ
μου. Σ’ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, πού μου
ἔδωσες μεγάλο σταυρό. Θὰ ἔχω μαζί Σου
μεγαλύτερη συμμετοχὴ στὰ πάθη Σου,
ἀλλὰ καὶ μεγαλύτερη συμμετοχὴ στὴν
Ἀνάστασή Σου».
3.“Μὴν κατηγορήσης ποτὲ κανένα ἱερωμένον
ἡ ἀφιερωμένον εἰς τὸν Θεὸν οὔτε τοὺς
κοσμικοὺς οὔτε τοὺς μεγαλύτερους
ἁμαρτωλοὺς καὶ ἂν ἀκόμα τοὺς βλέπεις νὰ
ἁμαρτάνουν. Ὅλους τούς ἀνθρώπους, ποὺ
κατοικοῦν εἰς τὴν γῆν καὶ τοὺς κοιμηθέντας
ἀπὸ κτίσεως κόσμου νὰ τοὺς βλέπωμε
ἁγίους καὶ δικαίους καὶ μόνον τὸν ἑαυτό
μας νὰ βλέπωμε ἁμαρτωλόν, τελευταῖον
ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ἄξιον κατακρίσεως καὶ
πολλῶν τιμωριῶν. Εἶναι καλὸν καὶ θεάρεστον νὰ πεθάνωμε διὰ τὸν κόσμον διὰ νὰ
ζήσωμε αἰωνίως μὲ τὸν Θεόν”
ΟΣΙΟΣΝΙΚΩΝ193

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου