05 Δεκεμβρίου, 2020

Η ΘΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ. (Τῆς συγκυπτούσης).

 

π.Φιλιππου Μπεναζη Ιερου Ναου Αγιου Νικολαου Δραμας.

Δεκαοχτώ χρόνια ἡ ἀνώνυμη γυναίκα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἧταν συγκύπτουσα. Δεκαοχτώ χρόνια ὁ ὁρίζοντάς της, ὅπως σημειώνεται στό κείμενο, ἧταν ἡ γῆ. Τά μάτια της ἔβλεπαν μόνο χῶμα καί πέτρες. Δεκαοχτώ χρόνια ἧταν ἀναγκασμένη νά ζεῖ  μία ἀπόλυτα δύσκολη καί προβληματική ζωή. Δεκαοχτώ χρόνια δοκιμαζόταν καθημερινά, σέ ὅ,τι ἕνας ὑγιής ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀπολαμβάνει. 

Ὁπωσδήποτε ὅλα αὐτά, θά μπορούσαν νά τήν κάνουν ἕνα δύσκολο ἄνθρωπο. Ἕνα ἄνθρωπο ἱδιότροπο καί στριφνό. Μιά παρουσία πού θά ἧταν δυσάρεστη ὄχι μόνο γιά τήν ἐμφάνισή της, ἀλλά καί γιά τόν τρόπο της. Βέβαια τό κείμενο δέν κάνει κάποια ἀναφορά σέ τέτοια χαρακτηριστικά γιά τή γυναίκα ἐκείνη. Ὡστόσο χωρίς νά εἶναι σίγουρο, δέν μποροῦμε καί νά τό ἀποκλείσουμε. 

Τό σημαντικό ὅμως γιά ἐμᾶς καί μέσα ἀπό τή διήγηση εἶναι πώς ἡ γυναίκα ἐκείνη, ἧταν μία γυναίκα βαθιᾶς πίστεως. Γιατί παρόλο πού ἡ σωματική της ἀδυναμία τῆς ἔβαζε ἐμπόδια, λογικά κατά πάντα, αὐτή ὅπως φαίνεται δέν ὑπέκυπτε σ’αὐτά, παρόλο πού ἦταν καί συγκύπτουσα. Μπορεῖ τό σῶμα της νά ἧταν στραβό, μαζεμένο σάν ἕνα κουβάρι, ἡ ψυχή της ὅμως ἧταν ἴσια καί εὐθυτενής. Ἡ ψυχή της ἧταν ὅ,τι δέν ἧταν τό σῶμα της. 

Γι αὐτό καί παρόλο τό κινητικό προβλημά της, δέν φαίνεται πώς εἶχε παραιτηθεῖ ἀπό τή ζωή. Ἀφοῦ ἦταν παρούσα στήν κοινή προσευχή τῆς ἐποχῆς, στήν ἐβραϊκή συναγωγή, σίγουρα καί στήν ὑπόλοιπη ζωή της θά ἧταν μία ἀγωνίστρια. Ἡ ὁποία μέ ἀξιοπρέπεια καί ἀνεξάντλητη δημιουργικότητα, θά ὅριζε τή ζωή της καί θά διεκπεραίωνε στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ κάθε ἀνάγκη της. 

Αὐτά ὅλα πίσω ἀπό τό «παραβάν». Γιατί μπροστά ἀπό αὐτό, ἡ φυσική παρουσία τῆς γυναίκας ἐκείνης ἧταν γιά τόν ὁποιονδήποτε μία ἀλγεινή καί ἀξιολύπητη εἰκόνα. Αὐτήν τήν εἰκόνα, δεκαοχτώ χρόνια, τήν ἔβλεπε και ὁ ἀρχισυνάγωγος τῆς  περικοπῆς. Ποιός ξέρει τί σκέψεις καί τί συναισθήματα δημιουργόταν στό μυαλό καί τήν καρδιά του.  Ἡ ἱδιότητά του ὡς ἀρχισυναγώγου, δέν θά τοῦ ἐπέτρεπε νά κυριαρχοῦν μέσα του ἀρνητικά αἰσθήματα, ἀλλά τουλάχιστον συμπόνιας καί συμπάθειας. 

Παράξενη και περίεργη ὅμως εἶναι ἡ ἀντίδρασή του, ὅταν αὐτη δέχεται τό θεραπευτικό ἄγγιγμα τοῦ Χριστοῦ.  Ἀντί νά χαρεῖ καί νά δοξάσει τό Θεό τόν ὁποίον ὑπηρετοῦσε στή συναγωγή, ἀντιθέτως βλέποντας τη θεραπεία τῆς γυναικός ἐκρίγνυται καί στηλιτεύει τή θεραπεία της. Ὥς αἰτία τῆς συμπεριφορᾶς του αὐτῆς βρίσκει τό νόμο, ὁ ὁποίος ἀπαγόρευε τήν ἐργασία τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Ἔτσι χωρίς ἴσως και ὁ ἵδιος νά σκεφθεῖ αὐτό πού θά πεῖ, λέει ἐκείνο τό ἀνεκδιήγητο: «...Ἔξι ἡμέρες ὑπάρχουν βάσει τοῦ νόμου κατά τίς ὁποίες μπορεῖτε νά ἔρχεστε γιά να θεραπεύεστε καί ὄχι τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου...!!!!!!». 

Τί νά σκεφθεῖ ὁ ὁποιοσδήποτε; Πώς ὁ νόμος εἶναι τόσο δυνατός ὥστε δέν μπορεῖ, οὔτε ἕνα τέτοιο θαῦμα νά τόν ὑπερβεῖ; Πώς τό θαῦμα εἶναι κάτι, πού ὅπως εἶπε και ὁ ἵδιος, μπορεῖ νά γίνεται καθημερινά μέ ἕνα τρόπο ρουτίνας, ἔτσι ὥστε νά γίνει ἕνας προγραμματισμός καί μία τυπική διεκπεραίωση; Πώς μπορεῖ ἡ ἀνθρώπινη λογική νά «διορθώσει» τη θεία λογική; 

Εἶναι πραγματικά τουλάχιστον αἰνιγματική, σέ μέγιστο ὅμως βαθμό, ἡ ἀντίδραση τοῦ ἀρχισυναγώγου. Εἶναι σάν νά μή θέλει νά δεχθεῖ αὐτό πού καί ὁ ἵδιος πίστευε καί κήρυτε. Ὅτι ὁ Θεος εἶναι παντοδύναμος καί ἀνεξιχνίαστες οἱ βουλές Του καί μπορεῖ νά ἐνεργεῖ ὅπως καί ὅταν θελει! Ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι ἀπλά ἀγάπη ὅπως ἀναφέρεται συνήθως, ἀλλά εἶναι  ἡ Ἀγάπη ἡ ὁποία δίνει καί τό νόμο (ἀπό ἀγάπη ὅμως) καί γιά τήν ἀγάπη! 

Ἀλλά τό πρόβλημα τοῦ ἀρχισυναγώγου δέν εἶναι ἡ θεραπεία τῆς δύστυχης συγκυπτούσης. Εἶναι ἡ εἰκόνα καί τό εἴδωλο τελικά τοῦ Θεοῦ πού σύν τῷ χρόνῳ εἶχε δημιουργήσει μέσα του καί στήν συγκεκριμένη συγκυρία και ὁ Χριστός. 

Ἄς ἀναφερθοῦμε πρώτα στό δεύτερο. Ἡ περικοπή μᾶς ἀφηγείται πώς ὁ Χριστός δίδασκε τήν ἡμέρα ἐκείνη στήν συναγωγή. Δηλαδή την ἡμέρα ἐκείνη, ὅσοι εἶχαν πάει στόν ἐκκλησιασμό, εἶχαν τη μοναδική εὐκαιρία νά ἀκούσουν τό θείο λόγο ἀπό Τόν Ἵδιο τό Θεό. Ὁπωσδήποτε ὁ τρόπος μέ τόν ὁποίο μιλοῦσε και δίδασκε ὁ Χριστός, ἦταν ἀσύληπτος! Ἐπίσης, σίγουρα ἡ ἐρμηνεία καί ἀνάλυση τοῦ νόμου, πού πάντα γινόταν ὡς διδαχή στό ἐκκλησίασμα, ἦταν μία ἀνεπανάλειπτη ἀποκάλυψη καί φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Κάτι πού μόνο ὁ Ἵδιος ὁ Θεός μπορεῖ νά κάνει. 

Αὐτή ἡ θεϊκή ἐνέργεια ὑπερβαίνει κάθε ἀνθρώπινη δυνατότητα καί ἐν προκειμένῳ τοῦ ἀρχισυναγώγου. Καί ἐνῶ κάθε ἄνθρωπος πού καταλαβαίνει τή δυναμική του, θά δεχόταν μέ ταπείνωση καί χαρά τήν παρέμβαση αὐτή τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀρχισυνάγωγος μᾶλλον στενοχωρεῖται. Στενοχωρεῖται γιατί καταλαβαίνει τήν λιγότητα καί μικρότητά του στήν ἀνάλυση καί διαδαχή τοῦ θείου λόγου. Αὐτό εἶναι κάτι πού ἀρχίζει μέσα του νά τόν κάνει νά μή βλέπει μέ ἀγάπη τό Χριστό. Νά Τόν βλέπει σάν ἀντίπαλο καί ὄχι σάν σύμμαχο στή διδαχή τοῦ θείου λόγου.

Ἐπίσης ἡ ἱδιότητα καί ἡ παρουσία του, ἔδινε στούς γύρω του ἀλλα καί σ’αὐτόν, τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι κοντά στο Θεό καί Αὐτός ἀκούει τίς προσευχές καί τίς παρακλήσεις του. Ἡ ἔξωθεν μαρτυρία του τόν σύστηνε ὡς ἕνα ἄνθρωπο πού εἶναι δίπλα στό Θεό. Ὅμως ξαφνικά κάποια μέρα, τή συγκεκριμένη, ἀποδεικνύεται πώς αὐτό δεν ὑφίσταται καί ἄρα καταρίπτεται κάθε εἰκόνα καί ἐντύπωση περί τούτου. Ἐπιπροσθέτως, ἵσως κάποτε νά εἶχε σκεφθεῖ ὅτι θά μποροῦσε δι αὐτοῦ νά θεραπευθεῖ θαυματουργικῶς ἡ συγκύπτουσα καί νά τό ἤθελε ἀκόμη. Τήν ἡμέρα ὅμως ἐκείνη τελειώνει κάθε τέτοια πιθανότητα καί ἀκόμη περισσότερο συμβαίνει καί μία τραγική ἀποκαθηλωσή του καί σέ προσωπικό καί σέ κοινωνικό ἐπίπεδο. 

Στό προσωπικό ἡ ἀποκαθήλωση φαίνεται μέ τήν ἀκατανόητη καί ἀνεκδιήγητη συμπεριφορά του. Στό κοινωνικό φαίνεται ἀπό τήν ἀντίδραση τῶν ἀνθρώπων πού ἦταν στή συναγωγή, «...καί ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατησχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καί πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπί πάσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ αὐτοῦ», (σ.σ. τοῦ Χριστοῦ).  Αὐτό τόν ἀποτελειώνει. Μέσα του ψάχνει ἀπεγνωσμένα νά βρεῖ κάτι γιά νά ξαναχτίσει τήν ἐκόνα του καί αὐτό νομίζει πώς τό βρίσκει μέ τή θεραπεί σέ ἡμέρα Σαββάτου. Ὅμως τελικά τό κάνει χειρότερο.

Κι ἄς τελειώσουμε μέ τό πρώτο μέρος τοῦ προβλήματος τοῦ ἀρχισυναγώγου πού προαναφέραμε. Αὐτός, ὅπως καί κάθε θρησκευτικός ἄνθρωπος κάνει τό μεγάλο λάθος. Ἀπολυτοποιεῖ τό νόμο, τίς ἐντολές καί ξεχνάει Αὐτόν πού τίς ἔδωσε. Στήν πραγματικότητα εἶναι ἀνασφαλής. Εἶναι φοβισμένος καί αἰσθάνεται πώς ἐνισχύεται μέ τόν νόμο καί τήν τήρησή του. Κρύβεται πίσω ἀπ αὐτόν. Τόν κάνει προμετωπίδα. Στήν πραγματικότητα ὅμως οὔτε ὁ ἵδιος τόν καταλαβαίνει, οὔτε τόν ἔχει! Γι αὐτό καί τήν κρίσιμη στιγμή παθαίνει συσκότιση. 

Δέν ἔχει καταλάβει ὅπως προαναφέραμε, πώς ἡ τελείωση τοῦ νόμου εἶναι ἡ ἀγάπη. Δέν ἔχει καταλάβει πώς καί ὁ νόμος ἀπό ἀγάπη δώθηκε ἀπό τήν Ἀγάπη, γιά νά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους νά ἀνακαλύψουν καί νά ζήσουν τήν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὁ ἵδιος κατά βάθος εἶναι ἀνίκανος νά ἀγαπήσει καί ἔτσι γίνεται τελικά, ὅπως καί ὁ Ἵδιος ὁ Χριστός τόν χαρακτηρίζει, ὑποκριτής. Δηλαδή εἶναι ἕνας θεατρίνος τῆς πίστεως. Ἕνας ἄπιστος κατά βάθος, ἀλλά ἐπιφανειακά πολύ θρησκευτικός ἄνθρωπος. 

Ἐκανε τό λάθος κι αὐτός ὅπως ὅλοι οἱ θρησκευτικοί ἄνθρωποι νά κωδικοποιήσει Τό Θεό. Νά Τόν κάνει στερεότυπες, ἀπρόσωπες, ἀναίσθητες ἐντολές... Κατάφερε νά καταλάβει, νά πιστέψει, ἀλλά καί νά βγάζει πρός τούς ἄλλους ἕνα στενάχωρο Θεό! Ἕνα δυνάστη Θεό! Ἕναν οὐράνιο χωροφύλακα! Κατάφερε παρ’ὅλη τήν γνώση καί τήν τήρηση τοῦ νόμου, νά μείνει ἄγνωστος μέ τό Θεό. Δέν κατάφερε γνωρίζοντας τόν νόμο, νά γνωρίσει καί τόν Νομοθέτη, ὁ Ὁποίος εἶναι πέρα καί πάνω ἀπό τό νόμο Του. Δημιουργεῖ τελικά μία ψευδή καί λάθος γνώση καί εἰκονα τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπό τήν ὁποία καταλήγει ἕνας ὑποκριτής καί ὄχι ἕνας πιστός φίλος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Ἵδιος θέλει τούς πιστούς Του. 

Ἡ ψυχή του, σέ ἀντίθεση μέ αὐτήν τῆς συγκυπτούσης ἧταν ἄρρωστη καί ἀνάπηρη. Τό σῶμα του ἧταν ἴσιο ἀλλά ἡ ψυχή του συγκύπτουσα. Μπορεῖ ὅπως λέει ὁ Χριστός, ὁ σατανᾶς νά εἶχε δέσει τό σῶμα τῆς συγκυπτούσης, ἀλλά στόν ἀρχισυνάγωγο εἶχε δέσει τήν ψυχή του. Καί ἧταν μία εὐκαιρία καί γι αὐτόν τήν  ἡμέρα ἐκείνη νά θεραπευθεῖ πνευματικά, ἀλλά μᾶλλον δέν τά κατάφερε, ὅπως δύσκολο εἶναι νά τά καταφέρει ἀναλλόγως κάθε θρησκευτικός ἄνθρωπος. 

Οἱ ὁποίοι τελικά τό μόνο πού καταφέρνουν εἶναι νά κάνουν εἴδωλα τοῦ Θεοῦ μέσα τους καί ποτέ μιά σωστή ἔστω καί μικρή ἀλλά κυρίως καθαρή εἰκόνα τοῦ Αὐτοῦ . Καί τελικά γίνονται λιγότερο ἤ περισσότερο αὐτό πού λόγω τῆς ἀναπηρίας της, θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ συγκύπτουσα. Δύσκολοι, ἱδιότροποι, στριφνοί, ὑπερήφανοι, ἀνασφαλεῖς καί τελικά κακοί μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ στούς ἀνθρώπους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου