08 Δεκεμβρίου, 2021

ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΣΤΗΝ ΔΡΑΜΑ Νικήτας Δρακόπουλος (18.10.1877-28.06.1966) Πρότυπο εθνικού αγωνιστού

Τηλέμαχος Τσελεπίδης  · 6 Δεκεμβρίου στις 3:56 μ.μ.  · 

Ο Μακεδονικός Αγώνας, στην περιοχή της Δράμας υπήρξε, το ίδιο βίαιος και πολύνεκρος όπως και στην Δυτική Μακεδονία. Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Μακεδονίας κινδύνευε άμεσα κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα καθώς αναπτύχθηκαν ισχυρά τμήματα κομιτατζήδων σε όλη την ενδοχώρα, κάτω από την ανοχή των Τούρκων. Οι αρχικομιτατζήδες Πανίτσας, Μηνά, Τάσκα, Σαντάσκυ, Τσιαντάρωφ, και λοιποί, ελέγχουν απόλυτα την περιοχή μας. Οι εκβιασμοί, οι ληστείες και οι δολοφονίες Ελλήνων ραγιάδων είχαν γίνει συνήθης τακτική των οργάνων της Σόφιας. Ο εκβιαστικός προσηλυτισμός στην Βουλγαρική Εξαρχία άλλαζε ήδη το χάρτη στο νομό μας.

Μπροστά στον θανάσιμο κίνδυνο της αλλοίωσης της εθνολογίας στη Μακεδονία το Πατριαρχείο με θρησκευτικό ηγέτη τον Ιωακείμ Γ΄ (1834-1912) στέλνει, στα πυρπολημένα μακεδονικά κέντρα ότι εκλεκτότερο διέθετε σε νέους και ψυχωμένους ιερωμένους ο Ελληνισμός.. Η Δράμα υποδέχεται στις 22.7.1902 τον 35χρονο εθνικό ηγέτη κι οραματιστή της, τον Χρυσόστομο Καλαφάτη (1867-1922) από την Τρίγλια της Προποντίδας.

Όμως οι δράσεις και οι θυσίες των Δραμινών Μακεδονομάχων δεν είναι ευρύτερα γνωστές. Δύο, κυρίως, καπετάνιοι μακεδονομάχοι πρωταγωνίστησαν με τα κατορθώματά τους και σημάδεψαν την περιοχή μας.

1. Αξιόλογος ο ανθυπολοχαγός του Ελληνικού στρατού Κωνσταντίνος Νταής (1883-1945), ο οποίος ήταν από το Μεσενικόλα της Καρδίτσας. Ήρθε να βοηθήσει τον δοκιμαζόμενο Δραμινό ελληνισμό και έδρασε ως καπετάν Τσάρας σχηματίζοντας ένα σώμα από διάφορους Έλληνες εθελοντές και ντόπιους Μακεδόνες.

2. Κι ο Σερραίος Δούκας Γαϊτατζής (1879-1938 στο Παρίσι) ως καπετάν Δούκας –Ζέρβας, ο οποίος έδρασε μέσα και στους δυο νομούς, της Δράμας και των Σερρών.

Υπήρξαν όμως κι άλλα καπετανάτα, μικρότερα, όμως σημαντικά, όπως του Δημητρίου Γκογκολάκη, του Στέργιου Βλάχβεη, του Ιωάννη Μάρτζιου και άλλων. Όλους αυτούς τους αγωνιστές, τους βοηθούσε συστηματικά, με τον τρόπο του, ο εθνάρχης και Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, βοηθούμενος όμως κι από τον πανάξιο συνεργάτη του ιεροδιάκονο της Μητρόπολης Θεμιστοκλή Χατζησταύρου,

Και τα ευνοϊκά αποτελέσματα δεν άργησαν να έρθουν για τον χειμαζόμενο μακεδονικό Ελληνισμό. Όμως με πολύ αίμα και με πολύ μεγάλες θυσίες από τους επώνυμους κι ανώνυμους ήρωες μακεδονομάχους συναγωνιστές τους.

Θα αναφερθώ σε έναν τέτοιο μακεδονομάχο, σχεδόν ανώνυμο, τον καπετάν Νικήτα Δρακόπουλο (18.10.1877-28.06.1966).

Ο καπετάν Νικήτας Δρακόπουλος δεν είναι πολύ γνωστός στον τόπο του κι άγνωστος, ίσως, στο πανελλήνιο. Κι όμως υπήρξε μια θαυμάσια μορφή του Μακεδονικού Αγώνα κι ένας άξιος αγωνιστής της πατρίδας.

Γεννήθηκε και έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην Θάσο και έδρασε και έζησε και αποδήμησε, στη Δράμα. Διακρίθηκε για την παλικαριά και την ανθρωπιά του και για την ανυστερόβουλη εθνική προσφορά του. Υπήρξε ένας ασυμβίβαστος κι απροσκύνητος Μακεδόνας αγωνιστής.

Είχα την ευτυχία να τον γνωρίσω από πολύ κοντά και να διαπιστώσω, πόσο αξιοπρεπές και πνευματικά συγκροτημένο άτομο ήταν. Ήταν μια ηγετική φυσιογνωμία, ένα πρότυπο συνετού ανδρός με σπάνια ψυχοσωματικά χαρίσματα και προσόντα, τα οποία κοσμούν μόνο χαρισματικά άτομα. Θεωρείται από τους πρωταγωνιστές του Μακεδονικού κι Απελευθερωτικού Αγώνα στην Δράμα.

Γεννήθηκε στις Μαριές της Θάσου μέσα σε φτώχεια και μιζέρια και με μια τυραννική οθωμανική κατοχική διοίκηση να του ματώνει την καρδιά. Νεαρός εγκαταλείπει τον τόπο του. Πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη. Πάει να βρει μια καλλίτερη ζωή. Διψά για γράμματα. Εκεί ο αδελφός του πατέρα του φρόντισε ο ανεψιός του, να τελειώσει το γυμνάσιο. Το 1900 μπήκε με την αξία του, στην Ανώτερη Σχολή Αξιωματικών της Τουρκικής Χωροφυλακής. Από παιδί είχε αδυναμία στα όπλα και τα στρατιωτικά αξιώματα. Αποφοίτησε αριστούχος και με έπαινο το 1902. Ονομάστηκε Ανθυπομοίραρχος.

Νέος, ευσταλής, περήφανος, αλλά και συνετός. Διαθέτει πλούσια στρατιωτικά και διοικητικά προσόντα, τα οποία γρήγορα έγιναν γνωστά και έξω από την σχολή του. Τα καλλίτερα λόγια έφτασαν και στα αυτιά του γενικού γραμματέα της Τουρκικής Διοίκησης Μακεδονίας Θεσσαλονίκης.

Ο Κωνσταντινίδης Πασάς, ο οποίος δούλευε μυστικά για τα ελληνικά εθνικά δίκαια, φρόντισε να αξιοποιήσει τον νέο για το καλό της υπόδουλης πατρίδας. Εν αγνοία του Νικήτα ενδιαφέρθηκε να τοποθετηθεί το έτος 1903 στην τουρκική χωροφυλακή της Δράμας. Παράλληλα ειδοποίησε τον μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο ότι του στέλνει ένα θαυμάσιο ελληνόπουλο με ξεχωριστό ήθος και πλατιά στρατιωτική γνώση και σε αυτόν εναπόκειται πως θα τον πλησιάσει και θα τον χρησιμοποιήσει κατάλληλα για το καλό του ελληνικού γένους.

Ο Χρυσόστομος ήρθε στη Δράμα μέσα σε έξαλλους πανηγυρισμούς των Ελλήνων. Δεν βιάστηκε καθόλου να πλησιάσει τον «σκληρό Τούρκο» ανθυπομοίραρχο, που, άλλωστε, άργησε να παρουσιαστεί στη μονάδα του. Τον εντόπισε σένα πανδοχείο της αγοράς και τον έφερε στο μητροπολίτη ο καβάζης (φύλακας) του, ο Λιάκας.

Διηγείται ο Νικήτας Δρακόπουλος.

Εντυπωσιάστηκα από την πρώτη μου επικοινωνία με ηγέτη του ελληνισμού. Η οικειότητα και η αγάπη που μου έδειξε κι ο φοβερός του λόγος με συνεπήρε. Όμως εγώ είχα αποφασίσει να γυρίσω πίσω στην Κωνσταντινούπολη.

«-Σεβασμιότατε, του είπα, εγώ θα γυρίσω πάλι πίσω στην Πόλη, είτε ως αξιωματικός, είτε ως πολίτης. Εδώ στην πόλη σας, όμως δεν μένω έστω και αν με τουφεκίσουν.»

Ο Χρυσόστομος ξαφνιάστηκε. Όμως με την φοβερή δύναμη του λόγου και της πειθούς του, την πατριωτική του έξαρση και την επιβλητικότητά του, μετέπεισε τον νέο αξιωματικό. Μόνο για το συμφέρον του υπόδουλου έθνους των Ελλήνων έπρεπε να μείνεις και να υπηρετήσεις στο σώμα της τουρκικής χωροφυλακής, του είπε.

Ο νεαρός Θασίτης του διαμαρτυρήθηκε ότι δεν κατάγεται από την περιοχή της Δράμας. Ο θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του Ελληνισμού τον κοίταξε κατάματα.

«-Κι εγώ παιδί μου δεν είμαι από τη Δράμα, αλλά μένω εδώ. Όλοι οι Έλληνες έχουμε κοινό συμφέρον, έχουμε κοινά ιδανικά και κοινούς σκοπούς. Εδώ στη Δράμα κινδυνεύει η Ελλάδα και μαζί της κινδυνεύει κι η πατρίδα σου η Θάσος κι η δική μου η πατρίδα στη Βιθυνία. Όλοι οι Έλληνες κινδυνεύουμε. Οι Βούλγαροι, αγόρι μου, προχωρούν όλο και περισσότερο. Πρέπει λοιπόν να αγωνισθούμε όλοι μαζί για να σώσουμε τη ζωή των αδελφών μας...»

Του είπε κι άλλα πολλά. Σαν ορμητικός χείμαρρος έβγαιναν τα λόγια του μητροπολίτη. Τον κέρδισε. Ο Νικήτας Δρακόπουλος έσκυψε το κεφάλι. Τον είχε ήδη καταπλήξει και κατακτήσει.

«Θα μείνω Σεβασμιότατε και με την βοήθεια του Θεού και την ευλογία σας θα αγωνιστώ στο πλευρό σας σε ό, τι με διατάξετε...»

Την επόμενη παρουσιάστηκε στον Τούρκο Διευθυντή της Αστυνομίας, τον «Κομισαίρ», σένα κτιριακό συγκρότημα στην σημερινή θέση του Δικαστικού Μεγάρου της Δράμας. Αφού δικαιολογήθηκε για την καθυστέρηση, εντάχθηκε στο σώμα της Τουρκικής Χωροφυλακής.

Κι από τότε, έγινε το δεξί χέρι του Χρυσοστόμου και ο άνθρωπος κλειδί στα άδυτα μυστικά των τουρκικών στρατιωτικών μετακινήσεων κι αποφάσεων

Αλλά κι ο καπετάν Νταής έχει ασφαλέστερο σύνδεσμο μέσα στην τουρκική διοίκηση. Βρισκόμαστε στην πιο κρίσιμη περίοδο του μακεδονικού αγώνα. Τώρα ανασυγκροτούνται και εξοπλίζονται οι ομάδες δράσης των εκδικητών ανταρτών εναντίον του Βουλγαρικού κομιτάτου το οποίο έχει γίνει ο εφιάλτης των Ελλήνων όλης της Ανατολικής περιφέρειας της Μακεδονίας. Υπεύθυνος για την ασφαλή προώθηση των πολεμικών εφοδίων, τα οποία φτάνουν στις ακτές της Νέας Περάμου και στις άλλες παραλιακές ακτές της Καβάλας και προωθούνται, στη συνέχεια, στην περιοχή της Δράμας, είναι ο Νικήτας Δρακόπουλος.

Αυτός φροντίζει, ώστε τα φορτωμένα μουλάρια, με τα όπλα και τα πυρομαχικά να μη συναντούν κατά την διαδρομή μέχρι τη Δράμα τις τουρκικές περιπολίες. Τα καμουφλαρισμένα με δέματα καπνού και ψάθες φορτία των μουλαριών να φτάνουν με ασφάλεια πίσω από το πρώην αρτοποιείο του Νίκου Τσαγανού όπου ήταν το χάνι του Ντελή Αντώνη. Κι από εκεί μεταφερότανε σε όλη την περιφέρεια και σε ασφαλέστερες αποθήκες της Χωριστής και της Πετρούσας.

Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, θυμάμαι με πολύ συγκίνηση εκείνον τον υπέροχο άνθρωπο. Ψηλός, ευθυτενής, μεγαλοπρεπής, με κοσμοπολίτικη ευγένεια και κοφτερή ειλικρίνεια. Έμπαινε στο εμποροραφείο και καθότανε στην ψάθινη καρέκλα απέναντι στον πάγκο, του αφεντικού μου. Και μετά, ευγενικά.

«-Καλημέρα σας κύριοι».

Ύστερα απευθύνονταν σε μένα.

«-Θα κάνετε τον κόπο νεαρέ μου κύριε να μου παραγγείλετε έναν καφέ;»

Έτσι έκανα την πρώτη μου γνωριμία με τον μακεδονομάχο Νικήτα Δρακόπουλο στο υφασματεμπορικό κατάστημα του Βασίλη Καραβασίλη στο πρώην «τσάι» (χείμαρρο) απέναντι από τον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου. Ήταν ένα ζεστό καλοκαίρι του 1953. Ιδέα δεν είχα για το τι είναι μακεδονομάχος. Δεν μας είπαν ποτέ τίποτε γι΄ αυτούς οι δάσκαλοί μας της 10ετίας του 1950. Ίσως και δεν γνώριζαν και οι ίδιοι κάτι για τους ανθρώπους οι οποίοι μας χάρισαν την ελευθερία και ζούσαν ανώνυμοι ανάμεσά μας. Εξ άλλου δεν γνωρίζαμε ούτε καν και τον εθνικό ηγέτη του Δραμινού Ελληνισμού. Τον μητροπολίτη Χρυσόστομο Καλαφάτη.

Γιατί και τότε, όπως και τώρα ζούσαν στο περιθώριο οι εθνικοί αγωνιστές. Άλλωστε πουθενά στα εκπαιδευτικά μας εγχειρίδια δεν αναφέρονταν. Είχαν, ασύγγνωστα εγκληματικά, αγνοηθεί από την Πολιτεία.

Μήπως όμως το ίδιο δεν γίνεται και τώρα για τους πραγματικούς παρτιζάνους των Δραμινών υψιπέδων, τους αντιστασιακούς ήρωες του 1941-44;

Ο Νικήτας Δρακόπουλος ήταν ο πιο θελκτικός συνομιλητής από όλους τους επισκέπτες συνταξιούχους του μαγαζιού μας. Χαιρόσουνα να τον ακούς. Γλώσσα πλούσια, στρωτή, διαυγής. Ένας ακένωτος χείμαρρος λαϊκής σοφίας, πηγή γνώσεων κι αναμνήσεων, γλωσσική ευφράδεια και καθαρότητα, κάτι σπάνιο στα δύσκολα χερσοτόπια της εποχής μου. Γιατί ήταν, πολλές φορές, λιγομίλητος και σκεφτικός.

Από τα κατορθώματά του, η πιο σημαντική και τολμηρή ήταν η μάχη των Τούρκων χωροφυλάκων του Δρακοπούλου με τους κομιτατζήδες του Βούλγαρου βοεβόδα Τοντόρ Πανίτσα στην περιοχή του Αγιοχωρίου κοντά στο χωριό Σκρίτζοβο τη σημερινή Σκοπιά στις 12.1.1907.

Δανείζομαι πληροφορίες του αείμνηστου φίλου Φώτη Τριάρχη σε συνδυασμό με τις δικές μου αναμνήσεις από το ίδιο γεγονός.

Νύκτα τον κάλεσε επειγόντως ο Διοικητής του στην Αστυνομία. Του έδωσε ένα κλειστό φάκελο και τον διάταξε να τον πάει αμέσως στον Τούρκο Αστυνόμο της Προσοτσάνης από τον οποίο και θα έπαιρνε νέα εντολή τι θα κάνει στη συνέχεια.

Ενημέρωσε τον μητροπολίτη. Του έδωσε τον φάκελο.

«-Ξέρω μέσες άκρες τι γράφει. Και δεν άνοιξε τον φάκελο. Εσύ να κάνεις ό,τι σε διατάξει ο διοικητής σου. Μόνο προσπάθησε να καθυστερήσεις, όσο μπορείς, την αναχώρησή σου. Θα ειδοποιήσω τον καπετάν Δούκα. Κι από εκεί και πέρα κάνετε ό,τι σας φωτίσει ο Θεός...»

Έφυγε καλπάζοντας. Ο Τούρκος επικεφαλής διάβασε και ξαναδιάβασε την επιστολή.

Μετά τον διάταξε να συγκροτήσει αμέσως απόσπασμα από τους άνδρες του σταθμού του και να φύγει το γρηγορότερο. Πηγαίνει να αιφνιδιάσει τους αντάρτες του καπετάν Δούκα οι οποίοι στρατωνίζονταν στο χωριό Μανδήλι.

Ο Νικήτας κατάλαβε. Ήταν καθαρή καταγγελία των Βουλγάρων. Αυτοί το πρόλαβαν στους Τούρκους. Ο Δρακόπουλος δεν ήξερε τι θα κάνει, αλλά δεν είχε σκοπό να χτυπήσει Έλληνες αντάρτες!...

Όμως έδειξε ενδιαφέρον και ξεκίνησε τις προετοιμασίες. Δεν ήθελε να δώσει αφορμή γιατί οι αρχές γνώριζαν την ελληνική του καταγωγή. Έτσι συγκρότησε περίπολο στην οποία είχε και έμπιστους άνδρες γνωστούς από τη Δράμα. Αντί όμως να πάει στο Μανδήλι έστριψε στο Σκρίτζοβο, για το οποίο γνώριζε, πως αποτελούσε σφηκοφωλιά των κομιτατζήδων.

Μάχη θέλανε οι Τούρκοι μάχη θα έδινε. Ήταν όμως τόλμημα. Μέχρι τότε δεν τολμούσαν τουρκικά αποσπάσματα να ενοχλήσουν τους Βουλγάρους.

Νύκτα έφτασαν κι έπεσαν πάνω σε βουλγάρικο φυλάκιο.

«Στόϊ τάμ (αλτ), ακούστηκε η φωνή του κομιτατζή σκοπού. Αντί απαντήσεως οι Τούρκοι χωροφύλακες ακροβολιστήκανε και άρχισαν να πυροβολούν. Ο σκοπός ανταπέδωσε τα πυρά. Σε λίγο άρχισε ένα φοβερό τουφεκίδι. Το χωριό ήταν γεμάτο κομιτατζήδες. Όλο το σώμα του Τοντόρ Πανίτσα βρισκόταν μέσα στο χωριό. Είχανε αιφνιδιαστεί.

Ύστερα όμως αντεπιτέθηκαν με λύσσα. Τέσσερες από τους Τούρκους χωροφύλακες έπεσαν νεκροί, αλλά οι απώλειες των Βουλγάρων ήταν πολύ μεγαλύτερες. Μετά ακουστήκαν ντουφεκιές κι από την πλευρά των Σερρών. Έφτασαν ήδη οι αντάρτες του καπετάν Δούκα Ζέρβα. Έτσι οι κομιτατζήδες βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά. Και κυριολεκτικά αποδεκατίστηκαν.

Η πολύνεκρη μάχη αναστάτωσε Τούρκους και Βουλγάρους, ενώ χαροποίησε το ελληνικό στοιχείο. Οι Οθωμανοί, που δεν έκρυβαν τη χαρά τους για τα πλούσια λάφυρα τα οποία αποκόμισαν σε όπλα και πυρομαχικά και την εξόντωση των ληστών από την ένδοξη τους χωροφυλακή, κρατούσαν χαμηλούς τόνους. Κι ενώ ήταν, μέχρι τότε, η πιο ένδοξη πολεμική επιτυχία της τουρκικής χωροφυλακής, ο Διοικητής κάλεσε τον Νικήτα σε απολογία! Τον κατηγορούσε για σκόπιμη παρακοή της εντολής του. Δεν πείσθηκε από την απολογία του, ότι «έπεσα κατά λάθος πάνω σε κομιτατζήδες» και ότι «δεν αντιλήφθηκα την παρουσία του Δούκα στη μάχη», ενώ «την νίκη την έφεραν οι ηρωικοί άνδρες του ένδοξου σώματος της Οθωμανικής Χωροφυλακής κι όχι κανείς άλλος».

Τελικά, το θέμα έκλεισε, αφού κι ο Διοικητής πήρε εύφημο μνεία από την Πύλη. Όμως ο Τούρκος προϊστάμενός του έβαλε σε στενή παρακολούθηση τον γενναίο Έλληνα ανθυπομοίραρχο.

Ο Νικήτας Δρακόπουλος ζώντας μέσα σένα τέτοιο επικίνδυνο περιβάλλον, με πλήθος πληροφορίες μέσα στην τουρκική διοίκηση, καθώς ήταν και από την φύση του τολμηρός, κάποια στιγμή θα έκανε το μοιραίο λάθος. Όμως δεν πρόλαβε να το κάνει ο ίδιος. Την απρονοησία την έκανε ένας υπάλληλος της Ιεράς Μητρόπολης Δράμας. Και το απόρρητο αρχείο του μητροπολίτη Χρυσοστόμου έπεσε στα χέρια των Τούρκων.

Έτσι στάθηκε η αφορμή για να αποκαλυφθεί η δράση και η συνεργασία του Νικήτα Δρακόπουλου με τον μητροπολίτη Χρυσόστομο.

Ο Νικήτας Δρακόπουλος διηγείται:

«Εκείνο το πρωί του 1907 δεν πήγα απ’ ευθείας στο γραφείο μου. Το βράδυ είχα άρρωστα τα μικρά μου και στο σπίτι ξενυχτήσαμε. Σταμάτησα έτσι στο καζίνο του Νικόλα Μακρή στην οδό Ερμού (τώρα Ε. Βενιζέλου, στο ύψος του υαλοπωλείου Θεολογίδη – Ραμφόπουλου ) για να πιω έναν καφέ. Ειδοποίησα στο αστυνομικό τμήμα ότι θα βρίσκομαι εκεί, αν με ζητήσουν. Δεν πέρασε και πολύ ώρα, όταν απ' το δρόμο είδα ν’ ανεβαίνει ο Τσερκέζ Αλή Αγάς με δύο ένοπλους χωροφύλακες. Έρχεται κοντά μου και πριν καλά - καλά με χαιρετίσει, με προτείνει έξαφνα το όπλο του και ψυχρά με διατάζει.

«-Παραδώσου Νικήτα και μην επιχειρήσεις να το σκάσεις, γιατί έχω διαταγή να σε πυροβολήσω.»

Έμεινα εμβρόντητος. Αλλά δεν έχασα καθόλου την ψυχραιμία μου. Του χαμογέλασα. Γιατί μου φάνηκε ότι μου έκανε φάρσα. Κάναμε, άλλωστε, φάρσες στην υπηρεσία. Το ύφος του όμως δεν μου άρεσε.

«-Άσε τα αστεία Αλή και πάρε δρόμο», του λέω.

Αγρίεψε εκείνος κι έστρεψε το πιστόλι του πάνω μου. Τότε κατάλαβα ότι κάτι το πολύ σοβαρό θα πρέπει να συμβαίνει και πως κάθε αντίστασή μου, εκείνη τη στιγμή, θα επιβάρυνε τη θέση μου.

«-Έχω διαταγή από τον Διοικητή να σε συλλάβω, Νικήτα εφέντη. Παραδώσου ειρηνικά.» Συνέχισε ο τουρκαλβανός.

«-Εντάξει, πάμε στη Διοίκηση, αλλά ειρηνικά και φιλικά», του είπα ήρεμα και του παρέδωσα το ξίφος και το περίστροφό μου.

Ήταν φίλος και παλιός συνάδελφος ανθυπομοίραρχος, γι’ αυτό κι έγνεψε καταφατικά. Κατέβασαν και οι άλλοι τα όπλα τους.

Όταν φτάσαμε όμως στο τμήμα, χωρίς καν να συζητήσουν μαζί μου, με άρπαξαν και με έκλεισαν όρθιο σένα ντουλάπι. Το βράδυ άρχισαν οι σκληρές ανακρίσεις. Μου ζητούσαν να αποκαλύψω τις σχέσεις και το είδος της συνεργασίας μου με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο. Υπέφερα τα πάνδεινα για σαράντα μέρες μέσα στο ντουλάπι. Δεν αποκάλυψα όμως τίποτε. Γι΄ αυτό και προχώρησαν σε βασανισμούς. Με έκαναν αγνώριστο.

Οι τουρκικές αρχές αφού είδαν κι αποείδαν πως δεν έβγαζαν τίποτε από μένα, με έστειλαν μισοπεθαμένο στη Θεσσαλονίκη όπου και με έκλεισαν στις φυλακές του Γετί Κουλέ.

Εδώ ήρθαν και με βρήκαν οι άνθρωποι του Ελληνικού Προξενείου με εντολή του προξένου της Ελλάδας Λάμπρου Κορομηλά (1854-1923) και μου έδωσαν θάρρος.

«-Μην μιλήσεις και μη φοβάσαι, μου είπαν. Ότι και να αποφασίσει το δικαστήριο ο πρόξενός μας θα σε λευτερώσει».

Το στρατοδικείο με καθαίρεσε από το βαθμό του υπομοιράρχου και με καταδίκασε σε θάνατο δια απαγχονισμού για εσχάτη προδοσία σε βάρος του Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έζησα, σαν μελλοθάνατος, πέντε μέρες αναμονής, μετά από την καταδίκη μου.

Την πέμπτη μέρα, το βράδυ, κάποιος φύλακας μου άνοιξε την πόρτα του κελιού. Μου κόπηκαν τα πόδια. Είπα ήρθε η ώρα μου.

Όμως ο Τούρκος γέλασε φιλικά και μου έγνεψε να τον ακολουθήσω. Αφού με πέρασε μέσα από πολλούς διαδρόμους και σκοπιές με έβγαλε έξω από τις φυλακές του Επταπυργίου. Με άφησε μόνο μου μέσα στο δρόμο. Τελείως ελεύθερο. Και μου έκανε νόημα να φύγω. Αλλά εγώ, σαν μεθυσμένος, έμεινα εκεί καρφωμένος.

«-Γκίτ εφέντημ...», μου είπε και με έσπρωξε. Τότε προχώρησα. Κι έφυγα τρέχοντας μέσα στη νύχτα.

Κάπου στα πενήντα βήματα άκουσα μια φωνή.

«-Δρακόπουλε... Ε, Νικήτα, έλα προς τα δω.»

Δεν μπορεί παρά να ήταν δικοί μου άνθρωποι, σκέφτηκα Έτρεξα προς τη φωνή. Έπεσα πάνω σε προσωπικούς φίλους και συμπατριώτες μακεδονομάχους. Με αγκάλιασαν, με φιλούσαν κι έκλαιγαν. Βούρκωσαν και μένα τα μάτια μου. Έκλαιγα κι εγώ.

Ήταν ο Πολυχρόνης Παλιάγκας από τη Χωριστή (1890-1944), ο Λεωνίδας Μαλαμίδης από το Ροδολείβος κι ο Γιώργος Μπελιάς απ’ την Στενήμαχο. Τρία δυνατά παλικάρια κι ακάματοι μαχητές του Μακεδονικού Αγώνα, όλοι τους παλικάρια του καπετάν Νταή.

Μου έδωσαν περίστροφο και μαχαίρι και φύγαμε για τα λημέρια του καπετάν Κωνσταντίνου Νταή στο Παγγαίο όπου φτάσαμε ύστερα από τρεις νύχτες. Η υποδοχή και η αγάπη την οποία μου επιφύλαξαν οι συμπολεμιστές μου είναι κάτι που δεν μπορεί να ξεχαστεί.»

Ο καπετάν Τσάρας τον συγχάρηκε γιατί μετά από τόσα βασανιστήρια, είπε, δεν μαρτύρησες τους συντρόφους σου.

Τώρα όμως αρχίζει ένα νέο κεφάλαιο δράσης για τον καπετάν Νικήτα. Γρήγορα θα κάνει την υπέρβαση. Θα δημιουργήσει και μια δική του αντάρτικη ομάδα. Το πεδίο δραστηριοποίησής του είναι η περιοχή της Χωριστής, της Ανδριανής, των Κυργίων και θα καλύπτει μέχρι και το Νικηφόρο. Όμως η εμβέλειά του θα φτάσει και στο κίνημα των Νεότουρκων. Και θα βαδίσει στο πλευρό τους εναντίον του σουλτάνου φτάνοντας μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης. Είχε την ελπίδα, όπως κι οι περσότεροι Έλληνες πατριώτες και πολλοί Έλληνες πολιτικοί, ότι οι Νεότουρκοι θα υποστηρίξουν το αίτημα των Ελλήνων για πολιτικές κι ανθρώπινες ελευθερίες. Αντίθετα, πολλοί Έλληνες αξιωματικοί υποστήριζαν ότι τα πράγματα όχι μόνο δεν θα αλλάξουν, αλλά και θα χειροτερέψουν με τους Νεότουρκους. Δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη στα λόγια και τις προθέσεις των Τούρκων. Και δικαιώθηκαν.

Υπήρξαν πολλές τολμηρές αποστολές του Νικήτα Δρακόπουλου, όταν δούλευε στην τούρκικη Χωροφυλακή της Δράμας. Είχε στενή επαφή με το ελληνικό αντάρτικο και τους οπλαρχηγούς, τους καπετάν Δούκα και καπετάν Νταή. Ένα από τα πολλά επεισόδια αναφέρει ο γιος του Κώστας, λογοτέχνης και πνευματικός άνθρωπος της Δράμας.

«Αρχές του Οκτώβρη 1904 στη Δράμα. Βραδινές ώρες και τα νυσταγμένα γκαζοφάναρα της Δημαρχίας μόλις που φέγγουν τα καλντερίμια του συνοικισμού Βαρόσι. Εδώ είναι το οίκημα της αρχιεπισκοπής και ο μητροπολιτικός ναός με την μεγάλη αυλή, που βλέπουν σε τρεις δρόμους. Στον αυλόγυρο πανύψηλες λεύκες και στη μέση ένα σιντριβάνι. Όλα ερμητικά κλειστά στην αρχιεπισκοπή. Πόρτες, αμπάρες, χρωματιστά παράθυρα και δρύινα παραθυρόφυλλα. Όμως στο γραφείο του μητροπολίτη, στα ενδότερα, ο Νικήτας παίρνει επίσημα την πρώτη του επικίνδυνη εθνική αποστολή. Ο Δεσπότης κοιτάζει το νέο «Τούρκο» ανθυπομοίραρχο με σημασία.

«Είναι η πρώτη δοκιμασία για σένα. Σου παραδίδω το γράμμα και σε εμπιστεύομαι. Απόψε πρέπει να φτάσει οπωσδήποτε στα χέρια του Καπετάν Δούκα. Είναι μέγιστη ανάγκη.»

Ο νέος πήρε στα χέρια του το κλεισμένο με βουλοκέρι χαρτί με συγκίνηση. Φίλησε το χέρι του Σεβασμιότατου.

«-Θα φτάσει στα χέρια του καπετάνιου με οποιαδήποτε θυσία και τίμημα Σεβασμιότατε...»

Ο εθνεγέρτης Χρυσόστομος θαύμαζε τον λεβεντόκορμο 26χρονο του οποίου φλέγονταν η καρδιά του από πατριωτική φλόγα.

«Πρόσεχε Νικήτα. Οι εχθροί είναι πολλοί και ύπουλοι. Πρόσεξε τις τουρκικές περιπολίες και τις ενέδρες των κομιτατζήδων στο βάλτο, στο δρόμο σου. Οι τελευταίοι είναι και άκρως επικίνδυνοι...»

Άπλωσε το χέρι του πάνω στο κεφάλι του νέου, έκανε το σημείο του σταυρού και τον ευλόγησε.

«-Να πας στην ευχή της Παναγίας...»

Σαν το στοιχειό της νύχτας δρασκέλισε τα στενορύμια. Βγήκε πίσω απ’ τα νερά της Αγίας Βαρβάρας. Χώθηκε στο τσιφλίκι. Εκεί καβάλησε τον Κίτσο του, ένα όμορφο μαύρο άλογο κι έφυγε καλπάζοντας στον κάμπο. Πήρε το μονοπάτι γύρω απ’ τις καλαμιές της λίμνης. Έτρεχε όσο η νύχτα το επέτρεπε.

Η λάσπη από τη χθεσινή νεροποντή δυσκόλευε την πορεία του. Μούσκεψαν τα πλευρά του αλόγου. Η φθινοπωριάτικη υγρασία τους τύλιξε σαν παγερός μανδύας. Κάπου-κάπου έκοβε το άλογο απότομα. Κι αφουγκράζονταν τον βάλτο, τις καλαμιές, τον αέρα, τα μαύρα μυστήρια της νύχτας. Ανάσανε και το ζώο. Αλλά προ πάντων ανίχνευε, τον τυχόν, ελλοχεύοντα κίνδυνο. Το ένστικτο και η φρόνησή του, στην τρίτη στάση, τον επιβράβευσαν.

Κάτι, του φάνηκε, σαν να κουνήθηκε μέσα στις καλαμιές. Ένας κομιτατζής- φονιάς είχε στημένη ενέδρα μέσα στο σκοτάδι. Ποιος ξέρει ποιον περίμενε. Ύστερα ξέρασε φωτιά από μια πιστόλα. Τα πλατύφυλλα, το πηχτό σκοτάδι και η τύχη του Νικήτα, έκαναν, ίσως, τον εχθρό να αστοχήσει. Σαν αγρίμι ρίχτηκε κάτω κι άρπαξε το βραχύκαννο γκρα.

«-‘Ε μπράτιμε (αδελφέ) » , φώναξε προς το μέρος από το οποίο ακούστηκε ο πυροβολισμός.

Ο άλλος έπεσε στην παγίδα. Σηκώθηκε από τη θέση του κι έδωσε απάντηση στα βουλγάρικα.

Πάνω στη σκιά και τη φωνή άδειασε το γκρα του ο Νικήτας. Ένα μούγκρισμα πόνου βγήκε μέσα από το τέλμα.

«-Ωχ, Μάικα.»

Τον πέτυχε κατάστηθα. Ύστερα προχώρησε με πολύ προφύλαξη. Ένα άγριο πλάσμα με γένια, ζωσμένο με φυσεκλίκια, σαν αστακός, έπλεε στο αίμα του χαροπαλεύοντας. Τον λυπήθηκε. Δεν ήθελε να τον σκοτώσει. Αλλά η φροντίδα του να τον επαναφέρει στη ζωή αποδείχτηκαν μάταιες. Ξεψύχησε στα χέρια του. Πήρε τότε τα όπλα του, τα χαρτιά του κι έφυγε καλπάζοντας προς την περιοχή του Ροδολείβος, όπου ήταν και το λημέρι του Καπετάν Δούκα Ζέρβα. Όταν υπολόγισε ότι έφτασε κάπου κοντά, έφερε τις δυο φούχτες του στο στόμα κι έκανε τον κούκο τρεις φορές. Περίμενε για λίγο.

Πήρε ύστερα την ίδια απόκριση. Ήταν το σύνθημα. Λίγο μετά βρέθηκε στις αγκαλιές των ανταρτών, όταν έδωσε τα πλήρη στοιχεία του και το επείγον της αποστολής του. Τον δέχτηκε προσωπικά ο ίδιος ο καπετάνιος.

«-Μπράβο παλικάρι μου,» είπε ο καπετάνιος, ενώ αποσφράγιζε βιαστικά το φάκελο. Διάβασε, κάτω από το ελάχιστο φως της γκαζόλαμπας, το περιεχόμενο. Πετάχτηκε πάνω, χτύπησε συναγερμό κι άρχισε να ζώνεται την αρματωσιά του.

«Έγκαιρα ήρθες. Απόψε θα έχουμε επισκέψεις κομιτατζήδων.»

Έδωσε εντολές κι αμέσως το σώμα ξεκίνησε. Βιαζόντουσαν να στήσουν ενέδρες και να πιάσουν τα μονοπάτια.

Προδοσία. Μια πολυμελής ομάδα κομιτατζήδων θα ερχότανε να πιάσει στον ύπνο το ολιγάριθμο σώμα του καπετάν Δούκα. Ο Νικήτας εντάχθηκε στο σώμα. Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα. Το εξασκημένο αυτί του καπετάν Δούκα αντιλήφθηκε τον ερχομό των Βουλγάρων. Βάδιζαν με σιγουριά, ακολουθώντας το μονοπάτι το οποίο έβγαζε στο λημέρι τους. Όλα τα γνώριζαν. Ήταν καμιά σαρανταριά τυλιγμένοι στη νύχτα, σαν φαντάσματα της κολάσεως. Έφτασαν πολύ κοντά τους. Σε απόσταση φαρμακερής βολής. Ο καπετάνιος διέταξε πυρ. Η νύχτα ξέρασε φωτιά και αίμα. Οι κομιτατζήδες ανταπέδωσαν λυσσασμένα. Πήρε φωτιά το βουνό, κάπου μισή ώρα έγινε χαλασμός. Οι Βούλγαροι άφησαν 8 νεκρούς και 15 τραυματίες. Ύστερα το έβαλαν στα πόδια και χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Έτσι όπως ήρθαν.

Το σώμα του καπετάν Δούκα άλλαξε το ίδιο βράδυ λημέρι κι εγώ έφευγα από τον ίδιο δρόμο, από τον οποίο ήρθα, επιστρέφοντας στη Δράμα.»

Η ζωή του Νικήτα υπήρξε μια διαρκής περιπέτεια και ένας αδιάκοπος αγώνας για επιβίωση. Είχε και μια πολυμελή οικογένεια. Βασανίστηκε μέχρι θανάτου από τους Βουλγάρους κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Όταν κλείστηκε σε στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων. Οι Βούλγαροι τον βασάνισαν τόσο πολύ που κινδύνευσε η ζωή του. Απόφυγε δολοφονικές απόπειρες κατά της ζωής του από τους Βουλγάρους και από τους Έλληνες κομμουνιστές, κατά την ΕΑΜική περίοδο της δεκαετίας του 1940, όταν οι συνεργαζόμενοι Ελασίτες με τους Βουλγάρους κυνηγούσαν από κοινού τους μακεδονομάχους.

Αυτά και μια ενέδρα από την οποία γλίτωσε ως εκ θαύματος έγιναν αφορμή να φέρει άρον- άρον την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Επέστρεψε στη Δράμα αμέσως όταν αποκαταστάθηκε η τάξη και η ειρήνη στη χώρα.

Ο Νικήτας Δρακόπουλος έζησε την αποθέωση της βρωμιάς και του ρουσφετιού του πολιτικού κόσμου, όταν τοποθετήθηκε ως Έπαρχος στη Χρυσούπολη Καβάλας. Τόσο πολύ αγανάκτησε από τις παρεμβάσεις πολιτικών και παραγόντων στο τίμιο έργο που προσπαθούσε να επιτελέσει, ώστε τους τα βρόντηξε κι έφυγε για το σπίτι του.

Ποτέ του δεν ζήτησε οικονομικές και ηθικές αμοιβές. Είχε την τόλμη να ορθώνει τη λεβεντιά του, με έντονη παρρησία και υπερηφάνεια και στρίβοντας τις τεράστιες μουστάκες του αγνοούσε όλους τους περιφρονητές των ηθικών αξιών του Ελληνικού Λαού. Γιατί, ο Ν. Δρακόπουλος, είχε επίγνωση της προσφοράς του στο Έθνος των Ελλήνων και μόνο σ’ αυτό, όσο ελάχιστοι άλλοι.

Υπηρέτησε ως υπάλληλος στο Δήμο Δράμας από τον οποίο και συνταξιοδοτήθηκε. Μέχρι το θάνατό του ήταν πρόεδρος του σωματείου των συνταξιούχων του ΙΚΑ Δράμας. Χάθηκε πλήρης ημερών ένα ζεστό Δραμινό καλοκαίρι. Και βέβαια πέρασε ανώνυμος μέσα από την κοινωνία της Δράμας, όπως όλοι οι μεγάλοι άνδρες αυτού του τόπου.

Ίσως κάποτε να γεννήσει αυτή η γη ηγέτες άξιους, οι οποίοι με την «τόλμη» τους και το ηθικό υπόβαθρο που θα τους χαρακτηρίζει, θα δικαιώσουν τις προσωπικότητες οι οποίες τίμησαν ή τιμούν κι αναβαθμίζουν τον τόπο. Ηγέτες, όμως στο Δήμο, ηθικά αναστήματα κι αποφασιστικοί, οι οποίοι θα διευθύνουν με πολιτική βούληση και αίσθημα εθνικής ευθύνης, ηγέτες που θα αναστήσουν την αρχαία και σύγχρονη ιστορία του Δραμινού χώρου και θα δικαιώσουν τους στυλοβάτες της ελευθερίας του. Φοβούμαι όμως πως τέτοιοι ηγέτες, ίσως, δεν γεννήθηκαν ακόμη.

Κι ο Νικήτας Δρακόπουλος είναι ένα από τα διαμάντια αυτού του τόπου. Είναι άξιος κάθε τιμής και πανάξιος να τιμηθεί, όπως ταιριάζει σε πραγματικούς ανιδιοτελείς εθνικούς ήρωες.



Φώτο: 1. Ο Δρακόπουλος αξιωματικός της τουρκικής χωροφυλακής, 2.Καπετάν Δούκας ,3. Μητροπολίτης Χρυσόστομος

https://www.facebook.com/groups/272290714171211/user/100014360761056/?__cft__[0]=AZUkczHnazp98w6cIq7YZUdxIIkHlLwlEmXzD3aJAok-UDbbQJ7cOi3ffmQFujTDwdXZeF-dNbZfzRDZWH-MpqXm491NzgGud-xdfuaLEnmu5kW5XhMnUZohuB6h_VpPDWkZlVLML0xbIaD-TjrYRWA5WtZ9Nd7HJX5mWlAXqhZDudWFy7xVx586Ikg9_KbdLfY&__tn__=%2CP-R

1 σχόλιο: