Τηλέμαχος Τσελεπίδης
16 ώρ. ·
Μετά την καταστροφική κατοχική περίοδο της Λατινοκρατίας από 1204 έως 1566, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία περνάει ένα μεταβατικό στάδιο αναδιοργάνωσης, ενώ νέοι κίνδυνοι εμφανίστηκαν στο ορίζοντα. Οι Σελτζούκοι και οι Οθωμανοί Τούρκοι στη Μ. Ασία και επίσης, στα Βαλκάνια, οι Σέρβοι.
Οι Σέρβοι, καίτοι έχουν συνθήκη ειρήνης με τους Βυζαντινούς, εκμεταλλευόμενοι τις δυναστικές έριδες των Βυζαντινών ηγετών, εξορμούν στα Βυζαντινά εδάφη και με τον ηγεμόνα τους Στέφανο Δουσάν (1308-1355), εισέρχονται στην Μακεδονία και μετά από πολιορκία ενός έτους, στις 24 Σεπτεμβρίου 1345 μπαίνουν νικητές στην πόλη των Σερρών. Τα Χριστούγεννα του 1345, ο Στέφαν Ούρος (ή Ουρέσης) Δ΄ Ντούσαν καλεί συμβούλιο στις Σέρρες και αυτοανακηρύχθηκε «τσάρος των Σέρβων και των Ρωμαίων» στο Μητροπολιτικό ναό της πόλης.
Ο Δουσάν είχε μεγάλα σχέδια. Αφού εδραιώθηκε στην περιοχή των Βαλκανίων είχε σκοπό να ξεκινήσει και να καταλάβει και να κατακτήσει τις πόλεις Δυρράχιο, Φιλιππούπολη, Αδριανούπολη, Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Και μετά να τεθεί επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού σταυροφόρων με τους οποίου να διώξει τους Τούρκους από την Ευρώπη. Ο πρόωρος θάνατός του όμως στο Ντεβόλ, κοντά στην Κορυτσά, στις 20 Δεκεμβρίου 1355, ματαίωσε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του κι έδωσε την ευκαιρία στους Τούρκους να κυριαρχήσουν στα Βαλκάνια και να απειλήσουν επικίνδυνα την Ευρώπη. Ο γιος του και διάδοχος Στέφανος Ούρος Ε΄ καταλαμβάνει την Δράμα και το 1371 επεκτείνεται μέχρι την Ξάνθη. Όμως ο αήττητος Σερβικός στρατός και οι σύμμαχοί τους, θα συντριβούν στη μεγάλη μάχη με τους Τούρκους κοντά στο Ορμένιο στις 26.10.1371.
Έτσι οι Οθωμανοί απελευθερωμένοι εξορμούν και καταλαμβάνουν σταδιακά την Θράκη και τη Μακεδονία, ενώ το 1373 τα οθωμανικά στρατεύματα, κάτω από την αρχηγία του Σουλεϊμάν Πασά και με στρατηγούς, τους Εβρενός, Λαλασιαχίν και Ντελιομπελπάν Μπέη, καταλαμβάνουν την πόλη των Σερρών και τον Νοέμβρη του 1373 ο Γαζή Εβρενός Μπέη. κατακτά τη Δράμα.
Την εικόνα της Δράμας, κατά τον 14ο αιώνα, περιγράφει ο πολυγραφότατος κι αμερόληπτος ανατολιστής Αυστριακός ερευνητής Γιόζεφ Φον Χάμμερ Πούργκσταλ (1774-1856). Κατά τον συγγραφέα, ο οποίος επισκέφθηκε την πόλη μας, η Δράμα είναι μια κωμόπολη με ανθούσα οικονομία, παράγει κτηνοτροφικά προϊόντα και επικοινωνεί εμπορικά με όλα τα Μεσογειακά κράτη μέσα από το λιμάνι της Νεάπολης (Καβάλας). Με τις Βαλκανικές χώρες βόρεια, μέχρι πάνω στη Ρουμανία, επικοινωνεί με καραβάνια από καμήλες και μουλάρια τα οποία ξεκινούν μέσα από τα ορεινά χωριά Πετρούσα, Πύργους, Βώλακα και Ποταμούς.[1]
Πρέπει όμως να γνωρίσουμε την Δράμα του 17ου αιώνα, με τους Τούρκους να έχουν συμπληρώσει ήδη κατοχή 267 χρόνια από τότε που επί σουλτάνου Χουδαβεντικιάρ Γαζή, το τουρκικό έτος 787 ή το 1373 μ. Χ., ο Γαζή Εβρενός Πασάς με τους Σπαχήδες και τους Γενιτσάρους του, κατέλαβε και κυριολεκτικά ισοπέδωσε την πόλη της Δράμας. Μια ανθούσα, οικονομικά και πολιτιστικά, μικρή πόλη, με ακραιφνή Ελληνικό πληθυσμό, κυριολεκτικά λεηλατήθηκε. Οι κάτοικοι της, όσοι πρόλαβαν, κατέφυγαν στα βουνά και την περιφέρεια, ενώ, οι άλλοι, όσοι δεν δολοφονήθηκαν, πωλήθηκαν ως δούλοι στα σκλαβοπάζαρα της τουρκοκρατούμενης περιοχής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Και τώρα, το έτος 1640 μ. Χ., την πόλη της Δράμας επισκέπτεται ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τελεμπή προερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη και την Καβάλα.
Στο βιβλίο του, «Από τις ταξιδιωτικές μου εντυπώσεις», που κυκλοφόρησε σε δέκα τόμους και που βρίσκεται στην βιβλιοθήκη της Άγκυρας, ο μεγαλύτερος Τούρκος συγγραφέας περιγράφει τις εντυπώσεις του από την περιοχή μας. Το κείμενο του σε αραβική γραφή απέστειλε από την Άγκυρα στην Δράμα ο πρώην τούρκος Βουλευτής της Δράμας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο Ραϊκ Μπέης Δραμαμάν και τη μετάφραση έκανε ο Χαρ. Εμμανουηλίδης. Γράφει.
«Κατά την εκ Καβάλας προς βορράν πορείαν μου, διήλθον εκ χωρίου Μπόργιανη [2] κατοικουμένων κατά το πλείστον υπό Βουλγάρων και μετά ολίγην ώραν έφτασα εις κωμόπολιν, που λέγεται Δοξάτον. Η κωμόπολις αύτη κειμένη εις ωραίαν τοποθεσίαν περιβάλλεται από κήπους και αμπελώνας και περιλαμβάνει τριακοσίας οικίας, ένα τέμενος, ένα ιεροσπουδαστήριον, λουτρόν και μερικά καταστήματα. Επειδή δια πρώτην φοράν επισκεπτόμην την περιοχήν, δεν παρέλειψα να μεταβώ και εις τα πέριξ χωρία. Ακολούθως, οδεύσας προς βορράν διέσχισα το χωρίον Τσατάλτζα[3]και κατέληξα εις την ωραίαν πόλιν της Δράμας, απέχουσα εκ της Καβάλας περί τας έξι και ημίσειαν ώρας»
Μετά την πολιορκία και πτώση στους Τούρκους η πόλη καταστράφηκε από τον εξωμότη Ελληνοεβραίο στρατηγό Βρανέζη ή Χατζή Αχμέτ Εβρενός Γαζή μπέη, ο οποίος και υπήρξε ο κατεξοχήν συντελεστής της κατάκτησης των Βαλκανίων από τους Τούρκους.
Ο ανάλγητος αυτός πασάς, ο οποίος υπηρέτησε τέσσερες σουλτάνους και τιμήθηκε όσο κανείς, άφησε κυριολεκτικά τους γενιτσάρους του να λεηλατήσουν και να ασελγήσουν πάνω στην πόλη και τους κατοίκους της. Και άλλους μεν να εξοντώσουν και άλλους να πουλήσουν σαν δούλους, ενώ και κάποιοι πρόλαβαν την τελευταία στιγμή να σωθούν φεύγοντας στα βουνά.
Την εποχή αυτή στο Βυζάντιο είναι αυτοκράτορας ο Ιωάννης Ε΄ ο Παλαιολόγος (1358-1376) και στο Οθωμανικό έθνος, πιο ανατολικά του Βυζαντίου, βασιλεύει ο σουλτάνος Μουράτ Α΄ Χαν Χουδαβενδικιάρ (ηγεμόνας) Γαζή (νικητής) (1359-1389) ο οποίος διαδέχτηκε τον πατέρα του Ορχάν το έτος 1359.
Ο Μουράτ που γεννήθηκε στην Προύσα το 1326, που ήταν και πρωτεύουσα της χώρας, είναι εγγονός του ιδρυτή του Οθωμανικού κράτους Οσμάν που ήταν κι ο αρχηγός της δυναστείας των Οσμανιδών. Θεωρείται ο σημαντικότερος σουλτάνος. Οργάνωσε διοικητικά το κράτος του και ψήφισε πρώτη φορά νόμους. Ο Μουράτ καθιέρωσε το παιδομάζωμα και δημιούργησε τους γενιτσάρους και ξεκίνησε τις τουρκικές κατακτήσεις του στην Ευρώπη.
Το 1361 ο Μουράτ κατέκτησε την Ανδριανούπολη και την έκανε πρωτεύουσά του. Διέθετε δύο διάσημους στρατηγούς, τον Εβρενός Μπέη και τον Λαλά Σαχίν Μπέη, οι οποίοι και κατέλαβαν το 1362 την Φιλιππούπολη, την Ανατολική Θράκη και κατέκτησαν τη Μακεδονία μαζί με τη Δράμα, Καβάλα και Σέρρες. Το 1386 κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη και το 1388 ολόκληρη τη Βουλγαρία.
Όμως στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, όπου Μουράτ αντιμετώπισε ενωμένους Σέρβους, Ούγγρους και Αλβανούς, έχασε τη ζωή του. Ένας Σέρβος στρατιώτης ο Μίλος Όμπιλιτς, ο οποίος εισέδυσε στο στρατόπεδο των Τούρκων σκότωσε τον Τούρκο ηγεμόνα. Το πλήγμα ήταν μεγάλο για τους Οθωμανούς. Όμως χάρη στον γιο του σουλτάνου, τον Βαγιαζήτ, το στράτευμα δεν πανικοβλήθηκε κι ο νεαρός Τούρκος διάδοχος, για την κεραυνοβόλα και επιτυχή αντίδρασή του, ώστε να απαγκιστρωθεί χωρίς σοβαρές απώλειες, έκτοτε, ονομάστηκε Γιλδιρίμ (κεραυνός).
Οι Τούρκοι, μόλις κατέκτησαν την περιοχή μας, μοίρασαν τα χωράφια του κάμπου σε απόμαχους Τούρκους στρατιωτικούς, όπως είχαν κάνει και τον 1οαιώνα π.Χ. και οι Ρωμαίοι κατακτητές. Όμως όταν ειρήνευσε ο τόπος, οι Οθωμανοί διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχαν εργατικά χέρια τα οποία θα καλλιεργήσουν τη γη που κατάκτησαν. Έτσι έφεραν καραβάνια Τούρκους έποικους από το εσωτερικό της Τουρκίας, το Ικόνιο, τους λεγόμενους και Κονιάρηδες, ενώ παράλληλα κι οι κατοχικές αρχές έδωσαν αμνηστία στους χριστιανούς, σε όσους από αυτούς επέζησαν από τις σφαγές και κατέφυγαν στα βουνά, ζητώντας τους να γυρίσουν στην πόλη χωρίς φόβο και να ζήσουν ειρηνικά στα σπίτια τους και μαζί τους.
Το 1465 στη Δράμα είχαν απομείνει ή είχαν επιστρέψει στην πόλη μόνο 152 χριστιανικές οικογένειες και είχαν εγκατασταθεί σε αυτήν 54 μουσουλμανικές οικογένειες. Το έτος 1479 απομείναν 120 χριστιανικές και αυξήθηκαν οι μουσουλμανικές οικογένειες σε 69. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ακόμη ότι από την 1.1.1825 η έδρα του Μητροπολίτη Δράμας μεταφέρθηκε στην κωμόπολη της Αλιστράτης επί επισκόπου Νικοδήμου, ελλείψει ποιμνίου. Διότι, με αφορμή την ελληνική επανάσταση οι Τούρκοι αποδεκάτισαν κυριολεκτικά τον ελληνικό πληθυσμό της πόλης ή τον υποχρέωσαν σε φυγή. Αυτό διάρκεσε μέχρι το 1896 με τη δολοφονία και του τελευταίου μητροπολίτη της Δράμας Γερμανού από τους κομιτατζήδες, στην Καλή Βρύση. Από τις 23.5.1902 τοποθετείται μητροπολίτης στη Δράμα ο 35χρονος Χρυσόστομος από την Τρίγλια της Καππαδοκίας. Ο δυναμικός θρησκευτικός και πολιτικός Έλληνας ηγέτης Χρυσόστομος Καλαφάτης έφτασε στις 22 Ιουλίου 1902 στην πιο ταραγμένη, βασανισμένη και διαρκώς απειλούμενη επαρχία της Μακεδονίας. Έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τον τοπικό πληθυσμό. Η παρουσία του για πέντε χρόνια στην Δράμα ανέβασε το ηθικό φρόνιμα και την αισιοδοξία του δοκιμαζόμενου Δραμινού λαού απέναντι στην επιθετικότητα των Βουλγάρων κομιτατζήδων και των τουρκικών αρχών που τους ανέχονταν ή τους ευνοούσαν.
Την Δράμα του 1667 επισκέπτεται ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή (1611-1684) και μας περιγράφει πως είδε την πόλη. Μαθαίνουμε έτσι ότι η Δράμα είναι χωρισμένη σε τρία οικιστικά συγκροτήματα:
Α) Ανατολικά του λοφίσκου Κορυλόβου υπάρχουν 360 σπίτια, τρία τζαμιά, ένα σπουδαστήριο, ένα δημοτικό σχολείο και ένα εντευκτήριο (τεκές) για τους δερβίσηδες, ένα κοινό λουτρό και δύο πανδοχεία. Γύρω από τον οικισμό αυτόν υπήρχαν κήποι και αμπέλια.
Β) Στο κέντρο της πόλης υπήρχε ένα περιτειχισμένο κομμάτι οικισμού το οποίο ξεκινούσε από τον ναό της Αγίας Σοφίας μέχρι την περιοχή των πηγών της Αγίας Βαρβάρας. Η περίμετρος του τείχους είχε δύο χιλιόμετρα, διέθετε δύο πόρτες, μία στα ανατολικά και μία στα δυτικά. Υπήρχαν μέσα 200 λιθόχτιστα σπίτια.
Γ) Έξω από τα τείχη της πόλης, το άλλο τμήμα, το μεγαλύτερο. Υπήρχαν εφτά συνοικίες με 600 σπίτια από τα οποία πολλά ήταν αρχοντικά με αυλές και δεντρόκηπους. Υπήρχαν ακόμη εφτά μεγάλα τεμένη, το Εσκί Τζαμί (ο Άγιος Νικόλαος), το Μολλά Τζαμί (κοντά στην Εθνική Τράπεζα, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι το 1927), το Ακ Μεχμέτ Αγά Τζαμί (απέναντι από το Επιμελητήριο, που είναι σήμερα κτήμα του Δήμου Δράμας), το Μπουγιάκ Τεκέ Τζαμί, το Βελή τζαμί το οποίο κτίστηκε από το σουλτάνο Βαγιαζήτ Ιλτερίμ (1389-1403), το Κιουτσούκ τεκέ τζαμί, και το Αράπ τζαμί (Αγία Τριάδα). Όμως Τζαμί υπήρχε και κοντά στα σημερινά δικαστήρια, το Συντριβάν τζαμί. Υπήρχαν στην πόλη, ακόμη, δύο τεκέδες, 10 σχολεία και νηπιαγωγεία, 10 πανδοχεία, ένα λουτρό στην οδό Σκρά και δύο ιεροσπουδαστήρια. Η αγορά της πόλης διασχιζόταν από το φονικό χείμαρρο Ντασλή Ντερέ, που σημαίνει πετρόρεμα και που στις δυο του όχθες υπήρχαν συνολικά 300 καταστήματα. Τα νερά των πηγών της Αγίας Βαρβάρας έφταναν τότε μέχρι τον σημερινό ναό του Αγίου Νικολάου στην πλατεία.
Με εντολή του σουλτάνου Μουράτ του Α’, το 1374, η χριστιανική εκκλησία Κοίμηση της Θεοτόκου, η σημερινή Αγία Σοφία, τότε ήταν αφιερωμένη στην Παναγία, μετατράπηκε σε τζαμί κι ονομάστηκε Μπέη τζαμί.
Και επειδή πολύς λόγος γίνεται στον τόπο μας για το πια ημερομηνία κατακτήθηκε η Δράμα από τους Τούρκους, αφού ο Δήμος Δράμας και η Νομαρχία Δράμας αναγράφουν συστηματικά στα τουριστικά έντυπά τους ως έτος κατάκτησης της πόλης από τους Τούρκους, εσφαλμένα, το έτος 1383, θεωρούμε ότι αυτό το λάθος πρέπει να εκλείψει και η πραγματική ιστορία να αποκατασταθεί. Γιατί μεταξύ και πολλών άλλων στοιχείων, ο παραπάνω σουλτάνος, έδωσε εντολή και μετατράπηκε η Αγία Σοφία σε τζαμί πριν από το 1383. Και βέβαια εκτός από αυτό το γεγονός έχουμε και τους αξιόπιστους συγγραφείς, τον μεγάλο Τούρκο περιηγητή Τσελεμπή και τον Αυστριακό λόγιο Χάμμερ Πούργκσταλ, οι οποίοι είχαν επισκεφθεί και περιηγηθεί την πόλη μας κι αναφέρουν ως ημερομηνία κατάκτηση της πόλης τον μήνα Νοέμβριο του 1373. Άλλωστε κι ο Τούρκος γεωγράφος Χατζή Κάλφα αναφέρει ότι η Δράμα υποτάσσεται στους Τούρκους το 1373.
Στην συνέχεια ο περιηγητής χωρίζει την πόλη σε τρία τμήματα. Το ένα κομμάτι είναι ξεκομμένο, μακριά από τα άλλα δύο τμήματα. Είναι οι περιοχές του α. Κορυλόβου, του β. προφήτου Ηλία και του γ. Ινστιτούτου. Και τα περιγράφει.
«Το τμήμα αυτό έχει 360 οικίας, ένα μεγάλο και δύο μικρά τεμένη, ιεροσπουδαστήριο, δημοτικό σχολείον, τεκέ[4], λουτρόν και δύο πανδοχεία. Το περιβάλλουν ωραίοι κήποι και αμπελώνες. Εντεύθεν διοχετεύονται εις πλείστα σημεία της αυτοκρατορίας υφάσματα, ειδικώς χρησιμοποιούμενα δια την κατασκευήν σκηνών. Λόγω του υγιεινού κλίματος και της αρίστης ποιότητος των ποσίμων υδάτων του, έχει φλογεράς ιδιοσυγκρασίας γυναίκας.»
Στην συνέχεια γράφει ότι «Η ονομασία της πόλεως έχει προέλευσιν ελληνικήν. Κατά την αρχαιότητα αύτη υπήρξεν το θέρετρο των βασιλέων της Μακεδονίας, Φιλίππου και Μεγάλου Αλεξάνδρου.» Περιγράφει πότε και ποιος κατέλαβε την πόλη, δίνει γενικά στοιχεία και ακολουθούν τα δύο άλλα τμήματα.
«Η εσωτερική πόλις, το περιτειχισμένο τμήμα της πόλης, είναι κτισμένη επί επικλινούς εδάφους, περιβάλλεται δε από ημικατεστραμμένα τείχη, άτινα στερούνται επάλξεων και τάφρων. Η περίμετρός των δεν φτάνει τα δύο χιλιάδες βήματα. Δύο πύλαι, εξ ων η μία προς ανατολάς και η ετέρα προς δυσμάς, εξυπηρετούν την επικοινωνία με την έξω πόλιν. Περιλαμβάνει 200 λιθόκτιστους οικίας, και το τέμενος Μπέη Τζαμί[5] όπερ, αν και εξαιρετικόν έργον τέχνης, λόγω των ευαρίθμων των πιστών της ενορίας του, έχει πενιχρά εισοδήματα.»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γιόζεφ Φον Χάμμερ Πούργκσταλ (1774-1856): «Η Ιστορία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας». 10τομο έργο
2. Αγγελική Κωνσταντακοπούλου: Εβλιγιά Τσελεμπή (1611-1684) Θεόπνευστα ταξίδια
Φώτο: α/α 13. Βασίλης Σεραφίδης, 21. Κώστας Πατσικάκης, 22. Τάσος Τρυφωνίδης
[1] Γιόζεφ Φον Χάμμερ Πούργκσταλ (1774-1856): «Η Ιστορία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας».
[2] Άγιος Αθανάσιος
[3] Χωριστή
[4] Εντευκτήριο Δερβισών
[5] Ο ναός της Αγίας Σοφίας.
.ΘΕΡΜΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΤΣΕΛΕΠΙΔΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου