H Μονή είναι αφιερωμένη στο Σταυρό του Κυρίου. Σε αυτή βρίσκεται ο τόπος, στον οποίο ήταν φυτεμένο το δέντρο από το οποίο κατασκευάστηκε ο Σταυρός του Χριστού.
Πληροφορίες σχετικά με το δέντρο αντλούμε από τις διάφορες εκκλησιαστικές παραδόσεις και από κάποιο αρχαίο κείμενο στη συριακή γλώσσα. Η ιστορία του δέντρου του Σταυρού αρχίζει στα χρόνια του Πατριάρχη Αβραάμ και συνδέεται με την εμφάνιση της Αγίας Τριάδας με τη μορφή τριών Αγγέλων στον Αβραάμ στη Μαμβρή.
Η παράδοση αναφέρει, ότι αφού οι Άγγελοι πραγματοποίησαν την επίσκεψή τους, έφυγαν για τα Σόδομα, άφησαν όμως στον Αβραάμ τα τρία ραβδιά τους. Μετά την καταστροφή των Σοδόμων ο Λωτ έγινε άθελά του αίτιος αιμομιξίας.
Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη και το βιβλίο της Γενέσεως (ιθ” 27-38) ο Λωτ μετά την καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρων κατέφυγε μαζί με τις δύο κόρες του σε μια σπηλιά. Εκεί οι κόρες του, αφού τον μέθυσαν, κοιμήθηκαν μαζί του για την απόκτηση απογόνων. Από τα δύο παιδιά που γεννήθηκαν προήλθαν οι Μωαβίτες και οι Αμανίτες. Μετά την αποτρόπαιη πράξη του ο Λωτ κατέφυγε και κατοίκησε στη σημερινή Ουάδ-ελ-Μουάλεμπε. Εκεί προσευχόταν και ζητούσε από το Θεό να τον συγχωρέσει για την πράξη του. Συζήτησε μάλιστα το θέμα με τον Αβραάμ και τον ρώτησε τι θα έπρεπε να κάνει για να εξιλεωθεί. Ο Αβραάμ έδωσε στο Λωτ τα ραβδιά που του είχαν αφήσει οι Τρεις Άγγελοι και του είπε να τα φυτέψει στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ. Του είπε μάλιστα πως θα έπρεπε να τα ποτίζει με νερό του Ιορδάνου και αν τα ραβδιά άνθιζαν, αυτό θα σήμαινε πως ο Θεός συγχώρεσε το αμάρτημά του. Ο Λωτ πότιζε τα ραβδιά, τα οποία με την πάροδο του χρόνου άνθισαν και έγιναν ένα τριπλό δέντρο από πεύκο, κυπαρίσσι και κέδρο.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Καϊάφας που πρωτοστάτησε στην καταδίκη του Χριστού (Ματθ. 26,57, Ιωάν.18,13) διέταξε να κατασκευάσουν το Σταυρό του Χριστού από το τρισύνθετο αυτό ξύλο, το οποίο θεωρείτο καταραμένο. Πίστευε πως με την αυξομείωση του ύψους του ο Χριστός θα βασανιζόταν περισσότερο και πως η Σταύρωσή Του πάνω σε αυτό θα γινόταν περισσότερο ατιμωτική.
Αξιόπιστη πηγή αναφέρει την ίδρυση της Μονής την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Πολλοί μάλιστα θεωρούν πως κτήτορας της Μονής του Σταυρού ήταν η Αγία Ελένη. Λίγο μεταγενέστερη παράδοση ανάγει την ίδρυσή του σε ιστορικά γεγονότα. Σύμφωνα με αυτήν το Μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Ηράκλειο, όταν το 628 επέστρεψε νικητής από την Περσία, φέρνοντας μαζί του τον Τίμιο Σταυρό για να Τον αποθέσει στο Γολγοθά. Στο σημείο εκείνο στρατοπέδευσε και αποφάσισε προς τιμήν του Σταυρού να κτίσει ένα Μοναστήρι. Άλλη παράδοση ανάγει την ίδρυση της Μονής στο βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό (527-565), ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με την ίδρυση πολλών μοναστηριών στην Αγία Γη.
Αρχαιολογικά πάντως είναι βέβαιο πως η αρχή του Μοναστηριού ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους της Αγίας Γης. Αυτό επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τις διάφορες εκκλησιαστικές παραδόσεις, αλλά και από νεώτερες έρευνες και γραπτές μαρτυρίες.
Η μεγάλη ακμή του Μοναστηριού αρχίζει από τον 11ο αιώνα, όταν ο Αγιορείτης Ίβηρας Μοναχός Πρόχορος το ανακαίνισε και το επάνδρωσε με Ίβηρες Μοναχούς. Από τότε και μέχρι τον 18ο αιώνα, που επανήλθε σαν νόμιμη περιουσία στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο, το Μοναστήρι του Σταυρού ανήκε στην Ιβηρική Μοναχική Αδελφότητα της Ιερουσαλήμ. Οι βασιλείς της Ιβηρίας το προστάτευσαν και το υποστήριξαν με άφθονες και πλούσιες δωρεές, καθιστώντας το Μοναστήρι και την Ιβηρική Αδελφότητα, στους δύσκολους αιώνες της κατοχής των Μαμελούκων, ως την ισχυρότερη χριστιανική κοινότητα στην Αγία Γη. Τόσο μεγάλη ήταν η δύναμη και η επιρροή των Ιβήρων Μοναχών του Μοναστηριού αυτού στην Ιερουσαλήμ, ώστε είχαν αναλάβει και την προστασία των Αγίων Προσκυνημάτων ως αντιπρόσωποι του Ορθόδοξου κλήρου.
Οι Μοναχοί του Μοναστηριού ξεπερνούσαν τους εκατό και ανάμεσά τους υπήρχαν αρκετοί λόγιοι, καλλιτέχνες και σπουδαίοι αγιογράφοι.
Στις αρχές του 13ου ήρθε και έζησε στο Μοναστήρι ο εθνικός ποιητής της Ιβηρίας Σώτα Ρουσταβέλλη. Μια σχετική με αυτό ιβηρική παράδοση αναφέρει πως ο ποιητής Ρουσταβέλλη πέθανε στην Ιερουσαλήμ και τάφηκε μέσα στην εκκλησία του Μοναστηριού. Η προσωπογραφία του ποιητή με ιβηρική επιγραφή σώζεται μέχρι σήμερα πάνω σε ένα από τους εικονογραφημένους πεσσούς της κεντρικής εκκλησίας. Τον 14ο αιώνα η εκκλησία εικονογραφήθηκε με ωραιότατες αγιογραφίες, πολλές από τις οποίες σώζονται μέχρι σήμερα συνοδευόμενες με ιβηρικές επιγραφές.
Η παρακμή της Ιβηρικής Αδελφότητας άρχισε από τον 16ο αιώνα με αίτια τα πολλά χρέη που δεν μπορούσαν να ξεπληρώσουν στους δανειστές τους. Στις δύσκολες αυτές μέρες το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο ανέλαβε την προστασία των Ιβήρων και των Μοναστηριών τους. Αφού ξεπλήρωσε όλα σχεδόν τα χρέη των Ιβήρων Μοναχών επανέκτησε το Μοναστήρι μαζί με όλους τους πνευματικούς και καλλιτεχνικούς του θησαυρούς και το επάνδρωσε με Έλληνες Μοναχούς. Εξαιτίας όμως των μεγάλων στην Παλαιστίνη ανωμαλιών, παρά την αγαθή μέριμνα και θέληση του Πατριάρχου Αθανασίου, η παιδεία υποβαθμίστηκε. Μάλιστα το Νοέμβριο του 1843 η Σύνοδος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων αποφάσισε «εκτός της Ιερουσαλήμ Μοναστήριον του Τιμίου Σταυρού επισκευασθήναι και αποκατασταθήναι Σχολείον του ιερού κλήρου».
Η Σύνοδος στην απόφασή της για την ίδρυση της Σχολής της Μονής του Τιμίου Σταυρού περιλαμβάνει και την ίδρυση τυπογραφείου «εν αυτώ τω ιερώ Μοναστηρίω συστηθήσονται έτι και δύο τυπογραφεία, το εν της ελληνικής, το έτερον της αραβικής». Δυστυχώς, η απόφαση αυτή δεν εφαρμόστηκε και περίπου ένα έτος μετά το Δεκέμβριο του 1844 ο Πατριάρχης Αθανάσιος απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη και η ιδέα της ιδρύσεως της Σχολής εγκαταλείφθηκε για να αναφανεί και να λάβει την πραγματοποίησή της από τον Διονύσιο Κλεόπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου