19 Μαΐου, 2022

Μητροπολίτης Ύδρας Ιερόθεος Τσαντίλης (1920-2008)

Ο κατά κόσμον Σπυρίδων Τσαντίλης γεννήθηκε στην Πάτρα το 1920. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1948. Διάκονος και Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το 1958. Υπηρέτησε ως Ιεροκήρυκας, Καθηγητής και Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Πατρών. Στις 26 Ιουνίου 1967 χειροτονήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίας Ειρήνης Αθηνών Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Πατρών Κωνσταντίνος, συμπαραστατούμενος από τους Μητροπολίτες Αιτωλίας Θεόκλητο, Γυθείου Σωτήριο, Εδέσσης Καλλίνικο και Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιο. Στις 14 Δεκεμβρίου 2000 παραιτήθηκε για λόγους υγείας.   Ο Μητροπολίτης πρώην Ύδρας κυρός   Ιερόθεος, εκοιμήθη στις 15 Ιουλίου 2008,  ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια που τον κρατούσε έγκλειστο στο Επισκοπείο Αιγίνης και τις περισσότερες ώρες καθηλωμενον στο κρεββάτι του, ζώντας με ειρήνη, ησυχία και προσευχή.


Ο μακαριστός πρώην Ύδρας Ιερόθεος (με τον αείμνηστο Ἐδέσσης κ. Καλλίνικο)

Ο μακαριστός Μητροπολίτης ήταν προσωπικός φίλος του Γέροντός μου μακαριστού Μητροπολίτου Εδέσσης αγιου Καλλινίκου με τον οποίον είχαν και προσωπική-πνευματική κοινωνία από λαϊκοί και μετέπειτα ως Πρεσβύτεροι και Επίσκοποι. Υπήρχαν περιπτώσεις που αλληλοεξομολογούντο. Ο Εδέσσης Καλλίνικος σεβόταν απεριόριστα τον Ύδρας Ιερόθεο, αλλά και ο τελευταίος εκτιμούσε βαθύτατα τον Εδέσσης Καλλίνικο. Και οι δύο εξελέγησαν Μητροπολίτες την ίδια ημέρα σε μια δύσκολη εκκλησιαστική περίοδο, αλλά ανεδείχθησαν καλοί Επίσκοποι στην Εκκλησία του Χριστού.

Δια μέσου του μακαριστού Γέροντός μου εγνώρισα προσωπικά τον Ύδρας Ιερόθεο και εξετίμησα τα ιδιαίτερα χαρίσματά του τα οποία τον διέκριναν. Εμένα με αγαπούσε ως πνευματικό παιδί του φίλου και πνευματικού αδελφού του και έτσι με υποδέχθηκε λίγους μήνες πριν την κοίμησή του στο Επισκοπείο.

Από αυτήν την μικρή γνωριμία θα ήθελα να καταθέσω μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητος του μακαριστού πρ. Ύδρας κυρού Ιεροθέου.

Όποιος γνώριζε τον μακαριστό Ιεράρχη έβλεπε ότι ήταν σεμνός, νηφάλιος και σύννους. Είναι δυσεύρετα τα γνωρίσματα αυτά για έναν Κληρικό. Συγχρόνως διακρινόταν για την καλλιέπεια της γλώσσας, κυρίως στον γραπτό λόγο και για την γνώση της Αγίας Γραφής, με τα χωρία της οποίας διήνθιζε και τις ομιλίες του και τα γραπτά του κείμενα. Αυτό φαινόταν ακόμη και στις επιστολές που απέστειλε και τότε που εξαναγκαζόταν να τις υπαγορεύη. Όταν συνομιλούσε κανείς με τον μακαριστό Ιεράρχη, δεν μπορούσε να αστειευθή η να μιλήση με επιπολαιότητα για εκκλησιαστικά και άλλα ζητήματα.

Αγαπούσε πολύ την θεία Ευχαριστία, την οποία θεωρούσε ως κέντρο της όλης ποιμαντικής διακονίας και πνευματικής ζωής. Λειτουργούσε με ευλάβεια, φόβο Θεού και σεβασμό. Η θεία Λειτουργία που τελούσε ήταν μια μυσταγωγία και αυτό ενέπνεε τους συλλειτουργούς του. Το ότι ζούσε για να λειτουργή φαίνεται από το γεγονός ότι, όταν τον άφηναν οι δυνάμεις του και σκεπτόταν την παραίτησή του έλεγε ότι θα παραιτηθή όταν δεν θα του το επιτρέπη η υγεία του να λειτουργή πάνω από έξι μήνες. Συνέδεε στενά την επισκοπική του διακονία με την τέλεση της θείας Ευχαριστίας.

Ο μακαριστός Ιεράρχης είχε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ασκητού. Αγαπούσε την άσκηση και με τον τρόπο που την κάνουν οι μοναχοί, δηλαδή αγαπούσε την αγρυπνία και την προσευχή. Άνθρωποι που έζησαν κοντά του μου διηγήθηκαν περιπτώσεις κατά τις οποίες όλη την νύκτα παρέμενε άγρυπνος, είτε για να μελετήση, είτε να προσευχηθή. Αυτό το ήθος του αγρυπνούντος Κληρικού το μετέδιδε στους γύρω του.

Δεν του άρεσε να συμμετέχη σε εκκλησιαστικά παρασκήνια, να ανήκη σε ομάδες που να επιδιώκουν να επιβάλλονται μέσα στην Ιεραρχία. Είχε την άποψή του για διάφορα εκκλησιαστικά ζητήματα, την οποία εξέφραζε με σοβαρότητα, σεμνότητα, εκκλησιαστικό ήθος και ευπρέπεια. Αυτό προκαλούσε μερικούς, οι οποίοι και τον παρεξηγούσαν. Όμως εκείνος ενεργούσε με υπευθυνότητα και σοβαρότητα. Χαρακτηριζόταν από εκκλησιαστικό φρόνημα, γιατί πάντοτε σκεπτόταν την δόξα του Θεού και το καλό της Εκκλησίας. Παρακολουθούσε την εκκλησιαστική ζωή μέχρι τελευταία στιγμή και προσευχόταν. Λίγους μήνες προ της κοιμήσεώς του με προσκάλεσε να τον επισκεφθώ και διεπίστωσα ότι ήθελε να μάθη την γνώμη μου για διάφορα εκκλησιαστικά ζητήματα, κατά μόνας, χωρίς να είναι άλλοι την ώρα εκείνη, για να μην ακούσουν την συζήτηση.

Σεβόταν απεριόριστα το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως το Κέντρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δύο γεγονότα, εκτός από άλλα, φανερώνουν αυτόν τον σεβασμό. Το ένα, ότι κατά την κρίση στις σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1973, σαφέστατα έλαβε σαφή θέση υπέρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δηλαδή υπέρ της τηρήσεως της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928, πράγμα που στενοχώρησε τον τότε Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Κοτσώνη και η απόφασή του αυτή μαζί με άλλους τρεις Αρχιερείς συνετέλεσε στην αλλαγή των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Το άλλο γεγονός είναι το ότι πριν παραιτηθή από την επισκοπική μητροπολιτική του έδρα αισθάνθηκε την ανάγκη να αναφέρη το θέμα στον Οικουμενικό Πατριάρχη και να ζητήση την γνώμη του, παρά το ότι δεν ανήκε στους Αρχιερείς των Μητροπόλεων του Οικουμενικού Θρόνου εν Ελλάδι, αλλά στους Αρχιερείς της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος.

Δεν είναι δυνατόν μέσα σε ένα μικρό κείμενο να εκφράσω όλη την άποψή μου για την προσωπικότητα του μακαριστού Ιεράρχου. Άλλωστε αυτό το έκανα και σε άλλο κείμενό μου και είμαι βέβαιος ότι θα το κάνουν καλύτερα από μένα οι συνεργάτες του, που γνώριζαν στο βάθος την ιεραρχική του προσωπικότητα.

Εκείνο που θέλω να βεβαιώσω είναι ότι πάντοτε διακατεχόταν από την αίσθηση της ματαιότητος της παρούσης ζωής και του θανάτου. Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα επιστολής που μου απέστειλε και στο οποίο φαίνονται τα γνωρίσματα τα οποία ανέφερα πιο πάνω. Έγραφε:

«Ασφαλώς δεν λησμονείς ότι ο πολυσέβαστος και πολυφίλητος Αδελφός και Γεροντας σου, μαζί με τον αλησμόνητον Άγιον Κερκύρας, επέτυχον το "μείζον". Και ημείς, εις τα "ελάσσω" κακουχούμενοι, "στενάζομεν", "το οικητήριον ημών το εξ ουρανού επενδύσασθαι επιποθούντες" (Β Κορ. ε , 2) και προσμένοντες την ώραν την μεγάλην και επιφανή. Ποτε και πως θα έλθη; Αυτό το ερώτημα - μετά την "ώραν" του αγίου Καστορίας, αλλά και μετά την εκτραχυνομένην γενικωτέραν κατάστασιν - γίνεται οσονούπω εναγώνιον. Και ταύτα πάντα, καθ oν χρόνον οι αοίδιμοι, εκείσε προσευχόμενοι, ευρίσκονται εγγύτερον ημών … η ότε έζων εις τον μάταιον κύκλον της παρούσης βιοτής».

Έβλεπε την ματαιότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων και ανέμενε την ώρα την μεγάλη και επιφανή της κοιμήσεώς του και επιποθούσε να ενδυθή «το οικητήριον το εξ ουρανού». Τον απασχολούσε το «πότε» της ώρας και το «πως». Ζούσε την ενότητα της Εκκλησίας, ζώντων και κεκοιμημένων. Αυτό τον έκανε να προσεύχεται και φαίνεται ότι επέτυχε το «ποθούμενον», αφού το λείψανό του, όπως ομολόγησαν όσοι παρευρέθηκαν στην εξόδιο ακολουθία, ήταν λείψανο ενός ασκητού.

Ο μακαριστός πρώην Ύδρας Ιερόθεος άφησε μνήμη ενός σεμνού, εκκλησιαστικού, ασκητικού και ευλογημένου Ιεράρχη. Αιωνία αυτού η μνήμη.–

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου