04 Μαΐου, 2022

Tό «Ὄνομα τοῦ Ρόδου», ἕνα Εὐαγγελιστάριο 1.000 χρόνων ἐπιστρέφει στήν Δράμα.Εργα και Ημερες Μακαριστου Μητροπολιτου Δραμας Παυλου.

 

Τό «Ὄνομα τοῦ Ρόδου», ἡλικίας 10 αἰώνων, βρίσκει ξανά τή θέση του στή Μονή, στό Παγγαῖο
– Εἶναι ἀνεκτίμητης ἀξίας καί εἶχε κλαπεῖ ἀπό Βούλγαρους κομιτατζῆδες πρίν ἀπό 103 χρόνια
– Ὁ ἐπαναπατρισμός καί ὁ ρόλος πού ἔπαιξε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος
Μία περιπέτεια σχεδόν 10 αἰώνων θά ὁλοκληρωθεῖ τήν ἡμέρα πού τό ἀνεκτίμητης ἀξίας χειρόγραφο Εὐαγγελιστάριο, ἴσως τό παλαιότερο μέ ἑλληνική γραφή πού σώζεται ἕως σήμερα, θά ἐπιστραφεῖ ἐκεῖ ὅπου ἀνήκει: στήν Ἱερά Μονή Παναγίας Εἰκοσιφοινίσσης, στό ὅρος Παγγαῖο, στό κέντρο τοῦ νοητοῦ τριγώνου ἀνάμεσα στίς Σέρρες, στή Δράμα καί τήν Καβάλα.
Πρόκειται γιά ἕνα βιβλίο διαστάσεων 18,1χ14 ἐκ. τό ὁποῖο φτιάχτηκε ἐξ ὁλοκλήρου στό χέρι, αἰῶνες πρίν ἀπό τήν ἀνακάλυψη τῆς τυπογραφίας. Πιθανότατα δημιουργήθηκε στήν Ἰταλία, πρίν ἀπό περίπου 950 χρόνια, ὅταν κάποιος ἀνώνυμος μοναχός ἀντέγραψε μέ τό χέρι, κυριολεκτικά γράμμα-γράμμα, πάνω στήν περγαμηνή, σέ δίστηλη διάταξη σελίδων καί μέ 27 γραμμές ἀνά στήλη, σέ καλλιγραφική μικρογραφία τά ἱερά κείμενα τῶν χριστιανικῶν εὐαγγελίων. Κατόπιν ὅμως ἄρχισε τό μεγάλο ταξίδι, μέ βία καί θανάσιμο κίνδυνο, ἁρπαγές καί κακουχίες, μέ ἐπεισόδια τά ὁποῖα δικαιολογοῦν τόν μυθιστορηματικό τίτλο «Τό Ὄνομα τοῦ Μακεδονικοῦ Ρόδου», ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποδοθεῖ στή συγκλονιστική ἱστορία του. Ἀλλά αὐτό ἰσχύει μόνο ἐν μέρει, καθώς τό Εὐαγγελιστάριο τῆς Εἰκοσιφοινίσσης ξεπερνᾶ ἀκόμη καί τόν μύθο, παραμένοντας ἕνα μικρό, εὔθραυστο καί ταυτόχρονα ἀνίκητο μνημεῖο ἀντοχῆς καί ἐπιβίωσης.
Ὅσο γιά τίς ὁμοιότητες τῆς περίπτωσής του μέ τό διάσημο ἔργο τοῦ Οὐμπέρτο Ἐκο, στήν πραγματικότητα εἶναι ἐλάχιστες. Ἡ μοίρα τοῦ σχεδόν χιλιόχρονου Εὐαγγελισταρίου παραπέμπει μᾶλλον σέ ἀδίστακτους ἀρχαιοκάπηλους, σέ ἱερόσυλους καί σέ λεηλασίες τύπου Ἔλγιν. Περίπου ὅπως ἐκεῖνος κατακρεούργησε τήν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, ἕναν αἰώνα ἀργότερα, τό 1917, ἕνας ἐπίδοξος μιμητής τοῦ Ἔλγιν, ὁ Βλαδίμηρος Σίς, καταλήστευσε ἑλληνικά μοναστήρια τῆς Μακεδονίας. Καί τό ἔκανε αὐτό μέ τήν κάλυψη τῶν Βουλγάρων κομιτατζήδων οἱ ὁποῖοι ἔκαναν τή βρώμικη δουλειά τῶν σφαγῶν καί τῆς καταστροφῆς, ἀλλά καί βάσει ἑνός σχεδίου, λεπτομερῶς μελετημένου ἐκ τῶν προτέρων.
Tό Εὐαγγελιστάριο ἀποτελεῖ ἕνα ἀριστούργημα καθώς εἶναι γραμμένο στό χέρι πρίν ἀπό τήν ἀνακάλυψη τῆς τυπογραφίας
Τό ὀπισθόφυλλο τοῦ Εὐαγγελιστάριου ὅπου οἱ Βούλγαροι ἔγραψαν τά ἀρχικά «Μ.Κ.», δηλαδή Manastir Kosinitsa
Ὅπως ἔγραψε στό ἡμερολόγιό του ὁ τότε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Εἰκοσιφοινίσσης: «Μαρτίου 27, 1917, Μεγάλη Ἑβδομάς, τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν μοναχῶν. Τήν Μεγάλη Δευτέραν καί ὥραν 2 μ.μ. ὁ Βούλγαρος ὁπλαρχηγός Πανίτσας μέ ὅλα τά γνωστά παλληκάρια του καί ὁ Βλαδίμηρος Σίς, Αὐστριακός (σ.σ.: ἦταν Τσέχος στήν πραγματικότητα), Βούλγαρος ὑπήκοος ἀρχαιολόγος, καθηγητής τοῦ ἐν Σοφία Πανεπιστημίου (τουλάχιστον ὁ ἴδιος ἔδωκεν τοιαύτας συστάσεις ὅτε εἰργάσθη εἰς τήν βιβλιοθήκην τῆς Μονῆς) καί τυμβωρύχος τῶν ἀρχαίων μνημείων ἐν Φιλίπποις, ἦλθον εἰς τήν Μονήν».
Ὁ Σίς ἦταν μία μυστηριώδης φιγούρα πού περιφερόταν μεταξύ Βουλγαρίας καί Θράκης. Κάλλιστα θά μποροῦσε νά εἶναι κατάσκοπος ἤ διπλός πράκτορας. Τό 1917 ἦταν μόλις 23 ἐτῶν, εἶχε ὅμως ἤδη κατορθώσει νά θεωρεῖται διακεκριμένος σλαβόφιλος καί βουλγαρόφιλος, ἀλλά καί σπουδαῖος πολεμικός ἀνταποκριτής, μέ προνομιακή πρόσβαση στήν πρώτη γραμμή τῶν ἐχθροπραξιῶν. Κάλυπτε τούς Βαλκανικούς Πολέμους ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ δημοσιογράφου γιά τήν τσεχική ἐφημερίδα «Narodni Listy». Ἡ ἕδρα τοῦ ἦταν στή Βουλγαρία, ἀλλά κατά τή διάρκεια τοῦ 1916 εἶχε περιηγηθεῖ τά ἑλληνικά μοναστήρια τῆς Μακεδονίας καί εἶχε καταγράψει ἀναλυτικά τους ἱστορικούς θησαυρούς πού ἐντόπισε σέ κάθε μονή.
Ἡ στιγμή πού περίμενε ὁ Σίς ἦρθε τή Μεγάλη Δευτέρα τοῦ 1917, ὅταν ἡ περίπου 60μελής συμμορία τοῦ διαβόητου Τοντόρ Πανίτσα ἔκανε ἐπιδρομή στή Μονή Εἰκοσιφοινίσσης (ἤ Κοσινίτσης). Οἱ κομιτατζῆδες, φορώντας στολές Τούρκων στρατιωτῶν, τρομοκράτησαν τούς μοναχούς καί βασάνισαν τούς δύο γηραιότερους ἐξ αὐτῶν, προκειμένου νά ἀποσπάσουν ἀκριβεῖς πληροφορίες γιά τά κειμήλια. Ἀπέσπασαν εὔκολα 431 χειρόγραφα καί 470 πολύτιμα ἀντικείμενα, μαζί μέ 3.000 δραχμές. Μάλιστα, ἡ λεία ἦταν τόσο μεγάλη καί ὀγκώδης, ὥστε χρειάστηκαν 24 μουλάρια γιά νά τή μεταφέρουν, ὑπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ Βλαδίμηρου Σίς. Ὁ ὁποῖος γνώριζε καλά ὅτι κάποια χειρόγραφα εἶχαν πολύ μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τά ἱερατικά κοσμήματα.
Ἐπιστρέφοντας στή Βουλγαρία, ὁ Σίς ἐμπλούτισε τόν κατάλογο τῶν χειρογράφων, ἐνῶ φρόντισε νά μαρκάρει τό καθένα ἀπό αὐτά, ἀναλόγως τῆς μονῆς ἀπό τήν ὁποία τό εἶχε ἀποσπάσει. Ἔτσι, τό Εὐαγγελιστάριο τῆς Εἰκοσιφοινίσσης φέρει τά ἀρχικά «Μ.Κ.», δηλαδή Manastir Kosinitsa.
Μετά τό τέλος τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Σίς μαζί μέ τή σύζυγό του ἄρχισαν νά πωλοῦν κάποια ἀπό τά κειμήλια, ἐνῶ ἡ βουλγαρική κυβέρνηση, κατόπιν ἔντονων πιέσεων ἀπό τήν Ἑλλάδα ἀλλά καί τή διεθνῆ κοινότητα, δέχτηκε νά ἐπιστρέψει ὁρισμένα ἀντικείμενα. Παρ’ ὅλα αὐτά, πάνω ἀπό 300 χειρόγραφα παρέμειναν στή συλλογή τοῦ Κέντρου Σλαβο-Βυζαντινῶν Σπουδῶν «Ἰβάν Ντούιτσεφ» στή Σόφια. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τό Εὐαγγελιστάριο, ὅμως, τά ἴχνη τοῦ χάνονται γιά ἕνα διάστημα, χωρίς κανείς νά γνωρίζει ἐάν εἶχε πουληθεῖ ἀπό τόν Βλαδίμηρο Σίς ἤ εἶχε κατακρατηθεῖ, κατά παράβαση τῶν διεθνῶν συμβάσεων, στή Βουλγαρία.
Ὡστόσο, τό 1920 ἕνας Γερμανός παλαιοβιβλιοπώλης ἐμφανίζεται νά πουλᾶ τό βιβλίο σέ ἕναν Γερμανοεβραῖο, ὁ ὁποῖος ὅμως πολύ σύντομα πεθαίνει. Ἡ χήρα του ἐκποιεῖ τήν περιουσία καί τό Εὐαγγελιστάριο καταλήγει σέ ἰνστιτοῦτο λουθηρανικῶν μελετῶν στό Σικάγο. Καί ἀπό ἐκεῖ, στή βιβλιοθήκη τοῦ φημισμένου Πανεπιστημίου Πρίνστον.
Ἀκολουθοῦν δεκαετίες ἀφάνειας, ἕως ὅτου τό 1958 τό βιβλίο τίθεται ξανά πρός πώληση ἀπό τόν μεγαλύτερο ἔμπορο παλαιῶν βιβλίων στόν κόσμο, τόν Χάνς Πέτερ Κράους. Καί πάλι, ὅμως, τό Εὐαγγελιστάριο θά ἐξαφανιστεῖ, αὐτή τή φορά μέχρι τό 2011, ὅταν τό ἀπέκτησε ἡ Συλλογή Γκρίν τῆς Ὀκλαχόμα ἀντί 252.000 εὐρώ, σέ δημοπρασία τοῦ οἴκου Christie’s.
Ἕναν χρόνο ἀργότερα θά ἐκτεθεῖ στό Βατικανό, στό πλαίσιο τῆς εἰδικῆς ἔκθεσης «Verbum Domini», ἐνῶ τό 2014 φαίνεται ὅτι ὁ νομαδικός βίος τοῦ κειμηλίου θά τερματιζόταν ὁριστικά καθώς ἔγινε ἀντικείμενο δωρεᾶς στό ἀμερικανικό Μουσεῖο τῆς Βίβλου.
Παρ’ ὅλα αὐτά, ὕστερα ἀπό 5 χρόνια, οἱ ὑπεύθυνοί του μουσείου συνειδητοποίησαν ὅτι τό Εὐαγγελιστάριο ἦταν κλοπιμαῖο. Ξεκίνησαν ἀμέσως τίς διαδικασίες ἐπιστροφῆς στούς νόμιμους κατόχους του, προσεγγίζοντας κατ’ ἀρχάς τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινούπολης.
Τόν Ἰανουάριο τοῦ 2020, ὁ ἐπικεφαλῆς ἐπιμελητής τοῦ Μουσείου τῆς Βίβλου, δρ Τζέφρι Κλόχα, ἦρθε σέ ἐπαφή μέ τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἀγαθάγγελο Σίσκο, ἀρχειοφύλακα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καί ταυτόχρονα μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρο. O Κλόχα ταξίδεψε στήν Κωνσταντινούπολη καί στίς 31 Ἰανουαρίου εἶχε συνάντηση μέ τόν Πατριάρχη. Σέ πρώτη φάση συμφωνήθηκε ἡ διοργάνωση μίας εἰδικῆς τελετῆς στό Μουσεῖο τῆς Βίβλου, ὅπου, παρουσία τοῦ κ. Βαρθολομαίου, τό Εὐαγγελιστάριο θά ξεκινοῦσε τό δρομολόγιο τῆς ἐπιστροφῆς στήν Ἑλλάδα. Ὅμως, τό ξέσπασμα τῆς πανδημίας ματαίωσε τά σχέδια τοῦ Μουσείου τῆς Βίβλου, τό ὁποῖο καί ἀνέβαλε τήν τελετή ἀπόδοσης γιά τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2021. Ἕως τότε τό πολύτιμο χειρόγραφο θά βρίσκεται ἀσφαλῶς φυλασσόμενο -ἄν καί προσωρινά, γιά μία ἀκόμη φορά στόν μακραίωνο βίο του- στό Μουσεῖο τῆς Βίβλου τῆς Οὐάσινγκτον.
Ὁ δρ Κλόχα μετά τή συνάντησή του μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη εἶχε δηλώσει: «Ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἱστορίας αὐτοῦ του χειρογράφου δέν ἦταν εὔκολη. Ἀπαιτήθηκε ἐνδελεχής ἔρευνα ἀπό τόν εἰδικό στά μεσαιωνικά χειρόγραφα ἐπιμελητή μᾶς Μπράιαν Χίλαντ, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νά διαλευκάνει τό ταραγμένο του παρελθόν, νά τό ταυτοποιήσει καί νά προσδιορίσει τό ποῦ βρισκόταν πρίν ἀπό τό 1958».
Ἐπιπροσθέτως, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, μέ ἐπιστολή του πρός τόν δρ Κλόχα, στίς 31 Αὐγούστου, ἐξέφρασε τίς εὐχαριστίες του γιά τίς ἐνέργειες τοῦ μουσείου, ἀναφέροντας ὅτι «ὁ ἐπαναπατρισμός τοῦ Εὐαγγελισταρίου συνιστᾶ πράξη ἀποκατάστασης τῆς νόμιμης πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς τῆς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας Εἰκοσιφοινίσσης. Πρόκειται περί μίας πραγματικῆς εὐλογίας γιά τή μοναστική ἀδελφότητα καί τόν χριστιανικό κόσμο τό νά βλέπει κανείς τούς θρησκευτικούς θησαυρούς οἱ ὁποῖοι ἀφαιρέθηκαν ἀπό τό μοναστήρι νά ἐπιστρέφουν ἐπισήμως στόν φυσικό τους χῶρο καί νά χρησιμοποιοῦνται γιά τήν πνευματική οἰκοδομή τῶν πιστῶν, ὅπως ἐπίσης ἀπό τούς μελετητές τῆς ἱστορίας καί τῆς τέχνης».
Ἡ ἐπιστροφή τοῦ Εὐαγγελισταρίου στήν Παναγία Εἰκοσιφοινίσσης θεωρεῖται, κατά κάποιον τρόπο, ἕνα λιθαράκι γιά τήν ἐπιστροφή καί ἄλλων κειμηλίων. Ἀκόμα καί τῶν Ἐλγινείων.
Ὁ Μητροπολίτης Δράμας Παῦλος ἀποκαλύπτει στό «ΘΕΜΑ»: «Τό Εὐαγγέλιο τοῦ 11ου αἰώνα εἶναι ἕνα ἀπό τά 900 πολύτιμα κειμήλια πού ἐκλάπησαν ἀπό τά βουλγαρικά στρατεύματα κατοχῆς. Πρόκειται γιά εὐαγγέλια, πολύτιμα χειρόγραφα, εἰκόνες πού ἡ Μητρόπολη Δράμας συμπεριέλαβε σέ τόμο καί δίνει ἀγώνα γιά τόν ἐπαναπατρισμό τους. Θά παλέψουμε ἕως ὅτου ὅλα τά κειμήλια ἐπιστραφοῦν στήν Ἑλλάδα. Τήν ἐπιστροφή τοῦ Εὐαγγελίου Εἰκοσιφοινίσσης τήν ὀφείλουμε στήν ἐπιμονή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος ἔχει δώσει πολλές καί ἐπίπονες μάχες».
Εὐκαιρίας δοθείσης, ὁ Μητροπολίτης Δράμας ἀφήνει αἰχμές γιά τή στάση τῆς Πολιτείας, διαχρονικά, ἐπισημαίνοντας χαρακτηριστικά ὅτι «ἀποτελεῖ μεγάλη ἀπογοήτευση τό γεγονός ὅτι ἀφήσαμε νά χαθοῦν πολύς χρόνος καί σημαντικές εὐκαιρίες». Κατά τήν ἄποψή του, ἡ πιό σημαντική ἀπό τίς χαμένες εὐκαιρίες γιά νά ἀπαιτηθεῖ ὁ ἐπαναπατρισμός κλεμμένων κειμηλίων ἦταν ἡ ἀμέλεια τῆς Ἑλλάδας νά θέσει ὡς διμερές τό ζήτημα ἀπό τό 2007, ὅταν ἡ Βουλγαρία ἔγινε μέλος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης.
ΠΗΓΗ: Ἰσμήνη Χαραλαμποπούλου- Παναγιώτης Σαββίδης /protothema.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου