05 Ιουλίου, 2022

Ὁ ἅγιος μάρτυς Ἀμπντοὺ Ἀλμασίχ (Χριστόδουλος) (27 Ἰουνίου )

 Ἡ ἀραβικὴ λέξη «Ἀμπντοὺ Ἀλμασὶχ» σημαίνει στὰ ἑλληνικὰ Χριστόδουλος. Μὲ τὸ βαπτιστικὸ αὐτὸ ἀραβικὸ ὄνομα πέρασε στὴν αἰωνιότητα τοῦ Παραδείσου, στὸ χορὸ τῶν ἁγίων Παιδομαρτύρων ἕνα ἑντεκάχρονο Ἑβραιόπουλο ποὺ τὸ ἔλεγαν Ἀσέρ. Καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ καὶ πολὺ εὐκατάστατη οἰκογένεια καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰώνα. Τόπος γεννήσεώς του ἦταν ἡ μικρὴ πόλη Σίγγαρα (σημ. Σεντζάρ) ποὺ βρίσκεται πολὺ κοντὰ στὴ Μοσούλη τοῦ Ἰράκ. Ἡ καθημερινὴ ἐργασία τοῦ μικροῦ Ἀσὲρ ἦταν νὰ βόσκει τὶς ἀγελάδες τῆς πάμπλουτης οἰκογένειάς του. Ὁ ἴδιος ἦταν πάντοτε πρόσχαρος καὶ καλοσυνάτος, ὅλος ζωντάνια καὶ δημιουργικότητα. Ἡ ὡραιότερη ὥρα τῆς ἡμέρας ἦταν ὅταν πήγαινε μετὰ τὴ βοσκὴ νὰ ποτίσει τὰ κουρασμένα ζῶα. Τά ᾿βλεπε ποὺ ξεδιψοῦσαν, καὶ χαιρόταν μαζί τους. Ἀλλὰ πιὸ πολὺ εὐφραινόταν μὲ ἀπερίγραπτη χαρὰ γιὰ κάτι ἄλλο. Γιατὶ στὸ μέρος τῶν δροσερῶν πηγῶν ἀντάμωνε συχνὰ μὲ ἄλλα συνομήλικά του παιδιὰ Χριστιανόπουλα ποὺ ἦταν καὶ αὐτὰ βοσκοί. Κι εἶχαν τὰ παιδιὰ αὐτὰ πάνω τους μιὰ ξεχωριστὴ χάρη. Τά ’βλεπε πού ’παιρναν ὅλα μαζὶ μὲ εὐπρέπεια καὶ τάξη ζηλευτὴ τὸ πρόγευμά τους καὶ λέγανε ἀναμεταξύ τους ἱστορίες γιὰ τοὺς Μάρτυρες. Καὶ ἔτρεχε κοντά τους ὁ Ἀσὲρ καὶ ἄκουγε μὲ τὸ στόμα ἀνοικτὸ τὶς θαυμαστὲς διηγήσεις περὶ τῶν ἁγίων Μαρτύρων, ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἤθελε ὅμως ὄχι μόνο νὰ ἀκούει, ἀλλὰ καὶ νὰ συντρώγει μὲ τὴν παρέα τους. Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ αὐτὰ τὸν ἐμπόδιζαν. 

–Δὲν μπορεῖς νὰ τρῶς μὲ μᾶς, γιατὶ δὲν εἶσαι βαπτισμένος, τοῦ ἔλεγαν. 

Ὁ Ἀσὲρ βούρκωνε. Μιὰ θλίψη ἁπλωνόταν στὴν παιδική του ψυχή. Κάποτε τοὺς τὸ δήλωσε ξεκάθαρα: 

–Ἀφῆστε με νὰ βαπτιστῶ. Θέλω κι ἐγὼ νὰ γίνω Χριστιανός. Γιατί δὲν μὲ βαπτίζετε καὶ μένα; Νά! τὸ νερὸ τῆς πηγῆς δίπλα μας εἶναι... 

Τὰ Χριστιανόπουλα τὸν ἄκουγαν. Ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ ὁ Ἀσὲρ ἐπέμενε ὅλο καὶ περισσότερο: 

–Βαπτίστε με καὶ μένα. Τὸ θέλω! Τὸ λαχταρῶ τόσο πολύ! 

Καὶ μιὰ μέρα τὸ μεγάλο θαῦμα ἔγινε. Τὰ παιδιά, τὰ Χριστιανόπουλα, ὑποχώρησαν μπροστὰ στὴν ἁγνὴ ἐπιμονὴ τοῦ φίλου τους. Καὶ τὸν ὁδήγησαν στὴν πηγή. Ἐκεῖ ποὺ τὰ πεντακάθαρα νερὰ ἔτρεχαν ἀκατάπαυστα. Ἐκεῖ μέσα στὴ γαλήνη τῆς φύσεως ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ θαλερὰ φυλλώματα τῶν δένδρων καὶ κάτω ἀπὸ τὸ ἀόρατο βλέμμα τοῦ Κυρίου Παντοκράτορος καὶ τῶν φωτεινῶν Ἀγγέλων ἔγινε μυστικὰ ἡ βάπτιση τοῦ Ἀσέρ. Τὰ παιδιὰ τὸν πῆραν καὶ τὸν βούτηξαν στὰ κρυστάλλινα νερὰ τῆς πηγῆς καὶ ἔκαναν τὸ «ἐξ ἀνάγκης βάπτισμα» λέγοντας μὲ τὴν ἁπλή τους πίστη: –«Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Ἀμπντοὺ Ἀλμασίχ (Χριστόδουλος) εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καὶ συνέχισαν τὸν λόγο τους καὶ εἶπαν: 

–«Καὶ Ἐσύ, Θεέ μας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, νὰ συμπληρώσεις ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὶς ὑπόλοιπες Εὐχὲς ποὺ λένε οἱ ἱερεῖς Σου ὅταν βαπτίζουν τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ βαπτισθεῖ ὁ δοῦλος Σου κανονικά, ὅπως Σὺ θέλεις νὰ βαπτίζονται στὴν Ἐκκλησία Σου οἱ πιστοί». 

Μετὰ τὴ βάπτιση, χαρούμενοι ὅλοι ἅπλωσαν τὰ φαγητά τους κάτω στὸ γρασίδι καὶ ἔφαγαν μαζὶ πανηγυρίζοντας μὲ τὸν νεοφώτιστο φίλο τους. Ἕνα παιδὶ ἀπὸ τὴν παρέα τῶν Χριστιανῶν ἐνθουσιάστηκε τόσο πολὺ ὥστε ἔδωσε στὸ νεοβαπτισθέντα ἕνα δῶρο ποὺ συνήθιζαν στὴν Ἀνατολή, ἕνα χρυσὸ κόσμημα, ἕνα σκουλαρίκι, καὶ τοῦ εὐχήθηκε: 

–Νὰ ζήσεις, καλέ μας φίλε, νὰ γίνεις καλὸς Χριστιανός. Καὶ νὰ παραμείνεις πιστὸς μέχρι τὸν θάνατο. Μὴν ἀρνηθεῖς ποτὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. 

Ὁ Ἀσὲρ μόλις εἶχε βαπτισθεῖ. Πλημμυρισμένος ἀπὸ ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ λουσμένος ἀπὸ τὴ θεία Χάρι τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου ἐπέστρεψε τὸ βραδάκι στὸ πατρικό του σπίτι καὶ τὰ εἶπε ὅλα στὴ μητέρα του. Ἐκείνη σεβάστηκε τὴν ἐπιλογὴ τοῦ παιδιοῦ της. Φοβήθηκε ὅμως τὸν ἄνδρα της μήπως μάθει κάτι καὶ ἀγριέψει καὶ ἀπειλήσει τὸν Ἀσέρ, ποὺ ἦταν τὸ πιὸ ἀγαπητὸ ἀπὸ ὅλα της τὰ παιδιά. Γι’ αὐτὸ φρόντισε νὰ τὸν καλύψει. 

–Παιδί μου, τοῦ λέει. Ἐγὼ θὰ σὲ προστατέψω. Σὲ συμβουλεύω νὰ φεύγεις γιὰ τὰ ζῶα πρωί-πρωὶ ἀπὸ τ’ ἄγρια χαράματα καὶ βράδυ πολὺ νύχτα νὰ γυρίζεις πίσω. Θὰ σὲ βάλω νὰ κοιμᾶσαι ξεχωριστά, μόνος σου. Ὁ πατέρας σου καθὼς εἶναι πολυάσχολος, δὲν πρόκειται νὰ καταλάβει τὴν ἀπουσία σου. 

Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Ἀμπντοὺ Ἀλμασὶχ ἔμενε ἀπαρατήρητος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ πατέρα του. Κάθε μέρα ἔφευγε χαρούμενος καὶ πήγαινε στὰ ζῶα. Καὶ ᾿κεῖ κοντά τους μέσα στὴν ἁγνὴ φύση χαιρόταν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ προσευχόταν. Καὶ ἀπολάμβανε ὧρες πνευματικῆς εὐφροσύνης. Εἶχε περάσει ἕνας μήνας ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε βαπτιστεῖ. Καὶ κάποια μέρα ᾿κεῖ πάνω στὰ βουνὰ ἔτυχε νὰ περνᾶ ἕνας Ἐπίσκοπος, ἱεραπόστολος. Τὸν εἶδε ὁ μικρὸς βοσκὸς καὶ ἔτρεξε νὰ πάρει τὴν εὐχή του. Καὶ τοῦ διηγήθηκε μὲ λεπτομέρειες τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του, τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία ποὺ εἶχε νὰ γίνει Χριστιανὸς καὶ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ποὺ εἶχε δεχθεῖ πρόσφατα ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς φίλους του. Καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ συμπληρώσει τὶς βαπτισματικὲς Εὐχὲς ποὺ δὲν ἤξεραν τὰ παιδιὰ νὰ ποῦν τὴν ὥρα ποὺ τὸν βάπτιζαν. Ὁ Ἐπίσκοπος συγκινήθηκε καθὼς ἄκουσε τὴ θαυμαστὴ ἱστορία τοῦ ἁγνοῦ αὐτοῦ βοσκοῦ. Καὶ ἐπετέλεσε τὸ ἅγιο ἔργο του διαβάζοντας τὶς Εὐχὲς ποὺ ἐπιβαλλόταν εἰδικὰ γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή, προκειμένου νὰ τελειωθεῖ καὶ νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ ἱερὸ Μυστήριο. Τὴν ἑπόμενη ἀκριβῶς ἡμέρα ὁ πατέρας τοῦ Ἀμπντοὺ κάλεσε σὲ συμπόσιο ὅλη τὴν πολυμελὴ οἰκογένειά του. Καὶ διέταξε τοὺς ὑπηρέτες του νὰ εἰδοποιήσουν καὶ νὰ ἔρθουν ὅλα τὰ παιδιά του σ’ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία τῆς οἰκογενειακῆς χαρᾶς καὶ ἑνότητος. Ὅταν ὅμως ἀντίκρισε τὸ παιδί του τὸν Ἀσὲρ καὶ εἶδε πὼς φοροῦσε σκουλαρίκι, ἀντέδρασε μὲ θυμὸ καὶ τὸν ἀποκάλεσε περιφρονητικὰ δοῦλο. 

–Πῶς τόλμησες, δοῦλε, ἐσὺ ποὺ εἶσαι παιδί μου καὶ πιστὸς Ἑβραῖος, νὰ φορέσεις σκουλαρίκι, πράγμα ποὺ ἀπαγορεύεται νὰ φοροῦν οἱ Ἑβραῖοι; 

Καὶ τὸ παιδὶ τοῦ ἀποκρίθηκε μὲ θάρρος:  

 –Νὰ ξέρεις, πατέρα,  ὅτι ἔγινα Χριστιανὸς καὶ εἶμαι πλέον δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βαπτίσθηκα. Καὶ τὸ νέο μου ὄνομα εἶναι Ἀμπντοὺ Ἀλμασίχ (Χριστόδουλος). Καὶ δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ Τὸν ἀρνηθῶ! 

Τότε γεμάτος ὀργὴ σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του ὁ πατέρας. Ὅρμησε πρὸς τὸ παιδί του καὶ τὸ κτυποῦσε βάναυσα. Ὅμως τὸν συγκράτησαν κάποιοι γεροδεμένοι φίλοι του καλεσμένοι καὶ τὸν ἠρέμησαν. Σὲ λίγο μόλις ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ, ὁ μικρὸς δημιούργησε νέα ἀναταραχή. Ἀρνήθηκε νὰ καθίσει στὸ τραπέζι λέγοντας μὲ ἁπλότητα: 

–Οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ συντρώγουν μὲ τοὺς Ἑβραίους. Ὁ πατέρας ἀκούγοντας τὴν ἀπαξιωτικὴ αὐτὴ ἀπάντηση τοῦ γιοῦ του, ντροπιάσθηκε καὶ δὲν ἄντεξε. Σηκώθηκε καὶ πάλι ὄρθιος. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἅρπαξε ἐξαγριωμένος ἕνα μαχαίρι ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ ἄρχισε νὰ κυνηγάει τὸ παιδί του. Ἐκεῖνο ἔφυγε τρέχοντας ἔξω στοὺς ἀγροὺς γιὰ νὰ σωθεῖ. Ὅμως ὀ ἄσπλαχνος πατέρας τὸ πρόφθασε στὴν πηγή, στὸν τόπο ὅπου πρὶν λίγες ἑβδομάδες εἶχε βαπτισθεῖ. Καὶ καθὼς ἦταν ἔτσι πεσμένο κάτω τὸ παιδί του, λαχανιασμένο καὶ ἐξαντλημένο, τὸ ἅρπαξε μὲ θυμό, τὸ ἀνασήκωσε βίαια καὶ ἐκεῖ μισογερμένο, κρατώντας το σκληρά, τοῦ βύθισε χαιρέκακα τὸ μαχαίρι στὸ λαιμό. Τὸ ἁγνὸ αἷμα τοῦ ἀθώου παιδικοῦ κορμιοῦ ἔβαψε τὴ γῆ καὶ τὴν ἐπότισε βαθιὰ μὲ τὸ πορφυρένιο αἷμα τῆς θυσίας του. Ἄγγελοι τότε ἔτρεξαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ παραλάβουν τὴν ὁλοφώτεινη ψυχὴ τοῦ ἄκακου αὐτοῦ Παιδομάρτυρα γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσουν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ πιὸ στοργικοῦ πατέρα, τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Μιὰ παιδικὴ ψυχὴ εἶχε πετάξει στὸν οὐρανὸ ἀφήνοντας πίσω τὸ πιὸ εὐωδιαστὸ ἄρωμα. Τὸ θεῖο ἄρωμα τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀγάπης στὸ Θεό. Μιᾶς ἀγάπης τόσο δυνατῆς, ποὺ ἔφθασε μέχρι τὸ μαρτύριο. Ἅγιε ἔνδοξε Ἀμπντοὺ Ἀλμασίχ, μὴ παύεις, σὲ παρακαλοῦμε, στὸ θρόνο τοῦ οὐρανοῦ ποὺ βρίσκεσαι, νὰ πρεσβεύεις μὲ θερμὲς ἱκεσίες στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ ἐνισχύει καὶ νὰ στερεώνει στὸ δρόμο τῆς πίστεως τὰ Ὀρθόδοξα Χριστιανόπουλα ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ἰδιαίτερα τῆς δικῆς μας πολυβασανισμένης ἀποστατημένης ἀπὸ τὸν Θεὸ πατρίδας, τῆς Ἑλλάδας μας. Καὶ νὰ μὴ σπιλώσει κανεὶς ἀπὸ μᾶς, οὔτε μεγάλος οὔτε μικρός, τὸν ὁλόλευκο χιτώνα τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Καὶ κάποτε νὰ συναντηθοῦμε μαζί σου γιὰ νὰ συμψάλλουμε αἰώνια τὰ «ὡσαννὰ» καὶ τὰ «ἀλληλούια» στὸν Κύριο καὶ Παντοκράτορα τῆς δόξης, τὸν πανάγιο Τριαδικὸ Θεό μας.ΟΣΩΤΗΡ2157-2158

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου