Ο Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης μιλάει για την έρευνά του επί δημοσιευμάτων της εποχής, τα οποία στοιχειοθέτησαν ψευτικες Ιστορικές πεποιθήσεις, κατασκευασμενες απο βενιζελικους.
«Και η κυβέρνησις αφ’ ενός μεν τρομοκρατηθείσα, αφ’ ετέρου δε φοβηθείσα την δημιουργίαν “προσφυγικού ζητήματος” εξαπέστειλεν επειγόντως εις Σμύρνην τους δυστυχείς τότε υπουργούς της Στράτον και Θεοτόκην, ακριβώς διά να ματαιωθή, όπως εματαιώθη, δυστυχώς, η αναχώρησις του πληθυσμού της Μ. Ασίας», έγραφε η εφημερίδα «Πατρίς» στο φύλλο της 12ης Ιανουαρίου 1930, σχολιάζοντας τη μετάβαση των υπουργών Θεοτόκη και Στράτου στη Σμύρνη στις 17 Αυγούστου 1922.
Oπως είναι γνωστό, η εφημερίδα έγραφε τότε ότι ο Yπατος Αρμοστής Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης είχε ζητήσει λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της «στρατιωτικής αποσυνθέσεως» την αποστολή πλοίων στο λιμάνι της πόλης για να παραλάβουν τον στρατό, το πολεμικό υλικό και τους πρόσφυγες. Σύμφωνα με το άρθρο της «Πατρίδος», στην έκκληση του Στεργιάδη απαντάει «ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως διά του εξής τηλεγραφήματος: “Αποφύγατε δημιουργίαν προσφυγικού ζητήματος. Δ. Γούναρης”».
Αυτή η φράση του Γούναρη, όπως τη μετέφερε η εφημερίδα, ήταν ένας από τους παράγοντες που δημιούργησαν την πεποίθηση ότι το ελληνικό κράτος της εποχής αλλά και η αντιβενιζελική κυβέρνηση ήταν εχθρική απέναντι στην έλευση των Μικρασιατών προσφύγων. Ακριβώς αυτή την πεποίθηση επιχειρεί να ανατρέψει ο ερευνητής και συγγραφέας Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης με το βιβλίο του «Οι τελευταίες ημέρες του Αρμοστή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Archive, στο οποίο στέκεται κριτικά και σε μια σειρά άλλων ζητημάτων εξαιρετικά κρίσιμων για τις ημέρες της καταστροφής και για την ιστορία και τη δράση του Αριστείδη Στεργιάδη.
Ο κ. Βλάσσης λέει στην «Κ» ότι η έρευνά του δεν εντόπισε τηλεγράφημα ούτε του Στεργιάδη με αίτημα για αποστολή πλοίων για τη διάσωση των πολιτών, αλλά ούτε και τηλεγράφημα του Γούναρη με εντολή να μη δημιουργηθεί προσφυγικό ζήτημα. Αντιθέτως θεωρεί ότι υπήρχε σκοπιμότητα από την πλευρά της εφημερίδας που απηχούσε τις θέσεις των βενιζελικών. «Η εφημερίδα έκανε αυτή την καταγγελία χωρίς να παρουσιάσει το σώμα ενός τηλεγραφήματος, έστω και ως φωτογραφία, και είναι η μοναδική που το επικαλείται. Επίσης στο δημοσίευμα δεν αναφέρεται η ημερομηνία στην οποία αποστέλλεται η απάντηση του Γούναρη και αφήνει τον αναγνώστη να υποθέσει ότι το μήνυμα εστάλη την ίδια ημέρα με το τηλεγράφημα του Στεργιάδη. Ολα αυτά είναι κατά δήλωση της εφημερίδας που είναι ακραία αντιπολιτευτική», σημειώνει και προσθέτει ότι η λανθασμένη εντύπωση επικράτησε στη μετέπειτα βιβλιογραφία, διότι οι δημοσιογράφοι του αντιπολιτευόμενου Τύπου μετέφεραν την αρθρογραφία τους σε βιβλία που εκδόθηκαν αργότερα για τη μικρασιατική καταστροφή.
Οι συντάκτες των δημοσιευμάτων ήταν δημοσιογράφοι, εργαζόμενοι σε κομματικά έντυπα και δρούσαν μέσα στο πλαίσιο του εθνικού διχασμού.
«Μπορεί κάποιος να τα μελετάει, αλλά πρέπει να τα αξιολογεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι συντάκτες τους ήταν δημοσιογράφοι, εργαζόμενοι σε κομματικά έντυπα της εποχής, δρούσαν μέσα στο πλαίσιο του εθνικού διχασμού και πολλοί από αυτούς ήταν μικρασιατικής καταγωγής και είχαν μια επιπλέον φόρτιση στα γραπτά τους», τονίζει.
Ο συγγραφέας αναγνωρίζει και δικαιολογεί την προτεραιότητα που δόθηκε στη διάσωση του στρατού και επισημαίνει ότι δεν υπήρξε ποτέ ουσιαστική απαγόρευση εξόδου από τη Σμύρνη για τους πρόσφυγες. «Ο Στεργιάδης γνωρίζει ότι τα πλοία που έρχονται προορίζονται για τον ελληνικό στρατό. Ο ίδιος δεν είχε αρμοδιότητα να ζητήσει τι είδους πλοία θα έρθουν και θα πλευρίσουν. Η υπηρεσιακή αλληλογραφία αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε καμία απαγόρευση και μάλιστα μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου, οπότε και ολοκληρώθηκε η εκκένωση του στρατού, υπάρχει ήδη ένα πλήθος άνω των 200.000 Μικρασιατών προσφύγων που βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα. Δεν μπορεί να ισχύουν και τα δύο», σημειώνει.
Ο ίδιος αντικρούει και την ευρύτερη πεποίθηση ότι το ελληνικό κράτος προσπάθησε να εμποδίσει τους Μικρασιάτες πρόσφυγες να έρθουν στην Ελλάδα μέσω του νόμου 2870 του 1922 «περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής», που ψηφίστηκε έναν μήνα πριν από την καταστροφή της Σμύρνης.
«Η ψήφιση αυτού του νόμου ήταν μια υπόθεση τετραετίας που ξεκίνησε από την κυβέρνηση Βενιζέλου, επειδή υπήρχε η προοπτική ενός γενικότερου μεταναστευτικού κύματος από τους Ελληνες του Καυκάσου προκειμένου να εμπλουτιστεί και να πυκνώσει το ελληνικό στοιχείο στη Μακεδονία», μας λέει και προσθέτει ότι ο κυβερνητικός σχεδιασμός «πάγωσε» για οικονομικούς λόγους το καλοκαίρι του 1920 και με τις πολεμικές επιχειρήσεις του στρατού το 1921. «Από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο του 1922 ήρθαν άνω των 16.000 ομογενών από τον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα και απροειδοποίητα, και γι’ αυτό στις 31 Μαΐου 1922 η κυβέρνηση εισάγει επειγόντως προς ψήφιση τον νόμο και ψηφίζεται ομόφωνα και από τους βενιζελικούς βουλευτές», και παραπέμπει στο σχετικό βιβλίο του («Πρόσφυγες, οικονομία και νομοθεσία κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία», εκδ. Δούρειος Ιππος) για το χρονικό της ψήφισης.
«Ο Στεργιάδης ζήτησε από τις 19 Αυγούστου να κινηθεί η ελληνική κυβέρνηση διπλωματικά για να πετύχει παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στη Σμύρνη. Βέβαια αποδείχθηκε ότι ακόμη και οι Βρετανοί δεν είχαν διάθεση να αντιταχθούν στον νικηφόρο τουρκικό στρατό».
Υπατος Αρμοστής με θετικό έργο και ακραίες αντιδράσεις
Κατά τον συγγραφέα, ο Υπατος Αρμοστής δεν ζήτησε την αποστολή πλοίων για τη διάσωση του πληθυσμού, όπως δεν ευσταθεί το ότι εγκατέλειψε τη Σμύρνη αβοήθητη. «Από την υπηρεσιακή αλληλογραφία φαίνεται ότι ο Στεργιάδης ζήτησε από τις 19 Αυγούστου να κινηθεί η ελληνική κυβέρνηση διπλωματικά για να πετύχει παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στη Σμύρνη. Η ελληνική πλευρά επιθυμούσε να εξέλθουν στη στεριά ένοπλα τμήματα ή μονάδες πεζοναυτών που θα δημιουργούσαν προστατευτικό κλοιό γύρω από τη Σμύρνη και θα απαγόρευαν τη διέλευση των κεμαλικών δυνάμεων που πλησίαζαν και ακόμα και τότε δεν υπήρχε σκέψη για οριστική εκκένωση της πόλης», σημειώνει ο συγγραφέας.
Ακόμη και στις 24 Αυγούστου, προσθέτει, οι επιτελείς της Αθήνας που καταφτάνουν στη Σμύρνη διατηρούν μια ελπίδα να αντιτάξουν μια γραμμή άμυνας γύρω από την πόλη ώστε να εκκενωθεί ομαλά ο στρατός και να μεταφερθεί το πολεμικό υλικό στην Ελλάδα, και μέσα σε αυτό το πλαίσιο να εκκενωθεί και να διαφύγει και ο χριστιανικός πληθυσμός. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη, καθώς η κατάρρευση του μετώπου ήταν ραγδαία και η φυγή του στρατού που κατευθύνθηκε στη Σμύρνη ήταν άτακτη. «Βέβαια αποδείχτηκε ότι ακόμη και οι Βρετανοί δεν είχαν διάθεση να αντιταχθούν στον νικηφόρο τουρκικό στρατό. Ειδικά η ταχεία κατάρρευση του ελληνικού στρατού υπονόμευσε όλη τη διπλωματική προσπάθεια», προσθέτει.
Στο βιβλίο ο συγγραφέας αξιοποιεί αρχειακό υλικό από το αρχείο της Υπατης Αρμοστείας Σμύρνης που βρίσκεται στα ΓΑΚ, το αρχείο του ίδιου του Στεργιάδη που ανήκει στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, το υπουργείο Εξωτερικών, αρχειακές πηγές του υπουργείου Εξωτερικών και άλλες, προσπαθώντας να παρακολουθήσει τις υπηρεσιακές κινήσεις του Αρμοστή, χωρίς να προβαίνει σε μια αγιογραφία του. «Ο Στεργιάδης ήταν αντικοινωνικός, κλειστός άνθρωπος, αντιπαθούσε τη στρατιωτική ηγεσία και τον κλήρο και είχε το μεγάλο μειονέκτημα των ακραίων αντιδράσεων που δημιούργησαν μια κακή εικόνα. Το έργο που έκανε στη Σμύρνη ήταν θετικό, όπως η ίδρυση του πανεπιστημίου, αλλά δεν υπήρχε χρόνος να αποδώσει. Η εικόνα του αμαυρώθηκε αργότερα στις συνεντεύξεις του, όπου παρεκτρέπεται σε υπερβολές», μας λέει ο συγγραφέας. Οπως;
«Οπως τις κατηγορίες που προσάπτει στο πρόσωπο του αρχιστρατήγου Γεωργίου Χατζηανέστη», λέει ο κ. Βλάσσης, για τον οποίο δήλωσε μετά την εκτέλεσή του ότι αδιαφόρησε για πληροφορίες που είχε ο ίδιος ως Αρμοστής για την κεμαλική επίθεση του Αυγούστου. «Δεν έχει εντοπιστεί όμως τηλεγράφημα με τέτοιες πληροφορίες. Αντιθέτως υπάρχει τηλεγράφημα του Στεργιάδη στις 17 Αυγούστου που λέει ότι για την κατάρρευση του μετώπου δεν προκύπτει καμία ευθύνη από τη στρατιωτική ηγεσία», καταλήγει.
ΠΗΓΗ https://www.kathimerini.gr/culture/561938476/konstantinos-d-vlassis-stin-k-ypirchan-fake-news-gia-to-1922/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου