Το 1925 φεύγει η Σοφία με ένα μικρόν μπόγον, τα ρουχαλάκια της, και πηγαίνει στην Φλώρινα, στον Άγιον Μάρκον, έως το 1927. Τότε ονειρεύεται την Παναγία πού της είπε, η θέση σου είναι άλλου, θα πάς στο χωριό σου. Δίπλα στο βουναλάκι είναι η Παναγία η Κλεισούρα.
Τον Αύγουστο του 1927 η Σοφία έρχεται στο χωριό και μας ζητάει να την πάμε στο μοναστήρι. Σε δέκα ήμερες πήγαμε εκεί, στην μνήμη της Παναγίας. Εκεί βρήκαμε τον ηγούμενο και μία ηγουμένισσα, Πελαγία, παράλυτη από τον πόλεμο και τας υγράς φύλακας στην Καστοριά.
Από το 1927 ζούσε η Σοφία στο μοναστήρι στην Κλεισούρα.
Στον πόλεμο το 1940 κρατούσε το μοναστήρι μόνη της με 30 δωμάτια έως να τελειώσει ο πόλεμος το 1941.
Άρχισε ο ανταρτικός πόλεμος το 1944. Στο χωριό την Κλεισούρα, στη θέση Νταούλι οι αντάρτες σκοτώνουν έναν γερμανό αγγελιοφόρο που ερχόταν με το μηχανάκι από το Αμύνταιο. Κόπτουν τα όργανα του και τα βάζουν στο στόμα ωσάν τσιγάρο. Εκεί έφτασαν οί Γερμανοί από το Αμύνταιο και την Καστοριά. Βάζουν φωτιά στο χωριό και καίνε περί τα 350 άτομα. Κατεβαίνουν στο μοναστήρι, εκεί ψάχνουν για τους αντάρτες και η βενζίνη έτοιμη στα μπιτόνια. Η Σοφία αγρυπνεί με την εικόνα της Παναγίας στην αγκαλιά. Γονατίζει τους φιλάει τα πόδια, σέρνεται στο χώμα. Μη, λέει, η Παναγία θυμώνει και κλαίει η εικόνα μπροστά στο τάγμα. Ο αξιωματικός τη διώχνει, αυτή πίσω δεν κάνει και λιγοθυμάει καταγής. Τότες ο αξιωματικός μετάνιωσε και την άκουσε. Έψαξαν σε όλους τους τόπους, ταβάνια, υπόγεια για αντάρτες.
Όσα θυμήθηκα εγώ ο ανεψιός της
Ισαάκ Κων/νου Σαουλίδης
Αναρράχη Πτολεμαίδος»
***
Η ψυχή της ανέπνεε το Χριστό και την Παναγία με την απλοϊκή αγάπη των ταπεινών, που αισθάνονται τα ιερά πρόσωπα της πίστης ως φίλους και συγγενείς τους, Η Παναγία μας ήλθε κάποτε να βοηθήσει σε επίκλησή Της για σβήσιμο φωτιάς. Ο άγιος Γεώργιος πολλές φορές κατέβαινε και τη βοηθούσε, όταν είχε ανάγκη. Είχε τη Γερόντισσα υπό την προστασία του από τον Πόντο ακόμη, τότε που έσωσε το χωριό από τους Τσέτες. Ο άγιος Μηνάς με το άλογό του και ο Προφήτης Ηλίας με το άρμα του πολλές φορές την επισκέπτονταν και την συντρόφευαν.
Παρηγοριά της, η Υπεραγία Θεοτόκος, στης οποίας το Μοναστήρι έζησε κάτω από το μητρικό της φίλτρο και την φοβερά προστασία Της. «Είναι στεναχωρημέντσα η Παναία. Η Παναία κλαίει κάθνη μέρα »έλεγε στους ανθρώπους, που την πλησίαζαν και τα δάκρυα έτρεχαν σαν βρύση από τα μάτια της.
«Γιατί σκουπίζεις κάθε μέρα, γιαγιά Σοφία?» Την ρώτησε μία πνευματική της θυγατέρα.
«Μα ευλογημένη, θα περάσει η Παναία και θα βρεί την αυλή της γεμάτη φύλλα».
«Παναΐα μ ‘, γιουρπάν’ τσ’ να ίνουμε» (= Παναγία μου, θυσία να γίνω για σένα). Παναΐα μ ‘, λελεύω σε, Παναΐα μ ‘, λελεύω σε (= Παναγία μου, να σε χαρώ – σε λατρεύω)»
***
Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.
Αλλοίμονο, γιατί δεν θα υπάρχει, στα χρόνια που έρχονται, παρθενία. Για αυτό παρακαλεί η Παναγία τον Υιό της. Αλλά τα αγόρια δεν μετανοούν.
Η Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στον Υιό Tης: Υιέ μου και Θεέ μου, δώσε στον κόσμο σοφία, συγχώρησε τον κόσμο.
Μετανοήστε, γιατί τα σύννεφα της Οργής του Θεού σίμωσαν στη γη. Μεγάλο κακό έρχεται, από την πολλή αμαρτία.
Έδειξάν με τα δαιμόνια και είπαν με, θα έρθει πολύ μίσος.
Εκάκυνεν ο κόσμος. Θα ρθει καιρός που θα τρων ανθρώπους.
Να μετανοάτε, παιδία μου… Να ευτάτε προσευχήν… Νύχταν και ημέραν… οπού περπατείτε, οπού ευρίουστουν ( ευρίσκεστε ), οπού στέκουστουν, πάντα να λέτε «Χριστέ μ’, να ελεήσ’ με! Με γλυκόν γλώσσαν να μιλάτε με τον Θεόν, να φτάτε προσευχήν».
Πρώτα τον Θεόν να τιμάτε, ύστερα την Παναγίαν, ύστερα τους Αγγέλους, ύστερα τους Αποστόλους, ύστερα τους Αγίους. Οι Απόστολοι όλοι εσταυρώθησαν όπως ο Χριστός.
Ελάτε όλοι, μικροί μεγάλοι, ελάτε στην Παναγία• αν αγαπάτε, ελάτε στην Παναγία.
Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς… Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».
***
Της είπε η Παναγία:
— Να μιλάς… Να λες για τα κοντά φουστάνια…
Να λες για την αποστασία… Να κηρύττεις μετάνοια!… Να μην φορούν άσεμνα φορέματα στην Εκκλησία… Να- χουν ταπεινό ντύσιμο.
-Νάστε προσεκτικές… Όχι κοντά μανίκια, όχι κοντά μαλλιά. Η Παναγία χωλιάσκεται ( θυμώνει )….
-Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε τον κόσμο σου και ύστερα εμάς!… Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ μας….
Νάχετε φόβον Θεού… Νάχετε Αγάπη… Νάχετε ευσπλαχνία.
«Είδα τα δάκρυα της Παναΐας, κάουμε.
Κλαίει δια τε μας νύχτα-μέρα, Θεέ μου να μην χαλάσεις τον ντουνιάν».
«…Να κάνετε προσευχή, να λέτε Θεέ μου, Θεέ μου μετάνοια ο λαός…»
Της είπε η Παναγία:
Να πάρεις μια βέργα και να μιλάς. Να λες για την αποστασία… Να κηρύττεις μετάνοια!…
«Δε μπορώ Παναϊα μου, δεν ακούνε» απάντησε η γερόντισσα.
Η Μητέρα του Θεού την επιτίμησε.
Εσύ να μιλάς μην παύεις να ορμηνεύεις.
Πληγωμένοι από την ζωή αποθαρρυμένοι και τρομαγμένοι έτρεχαν κοντά της και ζητούσαν τις προσευχές της για να προχωρήσουν στην ζωή.
Και εκείνη τους καλωσόριζε ανοιχτόκαρδα. «Καλώς τα πουλία μου, καλώς τα πουλία μου»!
Να είστουνε ( είστε ) καλά. Χαράν να έσετε ( έχετε )!
— «Μου είπε η Παναγία πώς εκείνα πού είναι στα Ιερά Βιβλία των εκλεκτών του Υιού μου, έρχονται όλα με τη σειρά να γίνουν. Τρίτος πόλεμος θα γίνη… Θα καταστραφούν τα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας… Θα σωθή μόνο το ένα τέταρτο…
… Σαν γνήσια προφήτισσα του λαού καθήλωνε όσους της έτρεφαν ευλάβεια με τις αποκαλύψεις της για την οργή του Θεού και τα επερχόμενα δεινά.
«Είδα μαύρα σύννεφα, η οργή του Θεού κατέβαινε στον κόσμο. Σιγά, σιγά κατεβαίνουν, σιμώνουν και όταν αγγίξουν στη γη τότε θα γίνει ο πόλεμος».
«Η Παναΐα τα πόδια της είναι ματωμένα να παρακαλεί για τε μας, μετανοήστε, να ‘σται καλοί άνθρωποι, να νηστευεται, εδώ είμαστε προσωρινοί, να κάνετε προσευχή, τας δέκα εντολας να τηρατε, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, Να ‘χετε ευσπλαχνία, μετανοείτε, έρτεν η οργήν του Θεού, να στεφανουστε αγνοί και καθαροί, να ειστουν ευλογημένοι,
Σας παρακαλώ σας, αγαπητά μου παιδίαν του Θεού, όσον μπορείτε πίστιν, ελπίδαν, μετάνοιαν, εξομολόγησιν, καλά έργα παρακαλώ σας, καλαν έργα, καλόν Πνεύμα μαζί σας, καλόν φώτισιν ».
Προέτρεπε για διόρθωση και μετάνοια.
«…Να κάνετε προσευχή, να λέτε Θεέ μου, Θεέ μου μετάνοια ο λαός…»
«Να έχουμε Αγάπη, Ταπείνωση και υπομονή στους πειρασμούς.
-Υπερηφάνεια άσκεμον πράγμα… ρούζ την ψην σην κόλασιν…
-Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε τον κόσμο σου και ύστερα εμάς!… Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ μας…
«Η Ελλάδα, αν κρατήση την πίστι, θα σωθή από το κακό πού πρόκειται νάρθη. Αν όμως δεν κρατήσει την πίστη, θα καταστραφεί… Θα πέσουν όλοι οι δαίμονες επάνω της… Θα ’ρθή το κακό και θα χωρίση το στάρι απ’ την ήρα, τα πρόβατα απ’ τα ερίφια…
Οι Άγγελοι μιλάνε κάθε μέρα. Ο Θεός στέλνει τους Αγγέλους, για να δουν αν ο κόσμος μετανοεί. Οι Άγγελοι γέμισαν το σύννεφο.
Μικροί μεγάλοι να έρθουν στην μετάνοια, να μετανοούν. Να γνωρίζουν ότι ο Θεός είναι επάνω. Αυτοί δεν το γνωρίζουν, σαν τα άλογα ζώα τρώνε την Παρασκευή. Παρακαλώ τον Θεό να μετανοούν, αυτοί δεν μετανοούν. Αχ, να ξέρατε τι έπαθε ο Κύριος την Τετάρτη και την Παρασκευή, τίποτα δεν θα βάζατε στο στόμα σας. Ούτε ψωμί, όχι λάδι. Μη μαντζιρίζετε Τετάρτη και Παρασκευή (= μη τρώτε αρτύσιμα, που σας λερώνουν, την Τετάρτη και την Παρασκευή).
Με δείχνει ο Κύριος χωράφια και αγκάθια. Αυτή είναι η γη που ζούμε εδώ. Και με λέει: βλέπεις αυτά τα αγκάθια; Αυτά είναι η αμαρτία, αυτά όλα θα καθαριστούν. Θα γίνει μεγάλο κακό αλλά θα καθαριστεί ο κόσμος.
Μυρίζω χώμα, το χώμα μας έπλασε, στο χώμα θα πάμε. Ελάτε εσείς που είστε καλοί, θα αγιάσετε το χώμα.
Το καλόν το σώμα θα αγιάσει το χώμα, το σώμα το κακόν θα βρωμίσει το χώμα. Να μετανοήσετε, να πάρετε τον δρόμο του Θεού.
Φόβος Θεού, αρχή σοφίας στον άνθρωπο.
Καθαρίζουν το σώμα και το περιποιούνται, αυτό που θα πάει στο χώμα. Και δεν φροντίζουν την ψυχήν. Πώς θα πάει η ψυχή στον ουρανό; Δεν μετανοούν. Δεν ξέρουν πού πάνε. Δεν ξέρουν πού βαδίζουν.
Άμα τα πράγματα τα αφήκεις στον Θεό, έρχονται μονάχα. Μην προσπαθείς να βγάλεις, άμα δεν σε δώσει ο Θεός. Όσο τρέχεις, τόσο λίγο βγάζεις (= κερδίζεις).
***
Στο ασκηταριό της Αγίας Τριάδος, ούτε 300 μέτρα από το μοναστήρι [Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας], σε ευθεία γραμμή, αλλά με ανάβαση σχεδόν κατακόρυφη, ζικ-ζακ, ανέβαινε [η οσία Σοφία Χοτοκουρίδου] πρωί βράδυ για να ανάψει το καντήλι.
Όταν την ρωτούσαν πώς καταφέρνει και ανεβαίνει τόσο γρήγορα, γριά γυναίκα, απαντούσε:
– Η Παναγία με ανεβάζει.
Μερικοί μαρτυρούν πως συχνά την έβλεπαν να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει στο βουνό χωρίς να πατάει στην γη· πετούσε.
Από το βιβλίο «Σοφία Χοτοκουρίδου, Μια λαϊκή ασκήτρια, (6 Μαΐου 1974)», των εκδόσεων Μυγδονία.
Μια άλλη φορά είχε ανέβει στην Αγία Τριάδα με ένα ευλαβές ζεύγος Ποντίων, αφού προσευχήθηκαν η 80χρονη ήδη ασκήτρια τους προέτρεψε να προπορευτούν και θα ερχόταν κι αυτή . Το ζεύγος άρχισε να κατεβαίνει σιγά -σιγά , κοίταγαν πίσω μη και φανεί η γερόντισσα , αλλά πουθενά. Έφτασαν στο μοναστήρι μετά από μισή ώρα κουρασμένοι, ξαναναμμένοι. Ποια ήταν η έκπληξις τους όταν βρήκαν εκεί την αγία να κάθετε ήσυχη, νηφάλια , χωρίς ίχνος κοπώσεως .
– Γερόντισσα , πως κατεβηκες;
κι εκείνη η ευλογημένη χαμογελώντας , απάντησε,
– Πέταξα! Πέταξα και ήρθα! Επέτασα κ’ ερθα!
Ο ευσεβής λαός πίστευε ότι πράγματι η αγία πετούσε σε αυτές τις αναβάσεις. Ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος την μετέφερε με το άλογό του.
Η κυρία Άννα Εφραιμίδου από την Βέροια διηγήθηκε ότι γνώριζε την ύπαρξη της Οσίας και μάλιστα είχε το βιβλίο του βίου της πάντοτε κοντά στο κρεβάτι της. Μία νύκτα ταλαιπωρούμενη από έναν πειρασμικό εφιάλτη στον ύπνο της, παρηγορήθηκε από την ίδια την Γερόντισσα η οποία εμφανίσθηκε και της μίλησε ποντιακά: «Μη φογάσαι, εσύ έχς την Παναΐαν την Σουμελάν σο κρεβάτις και κε πορεί να εφτάει σε τίποτα (εννοεί ο πονηρός)». Στη συνέχεια συνομιλούσε ποντιακά με την Παναγία και μετά απευθυνόμενη προς την κ. Άννα είπε: «Ελέπς πού η Παναΐαν ηξέρ ποντιακά;» Την εμπειρία αυτή κατέθεσε γραπτώς η ίδια το έτος 2007 σε επίσκεψή της στο μοναστήρι.
Μία σύγχρονη Μυροφόρος, σελ. 57, Έκδοσις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας Καστοριάς, Έκδοση Γ΄, Καστοριά 2015/ agiospatrokosmas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου