15 Σεπτεμβρίου, 2022

''ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΣΑΣ...'' ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 Συνέπιπτε ἀκριβῶς στὶς 17 Σεπτεμβρίου: Τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας Σοφίας θὰ ἔφθανε ἀπὸ τὴ Μελβούρνη στὸ ἀεροδρόμιο «Ἐλευθέριος Βενιζέλος» τῆς Ἀθήνας ὁ Ματθαῖος, ποὺ ἦταν ἐκεῖ φημισμένος Ἕλληνας οἰκονομολόγος, ξενιτεμένος 10 χρόνια τώρα. Τὸ εἶχε προγραμματίσει – πρὶν κατέβει στὸ χωριό του, τὸν Χρυσὸ τῆς Παρνασσίδος, πού ᾿ναι ἐπίγειος παράδεισος – νὰ μείνει λίγες ὧρες στὴν Ἀθήνα. Εἶχε ὑποχρέωση νὰ περάσει ἀπὸ τὴ θεία του τὴ Σοφία ποὺ γιόρταζε, γερόντισσα τώρα, γιὰ νὰ τῆς εὐχηθεῖ. Ἀλλὰ καὶ νὰ τὴ συλλυπηθεῖ, γιατὶ πρὶν 2 μῆνες εἶχε χάσει τὸν ἄνδρα της, τὸν Κυριάκο. Στὴν ἄτεκνη αὐτὴ οἰκογένεια, παρ᾿ ὅλη τὴ φτώχεια ποὺ εἶχε, ὁ Ματθαῖος χρωστοῦσε μεγάλη εὐγνωμοσύνη, γιατὶ τοῦ εἶχε συμπαρασταθεῖ στὰ πρῶτα ἔξοδα τῆς ξενιτειᾶς του. Τὴ διεύθυνση τοῦ σπιτιοῦ τους τὴ θυμόταν καλά. Ἔκπληξη θὰ ἔκανε στὴ θεία. Καὶ νά, ἔφθασε. 12 τὸ μεσημέρι. Στὴν ὁδὸ Μ... 9Α, στὴν Ἄνω Κυψέλη. Στὴν παλαιὰ ἐκείνη πεν ταόροφη πολυκατοικία. Ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἴδια, ὅπως τὴν ἤξερε. Καὶ τὸ διαμέρισμα τῆς θείας του στὸ ὑπόγειο. Χτύπησε τὸ κουδούνι στὸ ὄνομα «Εὐλαμπιάδης». Ἡ ἐξώπορτα τῆς πολυκατοικίας ἄνοιξε. Μπῆκε μέσα προσεκτικά. Κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα ποτὸ καὶ ἕνα κουτὶ τυλιχτὰ διαβητικὰ γλυκὰ ἀπὸ τὴν Αὐστραλία· καὶ ἕνα ψητὸ κοτόπουλο καὶ λίγα ἀκτινίδια ποὺ εἶχε ἀγοράσει πρὶν λίγο. Κατέβηκε ἀργὰ τὰ ψηλὰ ἀπότομα σκαλοπάτια ποὺ ὁδηγοῦσαν στὸ ὑπόγειο. Ὀσμὴ φοβερῆς ὑγρασίας. Σκοτάδι. Ἄνοιξε τὸ φῶς τοῦ κλιμακοστασίου. Ἤξερε. Στὸ 2ο διαμέρισμα δεξιὰ ἔμενε ἡ θεία. Χτύπησε τὸ κουδούνι. Ἕνας παρατεταμένος βαρύτονος ἦχος ἀντήχησε δυνατά. Καὶ μετὰ ἀπὸ ὥρα, φωνὴ ἀπὸ μέσα: 

–Παρακαλῶ, ποιός; 

–Ὁ Ματθαῖος, θεία μου, ὁ ἀνηψιός σου. 

–Ὁ Ματθαῖος; Δηλαδὴ ὁ Μάνθος; 

–Ναί, ὁ Μάνθος σου, θεία. 

–Ὤ! Ἀλήθεια! 

Ξεκλείδωσε ἀργά-ἀργὰ τὴ γερὰ ἀσφαλισμένη καὶ θωρακισμένη πόρτα ἡ γερόντισσα καὶ ἄνοιξε. Ντυμένη στὰ μαῦρα, μὲ μαντήλι σφιχτὸ στὸ κεφάλι, μὲ τὸ ἕνα χέρι νὰ κρατάει τὰ κλειδιὰ καὶ μὲ τὴν ἄλλη παλάμη νὰ σφίγγει τὸ «Πὶ» ποὺ τὴν ὑποβάσταζε. Μόνη της ἦταν. Καὶ ὤ! τί χαρὰ καὶ συγκίνηση τότε μεγάλη! Ἔπεσε ὁ ἕνας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου. 

–Μάνθο μου, παιδί μου, χαρά μου!... Πέρασε μέσα... 

Ἔβλεπε ὁ Μάνθος τὸ σπίτι. Τί σπίτι! Ἕνα δωμάτιο ὅλο καὶ ὅλο μὲ τὰ πράματα ὄχι ὅλα σὲ τάξη. Καὶ κατσαρίδες νὰ τρέχουν νευρικὰ πάνω στὸν τοῖχο, σὰν νὰ ἤθελαν ἀπὸ ντροπὴ κάπου νὰ κρυφτοῦν. «Ὤ! φτώχεια καὶ τί μοναξιὰ καὶ πόνος», εἶπε μέσα του ὁ Μάνθος. Ἀλλὰ ὄχι. Ὄχι πόνος ἐδῶ, γιατὶ τὸ πρόσωπο τῆς θείας ἔλαμπε ἀπὸ εὐτυχία! 

–Κάθισε ἐδῶ, Μάνθο μου, στὴν πολυθρόνα. Ἐδῶ καθόταν κάποτε ὁ ἀγαπημένος σου θεῖος, ὁ Κυριάκος, ποὺ μὴν τὸ ξεχνᾶς ποτέ! Ἦταν καὶ καρδιακὸς φίλος τοῦ πατέρα σου. Ἐδῶ καθόταν πρὶν καταπέσει. Γιατί, ξέρεις, τὰ τελευταῖα ἑφτὰ χρόνια τὰ πέρασε καθηλωμένος δίπλα, πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ κρεβάτι ποὺ βλέπεις, μὲ φριχτοὺς πόνους στὴ σπονδυλικὴ στήλη. Τὸν ἔφαγε τελικὰ ὁ καρκίνος. 

–Ὤ! θεία μου! Πονῶ μαζί σου... Ὁ Θεὸς νὰ ἀναπαύει τὴν ψυχὴ τοῦ καλοσυνάτου θείου. Καὶ σὲ σένα, θεία μου, νὰ χαρίζει χρόνια πολλὰ καὶ εἰρηνικά. 

–Κρατῶ τὸ «εἰρηνικά». Αὐτὸ θέλω. Αὐτὸ τὸ ζῶ τώρα. Καὶ μοῦ φθάνει, Μάνθο μου. Θὰ σ᾿ τὸ ἐξηγήσω ἐμπιστευτικά. Κοίταξε... Βλέπεις ἐκεῖ δεξιά, πάνω στὸ κομοδίνο τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσας, καὶ δίπλα τὴ φωτογραφία τοῦ θείου σου μὲ τὸ καντηλάκι ἀναμμένο; Πήγαινε ἀπὸ κοντά. 

Κοίταξε... Σηκώθηκε ὁ Μάνθος, πλησίασε... Καὶ εἶδε ᾿κεῖ πάνω στὸ κέντημα, ἀφημένα δίπλα στὸ ἀναμμένο καντήλι τὰ στέφανα τοῦ γάμου· ὁλόλευκα· πεντακάθαρα. 

–Εἶδες καλά; Κατάλαβες κάτι; Ἔκρυψε ἀμέσως τὸ πρόσωπό της ἡ γερόντισσα μὲ τὶς παλάμες της καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει... 

–Κατάλαβες, Μάνθο; Ὁλόλευκα τὰ στέφανα, ἀλλὰ καὶ καινούργια, πεντακάθαρα. Γιατὶ πρὶν 3 μῆνες ἔγινε ὁ γάμος μας. Ναί, πρὶν 3 μῆνες ἀπὸ σήμερα. Ἤμασταν 60 χρόνια ἀστεφάνωτοι! Δὲν τὸ ἤξερε κανείς. Παιδιὰ δὲν εἴχαμε. Συγγενεῖς λίγους. Τώρα πέθαναν ὅλοι τους. Ποιὸς νὰ τὸ ἤξερε; Ποῦ νὰ τὸ ποῦμε; Τό ᾿ξερε ὅμως ὁ Θεὸς τὸ κρίμα μας. Καὶ φρόντισε κι ἔκανε τὸ θαῦμα Του σὲ τοῦτο ᾿δῶ τὸ φτωχικό μας καὶ ἔφερε εἰρήνη καὶ σωτηρία. Θὲς νὰ συνεχίσω; 

–Ὢ, θεία μου! Δὲν εἶμαι ἄξιος ν᾿ ἀκούσω τῆς ψυχῆς σου τὰ μυστικά, ὅμως θέλω ν᾿ ἀκούσω. 

–Πρὶν ἕνα χρόνο στὸν 5ο ὄροφο ἐδῶ ἦρθε μιὰ οἰκογένεια ἀπὸ τὴ Ρόδο μὲ τέσσερα παιδιά. Στρατιωτικὸς ὁ πατέρας, φιλόλογος ἡ μάνα. Ἀξιόλογοι ἄνθρωποι ὅλοι τους. Ἔμαθαν γιὰ μᾶς – πὼς ἤμασταν μόνοι – κι ἔδειχναν ἐνδιαφέρον, οἱ μοναδικοὶ ἐδῶ στὴν πολυκατοικία. Μᾶς ἔφερναν ἄλλοτε λίγο φαγητό, ἄλλοτε τὰ φάρμακα, κάποτε καὶ ἀντίδωρο ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Κάθε τόσο μᾶς ἄφηναν ἔξω, στὸ πόμολο τῆς πόρτας, μιὰ σακούλα μὲ κάποια εἰκονίτσα, μὲ τὴ «Φωνὴ Κυρίου», μικρὰ βιβλιαράκια μὲ ἱστορίες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ Ἁγίους, καὶ ἄλλα. Τί νὰ σοῦ πῶ, Μάνθο! Τέτοια καλοσύνη μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ μποροῦσες νὰ τὴν περιμένεις. Καὶ ποὺ λές, πῶς τό ᾿φερε ἡ κουβέντα μιὰ μέρα, μοῦ ξέφυγε καὶ μὲ ντροπὴ τό ᾿πα σὲ κείνη τὴ γραμματισμένη γυναίκα τὸ κρυφὸ μυστικό μας. 

–Κυρα-Λένα, τῆς λέω, εἴμαστε 60 χρόνια ἀστεφάνωτοι. Ἔλαμψε τὸ πρόσωπό της, καὶ μοῦ λέει. 

–Ἐμεῖς θὰ σᾶς παντρέψουμε. Ἐμεῖς, Σοφία μου! 

–Ποῦ; 

–Ἐδῶ! 

–Στὸ ὑπόγειο; 

–Ναί, στὸ ὑπόγειο ἐδῶ! 

–Καὶ ὁ ἀνήμπορος ἄνδρας μου; 

–Ἐδῶ! Ἐδῶ κάτω... Τὸ ᾿πα στὸν Κυριάκο. Δὲν εἶχε ἀντίρρηση. Καὶ ὅλα ἔγιναν πιὸ λαμπρὰ ἀπὸ λαμ πρά. Ἦρθε ἐδῶ ὁ πατὴρ Ἀλέξιος ἀπὸ τὴν ἐνορία κι ἔκανε τὸν Γάμο. Εἶχε πάρει εἰδικὴ ἄδεια ἀπὸ τὴν Ἀρχιεπισκοπή. Κουμπάροι ἦσαν οἱ γονεῖς καὶ παρανυφάκια τὰ τέσσερα μεγαλωμένα παιδιά τους. Καὶ ὁ χορὸς τοῦ Ἡσαΐα γύρω ἀπὸ τὸ κρεβάτι μὲ τὸν Κυριάκο μου βέβαια καθηλωμένο πάνω. Ὤ! Τί νὰ σοῦ πῶ, Μάνθο μου! Κλαίγαμε ὅλοι! Μοιράσαμε καὶ κουφέτα. Λόγια δὲν ὑπῆρχαν. Ὅσα καὶ νὰ σοῦ πῶ, δὲν μποροῦν νὰ περιγράψουν τὴ χαρὰ τῆς ψυχῆς μας. Ζήσαμε τότε ἀληθινὸ Παράδεισο! Καὶ Παράδεισός μας δὲν ἦταν μόνο τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου, ἀλλὰ καὶ τὸ ἄλλο τὸ πιὸ μεγάλο, τῆς μετανοίας μας τὸ Μυστήριο. Ἐξομολογηθήκαμε καὶ κλάψαμε γιὰ τὸ μεγάλο μας κρίμα στὸν π. Ἀλέξιο, πού ᾿ταν καὶ καλὸς Ἐξομολόγος. Τοῦ ᾿παμε βέβαια καὶ ὅσα ἄλλα βάραιναν τόσα χρόνια τὴν ψυχή μας. Τρεῖς μέρες πρὶν ξεψυχήσει, κοινώνησε ὁ θεῖος σου, ἐδῶ στὸ κρεβάτι αὐτὸ γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν παιδί. Καὶ εἶχε πρόσωπο σὰν ἀγγέλου, τόσο φωτεινὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ὤ! Τί ἀγάπη θεϊκὴ πλούσια μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἐδῶ!... Καὶ ὅταν κάποτε, Μάνθο μου, ρώτησα τὴν κυρα-Λένα: 

–Γιατί μᾶς ἀγαπᾶτε τόσο; Ἐκείνη μ᾿ ἀπάντησε χαμογελώντας: 

–Ὅταν φύγαμε ἀπὸ τὴ Ρόδο, ὁ γέροντάς μας, ὁ ἐκεῖ Πνευματικός μας, ἕνα λόγο τελευταῖο μᾶς εἶπε: «Ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶτε, προσέχετε ὄχι μόνο τοὺς δικούς σας, ἀλλὰ πιὸ πολὺ τοὺς διπλανούς σας.ΟΣΩΤΗΡ2205

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου