10 Οκτωβρίου, 2022

Ὁ Αγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ὁ Χιοπολίτης (31 Οκτωβρίου).

 
Ὁ ἅγιος ἔνδοξος νεομάρτυς Νικόλαος ὁ Χιοπολίτης γεννήθηκε στὸ καταπράσινο χωριὸ Καρυὲς τῆς Χίου τὸ 1731 ἀπὸ εὐλαβεῖς γονεῖς, τὸν Πέτρο καὶ τὴ Σταματοῦ. Ἦταν παιδὶ χαριτωμένο, μὲ σπάνια ἀθωότητα καὶ ὑπομονή, καὶ θυσιαστικὴ ἐξυπηρετικότητα πρὸς ὅλους. Εἶχε σεμνότητα στὸ ἦθος του καὶ εὐλάβεια στὸν Θεὸ μεγάλη. Ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα πολὺ νωρίς. Στὴν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν μὲ ἕναν καλὸ συμπατριώτη καὶ φίλο του, τὸν Φραγκούλη τὸν οἰκοδόμο, πέρασαν ἀπέναν τι στὴ Μικρασία, στὴν περιοχὴ τῆς Μαγνησίας. Καὶ ἐργάζονταν μαζὶ ὡς οἰκοδόμοι μὲ τιμιότητα θαυμαστή. Κάποια μέρα ὁ Νικόλαος ἔχασε τὶς αἰσθήσεις του καὶ παρουσίασε σημεῖα συγχύσεως, χωρὶς βέβαια νὰ φθάνει σὲ πράξεις βίας ἢ τρέλας. Καθὼς τὸν εἶδαν ἔτσι οἱ Τοῦρκοι, ἐκμεταλλεύθηκαν τὴν ἀβουλία του καὶ τὸν ὁδήγησαν στὶς τοπικὲς Ἀρχὲς γιὰ νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ὁ ἄκακος καὶ χωρὶς ἔλεγχο τῶν πράξεών του Νικόλαος ἔδειξε ἀδιαφορία στὶς προτάσεις τῶν Τούρκων, πού τὸν ἔστειλαν πίσω στὴν πατρίδα του τὴ Χίο ὡς τρελό, γιὰ νὰ τὸν φροντίσουν οἱ δικοί του. Ἐκεῖ χωρὶς νὰ ὑπάρχουν σαφεῖς ἀποδείξεις, διαδιδόταν ἡ φήμη ὅτι ὁ Νικόλαος εἶχε ἐξισλαμισθεῖ. Τὸ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ ἀγάδες τῆς περιοχῆς καὶ πῆραν κοντά τους τὸν Νικόλαο. Τοῦ ἄλλαξαν τὸ ὄνομα καὶ τὸν ἔντυσαν μὲ τουρκικά ἐνδύματα χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ διαμαρτυρηθεῖ. Τὸν ὀνόμασαν Μεχμέτ, καὶ τοῦ ἔδωσαν δουλειά, νὰ βόσκει τὰ ζῶα τῶν χασάπηδων πάνω στὰ βουνὰ τῆς περιοχῆς, τῆς «Ἁγίας Ὑπομονῆς». Ἐκεῖ μιὰ μέρα ποὺ ἔβοσκε τὰ πρόβατα ὁ Νικόλαος, συναντήθηκε μὲ τὸν ἱερομόναχο Κύριλλο ποὺ πολὺ τὸν εὐσπλαχνίσθηκε καὶ τὸν παρότρυνε νὰ μετανοήσει γιὰ τοὺς «συμβιβασμούς» του μὲ τὴ Μουσουλμανικὴ θρησκεία. Πέρασε καιρός. Μιὰ μέρα ὁ Νικόλαος, καθὼς εἶχε ξαπλώσει γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ μισοερειπωμένο ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Ἄννας, εἶδε σὲ ὅραμα μιὰ πανέμορφη Κόρη ποὺ ἦταν ἡ Παναγία, ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Νὰ πᾶς στὸν ἱερέα τοῦ Ναοῦ τοῦ Υἱοῦ μου γιὰ νὰ σὲ λούσει καὶ νὰ γίνεις καλά». Καὶ ὁ βοσκὸς πῆγε στὸν Ναὸ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὸ Παλαιό καστρο. Ἐκεῖ βρῆκε τὸν π. Κύριλλο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τέλεσε Ἁγιασμό, τὸν ράντισε. Κατόπιν ἐξομολογήθηκε καὶ ἐλευθερώθηκε τελείως ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ψυχικῆς καὶ σωματικῆς του ἀσθένειας. Εἰρήνευσε τελείως καὶ ζήτησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μὲ δάκρυα στὰ μάτια γιὰ τὴν παρεκτροπή του. Καὶ ἔζησε πλέον ἀσκητικά: Μὲ αὐστηρὴ νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ πολλὴ προσοχὴ στὸν ἑαυτό του. Κάποτε προσκυνώντας τὴν εἰκόνα τῆς Ἀποτομῆς τῆς κεφαλῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἔνιωσε σκίρτημα ἱερὸ μέσα του γιὰ τὸ μαρτύριο. Καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ Τοῦ προσφέρει τὸ αἷμα του ὡς θυσία στὸν βωμὸ τῆς δικῆς Του ἀγάπης. Καὶ ἡ εὐκαιρία δόθηκε σύντομα. Ἀπεσταλμένοι τοῦ Δικαστῆ ἔφθασαν κάποτε στὸ σπίτι του καὶ ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν, τὸν ὁδήγησαν στὸ κριτήριο γιὰ νὰ δώσει ἐξηγήσεις γιὰ τὴν Πίστη του. Στὶς ἀνακρίσεις ὁ Νικόλαος ὕψωσε φωνὴ θαρραλέα καὶ εἶπε: –Ἐγὼ Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς ἀνατράφηκα. Ποτέ μου δὲν ἀρνήθηκα τὸν Χριστό, οὔτε θὰ Τὸν ἀρνηθῶ. Οὔτε ὑπῆρξα ποτὲ συνειδητὸς Μουσουλμάνος. Θὰ πεθάνω Χριστιανός! Μάταια οἱ ἐχθροί του προσπαθοῦσαν νὰ τὸν μεταπείσουν μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις. Ὁ Νικόλαος τοὺς ἀποστόμωνε μὲ ἐπιχειρήματα δυνατά. Καὶ ὁ Δικαστὴς ντροπιασμένος, διέταξε νὰ τὸν τιμωρήσουν μὲ 500 ραβδισμούς. Στὴ συνέχεια τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή, ἀσφαλίζοντας σφικτὰ τὰ καταπληγωμένα πόδια του στὸ τιμωρητικὸ ξύλο, τὴν «ποδοκάκη». Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φρικτοὺς πόνους ὁ Νικόλαος ἀντιμετώπισε ἐκεῖ καὶ ἄλλους ἰσχυρότερους πειρασμοὺς ἀπὸ συγκρατούμενούς του Χριστιανοὺς ποὺ τὸν πίεζαν νὰ γίνει Τοῦρκος. Στὶς δίκες τῶν ἑπόμενων ἡμερῶν ὁ Νικόλαος ἔδειξε ἀπαράμιλλη γενναιότητα. Δὲν κάμφθηκε ἀπὸ νέα δελεάσματα οὔτε ἀπὸ χρυσὰ φλουριὰ ποὺ τοῦ πρόσφεραν προκλητικὰ μπροστά του σὲ κιβώτιο. Τότε τόλμησε καὶ τοὺς εἶπε: –Θὰ δεχθῶ νὰ σᾶς ὑπακούσω μόνο, ἂν μοῦ κάνετε μιὰ χάρη: νὰ βαπτισθεῖτε! Αὐτὸς ὁ λόγος πυροδότησε νέα σειρὰ μαρτυρίων. Ὀργισμένοι οἱ δήμιοι τὸν ξάπλωσαν σὲ σανίδα ποὺ εἶχε καρφιά. Καὶ τοῦ ἔβαλαν βαριὰ πλάκα στὸ στῆθος καὶ ἁλυσίδα στὸν λαιμό. Ὁ Μάρτυρας τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ θαυμαστὴ καρτερία. Ὁ Κύριος τότε μὲ θεία ἐπέμβαση ἀπάλλαξε τὸν πιστό του δοῦλο του ἀπὸ τὶς πληγὲς καὶ ἐπιβεβαίωσε τὴν εὐαρέσκειά Του μὲ ἄρρητη εὐωδία ποὺ ἁπλώθηκε στὴ φυλακή. Στὴ συνέχεια ὁδήγησαν τὸν Μάρτυρα σὲ σκοτεινὸ στάβλο γιὰ νὰ τὸν ποδοπατήσουν τὰ ἄλογα. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὁ Κύριος ἀσφάλισε τὸν ἀνυποχώρητο Νικόλαο. Τὰ ἄκακα ζῶα σεβάστηκαν τὸν πιστὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἔπαυε διαρκῶς νὰ δοξολογεῖ τὸ ὄνομά Του. Σὲ λίγο ἔφθασε τὸ ἔνδοξο τέλος. Ἦταν 31 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1754 ὅταν ἔφεραν τὸν Νικόλαο οἱ δήμιοι ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τοῦ κάστρου τῆς Σούδας, στὴ σημερινὴ λεγόμενη Βρύση τοῦ μεγάλου Πασᾶ. Ἐκεῖ τοῦ εἶπαν νὰ γονατίσει, καὶ νὰ σκύψει. Πρὶν ὁ δήμιος τοῦ ἀποκόψει τὴν κεφαλή, τοῦ ἔκανε μιὰ πρώτη δοκιμαστικὴ λογχευτικὴ μαχαιριὰ στὴν πλάτη καὶ μιὰ δεύτερη μετὰ στὸν αὐχένα λέγοντάς του χαιρέκακα: –Ἐπιμένεις; ἢ ἀλλάζεις γνώμη; Καὶ ὁ Μάρτυρας φώναξε δυνατά: –Πιστεύω στὸν Χριστὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό! Παναγία μου, βοήθησέ με! Καὶ μετὰ χτυπώντας γιὰ τρίτη φορὰ τὸ σπαθὶ τοῦ ὀργισμένου δημίου ἀπέκοψε τὴν τιμία κεφαλὴ τοῦ γενναίου Μάρτυρα. Τὴν ὥρα ἐκείνη σκοτάδι ἁπλώθηκε στὸ νησὶ καὶ φόβος πλημμύρισε τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Τὸ πρόσωπο τοῦ σφαγιασθέντος Μάρτυρος παρέμενε ὁλοφώτεινο καὶ τὸ σῶμα του εὐωδίαζε.  Καὶ ἐπὶ τρεῖς νύκτες οὐράνιο φῶς κάλυπτε τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Στὴ συνέχεια οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ ἔκαψαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Νικολάου γιὰ νὰ ἐξαφανίσουν τὰ σημεῖα τῆς δόξας του.  Ὁ Μάρτυς ἔλαμπε πλέον στὸ στερέωμα τοῦ Οὐρανοῦ ἀνάμεσα στὰ πλήθη τῶν ἁγίων Μαρτύρων, ποὺ αἰώνια δοξάζονται. Μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου ἐνδόξου νεομάρτυρος Νικολάου τοῦ Χιοπολίτου ὁ Κύριος ἂς ἐλεεῖ ὅλους καὶ τὸ πολύπαθο ἔθνος μας.ΟΣΩΤΗΡ2207.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου